Ένα πολύ σημαντικό βιβλίο πήρε τη θέση του στα βιβλιοπωλεία και, ευελπιστεί κανείς, στη λίστα αναμονής προς ανάγνωση των φίλων της ποίησης και του στοχασμού. Πρόκειται για το δοκίμιο του Κώστα Κουτσουρέλη Η τέχνη που αυτοκτονεί: Για το αδιέξοδο της ποίησης του καιρού μας. Είναι σημαντικό για πολλούς λόγους. Καταρχάς ο συγγραφέας του είναι μια πολυσχιδής προσωπικότητα των γραμμάτων και υπηρετεί πολλά είδη λόγου. Είναι πολυμαθής, όπως διαπιστώνεται από το έργο του, κινούμενος με άνεση και καλύπτοντας μεγάλες αποστάσεις στον γεωγραφικό και χρονικό άξονα της τέχνης, του στοχασμού και της κριτικής, συνταιριάζοντας μάλιστα τον επιστημονικό ορθολογισμό με την ποιητική τέχνη. Διαθέτει γερμανική επιστημονική σκευή και γλωσσομάθεια, ενώ δεν διέπεται από ελληνοκεντρική ομφαλοσκόπηση στις αναλύσεις του. Πληροί δηλαδή τις προϋποθέσεις για να μπορέσει να αναμετρηθεί με ένα μεγάλο θέμα, σε επίπεδο αντικειμένου, περιεχομένου και μορφής. Επιπλέον γράφει ένα κριτικό δοκίμιο για την ποίηση όντας ο ίδιος ποιητής και μεταφραστής, ενώ συνθέτει ποίηση έχοντας τη θεωρητική σκευή και την κριτική (και επομένως αυτοκριτική) ματιά. Τέλος, επίσης σημαντικό, κρίνει, συγγράφει μια πολεμική, όπως τη γνωρίζουμε στην γερμανική παράδοση με χαρακτηριστικό της εκπρόσωπο τον Marcel Reich-Ranicki, με αφετηρία την αγάπη για την τέχνη της ποίησης. Αποδομεί, συνάμα όμως αντιπροτείνει.

Το βιβλίο αναφέρεται στην παρακμιακή πορεία της ποίησης, η οποία παρουσίασε τις πρώτες ενδείξεις κατά την εποχή του ρομαντισμού, όταν ποιητές «βάλθηκαν να αποδώσουν στην τέχνη τους την περιωπή θρησκείας, διεκδίκησαν για την αφεντιά τους ρόλο κοσμικού ιερέως, μεταφυσικού ταγού», για να φτάσει στο αποκορύφωμά της στα δικά μας χρόνια με την επιλογή της αυτοαναφορικότητας όσον αφορά στη γλώσσα, τις θεματικές και τα σύμβολα. Ο συγγραφέας θέτει μεταξύ άλλων τα εξής κομβικά ερωτήματα: «Πότε πήραν στ’ αλήθεια διαζύγιο από την πραγματικότητα οι ποιητές; Πότε οι αναγνώστες πήραν διαζύγιο απ’ την ποίηση; Και υπαιτιότητι τίνος εκδόθηκε το διαζύγιο αυτό;» Στην τελευταία ερώτηση απαντά χαρακτηριστικά: «Όσο σκανδαλώδης κι αν ακούγεται, η μαύρη αλήθεια είναι αυτή: για το διαζύγιο των ποιητών από τον κόσμο δεν φταίει το κοινό, δεν φταίει η αναπόδραστη υποτίθεται παρακμή του στίχου, δεν φταίει καν αυτός ο αχρείος καπιταλισμός και η αμορφωσιά των πολλών. Κύριοι υπαίτιοι είναι οι ίδιοι οι ποιητές! Σε μια πορεία μοιραία που κρατάει κοντά δύο αιώνες, πήραν μια τέχνη τερπνή και την έκαναν ανιαρό σταυρόλεξο. Παρέλαβαν μια γλώσσα οικουμενική και έφτιαξαν απ’ αυτήν ένα ακαταλαβίστικο ζαργκόν. Είχαν μια θέση περίοπτη, στο επίκεντρο του δημόσιου βίου, και τη θυσίασαν για την πόζα και την κλάψα του περιθωρίου.»

Στο δίλημμα λοιπόν αν είναι στραβός ο γιαλός των αναγνωστών ή αν αρμενίζουν στραβά οι λέμβοι των ποιητών, ο συγγραφέας επιλέγει το δεύτερο σκέλος. Είναι πολύ ενδιαφέρουσα η πρότασή του για επανασύνδεση της ποίησης με τον παραδοσιακό χαρακτήρα της προφορικότητας και για επανεστίαση στην καλλιέργεια της αυστηρής μορφής. Αυτήν την άποψη την υπηρετεί ο ίδιος στη δική του ποίηση. Όπως χαρακτηριστικά υποστηρίζει σε μια συνέντευξη, «Στα ποιήματά μου συνήθως ξεκινώ από μιαν έμμονη εικόνα ή έναν ρυθμό αποκρυσταλλωμένο σε μια φράση. Η αρχιτεκτονική του ποιήματος, η ποιητική μορφολογία δηλαδή, έχει για μένα κορυφαία σημασία. Χωρίς τη μέριμνα της μορφής, την αρτιότητα της φράσης, κάθε ιδέα, ακόμη και η πλέον ενδιαφέρουσα, υποβιβάζεται σε σημείωση, σε ημερολόγιο βιωμάτων ή στοχασμών. Συχνά, η αρχική αυτή εικόνα ή ο ρυθμός μού υπαγορεύουν και το είδος του ποιήματος, αν θα είναι έμμετρο λ.χ. ή ομοιοκατάληκτο, αν θα ακολουθεί συγκεκριμένο στροφικό σχήμα κ.ο.κ.» (http://koutsourelis.gr/index1.php?subaction=showfull&id=1297426380&archive=&start_from=&ucat=15&/).

Το βιβλίο του Κ. Κουτσουρέλη αποτελείται από 14 κεφάλαια-επιμέρους κείμενα, με μια σχετική αυτάρκεια, τα οποία όμως συλλειτουργούν συνάμα με τη λογική ψηφιδωτού. Πρόκειται για 12 κείμενα πλαισιωμένα από πρόλογο κι επίλογο. Στον πρόλογο με τον τίτλο «Προσφώνηση όχι ακριβώς ενθαρρυντική» ο συγγραφέας μας θέτει το πρόβλημα, όπως το παρουσίασα στην αρχή, ενώ συνάμα μας προϊδεάζει ότι η κατάσταση είναι αναστρέψιμη, αρκεί να το επιθυμήσουν ειλικρινά οι ποιητές και να προσπαθήσουν με τον τρόπο και προς τις κατευθύνσεις που προτείνει στο τέλος του δοκιμίου ο ίδιος.

Στο πρώτο κεφάλαιο με τίτλο «Σε τοπίο θολό» υποστηρίζει ότι παρατηρείται ένα τείχος απαξίωσης γύρω από την ποίηση, με σύμπτωμα ότι «Ακόμη και βιβλία δημιουργών σημαντικών με ποιήματα αξιόλογα και τερπνά, απ’ αυτά που σ’ άλλες εποχές ο κόσμος τα αποστήθιζε και ζούσαν στη συλλογική μνήμη, ακόμη κι αυτά δεν έχουν κατορθώσει, στον βαθμό που τους αξίζει, να βγουν από το γκέτο και να γίνουν κτήμα κοινό.» Επιπλέον επισημαίνει ότι «Μέσα σε λιγότερο από μια εικοσαετία, όλα τα διαθέσιμα ποιοτικά και ποσοτικά στοιχεία μαρτυρούν ότι η ποίηση ξέπεσε διεθνώς εντυπωσιακά. Από πρωτεύον λογοτεχνικό είδος έγινε ενασχόληση του περιθωρίου», ενώ οι ποιητές επιρρίπτουν αντανακλαστικά την ευθύνη σε κοινό και κριτικούς, χωρίς να προβαίνουν σε διάλογο για κοινό προβληματισμό για το φαινόμενο.

Στο δεύτερο κεφάλαιο με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Ιλιγγιώδη νούμερα, μίζερα ρεκόρ» ο συγγραφέας παρουσιάζει τον εντυπωσιακά υψηλό αριθμό ποιητικών εκδόσεων εντός και εκτός επικρατείας στην εξελικτική του πορεία. Θα αναφέρουμε ενδεικτικά ότι η Επιτροπή των Κρατικών Βραβείων, που ενημερώνεται από την Εθνική Βιβλιοθήκη, για τις κρίσεις του 2017 έλαβε υπ’ όψιν της 813 νέους τίτλους, ενώ στις ΗΠΑ το 2009 στην κοινή κατηγορία ποίηση/δράμα, στην οποία την μερίδα του λέοντος κατέχει η ποίηση, κυκλοφόρησαν 13.374 τίτλοι! Ο συγγραφέας επισημαίνει ότι η απήχηση αυτής της ποιητικής παραγωγής με κριτήριο τις πωλήσεις είναι αμελητέα, ενώ στον εκδοτικό πληθωρισμό καταλογίζεται απαξίωση των ποιητικών βιβλίων λόγω της υπερπροσφοράς, η οποία εμποδίζει τα άξια λόγου έργα να αποσπάσουν την προσοχή που τους αξίζει. Προσωπικά με άγγιξε ιδιαιτέρως ο συσχετισμός του εκδοτικού πληθωρισμού με τα προγράμματα της λεγόμενης δημιουργικής γραφής, καθώς προβληματίζομαι αν η συγγραφική τέχνη μπορεί να διδαχθεί σε κάθε προέλευσης φερώνυμο εργαστήριο.

Στο τρίτο κεφάλαιο με τίτλο «Όταν η κριτική συνθηκολογεί» ο Κ. Κουτσουρέλης συνδέει την απαξίωση της πληθωριστικής ποίησης με την αδυναμία ή την απουσία επιθυμίας της κριτικής κατά περίπτωση να ασχοληθεί συστηματικά και de profundis με μια πληθωριστική ποίηση, η οποία όλο και συχνότερα τυπώνεται ιδίοις αναλώμασι. Σε αυτό το μέρος του δοκιμίου ο συγγραφέας θέτει το δάχτυλο επί τον τύπον τον ήλων παρουσιάζοντας χωρίς διάθεση ωραιοποίησης το τοπίο της ποιητικής βιβλιοπαραγωγής κι ο λόγος του προκαλεί πόνο! «Πελάτης του εκδότη δεν είναι πια ο αναγνώστης αλλά ο συγγραφέας. Ο εκδότης παρέχει απλώς τυποτεχνική επιμέλεια στο παραγόμενο προϊόν, χωρίς να εγγυάται την ποιότητα του περιεχομένου του.» Γενικότερα παρουσιάζεται η ποιητική παραγωγή ως μια τονωτική οικονομική ένεση για ποικίλα επαγγέλματα, ενώ οι ποιητές ουσιαστικά εμφανίζονται να αντλούν κάποιο κοινωνικό και λογοτεχνικό κύρος κυρίως μέσα από κάποια βιβλιοπαρουσίαση στο περιορισμένο κοινό φίλων, οικείων και ομοτέχνων, στις οποίες γίνονται και οι περισσότερες πωλήσεις. Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει «Με τον τρόπο αυτό, καταβάλλοντας δύο ή τρείς φορές κάθε δέκα χρόνια ένα σχετικά μικρό ποσό σ’ έναν εκδότη και διοργανώνοντας μια-δυο εκδηλώσεις για τους φίλους του, εξασφαλίζει κανείς εύκολα τον τίτλο του ποιητή και εμπλουτίζει το βιογραφικό του».

Στο τέταρτο και πέμπτο κεφάλαιο, αμφότερα με τίτλο «Ο μαρασμός της ποιητικής παιδείας» ο συγγραφέας εστιάζει στην απουσία ποιητικής παιδείας και κατά συνέπεια τεχνικής στιχουργικής επάρκειας κατά τις τελευταίες πέντε δεκαετίες, ως αίτιο της συγγραφής στίχων με τη μορφή του αυθόρμητου, ακατέργαστου υλικού. «Άμετροι, υπέρμετροι ή λειψοί στίχοι, αδέξιες ή αθέλητα φτωχές ρίμες, ελλιπής κατανόηση των ειδολογικών κανόνων και περιορισμών, σαφής δυσκολία στο συνταίριασμα του ρυθμικού βηματισμού με το θεματικό μοτίβο είναι συνήθως το αποτέλεσμα» υποστηρίζει ο Κ. Κουτσουρέλης, ενώ αντιπαραβάλλει την άποψη του Τ.Σ. Έλιοτ ότι «Κάθε στίχος έχει συγκεκριμένο μετρικό αποτύπωμα, κανονικό ή ακανόνιστο, την δική του ξεχωριστή προσωδία. Και κάθε προσωδία, προκειμένου να αναπτυχθεί στον μέγιστο βαθμό, προϋποθέτει την αφομοίωση και την εφαρμογή μιας ειδικής τεχνικής δουλεμένης και εμπλουτισμένης στο πέρασμα των αιώνων, ό,τι θα ονομάζαμε ποιητικό know-how». Εξ όνυχος τον λέοντα, καθώς ακολουθεί πλήθος παραδειγμάτων, τα οποία απλώνονται σε πολλούς τομείς της μοντέρνας (μη) ποιητικής.

Στο έκτο κεφάλαιο με τίτλο «Ένας λογοτεχνικός κόσμος φτωχός» παρουσιάζει τη σύγχρονη ποίηση ως μια ομφαλοσκοπική ποίηση του άκρατου υποκειμενισμού, η οποία «στρέφει την πλάτη της ολοκληρωτικά προς το ευρύ κοινό και γίνεται επιδεικτικά εσωστρεφής και αυτοαναφορική», αδιαφορώντας να εκφράσει κοινωνικά προτάγματα και ανησυχίες όπως οι ποιητές του 19ου αιώνα, δημιουργοί «ποίησης του πλήρους φάσματος», η οποία τους καθιστούσε σημαίνοντα πρόσωπα της εποχής. Αυτός ο προβληματισμός συνεχίζεται στο 7ο κεφάλαιο με τον ευρηματικό τίτλο «Οι μονόλογοι του Ναρκίσσου», στο οποίο παρουσιάζεται ο χαρακτήρας των δημιουργημάτων της σύγχρονης ποίησης: «Μπορούν να υπαχθούν στην κατηγορία του ατμοσφαιρικού συναισθηματισμού. Ως τέτοια καταγράφουν μια σειρά από ακαθόριστες ψυχικές διαθέσεις, από φευγαλέες εικόνες και σκέψεις που ακόμη κι όταν ενδύονται ύφος εξομολόγησης μένουν ως επί το πολύ στην κατάσταση του υπαινιγμού. Ο λόγος εδώ λειτουργεί ως υπόμνηση μιας ρευστής και αβέβαιης υποκειμενικότητας εντός ενός κόσμου που αυτός μας παρουσιάζεται εξ αντανακλάσεως, μέσ’ απ’ την θυμική κατάσταση του ποιητικού εγώ, όχι ως οντότητα αυθύπαρκτη και αντικειμενική». «Προφανώς τέτοιου είδους στίχοι ούτε περιγράφουν ούτε αφηγούνται. Γι’ αυτόν όμως τον λόγο δεν έχουν και διακριτή χωροχρονική ταυτότητα, couleur locale ή temporale· με μόνο βοηθό το ποίημα αδυνατεί κανείς να εντοπίσει σε ποιον τόπο ή περίοδο έχει γραφτεί … Η γλωσσική έκφραση επέχει εδώ θέση ψυχικής εκτόνωσης, το γράψιμο ως ενέργημα γίνεται αυτοσκοπός.»

Στο όγδοο κεφάλαιο με τίτλο «Μεσσίας και παρίας μαζί», ο συγγραφέας εστιάζει στην καλλιτεχνική αυτοκατανόηση των ποιητών. Θεωρεί ότι η τρέχουσα ποιητική ιδεολογία «μοιάζει περισσότερο με συρραφή, με τεχνητή συγκόλληση συχνά αλληλοαναιρούμενων δανείων από ποικίλες εποχές της λογοτεχνικής ιστορίας, ιδίως της μετά τον ρομαντισμό. «Καθώς οι περισσότεροι ποιητές πράγματι βλέπουν την τέχνη ως υπόθεση κατά κύριο λόγο ιδιωτική, ή, το πολύ, ως προνόμιο μιας συντεχνίας, επόμενο είναι να αγνοούν ή να προσπερνούν τα κοινωνικά ζητήματα. Επόμενο είναι τα ποιήματά τους να μην έχουν ιστορικότητα ή δημόσια λειτουργία, να αποφεύγουν την πολιτική ή την ηθική προβληματική.»

Στο ένατο κεφάλαιο με τίτλο «Maudits, πλην comme il faut» ο συγγραφέας προβαίνει σε μια καταλυτική κοινωνιολογική προσέγγιση του προφίλ του σύγχρονου ποιητή, κατατάσσοντάς τον στα μικροαστικά κοινωνικά στρώματα, ιδιότητα η οποία τον κάνει να βλέπει στο γράψιμο «μια δραστηριότητα για τον ελεύθερο χρόνο του, κοινώς ένα χόμπυ. Και ένα μέσο κοινωνικής προβολής, ένα πιστοποιητικό τρόπον τινά παραπλήσιο με τα λοιπά του προσόντα». Καταλυτική είναι η κριτική προς τα προγράμματα δημιουργικής γραφής, τα οποία όχι μόνο δεν θεραπεύουν «το έλλειμμα ποιητικής καλλιέργειας, αλλά καθώς» συγκροτούνται επί τούτου για να προσελκύσουν σπουδαστές, το αναπαράγουν. «Αργά ή γρήγορα, οι διδάσκοντες καταλήγουν να κολακεύουν τους ακροατές τους – προκειμένου να τους διατηρήσουν, έχουμε δηλαδή έναν φαύλο κύκλο με οικονομικά κίνητρα, μεταξύ άλλων.

Στη συνέχεια του δοκιμίου του ο συγγραφέας μας επιρρίπτει μεγάλη ευθύνη στους ποιητές για την παρακμή της ποίησης. Επικαλούμενος τη γνώμη άλλων στοχαστών συνοψίζει ως εξής: «η ποίηση σήμερα αδυνατεί να συγκινήσει, να διδάξει, να τέρψει. Κατάντησε στριφνό ιδιωτικό χόμπυ.» Στο τέλος του κυρίως μέρους του βιβλίου, το 12ο κεφάλαιο με τον τίτλο «Προσανατολισμοί. Ένα αντιμανιφέστο» πρέπει να διαβαστεί με μεγάλη προσοχή. Προσωπικά το διάβασα και το ξαναδιάβασα με δέος. Ο συγγραφέας μας παρουσιάζει εννέα θέσεις για την ανεύρεση διεξόδου στο αδιέξοδο της ποίησης, από τους ίδιους τους δημιουργούς, υποστηρίζοντας συνάμα ότι η παρακμιακή πορεία μπορεί με βραδείς ρυθμούς να αντιστραφεί.

Κλείνοντας τούτη την εκ των πραγμάτων ελλιπή παρουσίαση, θα ήθελα να καλωσορίσω το βιβλίο του Κώστα Κουτσουρέλη ως ένα αναγκαίο ανάγνωσμα για τους φίλους του στοχασμού και της ποίησης, είτε βρίσκονται εντός είτε εκτός των τειχών αυτής, και ως ένα πολύτιμο εγκόλπιο για τους μαθητές όσων από εμάς διδάσκουμε λογοτεχνία. Όπως κάθε πολεμική, αναμένεται να ενοχλήσει, όμως από τη δημόσια αντιπαράθεση, ελπίζω, θα γεννηθεί μια σύνθεση που θα ωφελήσει τόσο την τέχνη της ποίησης όσο και το αναγνωστικό κοινό.