Από το βιβλίο Ο καπνοπόλεμος
Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΝΑΥΑΓΟΣ
Ανέβηκε στην πέτρα
πήρε ανάσα
και πήρε βροχή
Ένα ζευγάρι κάλτσες
μια φανέλα
αριθμός 333
Οδυσσέας 333
Άπλωσε τα χέρια του στη θάλασσα
στο νου
Η φρίκη θάλλει
Ο αργαλειός πίσω και πάνω στην πλάτη μας
Πήρε να φιλιώνει με τον τόπο
Ήρθε ο επιλοχίας ο Θωμάς,
είχε μυαλό Τζέιμς ο Θωμάς
μυαλό Μ1 επαναληπτικό
Τον γύρισαν λυώμα
δεν τον γνώρισαν ούτε τα σκυλιά
Η ΟΡΓΗ ΤΩΝ ΒΗΣΙΓΟΤΘΩΝ
Στον Γιώργο Μαρκόπουλο
Τα καταστήματα οργιάζουν
Παρωπίδες προσωπίδες ωτασπίδες
νέα εθνόσημα
νέα χαρτόσημα
Νοσοκομείο ανδριάντες νεκροταφεία
Εποχή για καριέρα
Η γενιά μου σκορπιέται
και η ισορροπία μου ασταθής
Αδυσώπητος ο φετινός αιών ενέσκηψεν
Η ιστορία γράφεται πάλι στις γάζες
Από το βιβλίο Το σοφό σαλιγκάρι
Η ΤΥΧΗ ΤΩΝ ΑΠΟΔΗΜΗΤΙΚΩΝ
Τα ρούχα δανεικά
Ένα ζευγάρι αρβύλες αντρικές
ένα παντελόνι με τιράντες
ένα πουκάμισο
και δίπλα στα χείλια μια λειχήνα
Είχα τα χέρια σφιγμένα προσοχή
τα μάτια κλειστά
Στη φωτογραφία ήταν ακόμα
ο αδερφός μου
η μάνα μου νέα
συγγενείς
Μια στέγη
ένας τοίχος με τον αριθμό 224
και σε μια άκρη το χάος
Έγραφε
Η Μάρθα παντρεύτηκε
πήρε καλό παιδί
Φυσούσε αέρας
και τα κλείσαμε τα μάτια
Τα παιδιά είναι βγαλμένα
μπροστά απʼ την Πασχαλιά.
ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΡΟΜΗΘΕΑ
Σκύψε επιτέλους να σου πω
τώρα που επιβάλλουν
σιγαστήρα και ζώνες ασφαλείας
Τώρα που γίνηκʼ η ζωή βεγγαλικό
δε θα ʼβρεις παρά τη φρίκη
ζωγραφισμένη στο φανελάκι των αγγέλων
Τώρα που η ζωή σε θέλει
σοφό στα εννιά
νεκρό στο δώδεκα
που τα πτώματα υψώνουν
τʼ αυριανά φυλλοβόλα
τέτοιο ποτάμι Προμηθέα
τι λες
του βάζεις εύκολα
λουράκι στο λαιμό;
Από το βιβλίο Σημειώσεις ενός τηλεγραφητή
ΔΙΧΩΣ ΑΠΟΚΡΙΣΗ
Κάποτε αγριεύουν οι νεκροί που κουβαλώ
μʼ ανακατεύουν
Ποιάν ιδιοτέλεια μου κεντούν
που την ξεχνώ
και ποιά υποταγή
Συλλογιέμαι πόσο αίμα θέλει
να γίνει πάλι τούτη η ζύμη
Πόσα μανίκια ανασηκωμένα
Βγαίνουν τις νύχτες στις ακρογιαλιές
κάτω απʼ τα πεύκα κι ιστορούν
Σοκάκια βρεγμένα στο φως
χαμένα στους κάμπους τους άδειους
μες στα ξερόχορτα
Φωνές που συντροφεύουν τον άνεμο
Κορμιά που πέρασαν, δυνατά
με τα σφυρά τους άτρωτα
Και συλλογιέμαι
με τον τρόπο που έμαθα
με το φόβο του νου που κινδυνεύει
Τι έφταιξε;
Στέκονται όλα γύρω μου κοφτερά
κι ασάλευτα
ΑΝΑΛΗΨΗ
Στα χαλάσματα πάλι
στα κίτρινα φύλλα
Κρεμασμένος ακόμη στον τοίχο ο καθρέφτης
Η αντλία του νερού στα χορτάρια
κι ο φούρνος ανοιγμένος ώς τα σωθικά του
Ένα σημείωμα σκονισμένο
Βασίλη
Θέλει η μάνα
νʼ αφήσεις δέκα δραχμές
να πάρω ψωμί
Γεια σου
Βρέχει και φέρνει φωνές ο αέρας
Μαζεύομαι σε μια άκρη
Γέλια και χρώματα ξεφτισμένα
Ύστερα πάλι σιωπή
Σταλάζουν τα δέντρα
Φουσκώνουν οι τοίχοι
κι ανεβαίνουν κομμάτια
ώς τα σύννεφα
Από το βιβλίο Η άλλη φωτογραφία
ΧΑΝΟΝΤΑΣ ΤΑ ΚΛΕΙΔΙΑ
Φεύγεις πάλι για τα λιμάνια σου
με ενθύμια εύκολα από μέρες λαμπρές
Κείνο το γυμνό κορμί
να βγαίνει πίσω από τα δέντρα
να λυγάει σαν τόξο
να χύνεται στη θάλασσα
χωρίς χαλινάρι
Να σε τυλίγουν γαλάζιες φόδρες νερό
να πέφτει αρμύρα στα μάτια σου
και ήλιοι πολλοί
Κρεμάει ο καιρός ένα γκρίζο
και ʼσυ ασβεστώνεις τον τόπο που διάλεξες
ουρλιάζοντας δίχως νʼ ακούγεσαι
Φοβάσαι το φόβο
Όμως έρχονται ακόμη νύχτες γλυκιές
με λουλούδια βεγγαλικά
στα σκούρα λινά τους φορέματα
κουβαλώντας μύρα και βάλσαμο
Σε βοηθούν να χαράξεις το μνήμα σου
Ο αέρας στήνει την άρπα του
τη χορταρένια
ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΟΝ ΗΛΙΟ
Σε σκιάζουν οι λέξεις
που ωριμάζουν σύννεφα μέσα σου μαύρα
Παντού και πουθενά
Σʼ εξοντώνουν τα μυστικά
Σκάλες, καθρέφτες, βυθοί
Όλα σε διεκδικούν
Φυσάει ο αέρας
και σέρνει παράξενα μύρα
Ανοίγεις τις πόρτες
και γλιστρούν οι αιώνες
μέσα από αλέες αρμονικές
και τον ήλιο που σχεδιάζει
Στάζει το φως
Πλημμυρίζουν τʼ ασήμαντα
κι ό,τι φύλαγα στις τσέπες μου
χάνεται
Από το βιβλίο Νησί δίχως φύλλα
ΑΝΤΟΧΗ ΤΩΝ ΥΛΙΚΩΝ
Σκοτεινό κορμί καθώς εκκλησία
Ψιθυρίζει ο άνεμος στα υπέρθυρα
ονόματα ξεχασμένα∙
ώσπου υποχωρούν τα θεμέλια
ΜΕ Η ΔΙΧΩΣ ΤΥΨΕΙΣ
Μια καμπύλη ρηχού ποταμού
δυο δέντρα σε στάση προσευχής
Δε θα μιλήσω για των νεκρών τις πλαγιές
και τα όνειρα που κοιμίζουν
Δυστυχώς περιλήψεις μόνον κρατώ
Από το βιβλίο Φόδρες της νύχτας
ΤΑ ΠΟΥΚΑΜΙΣΑ ΤΩΝ ΑΝΕΜΩΝ, Β
Από θαύμα σε θαύμα!
Πώς να πεις για το παράθυρο
που χωράει τη θάλασσα
τη ρόδα του μύλου μες στο γαλάζιο
και φύλλα και σύννεφα
Λάμπουν οι κόκκοι του αλατιού
κι εσύ δείχνεις αλλού
μʼ εκείνο το παγωμένο κουτί μες στα στήθια σου
Κανένας δε θά ʼρθει
Όλοι εινʼ εδώ
πίσω απʼ τα δέντρα
κάτω απʼ τα χώματα
Το άσπρο στεφάνι ζητάς
κι ας δείχνουν όλα δειλινά∙
τη θάλασσα πίσω απʼ τους λόφους
Δε με ξεγελάς
Χρώματα μάζευες χρόνια
φως και ανάσες μικρές
Ήσυχα τώρα
Ποιος βγαίνει με τη βάρκα σε τόσο σκοτάδι;
Ακούγονται τα κουπιά
τα νερά του φεγγαριού που στάζουν στο πλάι
Βουβαίνονται τα σκυλιά στην προκυμαία
κι ο νυχτοφύλακας με τις παντόφλες
και το νοτισμένο φανάρι
Ελαφραίνουν όλα σα θλίψη
ανεβαίνουν ψηλά
ΤΑ ΠΟΥΚΑΜΙΣΑ ΤΩΝ ΑΝΕΜΩΝ, Ε
Για κανένα πουκάμισο αδειανό
Για ʼκείνον τον πηλό θέλω να πω
που κρατούσες στις χούφτες
που του κεντούσες κόκκινες φλέβες στο κορμί
τον μεθούσες με ψιθύρους και βεβαιότητες
Που του ʼμαθες να μετράει
την τελευταία μπουκιά του ψωμιού με το φαί του
Για τον πηλό που μιλά και γελάει
και τον ντύνεις στα είκοσι
να τον στείλεις να γίνει πηλός άναυδος τώρα
να γεμίσει ένα πουκάμισο μουσκεμένο στο αίμα
Πώς να πείσεις την Εκάβη;
Για ποια Ελένη
για ποια σημαία της νύχτας
και ποια τείχη;
Από το βιβλίο Τα χειρόγραφα της βροχής
ΦΩΣ ΟΡΥΧΕΙΟΥ
Σηκώνομαι νησί
μέσα από χάρτη βουβό
με ρίζες του νερού σκοτεινές
και σιωπές ιερές του θανάτου
Κρατώ νωπό τον πηλό
να υψώσω φύλλα κι αναρριχητικά
πορφύρα ψυχής σε πέτρινους κήπους
χορτάρι του νου μου ασύλητο
Τραυλίζουν πένθιμα σύμφωνα
στο γαλάζιο που μʼ έθρεψε
στο αχ που ολοένα με ταξιδεύει
Μου λείπει καιρός που σʼ αγαπώ
πόθος αμίλητος
και χώματα της πατρίδας ασύρματα
Τις πληγές δεν μπορεί κανείς να σʼ τις πάρει
Μετρώ τον καιρό που λυγίζει στις άκρες
κι εκείνο που μέσα μου μεγαλώνει
καθώς ανεβαίνει ο ήλιος
και γλιστρούν καλοκαίρια πάνω σε ρόδες ζεστές
ΦΩΣ ΦΤΕΡΩΤΟ
Φύλακες γύρω
κι όρθιος χρόνος, σιωπηλός
Ανεβαίνει η χλόη στους τοίχους
ντύνοντας κείνο το κόκκινο που επιμένει
πάνω από χαλκεία κι εσοχές
Τους ζητώ όλους
σκάβοντας πίσω από θύρες βαθύσκιωτες
και συλημένα φεγγάρια
Τους γυρίζει η βροχή
κει που ξέχασαν το κορμί τους
κι έφυγαν δίχως αίμα, χλομοί
Βιαστικοί με λίγο ήλιο στους ώμους
και πρασινάδες στα γόνατα
καθώς σηκώνονταν
να διαβούν στον κόσμο τον άλλο
Γλιστρούν, άγγελοι σκοτεινοί
πάνω από κυπαρίσσια μεσίστια
και χορτάρια που πάντα κρυώνουν
Δε μιλούν
Χειρονομούν δίχως ήχους
βοσκώντας φως και σιωπή
χάνονται με τον άνεμο
ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΤΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ
Κατάρτια τα βουνά∙ ψηλά
άλογα πετρωμένα
Σπαρμένες οι πλαγιές
κάλυκες, παλιές φωτιές, λέξεις μισές
πένθιμα μονοπάτια
Σηκώνει η άνοιξη χορτάρι και τα σβήνει
Όμως θυμάται ο λύκος τις ποριές
και μες στον ύπνο μου
μυρίζει σκοτωμένους και τους βγάζει
Ξυπνάει η μέρα μες στα κόκκινα
κι ακόμη χάνει αίμα
Από το βιβλίο Το χώμα που μένει
ΝΙΚΟΣ, 1974
Γύρισε από τις στέππες του βορρά
με το κατράμι στην ψυχή
και ασήμια στα μαλλιά
Κοίταξε το σπίτι με ανάσα βαθειά
μέριασε τʼ απομεινάρια της θύρας
πέρασε στο άδειο, στη σιωπή
Ζούσε ένα τραπέζι στη μέση
με σανίδια σπασμένα
Εκεί το νερό, εκεί το ψωμί
Κάθησαν στη ράχη της βαλίτσας
έβγαλαν ένα μπουκάλι ρακί
Σκούπισε με τον αντίχειρα
ένα ποτήρι μικρό, ήπιε
Ήπιε κι η Βασιλική
Το γέμισε πάλι
σήκωσε τα μάτια κατά την οροφή
Πέρασαν ώρες αμίλητοι, καθιστοί
Νύχτωσε
Αποκοιμήθηκε η Βασιλική
κι αυτός λογάριαζε στον τόπο τον τόπο
με την ξετοπισμένη του ψυχή
Την άλλη μέρα βγήκε να ʼδει·
νʼ ανασάνει η μνήμη
να κατεβεί απʼ το λαιμό, να καταπιεί
Κοίταζε ώρα δυό παιδιά
που τάιζαν, κυνηγούσαν πουλιά
Έγειρε στο σωρό μέσα στα ξύλα
έμεινʼ εκεί
Έφυγε σαν μαύρος ήλιος
μʼ ένα φτεράκι νʼ ανοίγει ήσυχα
σε μια καινούργια χώρα, σκοτεινή
ΕΛΕΝΗ
Ακούω νερά
σε κοίτη βαθειά, δειλινή
Λόγια και χρόνια
με τα φεγγάρια στους ώμους
και των χαμένων τους ίσκιους
Ένα τους βλέμμα
μια νεφέλη ζητώ χελιδόνια
Κορμιά που πλάγιασαν ήσυχα
με το δόρυ στα σωθικά
Ενυδρεία της μνήμης
Κοπάδια καράβια
που αποκοιμήθηκαν στα νερόκρινα, άδεια
και τα τυλίγει η σιωπή
Τελωνεία της δόξας
που θησαύρισαν αίμα και σάρκα
Ποιους σήκωσες πόθους
κι ακόμη καλείς
με θηλές αναμμένες
με σπηλιές του κορμιού σου υγρές
κι άλλες του νου σου λαγνείες
Περνούν ακόμη ποτάμια θανάτου πικρά∙
του Αίαντα, του Παύλου, του Νίκου σπαθιά τσακισμένα
ΔΕΝΤΡΟ ΤΗΣ ΤΥΧΗΣ
Δε διαλέγει τόπο
Σηκώνει στην τύχη κορμό
κλώνους, φύλλα, δύσκολο καρπό
Της σιωπής και της σκόνης
των άνυδρων εποχών
των ανέμων που δοκιμάζουν την αντοχή του
Δειλό και γενναίο
με σημάδια από μάχες στις πλάτες
πάντοτʼ εκεί
Αφύλαχτο σʼ αυτόν που θά ʼρθει
στον ίσκιο να σταθεί ή να το ρίξει
Κι αν βρουν οι ρίζες πέτρα, δεν πενθεί
Με δίχως φύλλα επιμένει
νά ʼρθουν πουλιά στʼ άλκιμα κλαδιά
να τʼ αντικαταστήσουν
Από το βιβλίο Μαύρο Βαμβάκι
ΝΗΣΙ*
Βρέχει τόσο στη μνήμη μου
που απλώθηκε θάλασσα γύρω μου
* Τα νησιά φυτρώνουν στη θάλασσα
και διατηρούν τις αποστάσεις
Περιβάλλονται από ένα ανήσυχο γαλάζιο
και ταξιδεύουν στη σιωπή και στο χρόνο
Κάποτε αρρωσταίνουν και βυθίζονται
ΠΕΡΣΕΦΟΝΗ
Με τα μάτια ανοιχτά, βυζαίνοντας άδειο
Χλωμιάζει ο ουρανός
Διστάζει
κάνει ένα τελευταίο βήμα μες στη μνήμη
στο παιδί που γελούσε μεγαλώνοντας
και νύχτα, όπως αμετάκλητα ορίζουν οι θεοί,
το παίρνει μαζί της στο χώμα
ΜΙΚΡΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Γεννήθηκε στην Οξυά Ιωαννίνων. Σπούδασε Μαθηματικά και Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και Θέατρο στη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης – Κάρολος Κουν.
Ηθοποιός και σκηνοθέτης στο θέατρο, στην τηλεόραση και στον κινηματογράφο. Εργάστηκε, καθηγητής στη Μέση Εκπαίδευση για μια περίπου δεκαετία.
Για μια πενταετία επίσης, καθηγητής Υποκριτικής στη Δραματική Σχολή “Βεάκη”
και στη σχολή “Νέο Ελληνικό Θέατρο – Γ. Αρμένη”. Διδάσκει Υποκριτική στη Δραματική Σχολή «Δήλος» της Δ. Χατούπη.
Γράφει ποίηση, δοκίμιο και μεταφράζει θεατρικά κείμενα. Έργα του έχουν μεταφραστεί στα Αγγλικά, Γαλλικά, Γερμανικά, Ισπανικά, Ιταλικά, Βουλγαρικά και Τσεχικά.
Ωραίος ποιητής ο κύριος Κυπαρίσσης.
Έρχομαι για πρώτη φορά σε επαφή
με την ποίησή του και ομολογώ
πως μου άρεσε!!
Πάνος Κυπαρίσσης -Οι κυνηγοί
Γκρεμισμένη πύλη
και οι συνδαυλιστές, στις στολές, οργιάζουν
Έρπει το αίμα αργά
ψιθυρίζει
η Μαρία
Άδεια τα μάτια, γυαλιά
Βαθαίνει η νύχτα μέσα στη νύχτα
κλέβοντας κι άλλο σκοτάδι,
άσωστα νιάτα μ’ ένα φως στα μαλλιά
Νοσοκομεία ημίφωτα
διάδρομοι, διαχωριστικά
τάξη θανάτου, πένθιμοι σταθμοί
Θριαμβεύουν οι κυνηγοί
Οι πισίνες στους ορόφους ψηλά
κι αυτοί
χορηγοί τώρα πια με μαύρα γυαλιά
νωχελικοί μες στ’ ανάκλιντρα
Λάμπουν γυάλινοι πολιτισμοί
Με τόση νύχτα πώς μπορείς;
Με τόσα κόκκαλα ανθισμένα
O Πάνος Κυπαρίσσης είναι ένας σεμνός, αυθεντικός ποιητής χαμηλών τόνων. Η υπαρξιακή του αγωνία εκτονώνεται στο “παρά πέντε” με στίχους χειρουργικής οξύτητας. Το ελληνικό τοπίο δεν είναι αρκετό για να βιώσει την ανάταση ψυχών και σωμάτων. Ζει μια διαρκή Κόλαση χωρίς να ελπίζει ότι θα περάσεις στο Καθαρτήριο, και ούτε, βεβαίως, στον Παράδεισο. Ένας από τους κυριότερους εκφραστές της γενιάς του ’70 βρίσκεται μετέωρος ανάμεσα σε αυτό που έφυγε και σ’ αυτό που θα ‘ρθει. Οι μαζικοί αγώνες των νέων για ειρήνη και δημοκρατία αντικαταστάθηκαν με τον αγώνα των σημερινών αστών να εξασφαλίσουν μια θέση σε club περνώντας από το απαραίτητο face-control. Δεν υπονοώ τίποτα. Λέω τα πράγματα με τ’ όνομά τους. Όπως και ο Πάνος, άλλωστε. Που το πλήρωσε αυτό και το πληρώνει σ’ όλη τη ζωή του. Δεν πειράζει. Τον γνώρισα στην Ίριδα του Πανεπιστημίου Αθηνών το 1979. Με δίδαξε το ρόλο του νεαρού γαμπρού στη Βεγγέρα του Ηλία Καπετανάκη, που ανέβηκε εκεί και σε άλλους χώρους. Από τότε μας δένει μια διακριτική φιλία και αμοιβαία εκτίμηση, πιστεύω. Μακάρι να ήτανε περισσότεροι οι άνθρωποι σαν τον Πάνο Κυπαρίσση. Θα ένιωθε λιγότερη ερημία η ψυχή μας. Σε αυτόν τον κάμπο με τ’ αναρριχητικά, μας λείπουν περισσότερα κυπαρίσσια για να κοιτάξουμε τον ουρανό. Καλημέρα σας.
Γενιά της Σιωπής
Γενιά της Λήθης
Γενιά της Παρακμής
Μέλλον
Παρόν
Παρελθόν;
Μια κλωστή μας ενώνει.
(με εκτίμηση στο σχόλιο του κ. Μπούρα)
O Πάνος ο Κυπαρίσσης είναι Π Ο Ι Η Τ Η Σ με κεφαλαία όλα τα γράμματα.
Δε γνωρίζω, δεν προκύπτει από την παρούσα, ποιος επιμελήθηκε της παρουσίασης, αλλά επιτρέψτε μου να προσθέσω ένα από τα πλέον αγαπημένα μου ποιήματα ( το μεταφέρω από τις σελίδες του Σαραντάκου, http://sarantakos.com/kibwtos/pol/kuparisshs_xoros.html )
«Ο χορός των μεταμφιεσμένων»
Με τα πόδια κλεισμένα σφιχτά
όλο τ’ απόγεμα
να μη φανούν τα παπούτσια τα τρύπια
Ντρεπόμουν
και μέσα οι άλλοι να χαλούνε τον κόσμο
σε γλώσσες και γλώσσες.
Ανώφελες γενιές κουβαλώντας
τρόπους και ψέμα
και μυρωδικά να τυλίγονται.
Γκρεμίζονται όλα
στο φως και το σκοτάδι.
Μεγαλώνεις ξαφνικά
… κι είναι νύχτα
και το φεγγάρι πατάει
από τοίχο σε τοίχο•
ώσπου
έρχεται αργά, θαμπά
μέσα στο τρίστρατο
ο μυθικός συγγενής
τυφλός
με το αίμα ξεραμένο στις κόγχες
που σπάραξε μαθαίνοντας
Πλησιάζει με τα πουλιά στους ώμους
με το λουλούδι που ξερίζωσε πριν γονατίσει
να το πετάξει μες στο ποτάμι του καιρού
Κι είναι παραμονή
μιας γέννας μεγάλης, Αναστάσιμης
και η οδύνη αναβάλλεται.
Όλα θρέφουνται με αίμα.
Για το έργο του, με τίτλους, στην ιστοσελίδα:
http://ioannina-art.gr/index.php?q=el/node/292
“Η “διαχείρηση” του θανάτου από την επονομαζόμενη γενιά του ‘70, υπήρξε τοκογλυφική”.
Ο Σόπενχάουερ όριζε την ζωή -μεταξύ άλλων- ως δάνειο που πέρνουμε από τον θάνατο, και τον ύπνο ως τον ημερήσιο τόκο που πληρώνουμε. Πολύ σημαντικά τα ποιήματα του κ.Κυπαρίσση. Συγχαρητήρια στο Ποιείν.
Αν αντιλαμβάνομαι σωστά την έκφραση, η διαχείριση του θανάτου είναι “τοκογλυφική”, ανεξαρτήτως εποχής. Γιατί ο Σοπενάουερ να αποτελεί εξαίρεση;
Ο κυριος Κυπαρισσης ειναι πολυ καλος ποιητης.
Σαν ηθοποιος που ειναι εχει εκπαιδευσει την προσοχη του και ξερει να μπαινει στα πραγματα.
Νοιαζεται για τα πραγματα γυρω του…Και αυτο
ειναι το ουσιαστικο.Που πολλες φορες λειπει.
Μου άρεσε η ποίηση του κ.Κυπαρίσση για την θετικότητα της ,την ελλειψη υφολογικών φιλολογισμών ,την διαύγεια των αισθημάτων,την λιτότητα της.Λόγος ουσιώδης που δεν κομπάζει,
δεν δείχνει.είναι.
Αυτός ο αδιαμεσολάβητος, σχεδόν προφορικός λόγος του κ,Κυπαρίσση με την καθαρή, ανοιχτή και βαθιά ματιά στα πράγματα μου βγάζει ένα μεταίσθημα πως η δική μας ζωή που διάγουμε δεν είναι αληθινή. Ίσως γιατί η ψυχική και υπαρξιακή του περιπλάνηση πηγάζει απ’ τον απόηχο του συλλογικού τότε που ακόμη υπήρχαν ίχνη. Τώρα που η κατακερμάτιση μας σε περίκλειστες ιδιωτικές σφαίρες έχει ολοκληρωθεί, τριγυρνάμε αδηφάγοι και κυκλοθυμικοί, με το φετιχισμό της καταναλώτικής ευμάρειας να παγιδεύει τις ζωές μας σε ψευδαισθησεις, με τα πάντα προαποφασισμένα, χωρίς περιθώρια αντίστασης για τίποτα.
Προς το blog σας .
Ένα νέο blog γεννήθηκε με σκοπό να δόση βήμα σε όλους τους Έλληνες ..Ένα Blog όπου μπορεί ο καθένας μας να γράφει ότι τον απασχολεί επώνυμα η ανώνυμα…ένα blog που δίνει την ευκαιρία σε όλους τους Έλληνες να πούνε όλα αυτά που μέχρι τώρα διστάζανε να πούνε .. Αν θέλεις και εσύ να κάνεις κάτι για όλη αυτή την απάτη που βλέπεις γύρο σου ..έλα μαζί μας …..Το Blog σου δίνει την δυνατοτιτα να ακουστή η γνώμη σου σε ένα ευρύ κοινό χωρίς πολιτικούς ,κομματικούς ,εθνικούς, θρησκευτικούς, η άλλους περιορισμούς .
Κάνε τώρα την αρχή έλα μαζί μας…………
Οι απόψεις που θα γράφεις εδώ δεν λογοκρίνονται σε καμιά περίπτωση και δημοσιεύονται ακέραιες
http://www.ksipnistere.blogspot.com
http://www.ksipnistere.gr
ποιητής με παιδεία ελληνική ,που δεν την κρύβει ..
και κυρίως ένας ποιητής που νοιάζεται για όσα γύρω του τον πονούν, γιατί δεν μπορεί να κάνει αλλιώς..
Οι εξάρσεις του περιεχομένου βυθίζονται στην μορφή. Οι εξάρσεις της μορφής βυθίζονται στο περιεχόμενο.
Απόλυτη -δυναμική- αρμονία.
Έστω και καθυστερημένα ανακαλύπτω έναν αξιόλογο ποιητή. Μεγάλο κέρδος.
ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΩΝ ΜΙΚΡΩΝ ΚΥΝΗΓΩΝ
Θυμάμαι το τραπέζι στην πλατεία
κι εκείνους που ανέβαιναν ‘πάνω
Ταξιδεύει ακόμη η φωνή τους
Ποιος θα σβήσει τούτη τη μνήμη
Ποιος θα μιλήσει για κείνο το αίμα
Για τα σφαγεία που στήνονταν με το χάραμα.
για τα παιδιά που κουβαλούσαν παιδιά να τα θάψουν
Ουτ’ ένας θαρραλέος Ιούδας
Έρχονται ακόμη αυτοί
και παίζουν κρυφτό μες στον ύπνο μου
Ούριοι πάντα
με τα σκυλιά τους γαυγίζοντας
Σ’ έπιασα Πέτρο, ΄σ’ έπιασα Γιάννη, σ’ έπιασα Νίκη
ΠΑΝΟΣ ΚΥΠΑΡΙΣΣΗΣ
Ho conosciuto la poesia di Panos Kyparissis molti anni fa..La ritrovo ora e mi piace molto con tutta la sua produzione artistica , cinematografica e teatrale.Sarei felice di poterlo ricontattare e comunicare con lui.