Από το βιβλίο Ο καπνοπόλεμος

Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΝΑΥΑΓΟΣ

Ανέβηκε στην πέτρα
πήρε ανάσα
και πήρε βροχή
Ένα ζευγάρι κάλτσες
μια φανέλα
αριθμός 333
Οδυσσέας 333
Άπλωσε τα χέρια του στη θάλασσα
στο νου
Η φρίκη θάλλει
Ο αργαλειός πίσω και πάνω στην πλάτη μας

Πήρε να φιλιώνει με τον τόπο

Ήρθε ο επιλοχίας ο Θωμάς,
είχε μυαλό Τζέιμς ο Θωμάς
μυαλό Μ1 επαναληπτικό

Τον γύρισαν λυώμα
δεν τον γνώρισαν ούτε τα σκυλιά

Η ΟΡΓΗ ΤΩΝ ΒΗΣΙΓΟΤΘΩΝ

Στον Γιώργο Μαρκόπουλο

Τα καταστήματα οργιάζουν
Παρωπίδες προσωπίδες ωτασπίδες
νέα εθνόσημα
νέα χαρτόσημα
Νοσοκομείο ανδριάντες νεκροταφεία
Εποχή για καριέρα
Η γενιά μου σκορπιέται
και η ισορροπία μου ασταθής
Αδυσώπητος ο φετινός αιών ενέσκηψεν
Η ιστορία γράφεται πάλι στις γάζες

Από το βιβλίο Το σοφό σαλιγκάρι


Η ΤΥΧΗ ΤΩΝ ΑΠΟΔΗΜΗΤΙΚΩΝ

Τα ρούχα δανεικά
Ένα ζευγάρι αρβύλες αντρικές
ένα παντελόνι με τιράντες
ένα πουκάμισο
και δίπλα στα χείλια μια λειχήνα
Είχα τα χέρια σφιγμένα προσοχή
τα μάτια κλειστά
Στη φωτογραφία ήταν ακόμα
ο αδερφός μου
η μάνα μου νέα
συγγενείς
Μια στέγη
ένας τοίχος με τον αριθμό 224
και σε μια άκρη το χάος
Έγραφε
Η Μάρθα παντρεύτηκε
πήρε καλό παιδί
Φυσούσε αέρας
και τα κλείσαμε τα μάτια
Τα παιδιά είναι βγαλμένα
μπροστά απʼ την Πασχαλιά.

ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΡΟΜΗΘΕΑ

Σκύψε επιτέλους να σου πω
τώρα που επιβάλλουν
σιγαστήρα και ζώνες ασφαλείας
Τώρα που γίνηκʼ η ζωή βεγγαλικό
δε θα ʼβρεις παρά τη φρίκη
ζωγραφισμένη στο φανελάκι των αγγέλων
Τώρα που η ζωή σε θέλει
σοφό στα εννιά
νεκρό στο δώδεκα
που τα πτώματα υψώνουν
τʼ αυριανά φυλλοβόλα
τέτοιο ποτάμι Προμηθέα
τι λες
του βάζεις εύκολα
λουράκι στο λαιμό;

Από το βιβλίο Σημειώσεις ενός τηλεγραφητή

ΔΙΧΩΣ ΑΠΟΚΡΙΣΗ

Κάποτε αγριεύουν οι νεκροί που κουβαλώ
μʼ ανακατεύουν
Ποιάν ιδιοτέλεια μου κεντούν
που την ξεχνώ
και ποιά υποταγή
Συλλογιέμαι πόσο αίμα θέλει
να γίνει πάλι τούτη η ζύμη
Πόσα μανίκια ανασηκωμένα

Βγαίνουν τις νύχτες στις ακρογιαλιές
κάτω απʼ τα πεύκα κι ιστορούν

Σοκάκια βρεγμένα στο φως
χαμένα στους κάμπους τους άδειους
μες στα ξερόχορτα
Φωνές που συντροφεύουν τον άνεμο
Κορμιά που πέρασαν, δυνατά
με τα σφυρά τους άτρωτα

Και συλλογιέμαι
με τον τρόπο που έμαθα
με το φόβο του νου που κινδυνεύει

Τι έφταιξε;

Στέκονται όλα γύρω μου κοφτερά
κι ασάλευτα

ΑΝΑΛΗΨΗ

Στα χαλάσματα πάλι
στα κίτρινα φύλλα

Κρεμασμένος ακόμη στον τοίχο ο καθρέφτης
Η αντλία του νερού στα χορτάρια
κι ο φούρνος ανοιγμένος ώς τα σωθικά του

Ένα σημείωμα σκονισμένο
Βασίλη
Θέλει η μάνα
νʼ αφήσεις δέκα δραχμές
να πάρω ψωμί
Γεια σου

Βρέχει και φέρνει φωνές ο αέρας

Μαζεύομαι σε μια άκρη
Γέλια και χρώματα ξεφτισμένα
Ύστερα πάλι σιωπή

Σταλάζουν τα δέντρα

Φουσκώνουν οι τοίχοι
κι ανεβαίνουν κομμάτια
ώς τα σύννεφα

Από το βιβλίο Η άλλη φωτογραφία

ΧΑΝΟΝΤΑΣ ΤΑ ΚΛΕΙΔΙΑ

Φεύγεις πάλι για τα λιμάνια σου
με ενθύμια εύκολα από μέρες λαμπρές

Κείνο το γυμνό κορμί
να βγαίνει πίσω από τα δέντρα
να λυγάει σαν τόξο
να χύνεται στη θάλασσα
χωρίς χαλινάρι
Να σε τυλίγουν γαλάζιες φόδρες νερό
να πέφτει αρμύρα στα μάτια σου
και ήλιοι πολλοί

Κρεμάει ο καιρός ένα γκρίζο
και ʼσυ ασβεστώνεις τον τόπο που διάλεξες
ουρλιάζοντας δίχως νʼ ακούγεσαι

Φοβάσαι το φόβο

Όμως έρχονται ακόμη νύχτες γλυκιές
με λουλούδια βεγγαλικά
στα σκούρα λινά τους φορέματα
κουβαλώντας μύρα και βάλσαμο

Σε βοηθούν να χαράξεις το μνήμα σου

Ο αέρας στήνει την άρπα του
τη χορταρένια

ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΟΝ ΗΛΙΟ

Σε σκιάζουν οι λέξεις
που ωριμάζουν σύννεφα μέσα σου μαύρα
Παντού και πουθενά
Σʼ εξοντώνουν τα μυστικά
Σκάλες, καθρέφτες, βυθοί

Όλα σε διεκδικούν

Φυσάει ο αέρας
και σέρνει παράξενα μύρα

Ανοίγεις τις πόρτες
και γλιστρούν οι αιώνες
μέσα από αλέες αρμονικές
και τον ήλιο που σχεδιάζει

Στάζει το φως

Πλημμυρίζουν τʼ ασήμαντα
κι ό,τι φύλαγα στις τσέπες μου
χάνεται

Από το βιβλίο Νησί δίχως φύλλα


ΑΝΤΟΧΗ ΤΩΝ ΥΛΙΚΩΝ

Σκοτεινό κορμί καθώς εκκλησία
Ψιθυρίζει ο άνεμος στα υπέρθυρα
ονόματα ξεχασμένα∙
ώσπου υποχωρούν τα θεμέλια

ΜΕ Η ΔΙΧΩΣ ΤΥΨΕΙΣ

Μια καμπύλη ρηχού ποταμού
δυο δέντρα σε στάση προσευχής
Δε θα μιλήσω για των νεκρών τις πλαγιές
και τα όνειρα που κοιμίζουν

Δυστυχώς περιλήψεις μόνον κρατώ

Από το βιβλίο Φόδρες της νύχτας

ΤΑ ΠΟΥΚΑΜΙΣΑ ΤΩΝ ΑΝΕΜΩΝ, Β

Από θαύμα σε θαύμα!

Πώς να πεις για το παράθυρο
που χωράει τη θάλασσα
τη ρόδα του μύλου μες στο γαλάζιο
και φύλλα και σύννεφα

Λάμπουν οι κόκκοι του αλατιού
κι εσύ δείχνεις αλλού
μʼ εκείνο το παγωμένο κουτί μες στα στήθια σου

Κανένας δε θά ʼρθει
Όλοι εινʼ εδώ
πίσω απʼ τα δέντρα
κάτω απʼ τα χώματα

Το άσπρο στεφάνι ζητάς
κι ας δείχνουν όλα δειλινά∙
τη θάλασσα πίσω απʼ τους λόφους
Δε με ξεγελάς
Χρώματα μάζευες χρόνια
φως και ανάσες μικρές

Ήσυχα τώρα

Ποιος βγαίνει με τη βάρκα σε τόσο σκοτάδι;
Ακούγονται τα κουπιά
τα νερά του φεγγαριού που στάζουν στο πλάι
Βουβαίνονται τα σκυλιά στην προκυμαία
κι ο νυχτοφύλακας με τις παντόφλες
και το νοτισμένο φανάρι

Ελαφραίνουν όλα σα θλίψη
ανεβαίνουν ψηλά

ΤΑ ΠΟΥΚΑΜΙΣΑ ΤΩΝ ΑΝΕΜΩΝ, Ε

Για κανένα πουκάμισο αδειανό
Για ʼκείνον τον πηλό θέλω να πω
που κρατούσες στις χούφτες
που του κεντούσες κόκκινες φλέβες στο κορμί
τον μεθούσες με ψιθύρους και βεβαιότητες
Που του ʼμαθες να μετράει
την τελευταία μπουκιά του ψωμιού με το φαί του

Για τον πηλό που μιλά και γελάει
και τον ντύνεις στα είκοσι
να τον στείλεις να γίνει πηλός άναυδος τώρα
να γεμίσει ένα πουκάμισο μουσκεμένο στο αίμα

Πώς να πείσεις την Εκάβη;
Για ποια Ελένη
για ποια σημαία της νύχτας
και ποια τείχη;

Από το βιβλίο Τα χειρόγραφα της βροχής

ΦΩΣ ΟΡΥΧΕΙΟΥ

Σηκώνομαι νησί
μέσα από χάρτη βουβό
με ρίζες του νερού σκοτεινές
και σιωπές ιερές του θανάτου

Κρατώ νωπό τον πηλό
να υψώσω φύλλα κι αναρριχητικά
πορφύρα ψυχής σε πέτρινους κήπους
χορτάρι του νου μου ασύλητο

Τραυλίζουν πένθιμα σύμφωνα
στο γαλάζιο που μʼ έθρεψε
στο αχ που ολοένα με ταξιδεύει
Μου λείπει καιρός που σʼ αγαπώ
πόθος αμίλητος
και χώματα της πατρίδας ασύρματα

Τις πληγές δεν μπορεί κανείς να σʼ τις πάρει

Μετρώ τον καιρό που λυγίζει στις άκρες
κι εκείνο που μέσα μου μεγαλώνει
καθώς ανεβαίνει ο ήλιος
και γλιστρούν καλοκαίρια πάνω σε ρόδες ζεστές

ΦΩΣ ΦΤΕΡΩΤΟ

Φύλακες γύρω
κι όρθιος χρόνος, σιωπηλός
Ανεβαίνει η χλόη στους τοίχους
ντύνοντας κείνο το κόκκινο που επιμένει
πάνω από χαλκεία κι εσοχές

Τους ζητώ όλους
σκάβοντας πίσω από θύρες βαθύσκιωτες
και συλημένα φεγγάρια

Τους γυρίζει η βροχή
κει που ξέχασαν το κορμί τους
κι έφυγαν δίχως αίμα, χλομοί
Βιαστικοί με λίγο ήλιο στους ώμους
και πρασινάδες στα γόνατα
καθώς σηκώνονταν
να διαβούν στον κόσμο τον άλλο

Γλιστρούν, άγγελοι σκοτεινοί
πάνω από κυπαρίσσια μεσίστια
και χορτάρια που πάντα κρυώνουν
Δε μιλούν
Χειρονομούν δίχως ήχους
βοσκώντας φως και σιωπή
χάνονται με τον άνεμο

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΤΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ

Κατάρτια τα βουνά∙ ψηλά
άλογα πετρωμένα
Σπαρμένες οι πλαγιές
κάλυκες, παλιές φωτιές, λέξεις μισές
πένθιμα μονοπάτια

Σηκώνει η άνοιξη χορτάρι και τα σβήνει

Όμως θυμάται ο λύκος τις ποριές
και μες στον ύπνο μου
μυρίζει σκοτωμένους και τους βγάζει

Ξυπνάει η μέρα μες στα κόκκινα
κι ακόμη χάνει αίμα

Από το βιβλίο Το χώμα που μένει

ΝΙΚΟΣ, 1974

Γύρισε από τις στέππες του βορρά
με το κατράμι στην ψυχή
και ασήμια στα μαλλιά

Κοίταξε το σπίτι με ανάσα βαθειά
μέριασε τʼ απομεινάρια της θύρας
πέρασε στο άδειο, στη σιωπή

Ζούσε ένα τραπέζι στη μέση
με σανίδια σπασμένα
Εκεί το νερό, εκεί το ψωμί

Κάθησαν στη ράχη της βαλίτσας
έβγαλαν ένα μπουκάλι ρακί
Σκούπισε με τον αντίχειρα
ένα ποτήρι μικρό, ήπιε
Ήπιε κι η Βασιλική
Το γέμισε πάλι
σήκωσε τα μάτια κατά την οροφή
Πέρασαν ώρες αμίλητοι, καθιστοί

Νύχτωσε
Αποκοιμήθηκε η Βασιλική
κι αυτός λογάριαζε στον τόπο τον τόπο
με την ξετοπισμένη του ψυχή

Την άλλη μέρα βγήκε να ʼδει·
νʼ ανασάνει η μνήμη
να κατεβεί απʼ το λαιμό, να καταπιεί

Κοίταζε ώρα δυό παιδιά
που τάιζαν, κυνηγούσαν πουλιά
Έγειρε στο σωρό μέσα στα ξύλα
έμεινʼ εκεί

Έφυγε σαν μαύρος ήλιος
μʼ ένα φτεράκι νʼ ανοίγει ήσυχα
σε μια καινούργια χώρα, σκοτεινή

ΕΛΕΝΗ

Ακούω νερά
σε κοίτη βαθειά, δειλινή
Λόγια και χρόνια
με τα φεγγάρια στους ώμους
και των χαμένων τους ίσκιους

Ένα τους βλέμμα
μια νεφέλη ζητώ χελιδόνια
Κορμιά που πλάγιασαν ήσυχα
με το δόρυ στα σωθικά

Ενυδρεία της μνήμης
Κοπάδια καράβια
που αποκοιμήθηκαν στα νερόκρινα, άδεια
και τα τυλίγει η σιωπή
Τελωνεία της δόξας
που θησαύρισαν αίμα και σάρκα

Ποιους σήκωσες πόθους
κι ακόμη καλείς
με θηλές αναμμένες
με σπηλιές του κορμιού σου υγρές
κι άλλες του νου σου λαγνείες

Περνούν ακόμη ποτάμια θανάτου πικρά∙
του Αίαντα, του Παύλου, του Νίκου σπαθιά τσακισμένα

ΔΕΝΤΡΟ ΤΗΣ ΤΥΧΗΣ

Δε διαλέγει τόπο
Σηκώνει στην τύχη κορμό
κλώνους, φύλλα, δύσκολο καρπό

Της σιωπής και της σκόνης
των άνυδρων εποχών
των ανέμων που δοκιμάζουν την αντοχή του

Δειλό και γενναίο
με σημάδια από μάχες στις πλάτες
πάντοτʼ εκεί
Αφύλαχτο σʼ αυτόν που θά ʼρθει
στον ίσκιο να σταθεί ή να το ρίξει

Κι αν βρουν οι ρίζες πέτρα, δεν πενθεί
Με δίχως φύλλα επιμένει
νά ʼρθουν πουλιά στʼ άλκιμα κλαδιά
να τʼ αντικαταστήσουν

Από το βιβλίο Μαύρο Βαμβάκι

ΝΗΣΙ*

Βρέχει τόσο στη μνήμη μου
που απλώθηκε θάλασσα γύρω μου

* Τα νησιά φυτρώνουν στη θάλασσα
και διατηρούν τις αποστάσεις
Περιβάλλονται από ένα ανήσυχο γαλάζιο
και ταξιδεύουν στη σιωπή και στο χρόνο
Κάποτε αρρωσταίνουν και βυθίζονται

ΠΕΡΣΕΦΟΝΗ

Με τα μάτια ανοιχτά, βυζαίνοντας άδειο

Χλωμιάζει ο ουρανός

Διστάζει
κάνει ένα τελευταίο βήμα μες στη μνήμη
στο παιδί που γελούσε μεγαλώνοντας
και νύχτα, όπως αμετάκλητα ορίζουν οι θεοί,
το παίρνει μαζί της στο χώμα

ΜΙΚΡΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Γεννήθηκε στην Οξυά Ιωαννίνων. Σπούδασε Μαθηματικά και Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και Θέατρο στη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης – Κάρολος Κουν.
Ηθοποιός και σκηνοθέτης στο θέατρο, στην τηλεόραση και στον κινηματογράφο. Εργάστηκε, καθηγητής στη Μέση Εκπαίδευση για μια περίπου δεκαετία.
Για μια πενταετία επίσης, καθηγητής Υποκριτικής στη Δραματική Σχολή “Βεάκη”
και στη σχολή “Νέο Ελληνικό Θέατρο – Γ. Αρμένη”. Διδάσκει Υποκριτική στη Δραματική Σχολή «Δήλος» της Δ. Χατούπη.
Γράφει ποίηση, δοκίμιο και μεταφράζει θεατρικά κείμενα. Έργα του έχουν μεταφραστεί στα Αγγλικά, Γαλλικά, Γερμανικά, Ισπανικά, Ιταλικά, Βουλγαρικά και Τσεχικά.