Δελτίο θυέλλης είναι το τρίτο ποιητικό βιβλίο της Αλεξίας Καλογεροπούλου, μετά από τις Λέξεις στην άμμο (2019) και τα Μεθεόρτια έθιμα (2020). Σχολιάζοντας εκείνα τα έργα, παρατήρησα ότι η ποίησή της προσανατολίζεται προς την κατεύθυνση της απλής κομψότητας, αποφεύγοντας τους εκφραστικούς πειραματισμούς που τόσο συχνά διατρέχουν το κυριότερο ποιητικό ρεύμα στην Ελλάδα, προπαντός τα τελευταία χρόνια.  Και λέω «απλή» με την καλή έννοια της λέξης, δηλαδή γνήσια, κλασική, άμεση, χωρίς τα ρητορικά σχήματα που πνίγουν το συναίσθημα.

Τώρα, με το Δελτίο θυέλλης, η ποιήτρια άλλαξε εκφραστική πορεία. Η γλώσσα είναι ακόμα καθαρή στην έκφραση, αλλά η δομή των στίχων κατακερματίζεται σε μικρές ενότητες και συχνά έχουμε τη συνταύτιση στίχου –λέξης. Η συχνή απουσία της στίξης (με λίγες εξαιρέσεις) δίνει δυναμισμό στο λεκτικό ρεύμα και ο αναγνώστης καλείται να τρέξει στη σελίδα για να συναρμολογήσει τα διάσπαρτα μέλη του λόγου. Για παράδειγμα:

 

με οδηγίες

για επιβίωση

από συμφορές

και στραπατσαρίσματα

από αδικίες

και καταστροφές

από πολέμους

και συρράξεις

(σελ. 22)

 

δεν συμφέρει

για το καλό μου

για το καλό σου

για το μέλλον

των παιδιών σου

για να μη λιώσουν

οι πάγοι

στην Ανταρκτική

(σελ. 23)

Ο στίχος σιγά σιγά ξεδιπλώνει μπροστά μας την πλήρη του έννοια, μετά την ανασύνθεση από τον αναγνώστη. Έτσι, κάθε λέξη, περικυκλωμένη από τη σιωπή και εν αναμονή να συνδεθεί με την επόμενη, αποκτά ιδιαίτερη σημασία, το σημαίνον είναι συνάμα και σημαινόμενο.

Όμως, ο δυναμισμός του λόγου έχει, νομίζω, και συμβολική διάσταση: δείχνει και εκφραστικά το ασταμάτητο τρέξιμο του χρόνου που εν αγνοία μας «ροκανίζει» την ύπαρξή μας. Ο χρόνος είναι, άλλωστε, το νήμα που διατρέχει, και άρρηκτα συνδέει, το έργο, φιλοσοφικά και λεκτικά. Σημειωτέον ότι το νήμα που ενώνει όλα τα μέρη του ποιήματος είναι μια ονοματοποιία που λειτουργεί σαν επωδός: «τικ τακ» και είναι η ερώτηση: «πόσο χρόνο έχω ακόμα». Αντίστροφη μέτρηση η ζωή, ναι, αλλά προς πού; Και κατά τη διάρκεια του ταξιδιού στη γη πώς να αντέξω μέχρι να περάσει η καταιγίδα (μέσα και έξω μου);

 

Η ποίηση γίνεται έτσι φιλοσοφικός λόγος: υπό την άποψη αυτή νομίζω ότι υπάρχει αναλογία ανάμεσα στα λόγια της Αλεξίας Καλογεροπούλου και τη σκέψη του ποιητή Αντώνη Φωστιέρη που, εδώ και χρόνια, αναλογίζεται στην ποιήσή του περί της σχέσης ανάμεσα στη θνητή ανθρώπινη φύση και την αθανασία, και για τη σημασία που ο χρόνος έχει για μας. Είναι «τα θα και τα να του θανάτου».

 

Το Δελτίο θυέλλης – άλλη διαφορά με τα προηγούμενα έργα –  δεν είναι συλλογή: είναι διηνεκές ποίημα, όπου κάθε μέρος είναι σαν μία ραψωδία ενός ενιαίου λόγου. Ο κεντρικός άξονας είναι, όπως είπα και πιο πάνω, ο χρόνος, ή καλύτερα η προϊούσα συνείδησή του από μέρος μας: Ανεπίγνωστη στην αρχή, πεπεισμένη για την αθανασία μας:

 

Στις απαρχές, τότε, δεν γνωρίζαμε ακόμα

τι θα πει θάνατος.

Προχωρούσαμε ανέμελα

κυλιόμασταν σε ξερόχορτα

με τη βεβαιότητα της αθανασίας

με την ψευδαίσθηση της μονιμότητας

της θνητής ύπαρξης

στις παιδικές πλάτες

που χαίρονταν τον ήλιο

χωρίς αγωνία για εγκαύματα.

 

Ο χρόνος τρέχει, τα ρολόγια μας τον μετράνε, αλλά εμείς, στην αρχή, κοιτάμε αλλού, χωρίς να λάβουμε υπόψη ότι «ο χρόνος ροκανίζει  / τα νιάτα, / τα γέλια, / συνθλίβει την ύπαρξη / μαζί με τον έρωτα». Και το αγωνιώδες ερώτημα, αγωνιώδες επειδή αφορά την ταυτότητά μας και τις σχέσεις μας με τον πλησίον: «ποια είμαι, / ποιος είσαι / θα μάθω ποτέ;».

 

Αφού καθορίσαμε τους φιλοσοφικούς άξονες του ποιήματος, να δούμε τώρα πώς ο λόγος εξελίσσεται στις ενότητες: Η πρώτη είναι η σκέψη για τη σχέση ανθρώπου/ φύσης, δηλαδή εφημέρου/ αιώνιου.

Η φύση υποφέρει τις πληγές που της προκαλεί ο άνθρωπος: «τα βουνά γυμνώθηκαν / ψυχορραγούν / καρφωμένα με ανεμογεννήτριες / υποφέρουν / κάτω απ΄την ανθρώπινη μπότα / από τους τοίχους / και τα τείχη που / χτίζουν οι άνθρωποι / πού ακούστηκε το αιώνιο να νικηθεί απ΄το εφήμερο», αλλά πριν ή μετά θα πάρει την εκδίκησή της: «σύντομα το βουνό / θα αναθαρρέψει / θα πετάξει από την πλάτη / τα ιδιότυπα δόρατα / και θα γιορτάσει την ελευθερία».

 

Το δεύτερο μέρος αρχίζει με τα εξής λόγια: «ποιος διαλαλεί πραμάτεια / τέτοια ώρα;». Ο χρόνος κυλά και υπονομεύει τη ζωή μας, αλλά όχι εκείνη της φύσης: «μόνο η θάλασσα δεν αλλάζει». Ενόψει ενός αβέβαιου μέλλοντος η ποιήτρια (αυτή είναι το υποκείμενο) θαυμάζει το ελεύθερο άσμα της φύσης που ζει χωρίς το κλουβί του χρόνου, με δικούς της ρυθμούς, αιώνιους: «τα πουλιά στον ουρανό με τα λευκά φτερά».

Εδώ η ποίηση διαπλέκεται με τη φιλοσοφία. Συλλαμβάνονται εδώ κι εκεί μνείες από τον λατίνο ποιητή Οράτιο, με την προτροπή του να ζήσουμε τις καθημερινές χαρές, χωρίς αναβολές («carpe diem fugentem») μαζι με τους φίλους μας που είναι η μόνη προστασία κατά της ανθρώπινης αδυναμίας: «πέφτω, σηκώνομαι / άλλοτε μόνη / άλλοτε από ένα / φιλικό χέρι / οι φίλοι πολύτιμοι / κομμάτι δικό μου / σαν κέλυφος προστατευτικό με περιβάλλουν».

Έχουμε εδώ σημαντικό ρήμα: «μοιράζομαι» που είναι το κλειδί για να συλλάβουμε την έννοια του έργου: η ζωή είναι συμμερισμός «του χρόνου, της τροφής, του χαμόγελου, της αγάπης».

 

Το τρίτο μέρος αρχίζει με τον στίχο: «Ο χειμώνας προβλέπεται δύσκολος». Είναι η αρχή του δελτίου του ιστορικού καιρού. Το βλέμμα της Καλογεροπούλου εστιάζει στην καθημερινή «φοβολαγνεία» που μας ραντίζει η τηλεόραση και οι εφημερίδες: ο φόβος του πολέμου, της ανομβρίας, σ΄ένα κρεσέντο που δεν φαίνεται να έχει τελειωμό.

Και οι συνήθεις βεβαιότητες λείπουν «όλες οι χειρολαβές που γνώριζα γλιστράνε», ενώ ο χρόνος κυλάει ασταμάτητα αλλά, τώρα, στην πλήρη συνείδησή μας: «πόσος χρόνος μού μένει / άραγε να ζήσω;».

Αυτό προκαλεί την ερώτηση «από πού πάνε για την αιωνιότητα». Μια ερώτηση που δεν είναι μόνον υπαρξιακή αλλά, για έναν καλλιτέχνη, είναι και η αναζήτηση ν΄αφήσει ίχνη πίσω του μέσω της τέχνης του. Από πού θα προέλθει, άραγε, η αιωνιότητα; «από τις τέχνες; / απ΄τη γραφή; / από το κλέος; / απ΄το γυαλί; / απ΄τα παιδιά; / από τον θάνατο;». Όπως βλέπουμε δεν υπάρχει απάντηση, «όλα υπόθεση και συγγνώμη» θα έλεγε ο Ελύτης, αλλά δεν μπορούμε να μην παρατηρήσουμε την κλίμακα, δηλαδή πως οι υποθέσεις τελειώνουν με το απροσδόκητο που είναι και οξύμωρον. Ποιος ξέρει αν η γνήσια αθανασία δεν είναι ο ίδιος ο θάνατος;

 

Το τέταρτο μέρος συνεχίζει τον λόγο για την τρομοκρατία από τις «γυάλινες Κασσάνδρες». Τα νέα είναι παλιά, μια επανάληψη. Ο άνθρωπος είναι πιόνι στη σκακιέρα της ιστορίας, η παρτίδα παίζεται αλλού. Από δω η ποιήτρια εκφράζει την προτροπή: «μπροστά στην ειμαρμένη, σήκωσε το ανάστημά σου». Η αμέσως μετά παρομοίωση με τις ιρανές γυναίκες που «φωνάζουν για την ελευθερία» φέρνει απότομα τον λόγο από τον υπαρξιακό -μεταφυσικό στο ιστορικό επίπεδο.  Να σημειώσουμε ότι για δεύτερη φορά μια ενότητα κλείνει με τη λέξη «ελευθερία»: την πρώτη φορά της φύσης, τώρα των γυναικών.

 

Το βασικό θέμα – και με την πέμπτη ενότητα πλησιάζουμε στο τέλος –  είναι από ποια πλευρά της ιστορίας είμαστε. Από κει εξαρτάται η άποψή μας μπροστά στα γεγονότα, δεν υπάρχουν ούτε βεβαιότητες ούτε αντικειμενικές ερμηνείες. Η ιστορία είναι το νήμα και εμείς οι ακροβάτες που προσπαθούν να κρατήσουν την ισορροπία τους.

 

Το ποίημα κλείνει με ένα μικρό κείμενο, σαν επίλογο ή έξοδο, με την ορολογία του αρχαίου θεάτρου. Και επειδή το έργο είναι συναυλία, όπου ο ομιλών-εγώ γίνεται συχνά εμείς τόσο φυσικά που δεν το αντιλαμβανόμαστε, το τέλος είναι άλλη μία προτροπή να κάνουμε ό,τι καλύτερο για να βελτιώσουμε τον κόσμο. Η ποιήτρια μάς καλεί να λάβουμε όλοι τις ευθύνες μας και το κάνει μέσω της φωνής ενός παιδιού που ρωτάει τους γονείς του τι έκαναν σήμερα για να του αφήσουν έναν καλύτερο κόσμο: «τι έκανες σήμερα, μπαμπά; / έκανες τον κόσμο / λίγο καλύτερο; / κι εσύ, μαμά, / τι καλό έκανες σήμερα;».

 

Ιστορικό, υπαρξιακό, μεταφυσικό, το Δελτίο θυέλλης είναι περίπλοκο ποίημα, με έντονη φιλοσοφικότητα και με αυστηρή δομή. Η Αλεξία Καλογεροπούλου χρησιμοποίησε μία γλώσσα λεκτικά πλούσια, με παραθέματα από τους αρχαίους (λ.χ. λάθε βιώσας, ή ταν ή επί ταν) και εκμεταλλεύτηκε τις δυνατότητες της γλώσσας για να μας πει πως η θνητή μας φύση δεν πρέπει να υποχωρήσει μπροστά στη φοβολαγνεία αλλά πρέπει να βρει στη θνητότητά της το θάρρος για να ζήσει τις χαρές που η ζωή μάς χαρίζει και ότι όλοι μας έχουμε ευθύνη έναντι της φύσης και έναντι του κόσμου που κληρονομήσαμε και θα παραδώσουμε μια μέρα.

 

 

*Ο Massimo Cazzulo είναι κλασικός φιλόλογος στο Μιλάνο.