Για τον μέσο αναγνώστη η μοντέρνα ποίηση είναι σκοτεινή, ζοφώδης, ακατανόητη. Σπεύδω να διορθώσω την εισαγωγική μου πρόταση, προκειμένου να εκφράσω με ακρίβεια αυτό που θέλω να πω: για τον μέσο αναγνώστη κάθε εποχής η εκάστοτε μοντέρνα ποίηση είναι σκοτεινή, ζοφώδης, ακατανόητη. Για τον σχετικώς προετοιμασμένο αναγνώστη είναι απλώς αινιγματώδης. Για δε τους ήδη μεμυημένους αποτελεί μία επί πλέον αφορμή να καταδυθούν στη θάλασσα της γραπτής λυρικής γλώσσας για να αναζητήσουν τις αρχές του ποιητικού λόγου, ήτοι του λόγου του δημιουργικού, μέσα στη διάνοια των ποιητών. Να το ξεκαθαρίσουμε εξ αρχής: δεν υπάρχει εποχή χωρίς μοντέρνα ποίηση, παναπεί χωρίς ποίηση νεωτερική. Δεν εμφανίστηκε η μοντέρνα ποίηση –όπως εσφαλμένως πιστεύεται– για πρώτη φορά στον εικοστό αιώνα, εντελώς αιφνιδίως, ούτε μάς κατέλαβε εξ απίνης και εκτός διαλεκτικού ιστορικοκοινωνικού πλαισίου. Το Τί μοι μέλλει η ασπίς εκείνη; του Αρχιλόχου είναι, παραδείγματος χάριν, ήδη μοντέρνο –και μάλιστα πολύ μοντέρνο– εν σχέσει και συγκρίσει προς το ασπίδος κύκλος του Αισχύλου, που είναι ήδη μοντέρνο –και μάλιστα πολύ μοντέρνο– εν σχέσει και συγκρίσει προς το παρʼ ασπίδα του Ομήρου.
Να ξεκαθαρίσουμε, επίσης, ότι ο λεγόμενος μοντερνισμός είναι απλώς και μόνον άλλος ένας -ισμός, ένα υποσύνολο της μοντερνικότητας· γιʼ αυτό και δεν θα ασχοληθούμε ειδικά με αυτόν. Μέλημά μας εμάς εδώ είναι να εντοπίσουμε το μοντέρνο ως όρο και παράγοντα της ποίησης, με τον οποίον αρθρώνονται desiderata, ήτοι αιτήματα, που κατατείνουν σε επιτελέσματα, ήτοι σε performata. Ακριβώς επειδή ο λόγος θα είναι κατʼ ουσίαν περί ποιητικής και παρόλο που είναι κατάδηλο, θα πω ότι την ακολουθούσα προσέγγισή μου την υποδιαρρέει η θεμελιώδης τσομσκιανή διάκριση μεταξύ linguistic competence και linguistic performance, μεταξύ γλωσσικής ικανότητας και γλωσσικού επιτελέσματος τουτέστιν. Η άρθρωση ποιητικών αιτημάτων εντάσσεται άνευ ετέρου στο πλαίσιο της γλωσσικής ικανότητας· οσάκις δε η γλωσσική ικανότητα αποκρίνεται στα διατυπωμένα αιτήματα, τότε επιτελούνται ποιήματα… τότε σωματοποιείται τρόπον τινά ο πνέων λόγος. Πρόθεσή μας εμάς στις αράδες, που ακολουθούν, είναι να ανιχνεύσουμε, το κατά δύναμιν, τη διάδραση αιτημάτων και επιτελεσμάτων στην άρθρωση… στη σωματοποίηση… στην ουσίωση του μοντέρνου στοιχείου στην ποίηση.
Ο τάχιστος των λόγων, που έλεγαν και οι αρχαίοι πρόγονοί μας: με μια πρώτη, γρήγορη και αφαιρετική ματιά το εκάστοτε μοντέρνο στην ποίηση συντελείται μέσω αρνήσεως – είναι, δηλαδή, αποφατική η λογική του. Το νεωτερικό αρνείται εν όλω (ή και εν μέρει) το ήδη κατεστημένο, προκειμένου να το θέσει εκποδών και να κατασταθεί στη θέση του. Ανέκαθεν το νεωτερικό βασίζεται στην επιθετικότητά του, με την οποία καταλύει τα παλιά, που αμύνονται όσο αμύνονται, και με την οποία εμπεδώνει το ήθος του, το επικρατήσαν νέο ήθος, δηλονότι τον νέο τρόπο, τη νέα μανιέρα. Το μοντέρνο επιφέρει την καινοτροπία του με μέσα κατʼ εξοχήν πολεμικά. Αναρωτιέμαι, όμως, εάν υπάρχει έστω και μία απειροελάχιστη άκρη στην επικράτεια της γλώσσας, ώς εκφερόμενου και ως εκφραζόμενου λόγου, όπου να μην παρατηρούνται συρράξεις μεταξύ των εμπολέμων λέξεων, τρόπων του λέγειν, σχημάτων λόγου και διανοίας, διαλέκτων και ιδεών – για να μείνουμε μόνο σε αυτά τα ουσιώδη στοιχεία. Απαντώ και λέω: Όχι, δεν υπάρχει! Πώς, λοιπόν, θα μπορούσε να συμβαίνει κάτι διαφορετικό στην ποίηση; Ας μου επιτραπεί, παρακαλώ, η επόμενη αναλογία: αν στο βασικό επίπεδο της γλώσσας, που είναι η καθʼ ημέραν χρήση –η usage του Φερδινάνδου ντε Σωσύρ και η Verwendung του Λουδοβίκου Βιτγκενστάιν–, αντιμάχονται στρατιώτες, στο υπερδομικό επίπεδό της, που είναι η ποίηση, αντιμάχονται στρατηγοί.
Κατόπιν τούτου δίνω απόλυτο δίκιο στον Παναγιώτη Σούτσο που εμέμφετο τον Κάλβο και τον Σολωμό ότι παραμέλησαν τα κάλλη της γλώσσας. Ο λόγιος ποιητής έλεγε στο πασίγνωστο τετράστιχό του της γλώσσης μας τα κάλλη και βεβαίως εννοούσε της γλώσσης του τα κάλλη – λογικό είναι, δεν είναι παράλογο: θεωρούσε ως γλώσσα ελληνική μόνον ό,τι αυτός ο ίδιος αντιλαμβανόταν και δεχόταν ως ελληνική γλώσσα, και δη όχι μόνο στο επίπεδο των μεμονωμένων λέξεων και εξ αφορμής του καθαρολογικού ή του δημοτικού ενδύματός τους, αλλά προ πάντων στο επίπεδο του τρόπου… στο επίπεδο του αριστοτελικού ήθους. Σωστά διέβλεπε ο Σούτσος την καινοτροπία των δύο –όπως, μάλιστα, τους χαρακτήριζε– μεγάλων ωδοποιών, καινοτροπία που ερχόταν να συγκρουστεί με την παλαιοτροπία τη δική του και των θιασωτών της λύρας του… αφουγκραζόταν, με άλλα λόγια, μεν το νεωτερικό πνεύμα, που με την πολεμική άρνησή του απειλούσε εξ Ιονίου να σαρώσει την κατεστημένη παλαιοελλαδίτικη ποίηση, αλλά έπεφτε στο αθέλητο λάθος να θεωρεί ότι ο Κάλβος και ο Σολωμός είναι φορείς του ίδιου μοντέρνου κανόνα! Εδώ πραγματικά κολλάει το επί των ημερών μας κοινολεκτούμενο: Και πού να ήξερε!
Ακόμα και για έναν ευπαίδευτο ποιητή –και, ως εκ τούτου, για έναν άνθρωπο της δουλειάς όπως ήταν ο Παναγιώτης Σούτσος, ο αδελφός του Αλέξανδρος και ο συνοδοιπόρος τους Αλέξανδρος Ραγκαβής– στίχοι όπως Αλλʼ ήδη εις τα ερεβώδη / λουτρά βαθέα της δύσεως και Σʼ ελέγχʼ η πέτρα που κρατείς και κλει φωνή κι αυτήνη είναι πέραν της ποιητικής ηθικής, διότι είναι ακατανόητοι. Μερεμετίζω την τελευταία δευτερεύουσα αιτιολογική πρόταση: διότι τούς είναι ακατανόητοι. Είναι όμως όντως ακατανόητοι; Για σήμερα δεν τίθεται θέμα· για τότε ετίθετο! Εξεπλήττοντο οι συντριπτικώς περισσότεροι αναγνώστες από το παράτολμο και θρασύ ποιητικό ρήμα, τά έχαναν. Κάτι τους ενοχλούσε, και μάλιστα τους ενοχλούσε τόσο πολύ, που έφταναν να ακυρώνουν την ποιητική ουσία στίχων σαν και τους προαναφερθέντες, αποφαινόμενοι: Αυτό δεν είναι ποίηση!
Το ενοχλητικό στοιχείο –και δη διαχρονικώς– δεν είναι ασφαλώς άλλο από το ότι κάτι νέο εισελαύνει ορμητικότατο στις αμμουδιές του Ομήρου –και μάλιστα από τα χρόνια του Ομήρου και δώθε– και χαλάει την τάξη, παναπεί καταλύει τη βασιλεία των δεδομένων, που είναι τόσο καθηλωμένα, ώστε θεωρούνται κλασικά. Τις πιο πολλές φορές δεν είναι· υπάρχουν όμως και φορές που είναι, όπως η επίθεση των ρώσων φουτουριστών στον Αλέξανδρο Πούσκιν και των υπερρεαλιστών του Παρισιού στη Γαλλική Ακαδημία. Εν γένει, ωστόσο, το μοντέρνο αντιμάχεται το κλασικό… το εκάστοτε μοντέρνο αντιμάχεται το τελευταίο κατασταθέν κλασικό. Επʼ αυτού θα επανέθουμε δια βραχυτάτων στην τελευταία παράγραφο.
Η πρώτη μοντερνική σχάση επιτελέστηκε, όταν εμφανίστηκαν ποιητές, που γύρισαν την πλάτη στην αντικειμενική ποίηση επιλέγοντας να μιλήσουν για τον εαυτό τους… τότε, δηλαδή, οπού από το έπος περάσαμε στο μέλος. Άπαξ και συντελέστηκε –και μάλιστα θριαμβευτικά– η στροφή προς την υποκειμενικότητα, για να σημειωθεί έτσι η πρώτη και μεγαλύτερη μοντερνική επανάσταση, οι ακολουθήσασες μοντερνικές επαναστάσεις εξερράγησαν αποκλειστικώς στη χώρα του υποκειμενικού. Το ποιητικό υποκείμενο επιλέγει τον εκάστοτε νέο υποκειμενικό τρόπο που θα νεωτερίσει εναντίον του αμέσως παλαιότερου υποκειμενικού τρόπου, προκειμένου να τον καταλύσει… προκειμένου το καινούργιο να είναι η νέα –και συνάμα η αυθεντική– φωνή της ποίησης. Οι ποιητικοί νεωτερισμοί συνιστούν εξεγέρσεις, δηλαδή προϋποθέτουν ομάδα ποιητών που γράφουν βασιζόμενοι πάνω σε ένα προγραμματικό υπόδειγμα, είτε γραπτώς κατατεθειμένο είτε προφορικώς ισχύον. Με τη θεωρητική βοήθεια του προγράμματος οι εκάστοτε μοντέρνες ποιητικές συμμορίες προβαίνουν σε πρακτικές αναιρέσεις των λυρικών πραγμάτων που ίσχυσαν στο παρελθόν. Οι δε ρηθείσες πρακτικές αναιρέσεις, τουτέστιν τα καινότροπα ποιήματα, διακηρύσσουν τη νέα πρωτοπορία, αυτή που είναι σύγχρονη των δημιουργών και των αναγνωστών τους, και εξαντικειμενικεύουν ή πραγμοποιούν το μοντέρνο.
Πόσα «μοντέρνα» μπορεί να σηκώσει μια εποχή; Πάμπολλα! – είναι η απάντηση. Κατʼ ουσίαν όμως σε κάθε εποχή θα επικρατήσει μία μόνο μοντέρνα ετικέττα. Στα χρόνια της κατίσχυσης του ρομαντισμού και του υπερρεαλισμού, πλείστες όσες πρωτοπορίες και μοντέρνες κοσμοθεάσεις ντύθηκαν το λυρικό ένδυμα. Κάμποσες από αυτές ήσαν συμμαχικές του ρομαντισμού και του υπερρεαλισμού, κινούμενες μάλιστα στις παρυφές τους, οι πιο πολλές εν τούτοις άρθρωσαν λόγο εναντιωτικό στα δύο αυτά μοντέρνα ρεύματα. Σύμμαχοι και αντίπαλοι ανεξαιρέτως υπήρξαν μοντέρνοι, πλην όμως το όντως μοντέρνο προέκυψε ύστερα από τον πόλεμο. Είναι εκείνο το ρεύμα που τελικώς επικράτησε: το ρομαντικό στην εποχή του και το υπερρεαλιστικό στη δική του εποχή. Έχει διατυπωθεί, σημειωτέον, και μάλιστα πολλές φορές η γνώμη ότι ο υπερρεαλισμός ανεδείχθη ως ο νέος ρομαντισμός – αλλά περί αυτού ας μιλήσουμε με άλλη ενδεχομένως ευκαιρία…
Αναφέρομαι όμως ειδικά στον ρομαντισμό και στον υπερρεαλισμό, διότι, αν εξετάσουμε τα πράγματα στην ιστορική διαδρομή τους, και μάλιστα όχι μόνο γραμμικώς, αλλά και κυρίως στην ειδολογική διαπλοκή τους τόσο με τη δική τους εποχή όσο και με προγενέστερες και μεταγενέστερες εποχές, θα διαπιστώσουμε ότι από τους ποικιλώνυμους -ισμούς και από τις πλείστες όσες πρωτοπορίες, αυτοί οι δύο –ο ρομαντισμός και ο υπερρεαλισμός– ξεχωρίζουν ως τα κινήματα εκείνα που ουδέποτε απώλεσαν τον μοντέρνο χαρακτήρα τους. Οι κορυφαίοι εκπρόσωποί τους είναι δε τόσο μοντέρνοι ακόμα και σήμρα, όσο –επιτρέψατέ μου την αναλογία– ο Μπαχ στη μουσική και ο Μιχαήλ Άγγελος στις εικαστικές τέχνες. Σημειώνω απλώς και χάριν της συνεννοήσεως ότι τα κινήματα αυτά επικράτησαν σε πολλές χώρες και γλώσσες (έστω και με διαφορετικό προσανατολισμό ανά κουλτούρα) και ότι δεν περιορίστηκαν μόνο στη λογοτεχνία, αλλά άλωσαν και άλλες τέχνες. Είναι γνωστό πού διαφέρουν μεταξύ τους, φέρʼ ειπείν, ο γερμανικός, ο ιταλικός, ο γαλλικός, ο αγγλικός και ο ελληνικός ρομαντισμός, όπως επίσης είναι γνωστό πού συγκλίνει ο γαλλικός υπερρεαλισμός με τον υπερρεαλισμό που εμφανίστηκε στην Ελλάδα, στην Τσεχοσλοβακία και στον ισπανόφωνο κόσμο. Γιʼ αυτό δεν θα αναλωθούμε σε αυτά, που είναι άλλωστε το παράπαν τετριμμένα.
Από όλο, όμως, το φάσμα των ομοιοτήτων και των διαφορών, των συγκλίσεων και των φυγόκεντρων τάσεων, των υπερασπίσεων και των αθετήσεων, που παρατηρήθηκαν τόσο μέσα στον ρομαντισμό όσο και μέσα στον υπερρεαλισμό, αλλά και ακροβολίστηκαν σε όλες τις μοντερνικότητες, υπήρχε το ενοποιούν στοιχείο που αιτιολογούσε θεωρητικώς το μοντέρνο και υποστήλωνε πρακτικώς τα έργα του: η άρνηση – το στοιχείο εκείνο, δηλονότι, που διακρίνει τα πράγματα και χωρίζει τους δημιουργούς, και δη όχι μόνον τούς εντός των τειχών από τούς εκτός των τειχών, αλλά και τους intra muros μεταξύ τους. Θα πιαστώ συνειδότως από ένα κραυγαλέο παράδειγμα και θα πω ότι τους γερμανόφωνους εξπρεσιονιστές τούς χωρίζει μεν άβυσσος από τον Γκαίτε, μία άβυσσος που είναι όμως –επιτρέψτε μου, παρακαλώ, την ελεγχόμενη λογική ατασθαλία– μικρότερη από αυτή που χωρίζει τον Γκέορκ Τρακλ, αίφνης, από τον Γκότφρητ Μπεν – για να μην πω ότι η άβυσσος γίνεται απλό χάσμα, και μάλιστα όχι αγεφύρωτο, αν θελήσουμε να πάρουμε τον νεωτερικό Τρακλ και να τον φέρουμε κοντά στον κλασικό Γκαίτε.
Η ειρημένη άρνηση είναι πάντοτε ο υποτείνων ειρμός του μοντέρνου. Για την ακρίβεια δεν υπάρχει μία συγκεκριμένη άρνηση, αλλά αλυσίδα ολόκληρη επί μέρους αρνήσεων που δένει και ασφαλίζει το νεωτερικό πνεύμα. Αν ήταν μόνο μία και μοναδική και, άρα, απʼ αρχής γενική η άρνηση, δεν θα αρθρωνόταν ούτε μία φορά ο λόγος εκείνος ο σημαδιακός, που για μεν τους πολέμιους του μοντέρνου συνιστά ψόγο, για δε τους υπερασπιστές του είναι έπαινος –: εννοώ το Αυτοί οι στίχοι είναι ακατανόητοι… αυτοί οι στίχοι δεν είναι στίχοι.
Η μοντερνική αλυσιδωτή άρνηση των επί μέρους χαλκεύει τη γενική άρνηση του όλου των παρωχημένων λυρικών καταστάσεων. Χωρίς πολλά-πολλά: το μοντέρνο σκότος είναι ηθελημένο· το μοντερνικό ποίημα είναι ερμητικό· το μοντέρνο είναι σύστημα ερμητικό , που λειτουργεί με κώδικες μυστικούς και τρόπους άγνωστους ακόμα. Το μοντέρνο δεν εκκοσμικεύεται άμα τη εμφανίσει του, αλλά αφού πρώτα καταγάγει τη νίκη του στο πεδίο των λυρικών αγώνων. Εάν και όταν αρθεί η μυστικότητα ή αποκωδικευθούν τα σημεία της άρνησης και, εν πάση περιπτώσει, εάν και όταν πέσει φως στο σκοτάδι και καταργήσει εν τοις πράγμασι τον ερμητισμό, τότε το μοντέρνο όχι απλώς έχει εκκοσμικευθεί, αλλά έχει γίνει ήδη κλασικό. Έχει παύσει πλέον να παράγει και να δημιουργεί με τη μεταμορφωτική ισχύ της φαντασίας των ποιητών. Δεν προκαλεί πια – και δεν προκαλεί πια ακριβώς, διότι έχει καταστεί οικείο και είναι κατανοητό. Οι εκάστοτε «μπουρζουάδες» όχι μόνο δεν σκιάζονται από δαύτο, αλλά το χρησιμοποιούν κιόλας με τη λογική του φετιχισμού του εμπορεύματος. Ο αποφατικός λόγος του παράγει πλέον λογικώς αναμενόμενες προσηλώσεις και συναντά αποκλειστικώς καταφάσκουσες διαθέσεις· η «έκπληξη» και η «αποξένωση» είναι πια «αναμονή» και «οικείωση», εν ενί λόγω παρελθόν.
Η προγραμματική άρνηση του μοντέρνου στο εκάστοτε εδραιωμένο λυρικό καθεστώς καταλαμβάνει όλα τα στοιχεία που απαρτίζουν το ποίημα: τη λέξη, τη φράση, την πρόταση, τον στίχο, το μέτρο, τη ρίμα, τη μορφή, το περιεχόμενο, τα σχήματα λόγου, τη διακειμενικότητα… – τα πάντα. Η αποφατικότητα του μοντέρνου ποιήματος σημειώνει πάσης μορφής ακανονικότητες, που στοιχειοθετούν ακριβώς και την πρωτοτυπία του. Αναφέρω αμέσως εδώ και εντελώς ενδεικτικώς μερικές παρεκκλίσεις από τον κανόνα που χαρακτηρίζουν ανέκαθεν το μοντέρνο ποίημα είτε εν μέρει είτε εν όλω: την ασυνέχεια, την έλλειψη συνοχής, την απουσία συνεκτικότητας, τον αποπροσανατολισμό του νοήματος, τις παράλογες συνδέσεις, την αποδόμηση του ποιητικού εκφωνήματος, την ηθελημένη αποσπασματικότητα, την προφορικότητα, τις έρρυθμες, αλλά και τις άρρυθμες προζαϊκές εκδοχές κ.τ.ό. Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά άγουν πρωτίστως στην –επιτρέψτε μου τη χρήση του όρου– αλογικότητα, που όμως δεν είναι πραγματική αλλά κατά το φαινόμενον και οφείλεται σε έναν –θα μπορούσαμε να πούμε– αστιγματικό τρόπο θεωρήσεως των πραγμάτων. Γιʼ αυτό και η πρώτη αντίδραση, που εισπράττει το μοντέρνο ποίημα, είναι αυτό το απαξιωτικό μεν, έντιμο δε Δεν καταλαβαίνω τί θέλει να πει που έχουμε πιο πάνω αναφέρει.
Η αλογικότητα, όμως, δεν σημαίνει οπωσδήποτε απουσία λογικής. Ίσα-ίσα, μάλιστα, στην περίπτωση της μοντέρνας ποίησης το α- που προηγείται της λογικότητας δεν είναι κατʼ ανάγκην στερητικό· κάλλιστα μπορεί να είναι (και) προσθετικό. Περιττεύει πλέον στις μέρες μας, κρίνω, να ξαναγίνεται λόγος περί του αν και του πώς τα άλογα και τα παράλογα είναι έλλογα και εύλογα στην ποίηση – γιʼ αυτό και δεν ξαναπιάνω το θέμα. Παραμένω, όμως, στο σημείο εκκινήσεως, για να διευκρινίσω ότι η στερητική μη λογικότητα ή / και η προσθετική υπερλογικότητα της ρηθείσης αλογικότητας οφείλονται –ενδεικτικώς και πάλι– στην αντιγραμματική διαχείριση των μερών του λόγου και στη χαοτική σύνταξη (καθώς αμφότερες προτιμούν και προκρίνουν τα ράκη του λόγου έναντι του λαμπρού ενδύματος του τέλειου νοήματος)· στην επιζητούμενη ασυμφωνία σημαίνοντος και σημαινομένου· στη ρυθμική μαγεία που φθάνει έως και την dissonance, έως ήτοι και την παραφωνία· στο σπάσιμο της εκάστοτε παραδεδεγμένης φόρμας· στην κατάργηση του μηχανικού χρόνου και στην ανάδειξη του εσωτερικού χρόνου ως βασικού μεγέθους της τέταρτης διάστασης των ποιητικών σωμάτων· και στη σύντηξη του προφορικού και του γραπτού λόγου in modo misto genuino, παναπεί σε είδος μικτό αλλά νόμιμο ––και, όπως αντιλαμβάνεσθε, δεν αναφέρομαι εδώ τυχαία στον Διονύσιο Σολωμό.
Στο απαξιωτικό μεν, έντιμο δε Δεν καταλαβαίνω τί θέλει να πει η νηφάλια απάντηση, που είναι άλλωστε και ιστορικώς δικαιωμένη, είναι η εξής: Δεν καταλαβαίνεις ακόμα τί θέλει να πει. Η διακηρυγμένη εχθρότητα του μοντέρνου ποιήματος προς την αρτιωμένη πρόταση… προς τον λόγον των αρχαίων… αυτή η εχθρότητα που εμπραγματώνει την προγραμματική μοντερνική άρνηση, δεν είναι για πάντα, δεν ισχύει εσαεί· η κατανόηση θα έλθει… κάποια στιγμή η κατανόηση θα έλθει. Η αλογικότητα του μοντέρνου ποιήματος δεν είναι λόγος αφασικός – κάθε άλλο μάλιστα. Στο μοντέρνο ποίημα η κατανόηση απαιτείται να υπάρχει… να συμβαίνει… να χωρεί στην πλέον ιδανική μορφή της: να συνιστά, τουτέστιν, κατανόηση του ποιήματος πρωτίστως από τον ίδιο τον ποιητή και βεβαίως κατανόηση του ποιητή από τον ίδιο του τον εαυτό – να συνιστά, δηλαδή, αυτοκατανόηση: να κατανοεί ο ποιητής τον εαυτό του μέσα στο διαμορφωμένο ιστορικοκοινωνικό πλαίσιο, όπου ζεί, και με τους όρους του λόγου που βιώνει ως εν κοινωνία ομιλούν υποκείμενο. Αργότερα θα έλθει και η κατανόηση του ποιητή από τους άλλους… από τα άλλα εν κοιονωνία ομιλούντα υποκείμενα. Η άρθρωση και η κατανόηση νοημάτων, έστω και αλογικών, είναι αποκλειστικώς ζήτημα κατανοήσεως της εν χρήσει γλώσσας.
Γράφει ο Λουί Αραγκόν στον Πρόλογο στα Μάτια της Έλσας, εν έτει 1942: «Η ποίηση υπάρχει χάρις σε μία αδιάλειπτη ανάπλαση και αναδημιουργία της γλώσσας που ταυτίζεται όμως με την κατάλυση του όποιου γλωσσικού ειρμού, των όποιων γραμματικών κανόνων και της όποιας ρητορικής τάξεως.» Ο Αραγκόν προβαίνει εδώ προδήλως σε μιά μερική μεν, αδρότατη όμως εξειδίκευση της γενικής άρνησης, που αποτελεί την –όπως κατʼ επανάληψιν ελέχθη– εκάστοτε αφετηρία της μοντέρνας ποίησης. Η ποίηση είναι πάντοτε (τουλάχιστον, που σημαίνει οπωσδήποτε) νέα γλώσσα. Είναι δε νέα γλώσσα τόσο ως ατομικό βίωμα του ποιητή μέσα στο κοινωνικοκουλτουραλικό πλαίσιο, όπου ζει και κινείται, όσο και ως δοκιμή (: παναπεί ως πείραμα) των βιωμένων ροπών της ατομικής γλώσσας, όταν εκφωνούνται για να καταγραφούν και για να περάσουν από την περιστασιακή σύλληψη στη διαρκή μνημείωση.
Η ποιητική γλώσσα του μοντέρνου ως γλώσσα νέα έχει μεν σχέση με κάποια τεχνική εκφορά του λόγου, αλλά ούτε αρχίζει με αυτήν ούτε εξαντλείται εκεί. Δεν αποτελεί, θέλω να πω, κλειστή τεχνοτροπία· αντιθέτως, μάλιστα, προϋποθέτει ανοικτό πληθάριθμο τεχνικών, που κατατείνουν μεν σε πλείστους όσους στόχους, αλλά και που μέσω διαφορών και αποκλίσεων ιδρύουν ενότητα ύφους… ιδρύουν, με άλλα λόγια, τον λόγο της ύπαρξης του μοντέρνου ποιήματος μέσα στον νεοπαγή γλωσσικό κώδικα. Παρακαλώ να φέρουμε εκ νέου στον νου μας τις κορυφώσεις των μοντερνιστικών εγχειρημάτων: ναί, τον ρομαντισμό και τον υπερρεαλισμό, και ειδικότερα τον γερμανικό ρομαντισμό και τον τσέχικο υπερρεαλισμό, τον γνωστότερο με το όνομα ποιητισμός. Και παρακαλώ να το κάνουμε για να νιώσουμε χωρίς καμμία άλλη διαμεσολάβηση το πώς το ιερό τρίπτυχο «άρνηση – νέα γλώσσα – ενότητα ύφους» καθαγιάζει το νεωτερικό πνεύμα. Επισημειώνω απλώς ότι το χάσμα κατανοήσεως ανάμεσα στον ποιητή και στο κοινό, περί του οποίου ομίλησα λίγο παραπάνω, κρατιέται και πρέπει να κρατιέται από την πλευρά του μοντέρνου δημιουργού μονίμως χαίνον· επιτυγχάνεται δε τούτο με επιμελή προσφυγή του ποιητή σε διαδικασίες παραγωγής σοκ στον νου και στην καρδιά του αναγνώστη.
Δεν επιθυμώ να αναλωθώ σε περιπτωσιολογία, γιʼ αυτό και θα πω μόνο τούτο. Μία –ακόμα και βιαστική– επίσκεψη στην ιστορία της μοντέρνας ποίησης μάς δείχνει ότι τα μέσα παραγωγής των σοκ παραμένουν πάντοτε τα ίδια: είναι μεταφορές και παρομοιώσεις που αποσκοπούν στο να αρθρώνουν αδιαλείπτως παραλλαγές πάνω στα ίδια βασικά θέματα, πλην όμως με νέα γλωσσική συνείδηση κάθε φορά. Είναι πλέον ιστορικώς αποδεδειγμένο ότι τα σοκ αυτά εγγυώνται ανυπερθέτως πως εκείνο το μοντέρνο ανώμαλο ύφος, που προκάλεσε άπαξ ή και επανειλημμένως την έκπληξη του αναγνώστη και που σχεδόν του απαγόρευσε την είσοδο στον ναό της νεωτερικότητας, θα είναι το ίδιο που θα εξομαλυνθεί αργά ή γρήγορα μέσα στον νου του με αλλεπάλληλες σμιλεύσεις, που θα του άρει την ταμπέλλα του αποσυνάγωγου και που θα του είναι εν τέλει οικείο. Η οικειότητα, που έπεται της ξενώσεως, είναι η μοίρα όλων των πρωτοποριών… είναι το επιθυμητό lux in tenebris… Είναι το φως εν τη σκοτία.
Το φως αυτό είναι ό,τι τελικώς απομυστικοποιεί τον αρχικώς μη κατανοητό κώδικα. Εδώ, όμως, όπου έχουμε φτάσει πια, δεν χρειάζεται να πούμε αρκετά… – μάλλον δεν χρειάζεται να πούμε παρά μονάχα δυό-τρεις κουβέντες… e basta, που λένε και οι Ιταλοί.. Το φως που καθαρίζει το σκοτάδι είναι ο καταλύτης που κάνει το μοντέρνο κλασικό… είναι ό,τι μετατρέπει το εκάστοτε μοντέρνο σε ατρέπτως κλασικό… είναι το καταστάλαγμα των παθών των νεωτερικών διανοιών μέσα στη θαλπωρή του οίκου του παρελθόντος.
Πρότυπο γραφής δοκιμίου. Το τρίτο αν θυμάμαι τους τελευταίους μήνες μετά αυτά των κ.κ Μίχου και Σοφιανού. Δεν εξαντλείται σε μία ούτε σε δυο αναγνώσεις. Πολύ σημαντικό το σημείο της διάκρισης του άλογου από το παράλογο (αναφορές έχουν γίνει στο ποιείν και στο παρελθόν) και στο σημαντικό συμπέρασμα ότι το άλογο τελικά θα κατανοηθεί.
Τις διατυπώσεις του παρόντος δοκιμίου τις βρίσκω ανοικτές και παραδεκτές. Βεβαίως παραμένει “επικινδύνως” ανοικτό το ζήτημα της δημιουργικής εσοχής του ποιητή, ανά περίπτωση. Δηλαδή, ποιητικό σώμα θα μπορούσε με βάση τις παραπάνω ιδέες να θεωρηθεί πράγματι ενεργό, δημιουργικό (μοντέρνο) στις μέρες μας; Υπάρχει τεράστιο κέρδος στην πιθανή ενασχόληση μίας τέτοιας συγκριτικής παράθεσης.
Πού βρίσκεται στις μέρες μας ο νεοτερισμός μιας πιθανής ανανεωμένης γλωσσικής συνείδησης; Το έλλειμμα για το οποίο γίνεται πανταχόθεν λόγος, ποιας “δημιουργικής” συνθήκης είναι απορροή;
Οι παραπάνω ιδέες ζωντανεύουν από έργα; ή ζωντανεύουν από την ανάγκη να ξεπεραστεί απλώς η καθήλωση;
Θεωρώ πως η σημαντικότητα του παραπάνω κειμένου επιβάλλει κατ’ έναν τρόπο κάποια ενημερωτική προέκταση.
“Η αλογικότητα, όμως, δεν σημαίνει οπωσδήποτε απουσία λογικής.”
Συμφωνώ. Για μένα σημαίνει απουσία λόγου (υπάρξεως) στα σύγχρονα ποιήματα. Αναπηρία ανοικοδόμησης μιας ιδέας γιατί, απλά, δεν υπάρχει η ιδέα. Και αυτή η ιδέα -σε συνδυασμό με τη γνώση- οδηγεί στους διάφορους -ισμούς.
Νομίζω οτι αν εμπλουτίζοταν, το εξαιρετικό αυτό δοκίμιο, με 2-3 συγκεκριμένα παραδείγματα σύγχρονης ποίησης, θα γινότα ακόμη πιο απτό.
Η γραφή του κυρίου Κεντρωτή ήταν πραγματικά απολαυστική!
Το δοκίμιο όμως μου φαίνεται πως υπήρξε απλώς
μια γενική θεώρηση της μοντέρνας ποίησης
που έχασε τον στόχο της, εκτός κι αν η αρχική
επιδίωξη του συγγραφέα ήταν να επαναλάβει τα ήδη γνωστά ζητήματα της φύσης του μοντερνισμού.
@5 Ο στόχος του δοκιμίου, Θανάση, είναι να μεταδώσει τις απόψεις του συντάκτη του, ακόμη και για πράγματα που (ενδεχομένως, για κάποιους) είναι (ή φαίνονται) γνωστά – χωρίς να εξαντλείται σε αυτό. Αλλά ακόμη και η νηφάλια κατάθεση μιας άποψης, συνοδευόμενη με εύλογα σημεία στήριξής της, είναι γεγονός επαναστατικό – ειδικά σήμερα, όπου αφθονούν οι προσωπικές φωνές, αλλά φθίνει ο συνεκτικός λόγος. Θα άξιζε να μελετήσετε ξανά το δοκίμιο, πόσο μάλλον όταν η άποψη που καταθέτει υπερασπίζεται το έργο σας, Θανάση 🙂
Θανάση, η αξία ενός κειμένου δεν έγκειται στο αν θα ταυτίζεται μαζί σου (πρακτικά αδύνατο), αλλά στο αν ο συγγραφέας του καταφέρνει να προσφέρει μια συνεπή ανάλυση σε συνάφεια με το αντικείμενο. Ανάλυση από την οποία θα μπορεί κάποιος, που έχει μια κάποια άποψη, να αντλήσει από πληροφορίες μέχρι ιδέες, ακόμα και αυτές που μέχρι τη στιγμή που το μελέτησε δε μπορούσε να τις εκφράσει ρητά.
Γιώργο, η αξία του κειμένου φυσικά και δεν συνίσταται στην ταύτιση των απόψεων.
Δεν κατηγόρησα για τίποτα τον κύριο Κεντρωτή, αντιθέτως!
Το σχόλιό μου γεννήθηκε
από την αίσθηση του ανικανοποίητου κατά το τέλος
της ανάγνωσης.
Περίμενα κάτι που προφανώς λείπει.
Αφιερωμένο εξαιρετικά στους Λογοτεχνικούς μου Πατέρες:
“Το νεωτερικό αρνείται εν όλω (ή και εν μέρει) το ήδη κατεστημένο, προκειμένου να το θέσει εκποδών και να κατασταθεί στη θέση του. Ανέκαθεν το νεωτερικό βασίζεται στην επιθετικότητά του, με την οποία καταλύει τα παλιά, που αμύνονται όσο αμύνονται, και με την οποία εμπεδώνει το ήθος του, το επικρατήσαν νέο ήθος, δηλονότι τον νέο τρόπο, τη νέα μανιέρα. Το μοντέρνο επιφέρει την καινοτροπία του με μέσα κατʼ εξοχήν πολεμικά. Αναρωτιέμαι, όμως, εάν υπάρχει έστω και μία απειροελάχιστη άκρη στην επικράτεια της γλώσσας, ώς εκφερόμενου και ως εκφραζόμενου λόγου, όπου να μην παρατηρούνται συρράξεις μεταξύ των εμπολέμων λέξεων, τρόπων του λέγειν, σχημάτων λόγου και διανοίας, διαλέκτων και ιδεών – για να μείνουμε μόνο σε αυτά τα ουσιώδη στοιχεία. Απαντώ και λέω: Όχι, δεν υπάρχει! Πώς, λοιπόν, θα μπορούσε να συμβαίνει κάτι διαφορετικό στην ποίηση;”
Συμφωνώ στα περισσότερα
πράγματι κάθε εποχή είχε τη μοντέρνα ποίησή της, απλά η έννοια της τέχνης ανά τους αιώνες προσδιοριζόταν περισσότερο από την ειδική κοινωνική της χρήση με αποτέλεσμα μια πιο αυστηρή και εξαρτημένη μορφή που δεν άφηνε περιθώρια για μεγάλες καινοτομίες.
Η έννοια λοιπόν της λογοτεχνίας εν γένει και του μοντέρνου, έγινε δυνατή και συμβάδισε με μια ορισμένη κοινωνική εξέλιξη που είναι ακριβώς η δημιουργία ενός αστικού τύπου κοινωνίας στηριζόμενης στις αρχές της ατομικής ιδιοκτησίας και της εμπορευματικής αγοράς με την πολύ βασική διάκριση ανάμεσα στη δημόσια και την ιδιωτική σφαίρα που επηρέασε και άλλαξε καθοριστικά τη λειτουργία της τέχνης.
Ο Νάνος Βαλαωρίτης στη Νέα Συντέλεια διακρίνει δύο φάσεις μοντερνισμου
την πρώτη φάση ως Υψηλό μοντερνισμό όπου οι συγγραφείς επιχειρούν να αποδώσουν την πολλαπλή ψυχολογία και την εξωτερική κίνηση του μοντέρνου ανθρώπου αποδίδοντας τη μαζική εμπειρία με ύφος κ τεχνική να κινούνται με το συμπυκνωμένο ρυθμό της συσσωρευμένης σύγχρονης ζωής.
στη 2η φάση τον Ύστερο Μοντερνισμό όπου η σχέση με τον έξω κόσμο διακόπτεται απότομα και το έργο στρέφεται σε μια αυτοτέλεια και μια οντολογικότητα.
υ.γ. Αυτό το “δεν υπάρχει ποίηση” που αναφέρει απολαυστικά ο κ.Λαλιώτης θυμίζει Λειβαδά απ’ την ανάποδη (χε χε)
Σόρυ του κ.Κεντρωτή ήθελα να πω
Αυτό που απουσιάζει, έστω σαν αναφορά, από το δοκίμιο είναι η πάλη που γίνεται για το ειδικό διακύβευμα του μοντερνισμού, όπως αυτός προσδιορίζεται από τις συμπαιγνίες για την αναγνώρισή του. Εδώ βέβαια υπάρχει χώρος για επιπλέον δοκίμια. Σίγουρα παράγονται συμμαχίες ανάμεσα στις εκάστοτε αυθεντίες των χρηστών της γλώσσας, και επιπλέον γίνεται διακριτή η αξίωση για την έλλογη χρήση της γλώσσας σε αντίθεση με τη ρομαντική νοηματοδότηση, δηλαδή από τη μια μεριά οι ακαδημίες και από την άλλη οι συγγραφείς. Ποιός και πως οριοθετεί τελικά το μοντέρνο; Όσοι ακριβώς συμμετέχουν στο παιχνίδι των κανονιστικών προτύπων παραγωγής λόγου, που για να εκτιμηθεί χρειάζεται να ληφθούν υπόψη οι κοινωνικές συνθήκες και οι τρόποι που εντυπώνεται και αξιολογείται η ομιλία.
Ευχαριστώ τον κ.Κεντρωτή για την ανάρτηση αυτή.Είναι, νομίζω, εμφανέστατο το όφελος που προκύπτει,(σε διάλογο επιχειρημάτων), από μία εμπεριστατωμένη και λογικά δομημένη έκθεση απόψεων.
Μερικά σχόλια πιο πολύ για να συνεισφέρω (ει δυνατόν) στην κουβέντα.
1)Είναι πράγματι η συνειδητή ή μη άρνηση του ”κατεστημένου” η σαφέστερη ένδειξη μοντερνικότητας? Έχω στο μυαλό μου εδώ τον Θερσίτη πχ που λειτουργεί ως καθολική άρνηση του συστήματος αξιών της Ιλιάδας. Δεν μπορούμε εύλογα να ισχυρισθούμε πως στο ίδιο το σώμα της Ομηρικής ‘παραλίας’ ήδη ενυπάρχει η ”μοντερνική” ανατροπή της? Και αν ναι, τότε μήπως τελικά δεν είναι η ‘άρνηση’ αλλά η ‘συνειδητή απόσταση’ που ορίζει κάθε φορά την κατεύθυνση και το ποιόν της όποιας ποιητικής επανάστασης?
Εξηγούμαι περαιτέρω, Ο Αρχίλοχος είναι μοντέρνος σε σχέση με τον Όμηρο επειδή τον ”αρνείται” ή μήπως επειδή συνειδητά επιλέγει διαφορετικό σύστημα αξιών? Στην τελευταία περίπτωση μπορούμε να μιλάμε για άρνηση ή για αλλαγή παραδείγματος (για να θυμηθώ τον Χέγκελ αλλά και τον Κουν)?
2) Εάν πράγματι δεν μπορεί να υπάρξει πραγματική άσκηση γλώσσας (είτε ποιητικά είτε όπως αλλιώς θέλετε) χωρίς ταυτόχρονη ”εμπόλεμη” κατάσταση των ενδογενών στοιχείων της μεταξύ τους, τότε ποιός ο λόγος να αναζητούμε στο ”μοντέρνο” την εμπόλεμη άρνηση του ”κλασικού”?
3) Για να αναφερθώ στον ύστερο Βιτγκενστάιν και την κατανόηση του κάθε νοήματος ως έμπρακτη χρήση κανόνων σε παίγνια που μπορεί ακόμη να τελούν υπό διαμόρφωση, μήπως τελικά οι όροι ”κλασικό” και ”μοντέρνο” είναι μία ακόμη προσπάθεια να κυριαρχήσουμε πάνω στο ατελεύτητο παίγνιο της γλωσσικής επικοινωνίας?
4)Σε στενή σχέση με το πιο πάνω ερώτημα, εάν η ποίηση, όπως και η φιλοσοφία τελικά, δεν είναι τίποτε άλλο παρά απεγνωσμένες προσπάθειες δημιουργίας νοήματος, σε έναν κόσμο όπου δεν μπορούμε να ανακαλύψουμε δεδομένα νοήματα, τότε, ξανά, μήπως το δίπολο μοντέρνο-κλασικό αποτελεί μά ακόμη βολική υπεκφυγή?
ΥΓ
Περιμένω με πραγματική ανυπομονησία και άλλες αναρτήσεις του κ. Κεντρωτή, και δεν αναφέρομαι μόνο σε ότι ήδη υποσχέθηκε για τον Μπροχ.
Αποτελεί εκπεφρασμένη άποψή μου, πως διάλογος έχει νόημα να γίνεται μόνο βάσει επιχειρημάτων και με συγκεκριμμένη δομική ανάπτυξη. Ο κ.Κεντρωτής όχι μόνο μπορεί να λειτουργήσει ως αυθεντική αφορμή διαλόγου, μπορεί ταυτόχρονα να βοηθήσει τα μάλα στην δια γραπτών παραδειγμάτων ανάδειξη πραγματικής εκφοράς λόγου.
Και για να το πω πιο απλά, με κείμενα σαν το σημερινό, όχι μόνο μπορείς να κάνεις διάλογο, οφείλεις ταυτόχρονα να αρθείς στο υψηλότατο επίπεδό τους.
Σας ευχαριστώ ξανά κ.Κεντρωτή…
Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η εδραίωση μιας εθνικής συνείδησης με άξονα τη γλώσσα κ μιας εθνικής παιδείας με ηγεμονικές αξιώσεις πάνω σε όλα τα στρωματα του πληθυσμού απαιτούσε την ύπαρξη μιας “εθνικής” λογοτεχνικής παράδοσης-κ όσο παλαιότερη ήταν αυτή τόσο μεγαλύτερο κύρος μπορούσε να εξασφαλίσει στις πολιτισμικές ελίτ. Απ’ αυτό πάσχουμε σαν χώρα και δεν είναι τυχαίο, ούτε η τεχνητή κατασκευή της γλώσσας μας με τις τόσες ταλαιπωρίες, ούτε η εμμονή στα εθνικά ποίηματα που λαχταρούσαν οι περισσότεροι απ’ τους σπουδαίους ποιητές μας. Τον μοντερνισμό, ακόμη και τον υπερρεαλισμό, στην παράδοση τον στρέψαμε αναζητώντας φτιαχτές ρίζες σε Θεόφιλο κ Μακρυγιάννη κ ότι μαλακία θες. Δεν ξέρω αν η επινόηση της παράδοσης σημάδεψε ανεξίτηλα το υποσυνείδητο μας σαν λαό, αυτό όμως που είναι σίγουρο είναι πως μισούμε την κάθε πρωτοπορία ή έστω κάθε λογική πορεία σε κάθε τομέα προτιμώντας την αυτοκαταστροφή μας απ’ την εξέλιξη.
Αρχίζω να πιστεύω πως δεν απασχολεί πυρηνικά το δοκίμιο μα η κάψα να μιλήσει καθένας για τα μπατζάκια του που έχουν πιάσει φωτιά. Στην ποίηση όμως δεν καίγεται τίποτα…
Η έδρα της ανάρτησης του κ. Κεντρωτή έχει ένα ειδικό βάρος, την πιθανότητα μίας ορθής, κάποτε, οργανικής φιλολογίας. Η ανάρτηση σχετίζεται με το βίωμα της μελέτης και της ανοικτής ανάγνωσης, όχι της ποιητικής δημιουργίας.
Είναι γνωστό πως υπάρχουν εκείνοι που έχουν δοκιμαστεί αποτελεσματικά στη στενωσιά μιας πρώτης, καλής προπαιδείας, ώστε να εκτελούν αναμφίβολα στις μέρες μας την προσπάθεια επαναπροσδιορισμού των πάντων, γράφοντας.
Και αυτοί δεν έχουν παρά μόνο μία ιδιότητα, την ποιητική – της οποίας το εσωτερικό δυναμικό δεν αποτελεί τροφή για φιλολογικό μένος / αποτελεί Συνθήκη, της οποίας το μέγεθος δεν γίνεται με ορισμούς και όρους αντιληπτό. Το μόνο που τείνει σε μία χειροπιαστή επεξήγηση είναι ο φορμαλισμός της κάθε ποίησης.
Ο κ. Κεντρωτής τείνει σε μία διαστολή πολλών εκ των σημείων που ταλανίζουν την κριτική επί των παραπάνω σημείων.
Τέλος, ωθούμαι να επανέλθω στο σχόλιο αρ. 3. για λόγους προφανείς.
Επιδέχεται κάποια συνέχεια… 🙂
O φορμαλισμός πάει μαζί με τις θεωρίες της λογοτεχνίας ήτοι την εξιδείκευση, την αποδέσμευση απ’ τη γενική αισθητική (που πέφτει σε ανυποληψία) και την επιστημονική γλωσσολογία που πλέον αποτελεί το κύριο μέλημα. Εδώ μιλάμε πλέον για ιδεολογική υπερεπένδυση της γλωσσολογικής επιστήμης και αρχίζει το μεταμοντέρνο πανηγύρι (φτάνουμε σταδιακά στην ένδεια νοήματος που χαρακτηρίζει την μπερδεμένη εποχή μας).
Ο ρώσικος φορμαλισμός απ’ τον Γλωσσολογικό Κύκλο της Μόσχας (με την απομόνωση της ποιητικής μορφής από κάθε ίζημα περιεχομένου κ μελέτη αυστηρά τεχνικά), η αντίστοιχη εξέλιξη στο αμερικάνικο έδαφος με τη Νέα Κριτική (με το close reading κ την απομόνωση των πόλων του δημιουργού κ του αποδέκτη), ο γαλικός στρουκτουραλισμός (με την κυβερνητική κ τη θεωρία των συστημάτων) για να φτάσουμε στην περίφημη αποδόμηση του Ντεριντά.
πολλά μπορούν να ειπωθούν κ το δοκίμιο του κ.Κεντρωτή ας είναι μια πολύ καλή αρχή.
Αγαπητοί φίλοι του ΠΟΙΕΙΝ χαίρομαι που το δημοσιευθέν δοκίμιό μου σας απασχόλησε και μάλλον σας έδωσε έναυσμα για βαθιές παρατηρήσεις σχετικά με το “μοντέρνο” και τον χαρακτήρα του στην ποίηση. Επίτηδες, πάντως, δεν προσκόμισα άλλα παραδείγματα, ειμή μόνο τα δυο-τρία αρχαιοελληνικά στις πρώτες αράδες. Επιθυμία μου ήταν να μην “ξεπέσω” στην ατομική περιπτωσιολογία, διότι ναι μεν από την καζουιστική προκύπτει πάντα η θεωρία, αλλά εκεί, σε αυτήν, βρίσκει και τον μεγαλύτερο διώκτη της – αν μπορώ να μιλήσω έτσι. Και πάλι σας ευχαριστώ για την ευμενή υποδοχή. Και κρατώ δυο-τρία σημεία, που μου υποδείχθηκαν, για περαιτέρω έρευνα.
Mε ουσιαστικό τρόπο το δοκίμιο του Γ. Κεντρωτή απαντά πριν απ’ όλα στους… κουρασμένους [όσοι ακολουθούν τη ρήση “ο πονοκέφαλος της θεωρίας”!]. Συμβάλλει εποικοδομητικά στις αναζητήσεις.
Βλέπω υπάρχουν περιθώρια συζήτησης κι ότι δεν πάει στο βρόντο η επίκαιρη διαπίστωση του Μ. Heidegger [:”αποφασιστικό δεν είναι το να βγούμε από τον κύκλο, παρά να μπούμε μέσα του με το σωστό τρόπο”].
Βεβαίως, επισημαίνω, προβληματιζόμενος, ότι ανάμεσα στα αιτήματα και επιτελέσματα παρεμβαίνει τρόπον τινά η συνέχεια και ασυνέχεια των παρεμβάσεων ομάδων, ρευμάτων, τάσεων, προσώπων, όπως και η ιστορικότητα [και όχι η πάνω από χρόνο, υλικές/πνευματικές συνθηκες αιωνιότητα] στο περιεχόμενο, στη διάρκεια και ισχύ κειμένων, επεξεργασιών, ερμηνειών.
Χαιρετίζω και θυμίζω τους στίχους του Π. Νερούδα
“Και τους στίχους να πέφτουν στην ψυχή μου/ όπως πέφτει η δροσιά στο λιβάδι”,
από τη μετάφραση του Γ.Κεντρωτή στα “Είκοσι ερωτικά ποιήματα” [2006].
Πάρα πολύ αξιόλογο το κείμενο του κ.Κεντρωτή και οφείλω να συμφωνήσω σχεδόν σε όλα. Το πιο σημαντικό κατα την άποψή μου είναι ότι ορθά αποφεύγει να επιλύσει το “σύστημα εξισώσεων” που αναπτύσσει χρησιμοποιώντας παραμέτρους του παρόντος, όπως επιθυμούν πολλοί απο τους σχολιαστές που προηγήθηκαν.
Θα ήταν μάταιο πιστέυω γιατί θα λείπει πάντα μια σημαντική παράμετρος.
Μια εποχή δεν κρίνεται με βάση την αντίληψη που έχει η ίδια για τον εαυτό της αλλά στα πλαίσια μιας “μακράς περιόδου” στην οποία θα ενταχθεί απο τις εποχές που ακολουθούν. Αλλά κι αυτή η “μακρά περιόδος” δεν θα είναι πάντα η ίδια σε διάρκεια.
Στο απώτερο μέλλον λοιπόν, είναι πολύ πιθανό η εποχή μας να ενταχθεί σε μια τόσο “μακρά περίοδο”, ώστε ότι εμείς θεωρούμε “μοντέρνο”
να “χαθεί” σε μια κλασσική περίοδο που αρχίζει με τον Όμηρο, τον Αριστοτέλη, τον Μπαχ ή τον Μιχαήλ Άγγελο και δεν ξέρουμε που θα τελειώνει. Κι αν είναι έτσι καλώς οι δυο τελευταίοι φαντάζουν ακόμη μοντέρνοι.
ιδιαίτερα ενδιαφέρον το κείμενο του κ.Κεντρωτή .
Η ανάγνωσή του πηγή και ερέθισμα ταυτόχρονα για περαιτέρω σπουδή σε ουσιώδη ζητήματα ποιητικής.
αναμένουμε και αλλες διακριτές σαν αυτή καταχωρήσεις.