Δεκέμβρης γλυκοχάραμα
Έσβησαν τα ματάκια σου
ήρεμα σαν λυχνάρια
και κείνοι που σε σκότωσαν
δεν άφησαν αχνάρια.
Δεκέμβρης γλυκοχάραμα
μένει η καρδιά μου άδεια
η νύχτα κρύβει θάνατο
και σκοτεινά πηγάδια.
Του χάρου ήσουν αδερφός
και του χαμού παρέα
φεγγάρι γεναριάτικο
πάνω από τον Περαία.
Θα με δικάσει
Θα με δικάσει ο κούκος και τ’ αηδόνι
μα στην Αγιάσο σταυρουδάκι μου χρυσό
τις νύχτες που θα πέφτει άσπρο χιόνι
οι Τσέτες θα κρεμάνε το Χριστό
Στον ουρανό που κάναμε ταβάνι
δε βλέπουμε τις νύχτες ξαστεριά
κουρσάροι, Φράγκοι, Βενετσιάνοι
μας πούλησαν για γρόσια και φλουριά
Στην Τροία μεγαλώνουνε τα στάχυα
και στην Αγιάσο σε μιαν έρμη εκκλησιά
ζωγράφισε ο Θεόφιλος με αίμα
το χάρο να φοράει θαλασσιά
Ο Αη λαός
Τα παιδιά μας εγίναν πετρώματα
πολιτείες θαμμένες και μάρμαρα
αεράκι που φέρνει αρώματα
μες στα χρόνια που έρχονται βάρβαρα.
Ρίξε Απρίλη δυο νερά
φέξε και συ φεγγάρι
άνοιξε γη να ξαναβγεί
το μέγα άνθος της φυλής
εκδίκηση να πάρει.
Τα παιδιά μας περνούν ψιθυρίζοντας
ποταμός μες στις πέτρες υπόγειος
ένας λίβας που καίει σφυρίζοντας
και γεμίζει με αίμα η Μεσόγειος.
Περαστικός κι αμίλητος
Ο δείχτης έδειχνε οχτώ
στου κόσμου το ρολόι
τα μάτια σου τα σκοτεινά
γεμάτα με παράπονα
στο χείλι σου τʼ αφίλητο
βαρύ το μοιρολόι.
Περαστικός κι αμίλητος
κι απ’ τη ζωή φευγάτος
ή ο Θεός θα ‘ν’ άδικος
ή θα ʽν’ ο κόσμος σκάρτος.
Περπάτησα, περπάτησα
μα πώς να σταματήσω
οι δρόμοι μαγικές κλωστές
έχουν τις βόλτες τους κλειστές
σε σένανε με φέρνουνε
και με γυρίζουν πίσω.
Περαστικός κι αμίλητος
κι απ’ τη ζωή φευγάτος
ή ο Θεός θα ‘ν’ άδικος
ή θα ʽν’ ο κόσμος σκάρτος.
Σακατεμένη μου γενιά
Στα κάτασπρα τα μάρμαρα
απ’ τ’ άδικο εστέγνωνα
τα ματωμένα ρούχα μου
όπως τον Αγαμέμνονα.
Σακατεμένη μου γενιά
η κοινωνία μας κρατά
ενέχυρο αμανάτι
πότε η επανάσταση
πότε του κόσμου η απονιά
μας σβήσαν απʼ το χάρτη.
Στου κόσμου τα στρατόπεδα
πήγα μαζί με το λαό
μου πήραν ό,τι αγάπησα
όπως και στο Μενέλαο.
Βαρέθηκα τη μοναξιά
Βαρέθηκα τη μοναξιά
με ούζο και τσιγάρο
να ‘χω την τρέλα μου δεξιά
κι αριστερά το χάρο.
Έναν περίπατο θα βγω
κάτω στην παραλία
να ιδώ που φεύγουν από δω
μες στον καπνό τα πλοία.
Ο ουρανός θεόρατος
και ο Θεός αόρατος.
Κι εσύ με τους ωκεανούς
στα μάτια ξαπλωμένους
να ‘σαι εδώ κι αλλού ο νους
σαν τους ξεριζωμένους.
Δίνεις αγάπη ρεφενέ
ξενύχτι με καφέδες
μοιάζεις με σέρτικο αμανέ
που κλαίει στους τεκέδες.
Ο ουρανός θεόρατος
και ο Θεός αόρατος.
Υ.Γ. Αφιερωμένα στον Σωκράτη Ξένο
κ.Αραβανή
μπορεί να έχουμε διαφωνήσει μερικές φορές αλλά οφείλω να ομολογήσω ότι αναρτάτε σημαντικά πράγματα. Ο Λάγιος κι ο Μπουρμπούλης είναι σημαντικές “φωνές”. Ειδικά ο Μπουρμπούλης δικαιούται περισσότερο να αναφέρεται τ’ όνομά του μαζί με αυτό του Γκάτσου.
“Ο ουρανός θεόρατος
και ο Θεός αόρατος.”
κ. περιηγητά
τα έργα είναι πιο πάνω από τους δημιουργούς και τις διαφωνίες. Για αυτό και επιβιώνουν -ευτυχώς- αντί αυτών…
Εγώ θα ειδικεύσω στον Δημήτρη Λάγιο. Μέγας συνθέτης. Και με πολύ, πάρα πολύ σημαντικό έργο -συνθετικό και μη- στη σύντομη θητεία του στη γη.
Oι καβαλάρηδες
ενταφιασμένοι
εντός της γης.
Οι μακελάρηδες
αναβαθμισμένοι
εισαγγελείς.
Ποιος ιππεύει ;
Ποιος φονεύει ;
MH ME ΡΩΤΑΣ…
Έξοχος στιχουργός και ποιητής ο Μπουρμπούλης κύριε Αραβανή και δεν μπόρεσα να αντισταθώ στον πειρασμό να βάλω ένα αμελοποίητο στιχάκι του.
…μέχρι που μια μέρα ένα βράδυ μια καριόλα πάνω στο μεθύσι μας μας προκαλεί..αν θες να γράψεις για τον έρωτα μόνο εμένα, αν είσαι έρωτας μη πετάξεις ποτέ, αν είσαι ποιητής από το θάνατο πιο γενναίος, αυτοκτόνησε…
επιστρέφω αμέσως λες και χάρισμά σου όλα
αναφερόταν στο σχόλιο 5, τον γνωρίζω τον Δημτήτρη Λάγιο, χρόνια τώρα και πέθανε από καρκίνο, δεν αυτοκτόνησε. Η ιστορία στο 5 αναφέρετε στον Ηλία Λάγιο και την αυτοκτονία του.
Τι να πει κανείς για τον μαιτρ Μπουρμπούλη ???
Πότε μπύρα πότε xanax
πότε τσίπουρο ζαμπέλα
με τον κάπελα το Μάχο
βασιλιάς και προφητάναξ
στου μυαλού το πήγαιν’-έλα
με τον πόνο ταυρομάχο.
Πρώτη κι είκοσι του μήνα
μαυροδάφνη και ρετσίνα
Πάσχα και Πρωτοχρονιά
μαύρο γάλα μοναχά.
(Μπουρμπούλης-Σέμσης-Γισδάκης )