kideialapa_1.jpg

Τηρώντας τη γραπτή υπόσχεση της 31ης Οκτωβρίου 2007, ημερομηνία γέννησης του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη πριν από 119 χρόνια, επανέρχομαι σήμερα στον ποιητή, 64 χρόνια μετά την αυτοκτονία του. Πριν προχωρήσω στο κυρίως θέμα, οφείλω να διευκρινίσω τα εξής, όσον αφορά αυτό καθαυτό το αναπότρεπτο και μοιραίο γεγονός: τον εκούσιο θάνατο και την κηδεία του. Σημειωτέον ότι με τον ποιητή δεν έγινε ό,τι «συνέβη» με τον καβαφικό Οροφέρνη: «Το τέλος του κάπου θα γράφηκε κʼ εχάθη× / ή ίσως η ιστορία να το πέρασε, / και, με το δίκιο της, τέτοιο ασήμαντο / πράγμα δεν καταδέχθηκε να το σημειώσει…» Η ζωή και ο θάνατος του Λαπαθιώτη δεν πέρασε στα ψιλά των εφημερίδων και των περιοδικών εκείνης της εποχής, αλλά και μεταγενέστερων. Ολόκληρη φιλολογία (και παραφιλολογία, μιας και το αίμα και το σεξ φαίνεται ότι είναι διαχρονικές «αξίες»!) έχει αναπτυχθεί πάνω στο συγκεκριμένο θέμα. Αν και δεν μπορώ να θυμηθώ τώρα ποιος την έχει διατυπώσει, συμμερίζομαι απόλυτα την άποψη ότι ο μύθος που, εδώ και πάρα πολλά χρόνια, έχει δημιουργηθεί για τον Λαπαθιώτη είναι, δυστυχώς, ισχυρότερος από τα πραγματικά γεγονότα. Αυτό είναι δυσάρεστο, μιας και οδήγησε σε πολλές παρανοήσεις και διαστρεβλώσεις.
Σύμφωνα με τις υπάρχουσες μαρτυρίες, είναι γνωστό ότι ο Λαπαθιώτης αυτοκτόνησε τη νύχτα της 7ης προς 8η Ιανουαρίου 1944, με περίστροφο (δικό του ή του πατέρα του, αν και υπάρχει μια ελαφρότατη και κακεντρεχής παραλλαγή, ότι επρόκειτο για ένα μικρό «γυναικείο» περίστροφο, της μητέρας του τάχα μου). Μια άλλη εκδοχή σύμφωνα με την οποίαν κατακρεουργήθηκε με τσεκούρι, δεν μπορώ να τη δεχτώ και να την πιστέψω. Ο κύριος λόγος είναι ο εξής. Αδυνατώ να φανταστώ τον Λαπαθιώτη, θηρευτή και εραστή του Ωραίου, ένθερμο και άκρατο θιασώτη του Αισθητισμού, ο οποίος αναγόρευσε σε Τέχνη την ίδια του τη Ζωή, να προβαίνει σε μιαν τόσο ειδεχθή και αποτρόπαιη πράξη. Εξάλλου, οι εφημερίδες εκείνης της εποχής επιβεβαιώνουν την πρώτη εκδοχή του θανάτου του.
Είναι βέβαιο ότι αυτοπυροβολήθηκε στην καρδιά του, το απονενοημένο διάβημα συνέβη μετά τη 12η ώρα νυχτερινή της 7ης – ξημερώνοντας η 8η Ιανουαρίου 1944.

Εξηγούμαι ως προς αυτό. Είναι γνωστή η λατρεία που έτρεφε ο ποιητής στη νύχτα και το σκοτάδι. Δεν πρόκειται να επικαλεστώ τα ήδη γνωστά στοιχεία ως προς αυτό: τις νυχτερινές περιπλανήσεις του, το γράψιμο ποιημάτων στη διάρκεια της νύχτας, ή κάποια ποιήματά του – ιδίως το Ψυχή της νύχτας (γιατί η ψυχή μου, όσο το φως απλώνεται, δεν ζει / είνʼ αδερφή των σκοταδιών και χάνεται μαζί…) Αλάνθαστος, αδιάσειστος και αδιάψευστος μάρτυρας της πεποίθησής μου αυτής, περί της αυτοκτονίας του ξημερώνοντας η 8η Ιανουαρίου, είναι μια αυτόγραφη σημείωση, την οποίαν αποσπώ από ένα μεγαλύτερο ανέκδοτο ιδιόχειρο κείμενό του με τίτλο Το Πνεύμα του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, που εντόπισα πριν από πολλά χρόνια στο ΕΛΙΑ, το 1995. «Κάποτε στα υπόγεια κέντρα, που σύχναζε κατά προτίμησιν, (έχοντας πάντα την αγάπη της νύχτας), ενώ έξω χαράζει, κάποιος του το υπενθυμίζει. – Έξω, φαίνεται πως έχει κηρυχθεί η μέρα… Αλλʼ αυτό τι μας ενδιαφέρει. Εδώ μέσα, μια φορά, βασιλεύει ακόμα το σκοτάδι.»
Αξίζει η επισήμανση ότι, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Μάριου Βαϊάνου, εγκάρδιου φίλου του ποιητή, ο Λαπαθιώτης του είχε εμπιστευθεί στο παρελθόν ένα καλά οργανωμένο σχέδιο αυτοκτονίας του, που δεν θα ανταποκρινόταν όμως στην πραγματικότητα, προκειμένου να δημιουργηθεί ντόρος για τʼ όνομά του! Διόλου απίθανο. Στηριζόμενος σε αυτό, ο Βαϊάνος θεωρεί ότι ακόμη και η αυτοκτονία του ήταν ένα καπρίτσιο, ένα σκέρτσο του Λαπαθιώτη, ο οποίος πίστευε ότι δεν θα ολοκληρωνόταν – μόλις θα άκουγαν οι γείτονες τον πυροβολισμό, θα έτρεχαν και θα τον έσωζαν, αλλά δεν έγινε έτσι μιας και σύσσωμη η γειτονιά είχε πάει στη γιορτή κάποιου Γιάννη… Απορρίπτω αυτή την αβασάνιστη άποψη για δύο λόγους. Καταρχάς, εξαιτίας της έσχατης οικονομικής και ψυχολογικής εξαθλίωσης του ποιητή στη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής. Έπειτα, κοντά στο νου και η γνώση, που λένε. Εκείνος που αποπειράται να αυτοκτονήσει ελπίζοντας στη σωτηρία των γειτόνων του, δεν αυτοπυροβολείται στην καρδιά. Άλλωστε, τόσο ο Τέλλος Άγρας όσο και ο Πέτρος Χάρης είχαν λάβει επιστολές του ποιητή, το 1937 ή ΄38 ο πρώτος και το 1942 ο δεύτερος, περί της τύχης του έργου του σε περίπτωση που μάθαιναν τον θάνατό του.
Ο ποιητής αυτοπυροβολήθηκε στο σπίτι του, μπαίνοντας στον πρώτο όροφο, βρέθηκε ξαπλωμένος σʼ ένα κρεβάτι δίχως σεντόνι. Το φτωχικό φέρετρο με το λείψανό του, σκεπασμένο ολόκληρο με κατηφέδες, παρέμεινε στο νεκροτομείο μέχρι την ώρα της κηδείας, η οποία έγινε -κατόπιν εράνου- τέσσερις μέρες μετά, στις 11 Ιανουαρίου 1944, σύμφωνα με ρητή επιθυμία του, φοβούμενος το φαινόμενο της νεκροφάνειας που είχε συμβεί σε νεαρή ηλικία στη μητέρα του. Θάφτηκε στο Α΄ Νεκροταφείο, αν και σύμφωνα με μια μαρτυρία, η επιθυμία του ήταν να θαφτεί στο Ζάππειο, λίγο πιο πάνω από το σιντριβάνι, και να στηθεί μια προτομή του που να αντικρίζει τον Ιλισό. Εύλογο τούτο, αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι ο συγκεκριμένος υπαίθριος χώρος ήταν από τους πλέον αγαπημένους για να κάνει τους νυχτερινούς περιπάτους του – και όχι μόνο. Από Το Πνεύμα του Ν. Λ., αποσπώ πάλι δυο σχετικές εγγραφές του: «Για το Ζάππειο συνήθιζε να λέει: – Το σπίτι μου είναι το σπίτι μου. Το Ζάππειο είναι ο κήπος του σπιτιού μου. Όλʼ άλλα τʼ άλλα εν τω μεταξύ, είναι τα σκαλοπάτια για να κατεβώ από το σπίτι μου στον κήπο του σπιτιού μου. / Και άλλοτε πάλι: Αγαπώ το Ζάππειο, επειδή είναι το μόνο μέρος στην Αθήνα, που υπάρχουν τόσα πολλά δέντρα και τόσο λίγοι άνθρωποι.»
Στον έρανο που διενεργήθηκε, συμμετείχαν 41 πρόσωπα, οι: 1) Λεσβία Δέδε, 50.000 δρχ. 2) Μ. Καραγάτσης, 175.000 δρχ. 3) Λ. Ιακωβίδου, 100.000 δρχ. 4) Ανδρέας Μοθωνιός, 50.000 δρχ. 5) Άρης Καχριμάνης, 50.000 δρχ. 6) Ζαγοραίος, 30.000 δρχ. 7) Θράσος Καστανάκης, 50.000 δρχ. 8) Γ. Δούρας, 5.000 δρχ. 9) Ν. Καββαδίας,100.000 δρχ. 10) Ανδρέας Πεπονής, 50.000 δρχ. 11) Ι. Σκαζίκης, 100.000 δρχ. 12) Φ. Γονατάς, 100.000 δρχ. 13) Χ. Παυλάτος, 50.000 δρχ. 14) Γ. Βλασσόπουλος, 500.000 δρχ. 15) Στρατής Μυριβήλης, 100.000 δρχ. 16) Ηλίας Βενέζης, 150.000 δρχ. 17) Τ. Σταύρου, 50.000 δρχ. 18) Κώστας Ουράνης, 200.000 δρχ. 19) Λέσχη Επτανήσου, 300.000 δρχ. 20) Ανδρέας Μαραγκός, 10.000 δρχ. 21) Κ. Δ. Ο., 1.250.000 δρχ. 22) Κώστας Καρθαίος, 50.000 δρχ. 23) Αθ. Σαραντίδη, 25.000 δρχ. 24) Ιατρός, 50.000 δρχ. 25) Κ. Ελευθερουδάκης, 50.000 δρχ. 26) Κ. Θεοδωρόπουλος, 250.000 δρχ. 27) Σύνδεσμος Ελλήνων Λογοτεχνών, 200.000 δρχ. 28) Σ. Παναγιωτόπουλος, 100.000 δρχ. 29) Αν. Μπακάλμπασης, 50.000 δρχ.30) Αντ. Γιαννίδης, 50.000 δρχ. 31) Σ. Ισαακίδης, 100.000 δρχ. 32) Π. Λεκατσάς, 50.000 δρχ. 33) Πέτρος Χάρης, 50.000 δρχ. 34) Νέα Εστία, 100.000 δρχ. 35) Ευστ. Τσαλούπης, 50.000 δρχ. 36) Τάκης Παπατζώνης, 50.000 δρχ. 37) Άγγελος Θεοδωρόπουλος, 25.000 δρχ. 38) Μυρτιώτισσα, 25.000 δρχ. 39) Διαλεχτή Ζευγώλη, 25.000 δρχ. 40) Λαύρας, 40.000 δρχ. 41) Λ. Τσοκοπούλου, 25.000 δρχ.
Όπως συνάγεται από σχετικό δημοσίευμα του περιοδικού Νέα Εστία, τεύχος 398-399, Αθήναι, 1 και 15 Ιανουαρίου 1944, από τον έρανο συγκεντρώθηκε το ποσό των 4.835.000 (πληθωριστικών) δραχμών. «Η Διεύθυνση Γραμμάτων του Υπουργείου Παιδείας ανέλαβε μερικά από τα έξοδα της κηδείας και φρόντισε να ψαλεί η νεκρώσιμη ακολουθία στο Μητροπολιτικό ναό. Όσα χρήματα έμειναν από τα 4.835.000 δρχ., μοιράστηκαν σε άπορα μέλη της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών και του Συνδέσμου Λογοτεχνών. Δάφνινα στεφάνια της Διευθύνσεως Γραμμάτων και των δύο λογοτεχνικών οργανώσεων συνόδευσαν τον ποιητή ως τον τάφο του, όπου τον επήγε η νεκροφόρα του Δήμου.»
Αξίζει η επισήμανση ότι η έκδοση του προαναφερόμενου τεύχους του περιοδικού συνέπεσε, σχεδόν, με την αυτοκτονία του κι έτσι συγχρόνως έγινε και το πρώτο αφιέρωμα στον ποιητή, όπου δημοσιεύτηκε το τελευταίο, διπλό ποίημά του με τίτλο Αποχαιρετισμοί στη Μουσική, Ι, ΙΙ – και τον πικρό υπότιτλο Στίχοι μιας παλιάς τεχνοτροπίας, γραμμένο τον Δεκέμβριο 1943. Το είχε στείλει στο περιοδικό την παραμονή της Πρωτοχρονιάς 1944, μʼ ένα μπιλιέτο στον διευθυντή Πέτρο Χάρη όπου έγραφε: «Φίλτατε, λάβε τα παρόντα, διά “Νέαν Εστίαν”, Σʼ αρέσει ο υπότιτλος;… Πάντα με την αγάπη μου, Ν. Λ.»

ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ ΣΤΗ ΜΟΥΣΙΚΗ
Στίχοι μιας παλιάς τεχνοτροπίας

Ι
Τʼ όνειρό μου πια δεν είναι να χαρώ, μήτε να ζήσω,
μα να πω μια λέξη μόνο, σαν μια φλόγα, και να σβήσω.

Κι αν ακόμα ζω του κάκου και γυρνώ στη γην απάνω,
μόνον ένα πια μου μένει, να την πω και να πεθάνω…

Κι όμως ούτε αυτή τη λέξη δεν μου δόθηκεν ακόμα
να την πω – και μου παιδεύει την ψυχή μου και το στόμα.

Μήτε καν αυτή τη λέξη, την απέραντα θλιμμένη,
μήτε τρόπος να τη μάθω, μήτε χρόνος δεν μου μένει.

Κι αφού τʼ άχαρά μου χείλη δεν την πρόφεραν ακόμα,
θα την πάρω – και σαν ξένοι, θα χαθούμε μες στο χώμα…

ΙΙ
Μόνος ήρθα κάποιο βράδι – κι ήσαν όλοι γύρω μόνοι,
κι όλοι ξένοι τραγουδάμε μες στη νύχτα που σιμώνει.

Κι όσο ζω, κι όσο μαθαίνω, τόσο νιώθω, αλίμονό μου,
το βαθύ και το μεγάλο κι απροσμέτρητο κενό μου!

Τη στιγμή του σταυρωμού μου και για μόνη συντροφιά μου,
μόλις ένιωσα τα χέρια που σταυρώσαν τα καρφιά μου…

Μόνος ήρθα κάποιο βράδι, μόνος πόνεσα για λίγο,
μόνος έζησα του κάκου 0 κι όπως ήρθα, και θα φύγω.

Τʼ είναι, τάχα για τους άλλους, ο χαμός ενός ατόμου;
– κι όπως ήρθα, και θα φύγω, μόνος μες στο θάνατό μου.

Θεωρώ ότι περιττεύει ο σχολιασμός στο διπλό αυτό ποίημα. Ατόφιος ο Λαπαθιώτης είναι εδώ. Πιστεύω όμως ότι είναι απαραίτητα δυο λόγια για τον υπότιτλο. Ο ποιητής αντιτάχθηκε σθεναρά, με άρθρα του, στην εισβολή και καθιέρωση της μοντέρνας ποίησης στην Ελλάδα. Ένιωθε κυριολεκτικά να χάνει το έδαφος κάτω απʼ τα πόδια του. Γιʼ αυτό, άλλωστε, αν και σχεδίαζε μια δεύτερη συλλογή ποιημάτων του το 1943, στο τέλος δεν προχώρησε στην εκτύπωσή της. Εκτός από τα άρθρα, 3 από τις 11 μιμήσεις ύφους άλλων ποιητών, που δημοσίευσε το 1938-39 στο περιοδικό Πνευματική Ζωή, με το ψευδώνυμο Πλάτων Χαρμίδης (μιας και η μεταξική λογοκρισία του είχε απαγορεύσει να δημοσιεύει εξαιτίας του τολμηρού ολιγόστιχου ποιήματός του Επεισόδιο), έχουν ως στόχο τη μοντέρνα ποίηση. Πρόκειται για τις ακόλουθες παρωδίες ποιημάτων των Νίκου Καββαδία, Αναστάσιου Δρίβα και Ανδρέα Εμπειρίκου.

A la maniere de… Καββαδίας
Ταξίδι

Μπάρκαρα μούτσος, μιαν αυγή, σε κάποιο κότερο μαβί,
που σάλπαρε, στραβά κουτσά, για το Σταυρό του Νότου,
πλήρωμα οκνό, ετερόκλητο: Σπανιόλοι, αλλόκοτα βουβοί,
– καθένας με το βίτσιο του, και το παράπονό του…

Σʼ όποιο λιμάνι αράζαμε, μας έδιωχναν οι ιθαγενείς,
κι όλο σκοπέλοι κάρφωναν το δρόμο μας, κι υφάλοι!
Μα τι να κάνουμε! Μπορείς όμοιος μʼ εκείνους να γενής,
και να τους ρίχνεις, σαν μαϊμού, καρύδες στο κεφάλι:!…

Μας κοίταζαν τα μαραμπού, και μας χαζεύαν τʼ αλμπατρός.
Τρεις σύντροφοι σφαχτήκανε για μια ξανθιά κοπέλα,
κι άλλοι πέντ-έξι πέθαναν: έλειπε, βλέπεις, ο γιατρός!
Τους ρίξαμε στη θάλασσα, κουνώντας τα καπέλα.

Κι έτσι, άξαφνα, κάποια βραδιά, βρεθήκαμε μες στους Ζουλού!
Γιατί και πώς, μην τα ρωτάς: φυσούσε τραμουντάνα,
– κι ο καπετάνιος έτυχε νάχη, κι αυτός, το νου του αλλού,
στʼ αργά πουλιά που πέρναγαν σαν άσπρα αεροπλάνα.

Φάγαμε φρέσκον ανανά, κι άγνωστα φρούτα τροπικά,
που μήτε που τα βάνει καν ο νους σας, Ευρωπαίοι!
Μα μʼ όλα αυτά μας τα πολλά, καλά επεισόδια και κακά,
το μάτι, για το πόρτο μας, δεν έπαψε να κλαίη…

Γιʼ αυτό κι εμείς όλοι μαζί, του νόστου φάρα υστερική,
μπήξαμε αλλόκοτες φωνές βλέποντας την Ασία…
Έτυχε, βλέπεις, τη βραδιάν εκείνη την ιστορική,
νάναι οπωσδήποτε υψωμένη κι η θερμοκρασία…

A la maniere de… Αναστάσιος Δρίβας
Μικρό ελεγείο

Τι ωραία όπου σμίγει
το μαμούνι το μαμούδι!
Με αγάπη πλησιάζει
και το κίτρινο λουλούδι×

Κελαδεί ένα βατράχι,
τραγουδεί ένα σκουλήκι×
τι καλά όπου ζυγώνει
μία μύγα ένα φύκι.

Άνοιξε ένα ανθάκι,
έπεσε ένα αστέρι.
Λες και κείνο το κλαράκι
είναι σα βγαλμένο χέρι…

Άκου, άκου, τι ωραία
κελαρύζει το ρυάκι,
το σκοτάδι, η αυγούλα,
κι ένα γαλανό παιδάκι…

A la maniere de… Εμπειρίκος
Εξοπλισμοί

Η παρωνυχίδα των ενώσεων εμπαίζει τους κονίκλους των κροτάφων, υπόδημα και τελετή – ζουμπούλι. Δεν αποβλέπει τόσο στον ασπάλακα, πλην ελλοχεύει με κουφούς θυσάνους, φωταγωγός ανώφελων υπερθεματισμών, ακροβατικής αυθαιρεσίας. Σμήνος ευθέτων εξυπηρετήσεων – ανέφελος και πάνδημος Ηρώδης, εκκωφαντικών απομονώσεων και περιστροφικών εξιλασμών. Εκκρίσεις αφιλοκερδείς, ευνοϊκοί λαμπτήρες. Πυροσβέστης εθελοτυφλών προς τα βελουδένια περιθώρια, και καταστρατηγών την υποτείνουσαν, μεταξύ λιθίνων παραδείσων. Συλλήψεις ενδομύχων αναιρέσεων, παρεμφερών με Καναρίους νήσους – τρία πουλάκια κάθουνται, κατάπλασμα, λεκάνη…

Η περιπαικτική διάθεση του Λαπαθιώτη απέναντί τους κλιμακώνεται σταδιακά, από την ελαφρότητα στην πλήρη γελοιοποίηση. Χαρακτηριστικό είναι και τούτο που αποσπώ από Το Πνεύμα του Ν. Λ., ανέκδοτο: «Όταν κάποιος φίλος του έγραψε ένα ενθουσιώδες άρθρο για τον Ελύτη και το Σουρρεαλισμό – και ρώτησαν τον Λ. πώς του φάνηκαν τα γραφόμενά του× – Ελυτιότητες, απάντησε εκείνος.»
Τέλος, εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει και το γεγονός ότι σʼ ένα ποίημά του που επιγράφεται Προϋποθέσεις ή Τα Μετά Θάνατον (ποίημα σε πολλά φαιδρά κεφάλαια, απʼ τα οποία αντιγράφω το «απόσπασμα» που σας ενδιαφέρει (πρώτο σχεδίασμα 1937, οριστικό 1943), φαντάζεται και σκηνοθετεί την κηδεία του και τις αντιδράσεις των γνωστών του.

ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ Ή ΤΑ ΜΕΤΑ ΘΑΝΑΤΟΝ, 1937
(ποίημα σε πολλά φαιδρά κεφάλαια, απʼ τα οποία αντιγράφω το «απόσπασμα» που σας ενδιαφέρει)

1.
…………………………………….
Όταν το πράμα μαθευτεί
μες στα γραφεία του Μπουκέτου,
κρουνοί δακρύων (φανταστικών!)
θα πλημμυρίσουν το παρκέ του.

Κι ο Μήτσος, μʼ άξαφνη σπουδή,
θα ψάξει να βρει το κλισέ μου,
– κι ίσως την ώρα που το δει,
να ψιθυρίσει ένα: – Χρυσέ μου…

(γιατί παρʼ όλο που θαρρεί
πως ο λουλάς τον έχει οπλίσει,
θα ΄χει ασφαλώς, το βράδυ αυτό,
κάποιο μαντήλι για την πλύση…)

Μα ο Χάρης, μελαγχολικός,
μη συμφωνώντας με τον Μήτσο,
θα προτιμήσει, φυσικά,
να γίνει ένα καινούργιο σκίτσο

και με κινήσεις νευρικές,
θα παραγγείλει του Γρηγόρη,
σε στάση συντριβής βαθιάς,
να φκιάσει δίπλα κι ένʼ αγόρι…

2.
…………………………………….
Το φέρετρό μου, σανιδένιο,
δεν θα ΄χει καμιάν ομορφιά.
Θα το καρφώσουν μάνι μάνι
με τα κοινότερα καρφιά

Κι ύστερα βίρα και στον ώμο
(λίγο μακρύ, λίγο φαρδύ),
κι αυθημερόν θα πάρει δρόμο
για το στερνό μου το τσαρδί…

Θα ΄ναι κι ο Μήτσος με τον Χάρη,
και πέντε δέκα συγγενείς,
– κι ο Γιώργος ο Μυλωνογιάννης:
κι άλλος κανείς, κανείς, κανείς…

(Μια και στα φύλλα, ακόμα, βλέπεις,
δεν θα ΄χει τίποτα γραφεί
κι ο Κωτσο-Γκίκας θα το μάθει
τρεις μέρες μετά την ταφή.)
………………………………………..

Την άλλη μέρα θʼ αρχινίσουν
κάποιες γραμμές, εδώ κι εκεί,
– κι αμέσως θα με περιλάβουν
οι κριτικές κι οι κριτικοί:

«τεχνίτης», «μουσικός του στίχου»,
«πολύ λεπτός αισθητικός»,
αυτά που γράφονται συνήθως
κι αυτά που γράφουν σχετικώς!

«Τύπος ανώμαλος εκφύλου»,
«γνωστή και συμπαθής μορφή,…
μα εμέναν ό,τι και να πούνε
δεν θα μου καίγεται καρφί!

Γιατί από μέναν ό,τι θα μείνει,
στο μέρος που θα κατοικεί,
δεν θʼ ασχολείται με τους άλλους,
δεν θα διαβάζει κριτική…
………………………………………..
3.
Κι ο Γιώργος ο Μυλωνογιάννης,
με σφίξιμο χεριού γερό,
θα λέει αράδα σʼ όσους βρίσκει:
– Τι φοβερό, τι φοβερό!

Και παρατώντας και Σκαρίμπαν,
και στίχους και πολιτική,
και το παιδί του και το σύμπαν,
θα μου σκαρώσει κριτική…

Κι ο Τασο-Δρίβας, αφού πρώτα
σμίξει τα φρύδια σοβαρά,
θα τρέξει γρήγορα στη «Γρέτα»,
για δισχιλιοστή φορά…

Μα κι ο Βαγιάνος θʼ αρχινήσει
σʼ όλη, γραμμή την Αττική,
μʼ αστούς, μʼ εργάτες, με χωριάτες
καμπάνια λαπαθιωτική!

Και κυνηγώντας άρον άρον,
θα γράφει μέσα σε καρνέ,
ως και τις γνώμες των γαϊδάρων
της πολιτείας Αχαρναί!…

ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ Ή ΤΑ ΜΕΤΑ ΘΑΝΑΤΟΝ, 1943
(ποίημα σε πολλά φαιδρά κεφάλαια, απʼ τα οποία αντιγράφω το «απόσπασμα» που σας ενδιαφέρει)

2.
Το φέρετρο μου, σανιδένιο,
δεν θα ΄χει καμιάν ομορφιά×
θα το καρφώσουν μάνι μάνι
με τα κοινότερα καρφιά,

Κι ύστερα βίρα και στον ώμο
(λίγο μακρύ, λίγο φαρδύ)
κι αυθημερόν θα πάρει δρόμο
για το στερνό μου το τσαρδί….

Θα είναι ο Άγγελος, ο Χάρης,
ο Κλέων, ο Τάκης, η Λιλή,
ο Γιώργος ο Μυλωνογιάννης
κι άλλοι πολλοί, πολλοί, πολλοί….

* * *
Και την επαύριο θʼ αρχινίσουν
κάποιες γραμμές, εδώ κι εκεί,
– κι αμέσως θα με περιλάβουν
οι κριτικές και οι κριτικοί:

«τεχνίτης», «μουσικός του στίχου»,
«πολύ λεπτός αισθητικός»,
– αυτά που γράφονται συνήθως
κι αυτά που γράφουν σχετικώς×

«τύπος ανώμαλος εκφύλου»,
«γνωστή και συμπαθής μορφή»…
μα εμέ για ό,τι θα μου γράψουν
δεν θα μου καίγεται καρφί!

Γιατί από μένα ό,τι θα μείνει
– κι εκεί που τώρα κατοικεί-
δεν θʼ ασχολείται με τους άλλους,
δεν θα διαβάζει κριτική.

3.
Ο φίλτατός μου Πέτρος Χάρης
με σφίξιμο χεριού γερό
θα λέει αράδα στους γνωστούς του.
– Τι φοβερό, τι φοβερό!

Και παρατώντας τις δουλειές του,
βιβλία και πολιτική,
τη Νέα Εστία και τις Τέχνες,
θα μου σκαρώσει κριτική!

Μα κι ο Βαγιάνος θα αρχίσει
σʼ όλη, γραμμή, την Αττική,
μʼ αστούς, μʼ εργάτες, με χωριάτες,
καμπάνια λαπαθιωτική!

Και κυνηγώντας άρον άρον
θα γράφει μέσα σε καρνέ,
ως και τις γνώμες των γαϊδάρων
της πολιτείας Αχαρναί!

Ήδη έχει σχολιάσει το στιχούργημα αυτό ο Νίκος Σαραντάκος στην ειδική ιστοσελίδα που δημιούργησε για τον ποιητή, http://sarantakos.com/liter/lapathiotis.html. Θέλω όμως να επισημάνω δύο πράγματα.
Καταρχάς, θεωρώ ότι το τελευταίο δίστιχο, και στα δυο σχεδιάσματα, που αναφέρεται στις γνώμες των γαϊδάρων της πολιτείας Αχαρναί, δεν είναι και τόσο αθώο ή, για να το θέσω διαφορετικά, δεν τίθεται εκεί για να προκαλέσει απλώς και μόνο το μειδίαμα ή το γέλιο. Πιστεύω ότι δεν είναι μια χαριτωμένη γενικόλογη αναφορά αλλά, αντίθετα, προσωποποιείται και στοχεύει τον εκ Μενιδίου Κωτσο-Γκίκα, τον μεγάλο έρωτα του ποιητή. Έπειτα, το εξής. Ο Δικταίος θεωρεί ότι το στιχούργημα αυτό δεν έχει καμιά ποιητική αξία, παρά μόνο σχολιαστική. Πιστεύω ότι το συγκεκριμένο, σε διπλή εκδοχή, εντάσσεται ασφαλώς στο λαπαθιωτικό corpus, ειδικότερα στην κατηγορία των σατιρικών ποιημάτων που έγραψε, συγκεκριμένα εξειδικεύεται σʼ εκείνη των αυτοσατιρικών. Εντόπισα άλλα τρία, ανέκδοτα, άτιτλα αυτοσατιρικά στιχουργήματά του στο ΕΛΙΑ, που αναφέρονται, εμμέσως και με πολύ παιγνιώδη τρόπο, στον έρωτα – όχι όμως ως συναίσθημα αλλά ως πράξη:

Δεν ξέρω, φίλε, τι θα πουν αυτά τα Kollo-κύθια,
μήτε γνωρίζω τι θα πει Kollo και ξε-Kollo.
Μα όπως κι αν γενεί, να σας πω τη μαύρη αλήθεια
και με Kollo κι άνευ Kollo – εγώ δεν ξε-Kollo…
20-4-1922
* * *
Μου γράφετε κάπως στρυφνά και κάπως μπερδεμένα,
για πράματα που φαίνεται να μʼ αφορούν κʼ εμένα
κʼ εν μέσω της μοναδικής γραπτής αυτής σαλάτας,
βλέπω ν΄αναμιγνύετε και τους αμαξηλάτας…

Εγώ γιʼ αυτούς, προς το παρόν, δεν δίνω μια δεκάρα,
όμως (εφόσον θίγετε και τα κατά το γήρας),
αν και βεβαίως, διάβολε, δεν ομιλώ εκ πείρας,
ίσως κι αυτοί να χρειασθούν, σαν θα γενούμε κάρα…
1-12-1922
* * *
«…και πρώτος ο κ. Σ. ήκουσε με ενθουσιασμόν την ιδέαν ότι θα ήτο δυνατόν να εμφανίζονται από των στηλών του περί ου ο λόγος σατυρικού ιδικαί σας σάτιραι… … Λοιπόν περιμένομεν να σας απολαύσομεν…»
(Αποσπάσματα εκ της επιστολής σας)
Ως προς το πρώτο, να σας πω, σα δύσκολο μου φαίνεται,
γιατί σκοπεύω σύντομα να λείψω στην Ευρώπη.
Αν πάλι για το δεύτερο ηδέως επιμένετε,
στο κάτω κάτω της γραφής υπάρχουν κι άλλοι τρόποι…
26-4-1923