Εγώ τραγουδώ, τραγουδώ δίχως να το θέλω, κατ’  ανάγκη, αθεράπευτα, μοιραία, στην τυχαιότητα  των συμβάντων, σαν κάποιος που τρώει, πίνει ή βαδίζει και επειδή έτσι του ‘ρχεται•  θα πέθαινα αν δεν τραγουδούσα • το δημοφιλές  γεγονός του ποιήματος διεγείρει τα ηχητικά μου νεύρα, δεν μπορώ να μιλήσω, ψέλνω, σκέφτομαι με τραγούδια, δεν μπορώ να μιλήσω, δεν μπορώ να μιλήσω• οι θορυβώδεις, υπερβατικές εποποιίες με ορίζουν, και αγνοώ το νόημα του αυλού μου •  έμαθα να τραγουδώ ούσα νεφελώδης, μισώ, μισώ τις χρηστικές εσφαλμένες  δουλειές, τις καθημερινές, τις κοινότυπες, και αγαπώ την επιφανή σχόλη του ωραίου • να τραγουδάς, να τραγουδάς, να τραγουδάς… αυτό είναι το μοναδικό που ξέρεις, Pablo de Rokha.

 

Τα συμπαντικά σοφίσματα, τα κοσμικά, οι υπόγειοι δυναμικοί νόμοι, με διαφεντεύουν, το φυσικό μου τραγούδι, πολυφωνικό ανοίγεται πιο πέρα από το πνεύμα, η πλατιά υποσυνείδητη ομορφιά, τραγική, μαθηματική, πένθιμη, οδηγεί τα βήματα μου στην σκοτεινή φωτεινότητα • διασχίζω τις εποχές σαν ένα μεγάλο δύσμορφο όνειρο, η αλήθεια μου είναι η αληθινή αλήθεια, η ορχηστρική καρδιά, μουσική, ορχηστρική, διονυσιακή , πλέει στην σεβάσμια, στην τέλεια, στην εξέχουσα  ομόφωνη αντήχηση, τα φαινόμενα συγκλίνουν σ’ αυτήν, και μεγαλύνουν την ηχηρή ηχηρότητα, ηχηρή, ηχηρή  • κι ετούτα τα μοιραία χέρια πάνε, υπνοβατικά , κάνοντας πέρα την εξωτερική ζωή- έννοιες, σχήματα, ήθη, παρουσιαστικά- η διαίσθηση μου ακολουθεί τον δρόμο των πραγμάτων, προφητική, φωτισμένη και ευτυχής, γιατί τα πάντα τραγούδι γίνονται στα οστά μου, τα πάντα  τραγούδι γίνονται στα οστά μου.

 

Πύον, κλάμα και πένθιμα σύννεφα, πόνος, μοναχά πόνο θηλάζω στα φειδωλά στήθια της ζωής, δεν έχω σπίτι και το ένδυμα μου είναι φτωχικό • τα άσματα μου δραματικά-πρωτοφανή, ταπεινότατα συσσωρεύουν την σκέψη, όλη τη σκέψη της φυλής και τη φωνή της στιγμής • είμαι μια χώρα που γίνηκε ποιητής, από τη χάρη του “Θεού” • περιφρονώ την αιτιοκρατία των μερικών, συμβατικών επιστημών, επειδή η μνημειώδης σοφία μου προβάλει γεννοβολώντας αξιώματα από το άπειρο, και η περιπλανώμενη ευγλωττία της, μυθώδης  και απαίσια δημιουργεί κόσμους και επινοεί σύμπαντα συνεχώς • επιβεβαιώνω ή αρνούμαι, και το γιγαντιαίο πάθος μου διασχίζει με βροντές το  ανόητο χωριό  της προκατάληψης, τον κακό κληρικό οικισμό  της μονοτονίας.

 

Βραδιάζοντας γονάτισα  δίπλα σε μια πελώρια και γκρίζα πέτρα, δημοκρατική, τραγική, και η αγόρευση της, η ακίνητη ευγλωττία της μαζί μου μίλησε, σε εκείνη την υπόκωφη, κοσμοπολίτικη και αφελή γλώσσα  του συμπαντικού ρυθμού •  σήμερα τεντωμένος  στους ίσκιους της λίμνης , έχω νοιώσει τον κλαυθμό  των πεθαμένων πλέοντας στα ανθοπέταλα της στεφάνης  • ακούω τα φυτά να μεγαλώνουν και τους   ταξιδιώτες πλανήτες να θνήσκουν αποκεφαλισμένοι  σαν να ‘ναι ζώα, ο ήλιος βασιλεύει στο βάθος των πένθιμων μου χρόνων, κίτρινα, κίτρινα, κίτρινα, τα στάχυα με γεννάνε, καταμεσής της νύχτας τα αιώνια ποτάμια κλαίνε στην όχθη της λύπης μου και από τους μαξιμαλιστικούς πόνους μου πέφτουν τα φύλλα…. “καλημέρα, καλημέρα δεντρί”, είπα καθώς ανατιναζόταν  το πρωινό πάνω στις ξανθές χιλιανές κορφές, και λίγο μετά αναφωνούσα: “αστέρια , είσαστε αστέρια, ω, θαύμα!”

Οι σκέψεις μου κάνουν τους  αιώνες να ηχούν ενάντια στους αιώνες • πάω βαδίζοντας, βαδίζοντας μουσικά και οι πράξεις μου είναι ύμνοι, φυσικοί ψαλμοί, πλήρως φυσικοί • τα σήμαντρα του χρόνου χτυπούν όταν με ακούνε να λυπάμαι • συνιστώ την αρχή και την αρχέγονη λογική όλων των τροπαρίων, η  ηχώ των βημάτων μου κροταλίζει στην αιωνιότητα, τα παράδοξα τρίγωνα της δράσης μου ανακεφαλαιώνουν τoν μορφασμό  των μορφασμών, τον μορφασμό, την μορφή του παράφρονα υπερανθρώπου που λίκνισε  την μακάβρια κούνια της γήινης σφαίρας και το ‘κανε  μαθαίνοντας την να μιλά.

 

Τα άσματα της γλώσσας μου έχουν μάτια και πόδια, μάτια και πόδια, μυς, ψυχή, αισθήσεις, μεγαλοπρέπεια ηρώων και μικρές συνήθειες ταπεινές, απλοϊκές, μικρότατες, απλοϊκές επειδή είναι νιογέννητες, αλυχτούν και φέρνουν έγνοιες απέραντες, απέραντες, απέραντα απέραντες, χαμογελούν, κλαίνε, χαμογελούν, φτύνουν τον ξεδιάντροπο ουρανό ή πετούν φίδια απ’ το στόμα, εργάζονται, εργάζονται το ίδιο όπως οι άνθρωποι ή τα πουλιά, εξυψώνουν το ζωικό βασίλειο, το φυτικό βασίλειο, το βασίλειο των μετάλλων, και  είναι θεριά  μαρμάρινα , θεριά, θεριά, των οποίων το αίμα πυρωμένο  και θλιμμένο –θλιμμένο  ανέρχεται προς αυτά μέσα από τα σπλάχνα της σφαίρας, και της οποίας η πολυεδρική ύπαρξη, πολλαπλή, ταυτόχρονη είναι με  τους πεντακόσιους γεωγραφικούς ορίζοντες •  ανθούν αναγαλλιασμένα, στρόγγυλα, ηχηρά μες τον Οκτώβρη, δίνουν φρούτα των αγρών στο ξεκίνημα  του Μάη  ή  του Ιούνη ή στα τελειώματα  του Αυγούστου, ωριμάζουν όλον τον χρόνο και από το ποτέ στο ποτέ • άναρχα, διαπεραστικά, άφοβα, δημιουργούν ένα άτομο και μια νέα γιγαντιαία πραγματικότητα, κάτι που προηγουμένως, προηγουμένως, κάτι που προηγουμένως  δεν υπήρχε στη γη, επεκτείνουν την απαίσια ανατομία μου προς το απόλυτο, υπάρχοντας ακόμη ανεξαρτήτως  • αγγίξτε το σώμα τους και θα ματώσετε τα μίζερα δάχτυλα σας!…

 

Ο Αριέλ και ο Καλιμπάν, η Αίγυπτος, η Ρώμη, Ιουδαία,  και η Χιλή, τα προϊστορικά έθνη του κουρνιαχτού , ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ, τα ουράνια, τα όρη, η θάλασσα και οι άνθρωποι και οι ακόμη περισσότεροι  άνθρωποι, τα ωκεάνια πλήθη, πολιτείες, κάμποι, εργαστήρια, εργοστάσια ηλεκτροπαραγωγής, δέντρα, άνθη, μνήματα, θεραπευτήρια, ιδρύματα ή νοσοκομεία, ακατέργαστα  από γαιώδες δέρμα και μακρινό βλέμμα, γεμάτο ποιήματα βουκολικά, έντομα και πετεινά του ουρανού, μικρές, αρμονικές, χλωμές γυναίκες • το ανόητο σύμπαν, θαυμαστό, θαυμαστό, θαυμαστό, κατευθύνει τις λέξεις μου, και θα κυλώ ηχώντας αιωνίως, όπως το παλαιό του παλαιού, φωλιά όπου αναπαράγονται όλα τα τιτιβίσματα του κόσμου!…

 

( “Los gemidos”, 1922)