1. Μονόλογος μπροστά στα ριζικά μας

Ο χλωμός προπάππους μου του κάδρου
λεν οι συγγενείς πως πέθανε τρελός.
Ήταν γιατρός και γεωμέτρης.
Το μόνο που δεν μπόρεσε να κλείσει σε τετράγωνα
ήτανε το χάος της καρδιάς του·
το μόνο που δε γιάτρεψε:
η νοσταλγία μιας ανύπαρκτης χαράς.

Τέλος, παντρεύτηκε για νʼ αντιδράσει
κι έκανε και παιδιά.
Ούτε κι αυτά τον κάναν όμως πάλι να πιστέψει
πως ένα κι ένα κάνουν δύο.

Πέθανε νέος.
Τον τελευταίο του καιρό
κλεινότανε στο πιο βαθύ υπόγειο του σπιτιού.
Έλεγε λόγια τρελά
που απέλπιζαν για το μυαλό του τους δικούς του.

Λόγου χάριν, όταν του λέγανε να βγει
έλεγε
ότι η πνοή που ʼφερνε η θάλασσα στον κήπο
τον ξερίζωνε,
παραπονιότανε
πως δεν ευρέθηκε σοφός
να κάνει το κορμί φτερό
και κούναγε μʼ αδυναμία το κεφάλι
όταν του τονίζανε πως έπρεπε να γίνει πιο δραστήριος
για τα παιδιά του.

Ο προπάππους μου δεν πέθανε τρελός.
Μόνο δεν έκανε καλά
να νομίζει πως θα ξαναγινόταν γεωμέτρης
κάνοντας γάμους και παιδιά
φυτεύοντας έτσι τα παράξενά του πεπρωμένα
στα μυαλά μας και στις μέρες μας.

2. Χίμαιρα

Όταν μας λέγαν οι παλιοί
πιο λίγο πάθος. Είχανε δίκιο.
Οι λογικοί «πιο λίγο βάρος
θα βουλιάξουν τα καράβια»,
είχαμε, λέει, μπράτσα νεανικά.
Αλλά μια κι έγινε
(πάει είχε γίνει πια)
γιατί νʼ αποδειχθεί το δίκιο των παλιών;
………………………………………
Αδικηθήκαμε! Όχι, δεν είχαν δίκιο οι παλιοί!
Αφού μας δόθηκαν καρδιές
άστρα να θέλουν
άστρα γιατί δε μας δοθήκανε;

Στον ουρανό
ένα σειρήτι μοναχά η Σελήνη
δε θα μπορέσει να πραΰνει
έναν ολόγιομο καημό…
Όταν ετρέξαμε χαμένοι στο λιμάνι
ήτανε πια το πλοίο βουλιαγμένο
Θε μου, με πόσο μόχθο ετοιμασμένο
με τόση Νιότη, τόσο πόθο φορτωμένο!
Δε μας λογάριασες Αφέντη τον ιδρώτα της λαχτάρας
……. Τι κλαις;
Άσε να ξημερώσει και θα δούμε
τώρα, είναι βράδυ ακόμα·
ένα σειρήτι μοναχά η Σελήνη!

Το 1 γράφτηκε το 1942 και δημοσιεύτηκε το 1945, Από την ποιητική ενότητα «Εδώ φαντάσου καλπασμούς και κύματα» (1950-1952), του επιλεκτικού τόμου «Πού πήγε, ως πού πήγε αυτό το ποίημα» (1940-1993), εκδόσεις Ερμής – 1998. Το 2 προέρχεται από την ίδια ποιητική ενότητα τής επιλογής «Ποιήματα», εκδόσεις Ερμής – 1977.

3.Γράμμα

Να μην ανησυχείς λοιπόν.
Είμαι πολύ καλά.
Στέκομαι καθώς στέκονται
τʼ αγάλματα στους κήπους και στις ανοιχτές πλατείες
όταν τʼ αφήνουν οι αστοί τις νύχτες δίχως έρωτα
(τι τον χρειάζεται τον έρωτα ένʼ άγαλμα;)
Χωρίς φιλιά, χωρίς συμπόνια,
(τι μπορεί να αισθανθεί ένα άγαλμα;

Είμαι λοιπόν πολύ καλά·
δες με αν αμφιβάλλεις.
Κοιτάζω σαν προτομή από γύψο
κι είνʼ η ζωή μου ένας φρουρός στρατιώτης
που ʼχει την εύκολη δουλειά
να κάνει απλώς ό, τι του λέει ο λοχαγός του.
(Καλησπέρα σας. Καληνύχτα σας.
Τι κάνετε;)
Πολύ καλά. Να μην ανησυχείς.

4. Στους προθαλάμους της κουφής κυρίας Δικαιοσύνης

Στους προθαλάμους της κουφής κυρίας Δικαιοσύνης
του πρόσφεραν κοκάλινα χαμόγελα ως αναψυκτικά
υποσχέσεις που περιείχαν πιθανότητες
κι ελπίδες φρέσκου αέρα
και τον θάνατο –πολύ διακριτικά–
σε ημερήσιες δόσεις:
«Η αίτησίς σας απερρίφθη (μέρα πρώτη – πρώτο κουταλάκι)
αλλά μπορείτε τώρα (δεύτερο)
αν θέλετε να κάνετε ένσταση…»

Ένσταση κι έφεση λοιπόν
και πάλι νέα αναμονή
στους προθαλάμους της κουφής κυρίας Δικαιοσύνης.
«Και μην αδημονείτε, προ παντός.
Οι υπάλληλοι ενοχλούνται.
Υπάρχουν κι άλλες υποθέσεις.
Όχι ερωτήσεις περιττές.
Σαλόνι το περάσατε;»

Αυτά και τα παρόμοια
στους προθαλάμους της κουφής κυρίας Δικαιοσύνης,
κι έχασε τη μάχη με το χρόνο κι έγειρε.
Έχασε τη φωνή του στη Σιωπή
(αφού υποβάλλονται γραπτώς μονάχα τα υπομνήματα)
και πέθανε γουλιά γουλιά
πίνοντας το θάνατο με το κουτάλι του γλυκού
ακριβώς σαν καταπότι ιατρικό κατόπιν συνταγής
σε ημερήσιες δόσεις.

Το 3 γράφτηκε το 1946. Από την ποιητική ενότητα «Πέντε ποιήματα» (1954-1957), του επιλεκτικού τόμου «Πού πήγε, ως πού πήγε αυτό το ποίημα» (1940-1993), εκδόσεις Ερμής – 1998.

5.Η αλληγορία της πικροδάφνης

Οι πικροδάφνες προχωρούν σε δυο ατέλειωτες σειρές·
απʼ το σημείο που ξεκινάς
έως το σημείο για όπου προορίζεσαι
ανηφορίζουν έξαλλες μαζί σου
και μπορεί κανείς, πολύ δικαίως να υποθέσει
πως ξεφυτρώνουν μέσα από τη θάλασσα
κι ότι εξακολουθούν νʼ ανθίζουν μέσα στον αέρα·
γιατί,
γιατί ανασαίνεις την πικρή τους ευωδιά χωρίς ανάπαυλα
δίχως να παρεμβάλλονται άλλα αρώματα
νʼ ανακινεί αισθήματα και πρόσωπα πικρά
που τέλειωσαν το ρόλο τους στις μέρες σου
που εν τούτοις στάζουν το φαρμάκι τους
πάντοτε στις ρίζες της ζωής σου·
πικρές κινήσεις, αλυσίδες χωρισμών,
άρνηση, προδοσίες,
απʼ το σημείο που ξεκινάς
έως ότου, εκεί, που σταματάς για τις καθημερινές σου ασχολίες.
Και στο γυρισμό τα ίδια φυσικά·
γιατί και πώς νʼ αλλάξουν;

Αλλʼ αυτά, στο τέλος μοιάζουν λόγια –τα πες τα ξανάπες–
μοιάζουν φωνές, που απόμειναν
παράξενα αλληγορικά τραγούδια μες στον άνεμο
που μʼ όποιον τρόπο κι αν ειπώθηκαν
που κι αν τα ξεχωρίσαμε
καμιά φορά μεσʼ απʼ τη λύσσα του νοτιά
δεν καταλάβαμε ποτέ
τʼ ήταν αυτό που θέλησαν να πουν
γιατί ειπώθηκαν άραγε με τόση αλληγορία
για τι ʼχαν τέλος πάντων, προσπαθήσει να μας πείσουν.

Προτιμότερο κανένας να σωπαίνει.
Έρχεται καιρός που αντιλαμβάνεσαι
πως είσαι βασιλιάς εξόριστος σε μια περιοχή
που ʼχουνε στύψει οι χρυσοθήρες
μετά η επιδημία κι ο σεισμός.
Μιλάς και χρειάζεσαι πολίτες να σʼ ακούσουν.
Δεν σε χρειάζεται κανείς.
Βγαίνεις το βράδυ στο μπαλκόνι με την αίσθηση
πως θα σʼ εξακοντίσουνε ως τʼ άστρα οι επευφημίες του πλήθους.
Στους δρόμους, το πολύ, περαστικοί αδιάφοροι.
Στο δέρμα σου βουίζει και σαρκάζει
η Σιωπή.

Κι έτσι είναι που απαυδήζεις τέλος απʼ τα ποιήματα και τα όνειρα.
Γυρεύεις τότε να ʼβρεις τη Ζωή.
Τη βρίσκεις. Νοσταλγείς μετά, τα ποιήματα ξανά.
Στρέφεις και βλέπεις:
πως δεν υπάρχει δρόμος γυρισμού
πως δεν υπάρχουν ξέχωρα ζωή και ποιήματα.
Πως όλα είναι όνειρα, ζωή και ποιήματα
μια αξεχώριστη έννοια
μια αξεχώριστη θολή βοή.

Είναι προτιμότερο λοιπόν κανένας να σωπαίνει;
Κάποτε οι παραβολές κι οι αλληγορίες τελειώνουν
και για όλους, φτάνει η ώρα του Σταυρού.
Τότε, με τη λόγχη στο πλευρό
τι ποιήματα μπορείς να κάνεις;

Σκατά·
κάθομαι τώρα και μιλώ για πικροδάφνες
απʼ το σημείο που ξεκινήσαμε
ίσαμε δω που φτάσαμε
ίσαμε δω απʼ όπου τώρα προσπαθώ να εξηγηθώ
στύλος καμένος απʼ τʼ αγιάζι και τη λάβρα των καιρών
τίγρης, με χαίνουσα πληγή στο στήθος όλο,
πάνθηρ δραπέτης από τσίρκο
που χρόνια ανέχτηκε να τον χειροκροτούν
γιατί μπορούσε κι έκανε παράσταση τη λύσσα του
κάθομαι και μιλώ κι αλληγορώ,
ενώ τόσο εύκολα κι απλά μπορώ να πω:
οι πικροδάφνες είμαι εγώ.

6. Μπαλάντα για έναν άνθρωπο που πέθανε

Αυτός ο άνθρωπος πέθανε.
Είναι καιρός πολύ που λησμονήθηκε
και δεν απασχολεί τη σκέψη κανενός μας,
κανενός, τουλάχιστον
που δεν τον συνεπαίρνουνε ιδέες φανταστικές,
ποιητικές εικόνες κι εντυπώσεις.

Ό, τι κι αν ο ίδιος ισχυρίζεται
ό, τι κι αν λέτε τώρα σεις:
Πως τον εσυναντήσατε στο τάδε σινεμά
σχεδόν προχθές
στο φιλμ της περασμένης εβδομάδος
είναι γεγονός τετελεσμένο: Πέθανε.

Τον είδα, Κύριοι και Κυρίες, να τελειώνει
περπατώντας κατά μήκος της ασφάλτου να βουλιάζει
σαν σε βάλτο
χωρίς κανείς να το προσέξει.
Πάντως εγώ τον είδα να τελειώνει – πώς το λένε;–
να πεθαίνει
και θαύματα στις μέρες μας δεν γίνονται
δεν ανασταίνονται στις μέρες μας νεκροί,
ώστε δεν μπορώ να σας πιστέψω.
Ίσως κι εγώ να νόμισα
πως τον συνάντησα, πως μου ʼδωσε το χέρι
πως ετούτο, πως εκείνο
αλλά θα πάθαμε παραίσθηση ασφαλώς
γιατί τελείωσε:
Αυτός ο άνθρωπος πέθανε.

Τώρα,
όσον αφορά σʼ αυτήν την ύπαρξη την εφιαλτική
που υφίσταται μαρτυρικά στη θέση του
που επιμένει να κινείται μες στα ρούχα του
και μέσα στο πετσί του ακόμα
θα ʼναι ένα τερατώδες άνθος ίσως
κι αν όχι άνθος
μια υπόσταση εξωφρενική τελείως
θα ʼναι ένας κάκτος ανθρωπόμορφος
που ʼχει φυτρώσει μες απʼ τα χαλάσματα
κι ανθίζει μες στην ερημιά τερατωδώς,
που διεκδικεί τερατωδώς το φως και τʼ οξυγόνο μας
που ελίσσεται τερατωδώς
δίχως θέληση και πρόθεση κι αισθήματα
δίχως τίποτε τʼ ανθρώπινο
τυχαία, μηχανικά, τερατωδώς.

Έτσι είναι, Κύριοι και Κυρίες
σα μανδραγόρας θα ʼχει αναπτυχθεί
γιατί;
Αυτός ο άνθρωπος πέθανε.
Το ʼχουνε γράψει οι εφημερίδες
γραφτήκαν σχετικές νεκρολογίες,
ημέρες το αναγγέλαν τα νεκρώσιμα στους δρόμους:
«Τον λατρευτόν υιόν μας, θείον, αδελφόν
θανόντα ερήμην μας (προσέξατε; Ερήμην τους)
τον λατρευτόν μας συγγενή θανόντα εις την ξένην
τον λατρευτόν (το υπογραμμίζανε. Προσέξατε;)
εις το ναυάγιον της έκτης Δεκεμβρίου απολεσθέντα,
συνθλιβέντα μεταξύ ιδιωτικών οργανισμών
εταιρειών και δημοσίου δικαίου:
θανόντα, πάντως, θανόντα,
εθρηνήσαμεν, εκηδεύσαμεν
κι αύριον εις μνήμην του τελούμεν…»

Τʼ άλλα τι τα θέλουμε;
Ένα είναι γεγονός:
Ο Άνθρωπος αυτός πέθανε
ερήμην μας, ερήμην σας, ερήμην τους,
πάντως απωλέσθη πια για πάντα.
Πέθανε – Πέθανε πια.

7.Εκστατικός μες στη βροχή

Εκστατικός μες στη βροχή προχωρούσε
σα να μην έβρεχε
σα να μην τον είχε περονιάσει το νερό ως το κόκαλο.
Οι αστραπές καταύγαζαν
το πρόσωπό του αλλοπαρμένο
κι οι κεραυνοί τον πέρναγαν ξυστά.

Μʼ ένα όνειρο ακατάβλητο
στʼ απαυδισμένα μάτια του
προχωρούσε τραγουδώντας σιγανά
σα να μην τον είχε παρασύρει ακόμα
φύλλο πεθαμένο η καταιγίδα.

8. Έφευγε κείνο το συννεφιασμένο απόγευμα

Έφευγε κείνο το συννεφιασμένο απόγευμα.
Και ξάφνου σηκωθήκανε φτερά
–φτερά μια φορά–
που μετεωριζόντουσαν για λίγο στον αέρα
φεύγοντας πίσω του μετά.

Καμπάνες φρένιασαν.
Άνοιξαν τα σύννεφα στα δύο
κι ένας ήλιος που στραφτάλιζε
–περίεργο Δεκέμβρη μήνα–
πρόβαλε για νʼ αποχαιρετήσει
σα βασιλικός απεσταλμένος.

Κρύφτηκε μετά.
Έκλεισε πάλι ο ουρανός
κι άρχισε η βροχή.

Έπεφτε συνεχώς όλη τη νύχτα.

Τα 5, 6, 8 από την ποιητική ενότητα «Σημειώσεις για έναν άνθρωπο που πέθανε» (1956), του επιλεκτικού τόμου «Πού πήγε, ως πού πήγε αυτό το ποίημα» (1940-1993), εκδόσεις Ερμής – 1998, ενώ το 7 από την ίδια ποιητική ενότητα τής επιλογής «Ποιήματα», εκδόσεις Ερμής – 1977.

9. Για τη Μεσσαλίνα, ακολασία κι άρνηση, I

Σε κάθε σιωπηλή πτυχή των ημερών μου
ελλόχευε ένα ποίημα,
όχι απʼ αυτά που γράφουν στο χαρτί,
αλλά από κείνα που ʼναι διάχυτα στον άνεμο
ή που κυλούν με το αίμα μας στις φλέβες
και που ʼναι αυτό καθʼ εαυτό το αίμα πιθανόν
μεθυσμένο από το χρώμα, το ρυθμό και την ιδέα
μιας ακολασίας μουσικής.

Η κάθε νύχτα, μου μιλούσε μʼ ένα ποίημα
που ʼσπρωχνε και φούσκωνε τα τζάμια
σαν ιστία πλοίου επειγόμενου να φύγει
κι η κάμαρά μου τότε ναυαγούσε σε κυκλώνες
πυρετού και φαντασίας εξημμένης·
απʼ το χρώμα, το ρυθμό και την ιδέα
μιας ακολασίας μουσικής.

Στα μπρούτζινα κορμιά των μονομάχων
στα διψασμένα μάτια των φρουρών
ελλόχευσε παντού, με τόση λυσσαλέα επιμονή
αυτό το διψασμένο κι αδηφάγο ποίημα
ώστε μʼ άναψε και μʼ έκαψε και μʼ έκανε
ολόκληρη και μένα ένα ποίημα, που αναπτύχθηκε
και τέλειωσε στο χρώμα, το ρυθμό και την ιδέα
μιας ακολασίας μουσικής.

Από την ποιητική ενότητα «Πικρά χείλη δίχως γεύση παραδοχής» (1959), του επιλεκτικού τόμου «Πού πήγε, ως πού πήγε αυτό το ποίημα» (1940-1993), εκδόσεις Ερμής – 1998.

10. Ένας ποιητής το 1960, Α΄

– Ο ποιητής έρχεται.
– Καλώς τονε· λοιπόν;
– Ο ποιητής φεύγει.
– Λοιπόν; Καλό ταξίδι.
– Του ποιητή οι νύχτες είναι δάσος
που μόλις μπαίνει κάτω από τα δέντρα του
το δάσος παραδόξως παίρνει πυρκαγιά.
– Να πάρει λουμινάλ να κοιμηθεί.
– Ο ποιητής καίγεται.
– Έπαιζε ανέκαθεν μʼ ευφλέκτους ύλας·
Λυπούμεθα, αλλά το ʼξερε:
Οι φίλοι του δεν ήταν πυροσβέστες.
Ο ποιητής πεθαίνει· πέθανε.
Λυπούμεθα· να νεκρολογηθεί.
Στείλτε στην κηδεία του λουλούδια φυσικά
κι ας τελειώνουμε·
οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους
αφού ο ποιητής πέθανε.
Εμείς ακόμα συνεχίζουμε:
Έχουμε φεστιβάλ ελληνικών ταινιών
έχουμε τον «καημό της ρωμιοσύνης»
την Κάλλας στην Επίδαυρο
την Ίλια που «Ποτέ την Κυριακή»
τον Κένεντι στα πρόθυρα.
Συνελόντι ειπείν
είμεθα
Α – πη – σχο – λη – μέ – νοι.


11. Δ΄, (Μονόλογος)

Δεν με ξυπνήσαν αύρες απαλές ποτέ·
τυφώνες άνοιγαν με πάταγο τα τζάμια
κι έσπαζαν άγρια τον ύπνο μου.
Άστραψαν άγριες αυγές μες στα όνειρά μου
και με πετάξαν έξω απʼ το κρεβάτι
με την ψυχή στα δόντια.

Τώρα λοιπόν μη μου μιλάτε
για τη βέβαιη ροδοδάκτυλη ηώ
που μουσική και ηριγένεια αύριο
θα εγγίσει τα κλειστά μου βλέφαρα σα θρόισμα
γιʼ αυτά
και για τις άλλες σχετικές ρομαντικές αηδίες.

12. Η μπαλάντα της ακαριαίας κίνησης

Υπάρχουμε σε μια κίνηση.
Γιʼ αυτήν υπήρξαμε
όσο κι αν είναι τρομερή
όσο κι αν μας οδηγεί στο μακελειό διαρκώς
αυτή καταξιώνει τη ζωή μας
και δίνει νόημα στις μέρες μας.

Υπάρχουμε σε μια κίνηση.
Αν την απαξιώσουμε, πεθαίνουμε.
Γινόμαστε φυτά
που τα κινεί ο αέρας πια τυχαίως
ώσπου νʼ ανέβει αυτή αγριεμένη, πάλι μες απʼ το βυθό μας
μες απʼ τις αντιστάσεις μας διαρρέοντας.
διεκδικώντας τον καιρό και τις ημέρες που ʼχασε.

Υπάρχουμε σε μια κίνηση.
Κι αν δεν την κάνουμε,
ακόμα κι αν τη στραγγαλίσουμε
διαγράφεται μοιραία στη βούλησή μας
μεθάει τη φρόνησή μας
δίνοντας τον τόνο της στα χέρια μας.
Υπάρχει σαν υπονοούμενο εύγλωττο στα μάτια μας.
Έρχεται ακάθεκτη, δεν πάμε προς αυτήν,
μας πάει, δεν την πάμε.

Υπάρχει στο αίμα μας,
υπάρχει στην ψυχή μας,
δεν είναι δυνατόν να της διαφύγουμε.

13. Ένας λόγος για την εγκαρτέρηση και τη φυγή

Ο ουρανός κοιτάζει, όπως συνήθως, σκοτεινός.
Μετέχει, δεν μετέχει;
Είναι κάτι που δεν θα καταλάβουμε ποτέ.
Όπως κάθε μέρα συννεφιάζει και ξανοίγει
κατά τις κυκλικές του διαθέσεις

μη ρωτήσεις.
Δεν υπάρχει ελπίς νʼ αποκριθεί
ή να κάνει απλώς, έστω, μια νύξη
να υποδείξει κάπως μια κατεύθυνση
να κάνει ένʼ αόριστο σινιάλο.
Όχι,
τέτοια πιθανότης δεν υπάρχει.

Όσο για κάτω, εδώ
είναι μιʼ άλλη ιστορία:
Πράγματα δυστυχώς καθορισμένα και σαφή:
Το ποτάμι, από τη μια μεριά φουσκώνει
ο αέρας απʼ την άλλη, μαίνεται:
«Θαρθείς, θαρθείς λοιπόν;»
ρωτάει με τα παράφορα τραγούδια του,
κι έτσι η τραγωδία
που μόνο αορίστως διεγράφετο
ιίθεται σαφώς:
Πρέπει να πάρεις, όπως πάντα
στην πιο ακατάλληλη στιγμή για σκέψη
μιαν απόφαση:

Θα μείνεις;
Θα πας;

Οι προτομές στο πάρκο, οι προσόψεις των κτιρίων
σʼ ατενίζουν θλιβερά:
Δηλαδή «αι γραπται παραδόσεις,
οι τύμβοι των αγωνιστών
αυτοί που υπέμειναν κι έπεσαν
“τοις (ε) κείνων ρήμασι πειθόμενοι”
τι θα γίνουν, θα τα πάρει το νερό;»
Είναι ανάγκη να υψωθούν καινούργια υδατοφράγματα.
Πρέπει λοιπόν να μείνεις.
Τʼ αγάλματα ατενίζουν σταθερά:
«Να μείνεις».

Ο αέρας όμως έχει ξεφρενιάσει·
σπρώχνει μέσα στο στήθος σου
ένʼ αφηνιασμένο ιππικό
και λύσσαξε·
τυλίγει το κεφάλι σου βουερά
μʼ αλλόκοτους ρυθμούς
«κι απόψε, απόψε» τραγουδάει
«απόψε είνʼ το τελευταίο δρομολόγιο·
θαρθείς;»

Οι αλλοτινοί φραγμοί να ʼχουν σαπίσει,
το ποτάμι νʼ ανεβαίνει, νʼ ανεβαίνει αριστερά,
ο αέρας δεξιά
απάνω γρίφος ο ουρανός: αίνιγμα αιώνων
σύνολον: κυκεώνας
κι ανάμεσά του Εσύ
μʼ ένα κοπάδι αλόγων λυσσασμένων
που ήδη εκυριάρχησαν
ήδη καλπάζουν έξω από τα μάτια σου
σέρνουν και ξεσκίζουν με τα γκέμια τους τα χέρια σου·

θα φύγεις; Θα υπομείνεις;

Τα σπίτια που ατενίζουν θλιβερά
κι η κραυγή:

«Μα εγώ, δεν είμαι ακόμα προτομή
μη με βασανίζετε
δεν είμαι πέτρα εγώ».

Τα 10, 11, 12 από την ποιητική ενότητα «Ξηρά ποιήματα – Στη διακεκαυμένη» (1963), του επιλεκτικού τόμου «Πού πήγε, ως πού πήγε αυτό το ποίημα» (1940-1993), εκδόσεις Ερμής – 1998, ενώ το 13 από την ίδια ποιητική ενότητα τής επιλογής «Ποιήματα», εκδόσεις Ερμής – 1977.

14.Η Κλυταιμνήστρα στην Αυλίδα

Η θάλασσα θα ʼχει δεχτεί
να πάρει τα καράβια στο ταξίδι τους
έπειτα απʼ το θρίαμβο της πληρωμένης Νύχτας
και τη φρίκη της Αυγής.
Επευφημίες.
Αδιάντροπες αφυπνισμένες άγκυρες.
Το αίμα. Το δέος. Σιωπή.
Μετά θʼ ανοίξουν τις κουρτίνες
κι ανέφικτη θα κατεβώ λίγα σκαλιά.
Βλέμμα οριζόντιο, λύπη οριζόντια.
Θα ʼχω ανέβει στο τελευταίο δάκρυ,
το δάκρυ που πετρώνει,
και γίνεται
αυτό που λεν οι ανήξεροι: φαρμακερή καρδιά.

Οι ακόλουθοι δε θαν το δουν,
θα βουλιάζουνε τα μάτια τους στις τύψεις·
θα βουλιάζουνε στη λίμνη των στιγμών,
όπως σε κάθε πίκρα τους
στηρίζουν κάτω απʼ το θαμμένο τους πιγούνι την παλάμη
και με την εγκαρτέρηση νομίζουν πως θα στήσουνε
ό, τι ούτε ο θεός δεν μπόρεσε να φέρει δεξιά.
Έτσι, να εξευμενίσουνε τα βήματα της Μοίρας.

Μα το νόημα της ζωής μας δεν αλλάζει.
Το ύπουλο αυτό νόημα που προχωρεί
ατσάλινη στιγμή μες στους αιώνες,
και δεν το μαλακώνει ο πόνος μας
που διαφεύγει μες απʼ τις κινήσεις μας,
που τις προετοιμάζει,
το σκοτεινό αυτό νόημα
που προχωρεί ακατάλυτο, αδιάφθορο και ριγηλό
μες απʼ τις επικλήσεις μας κι από τις προσευχές μας
δε θαν το δουν.
Θα βουλιάζουν στην ελπίδα του καιρού.
Μα εγώ, πέρα απʼ αυτούς, χωρίς αυτούς
δεν θα ʼμαι πια αχιβάδα στην τρεχάλα της συρμής του.
Στο ʼνα πλευρό μου πάντοτε η Φωτιά
μα στʼ άλλο η φρίκη μου βουβή
θα ʼχουμε δει στο ματωμένο σου κεφάλι
τη λιμασμένη Μοίρα μου χορτάτη.

Δε θʼ απομένει πόνος πια.
δε θα ʼναι πια μελωδικό τραγούδι κύκνου που πεθαίνει
δε θα ʼναι πια κλυδωνισμός τραυματισμένης νύχτας
κάτω από ρομαντικό φεγγάρι.

Θα μένει
μόνο αυτό το τραγικό άρωμα,
η ανείπωτα πικρή εκείνη γεύση,
αυτή η στεγνή εντύπωση
που αν θες, την κάνεις σιδερένιο τραγούδι
–τσεκούρι, φωτιά–
Αν θες την κάνεις λόγχη
–τσεκούρι, φωτιά–
που λησμονιά
ή μνήμη μουσική δεν γίνεται μονάχα.

Κι εδώ, δεν θα ʼρθει η θάλασσα να παίξει
με τις γυμνές νεράιδες του κρυφού μου κήπου,
δεν θα ʼρθει η θάλασσα να βρει φεγγάρι,
δεν θα ʼρθει μπάτης πια.

Στα ματωμένα βότσαλα τα βράδια
η αγρύπνια μου θα τριγυρνάει
αγέλαστη και μοναχή στους μόλους
με τη φωνή του πυρετού
για τα περαστικά θαλασσινά πουλιά
που αμέριμνα θα ʼρθουν
να φέρουν άνοιξη στο χώμα
που το στοίχειωσε η θυσία σου.

Θα ʼχω μια λύπη που θʼ αγγίζει τʼ άστρα,
ψηλή, και κατακόρυφη.
Δε θʼ απομένει πόνος πια.
Αυτοί, μετά καθώς θʼ ανοίξουν τις κουρτίνες
θα βουλιάξουνε στη λήθη του καιρού.
Κι έπειτα
θα ʼρθουνε φαύλοι χρόνοι που θα πουν
ότι ήσουν τάχα ιέρεια στους Ταύρους,
θα ʼρθει να με λογχίσει η Ηλέκτρα.
Μʼ αν ήταν στο ʼνα μου πλευρό πάντα η φωτιά,
αυτό το μέτωπο
δεν ήταν πάντοτε φωλιά
πικρών πουλιών που δεν λαλούν,
δεν ήταν πάντοτε κυψέλη
για στείρες μέλισσες σιωπής και συμφοράς.

…Ότι σε πήραν σύννεφα,
ότι είσαι τάχα ιέρεια στους Ταύρους.
Καρδιά οριζόντια. Λύπη οριζόντια,
για πάντα.
Ευθεία γραμμή, ατέλειωτη, χωρίς υποτροπή
ως την καρδιά του Χρόνου.
Εγώ
που κράτησα στα χέρια μου
το ματωμένο σου κεφάλι
μονάχα εγώ
μπορώ να ξέρω την αλήθεια.

15. Παραίνεση για την Ηλέκτρα

Δεν θα περιμένετε πολύ.
Οι φλόγες των φρυκτωριών φτάσανε πια στʼ απέναντι βουνά,
δηλαδή,
η συνοδεία του αρχιστράτηγου πλησίασε.
Η Κλυταιμνήστρα
έχει γίνει ολόκληρη, μονάχα, μια κραυγή
που αν αφηνόταν θα ʼσπαζε τον ουρανό κομμάτια
σαν από γυαλί.
Αυτή, την τελευταία στιγμή, σας ικετεύω,
τώρα που ο πόλεμος τελειώνει πια,
φανείτε λίγο επιεικής, λιγότερο στυγνή
κι όλα
κάτω απʼ το φως της φωτεινής πατρίδας σας
γίνονται πάλι απλά και φωτεινά·
όλα ξεχνιώνται.
Μην αποστρέφετε το πρόσωπο.
Σε σας, σε σας, μιλώ
πικρή και σκοτεινή υψηλότης
δεσποινίς Ηλέκτρα Ατρείδη.

Είδαμε και πάθαμε να θάψουμε
το ματωμένο παρελθόν υψηλοτάτη:
Τις ιστορίες του Θυέστη
τα παιδιά του φέτες στο τραπέζι:
Ένας ζόφος δίχως τέλος
που γέμισε τʼ ανάκτορα εφιάλτες και κατάρα.
Είδαμε και πάθαμε -το ξέρετε καλά-
να στείλουμε την Ιφιγένεια κρυφά στους Ταύρους
για να μην αρχίσει πάλι η εποχή του αίματος
σʼ αυτό το σπίτι.
Και τώρα, έχουμε σας
ρομαντική, συσπειρωμένη οχιά
κάθε πρωί νʼ ανοίγεστε σαν δέντρο σαρκοβόρο,
φυτό που δεν μπορεί
τίποτα να εξηγήσει φυσικά,
χάλκινο προσωπείο
που του είναι αδύνατο νʼ ακούσει
τίποτʼ απʼ όσα του εξηγείς
πιο απλά κι απʼ όσο θα εξηγούσες
σʼ ένα μικρό χαζό παιδί.

Δεσποινίς Ηλέκτρα,
Περισσότερο από έκλυτοι κι αχρείοι
Είμαστε άνθρωποι απλοί και λογικοί.
Αν θέλετε, έστω δίχως σταθερές αρχές,
Μάθαμε ωστόσο νʼ αντικρίζουμε τʼ ανθρώπινα σαν άνθρωποι
Να τα εξηγούμε
Κι όσα είναι δύσκολο κανείς να τα εξηγήσει,
Να τʼ απλοποιούμε, κατά το δυνατόν.

Ο συλλογισμός μας είνʼ αυτός:
Αύριο φτάνει από την Τροία ο Αγαμέμνων.
Τι θα κάνει ο Αίγισθος; Θα φύγει.
Ο ρόλος του τελειώνει και το ξέρουνε
κι αυτός κι η Κλυταιμνήστρα.
Δεν τους δικαιολογούμε·
απλώς νομίζουμε
πως μια μοιχεία αρκεί στην οικογένεια.

Κι έπειτα μη βλέπετε σα Νέμεση
μονάχα αυτά που θέλετε να δείτε.
Αν είχατε προσέξει τόσα χρόνια
σʼ αυτά που φλυαρούν οι απεσταλμένοι του Αγαμέμνονος,
θα ʼχατε δει
πως τα θαλάσσωσε ο αρχιστράτηγος.
Και βέβαια, δεσποινίς Ηλέκτρα, την Βρησηίδα,
την Χρυσηίδα.
Και τώρα, εν κατακλείδι,
της Κασσάνδρας την περίπτωση εννοώ.
Κι εκεί αυτός, αυτά.
Εσείς εδώ
αρπάξατε και στείλατε στα ξένα το μικρό σας αδελφό.

Ε, δεν κατάπιε λίγα η Κλυταιμνήστρα.
Συμφωνήστε, αν θέλετε, να βρίσκεστε εν δικαίω.
Σʼ έσχατη ανάλυση είσαστε ή δεν είσαστε παιδί της;
Τι στάση κόρης είνʼ αυτή;
Πώς συμπεράνατε
πως ήθελε να βγάλει από τη μέση τον Ορέστη;
Σας είπαμε: δεν τη δικαιολογούμε.
Παραδεχόμαστε πως είνʼ εν μέρει ένοχη,
ότι δεν απέβη η υπόθεσή της όπως έπρεπε,
όπως ίσως θα ΄θελε κι εκείνη η ίδια νʼ αποβεί.

Μα δεν είναι έννοια αφηρημένη, βλέπετε, η ζωή,
όπως η υπόληψη, η τιμή, το χρέος
και τα λοιπά και τα λοιπά ιδεώδη που προβάλλετε.
Κυλάει και βροντάει στις φλέβες μας
αφρίζει, υψηλοτάτη, έξω από τις γρίλιες μας
παράφορο, καυτό ποτάμι φουσκωμένο
και ποιος, με ποιο ιδεώδες, δεσποινίς Ηλέκτρα,
από ποια σκιά αν κρατηθεί,
μπορεί να μην παρασυρθεί από τη φορά του;

Μην επιδεινώνετε λοιπόν τα πράγματα.
Αυτή, την τελευταία στιγμή, μπορείτε
να κάνετε ένα βήμα προς το φως
χαμογελώντας επιτέλους λίγο,
πικρή, στυγνή και σκοτεινή υψηλότης,
δεσποινίς Ηλέκτρα Ατρείδη.

16. Μονόλογος της Ηλέκτρας

Αιφνιδίως με γοήτευε η ιδέα
πως μπορούσα να εξωθήσω
πρόσωπα και πράγματα σαν λόγχη·
πως ήταν δυνατό να πάρω σχήμα λαιμητόμου
πάνω από ένοχους αυχένες,
ότι μπορούσα να υψωθώ
σαν κυπαρίσσι σκοτεινή,
σαν πεπρωμένο ανέφικτη.

Η ιδέα ότι μπορούσα να διασχίσω αδιάφορη
μʼ ένα σατανικό αδιόρατο χαμόγελο
πλήθη λυσσαλέα και μαινόμενα εναντίον μου
με διέλυε.
Με διαπερνούσε, με σπασμούς σχεδόν ηδονικούς, η σκέψη
πως μπορούσα
να βρεθώ στο τελευταίο σκαλοπάτι του ικριώματος
περιφρονητική
ενώ ένας όχλος θαμπωμένος
του κάκου θα περίμενε ως το τέλος
να ξεσπάσω σε λυγμούς.

Αιφνιδίως με γοήτευε
ναι, μʼ έκανε τρελή η ιδέα
πως ήταν δυνατό να πάρω μιαν απόχρωση
τεφρού αμετακλήτου
σκιάζοντας κι αφανίζοντας το φως του ήλιου
που τους είχε τόσο ανάψει και μεθύσει.

17. Ορέστης Ατρείδης

Ναι μεν τα κίνητρά σας ευγενή
(κίνητρα δολοφόνου ευγενικά;
Pour ainsi dire: passons),
ο φόνος όμως φόνος
επέμενε διακριτικά μα σθεναρά ο εισαγγελεύς.
Η Ηλέκτρα φρένιασε· (μαινόταν:
Κι η μοιχεία; Κι η σφαγή του βασιλιά;)
Επέσειαν απειλές και σχετικές κυρώσεις
στʼ ατέρμονό τους πηγαινέλα οι αυλικοί.
παραιτήσεις, υποδείξεις, δικηγόροι,
κομφούζιο στον Άρειο Πάγο·
και κατά την ολομέλεια φυσικά στο τέλος
συμφώνως τω άρθρω τάδε…
του νόμου, νόμου… (κάποιου νόμου τέλος πάντων·
αν είναι δυνατό, κανείς να συγκρατήσει
παράγραφους κι εδάφια
νόμων σε τέτοιον κυκεώνα)
έχετε απαλλαγεί λόγω συγχύσεως
«πλήρους» μάλιστα συγχύσεως
είνʼ η διατύπωση του σχετικού εγγράφου.
Σύγχυσις πλήρης…
Ίσως, δηλαδή, λόγω βλακείας.
Όχι ίσως. Ακριβώς.
Τέλος στο παλάτι, κεραυνός.

Και τώρα, κατεβείτε πρίγκηψ,
κύριε, πολίτα, Ορέστη Ατρείδη
(πώς προσαγορεύεται, άραγε, ένας έκπτωτος;)
Ορίστε το εισιτήριο, τʼ ανάλογο συνάλλαγμα
και τα λοιπά απαραίτητα χαρτιά.

Πυλάδη, σεις
με τις σοφές σας συμβουλές
βιαστείτε: τις αποσκευές.
Το πλοίο πρέπει νʼ αποπλεύσει το ταχύτερο.

Για την προσωρινή σας -πρώτον- απομάκρυνση
δεν εννοεί να υποχωρήσει ο εισαγγελεύς.
Όσο για το θρόνο σας και τη διαδοχή σας -δεύτερον-
κανείς δεν ξέρει.
Παίρνουνε χρόνια αυτά τα πράγματα.
Ίσως γυρίζοντας με της θεάς το ξόανο,
προβάλλουμε το ευγενικό προσκύνημά σας,
θα ΄χει λησμονηθεί κι η πλήρης σύγχυσις…

Ίδωμεν τέλος πάντων.

Υπάρχουν, βλέπετε, αθωώσεις
που ΄ναι περίπου σαν καρατομήσεις,
σαν καταδίκες στην εσχάτη των ποινών.
Σε θάβουν ζωντανό
-πώς να το πω: σε διαγράφουν
κι ίσως, Ορέστη Ατρείδη,
ακόμα πιο πολύ.

18. Οι Άγγελοι, οι Εξάγγελοι κι ο επίλογος της Κλυταιμνήστρας Ατρείδη –Τυνδάρεω

Και «σουτ, εσύ» μου έλεγαν «σιγά».
«Εσύ» στη σκιά, στο φόντο κάθε χώρου.
«Σιγά. Αυτή είναι η τάξη των πραγμάτων».
Του κερατά, του κόσμου η τάξη
εκείνων που σκοτώναν και μαγείρευαν
του Θυέστη τα παιδιά.
«Σκύψε το κεφάλι, εσύ· σιγά».
Γιατί –του κερατά–
δεν έσκυψε κι η Ελένη το κεφάλι;
Εγώ γιατί να σκύψω το κεφάλι;
Κι εγώ ήμουνα της Λήδας και του Κύκνου κόρη.

Κι ίσαμε την Αυλίδα –σουτ– καλά.
Ας πούμε, πάει καλά. Καλάμια και παλούκια
–του κερατά–
Ίσαμε κει που οι άγγελοι κι εξάγγελοι
ερχόντουσαν και πήγαιναν
–άγγελοι ποιοι–
των Ατρειδών λαλίστατοι οι αλήτες
–μονάχα εγώ σιγά, του κερατά–
μʼ όλο που μια πύρινη περόνη
ρώταγε μέσα μου βαθιά,
τα πηγαινέλα του Αίγισθου ολοένα και πυκνότερα
προετοίμαζαν αργά
μα σίγουρα τον όλεθρο και τον αφανισμό.

Κι ίσαμε κει, σιγά·
ας έκανα κι αλλιώτικα·
ίσαμε κει
περίμενα τους Άγγελους τουλάχιστον
που δίνουνε και παίρνουνε
σʼ όλες τις τραγωδίες
και μονάχα στο τέλος της δικής μου
ούτε σαν επίλογοι δε φάνηκαν.

Πού ξέμειναν λοιπόν
του κερατά οι εξάγγελοι
που τρέχουνε γοργοί στους τραγικούς
για τα παντρολογήματα –τάχα μου– του Αχιλλέα;

Δεν είχε καν ιδέα ο Πηλείδης·
πλάγιαζε με τον Πάτροκλο
κι ήταν ο γάμος κι ο γαμπρός της Ιφιγένειας
του Κάλχαντα ο βωμός.
Ώστε,
δεν υπάρχουν Άγγελοι κι Εξάγγελοι.
Μονάχα στον Αισχύλο –που αίσχος του–
στον Σοφοκλή –του κερατά–
γιατί στον Ευρυπίδη
κατέβηκε από μηχανής ολόκληρος θεός
να σώσει απʼ τον Ιάσονα τη Μήδεια.
Δεν είχε πέραση εκεί, η μέγαιρα η Ηλέκτρα
να κόβει και να ράβει εν ονόματι
της τάξης των πραγμάτων
αυτής της «τάξεως» του κόσμου σας
που μου ʼλεγαν
του χρόνου, του δικού σας του ρυθμού.
Άστε τις στρεψοδικίες·
ο κόσμος; Τράπουλα δική σας,
μʼ όποιο παιγνίδι θέλατε την παίζατε.

Δεν υπάρχουν Άγγελοι
Τσεκούρι, δίχτυ και μαχαίρι μοναχά,
Το ένα σας και το ένα μου
Το «παίσον» το «διπλή» του Σοφοκλή.

Άλλωστε κι αν υπήρχανε
για μένα τίποτʼ άλλο δεν απόμενε.
Χρόνια στη σκάρα της Μομφής
και της Από-δοκιμασίας,

χάραζε πια η Ώρα μου
κι έμπαινα εκπυρωμένη
μέσα στο λουτρό του φονικού.
Σα μια πυράγρα μʼ άρπαξαν οι ατμοί του.
Και μια, μες στο καμίνι
στις φλόγες μέσα τις ανήμερες της Άρνησης
και μια, πάνω στο αμόνι
χάλκευαν μπρούντζινα τα χέρια μου
το πρόσωπό μου μπρούτζινο
ενστερνιζόμουν μπρούτζινη
την Τάξη των Πραγμάτων.
Άκουσα – έκουσα ίσαμε κει:
Ολόκληρη μια κίνηση από μπρούτζο:

και σουτ, μια, με το δίχτυ
κι άλλη μια – του κερατά
σιγά με το τσεκούρι
και σσουτ, πνιγμένη στο αίμα,
θύτης κι εγώ, στην πρώτη επιταγή τους
χωμένη ως το λαιμό
στην τάξη των φονιάδων του Θυέστη
και θύμα, φυσικά, στη δεύτερη
και δείπνο της Ηλέκτρας και του Ορέστη.

Σιγά. Και σσουτ, και σσουτ, σιγά
με χωνεμένο το μικρό του ξίφος
βαθιά μες στην καρδιά.

19. Εξ άλλου τι νʼ απόγινε εκείνη η σκοτεινή πριγκίπισσα, η δεσποινίς Ηλέκτρα Ατρείδη, III

Προς Πυλάδην

… Κι εξάδελφέ μου, εξ άλλου, φυσικά:
ποτέ μου δε θα το ʼλεγα έτσι:
ωμά και κυνικά.
–Άλλωστε σας οφείλουμε πολλά–
μα τώρα πρέπει να επιστρέψετε
στʼ ανάκτορα του αγαπητού πατέρα σας
και θείου μου.
Ναι: στη Φωκίδα.
Η παραμονή σας στις Μυκήνες
έχει παραταθεί και παρατείνεται·
το ξέρετε, το ξέρω,
βεβαίως απʼ αγάπη και ενδιαφέρον
αλλά ναρκοθετεί αναμφίβολα
–θέλετε, δε θέλετε–
το συνοικέσιο του Ορέστη με την Ερμιόνη
την κόρη Μενελάου Ατρείδη
εξαδέλφη του εκ μητρός,
όπως και ʼσεις, με μόνη διαφορά,
εκ πατρός.

Σα νʼ απορείτε και θα γίνω πιο σαφής.
Το δίδυμό σας με τον πρώην –δυστυχώς–
διάδοχο αδελφό μου…
–υπαινιγμός κανένας, μην ταράζεστε,
δε σας προσάπτω τίποτα–
αλλά το σκυλολόι, εδώ, στο Άργος,
ο κόσμος γενικά στις επαρχίες
– ό,τι βγάζει ο κώλος τους, το λέει το στόμα τους.

Οι ναύτες –πρώτοι και καλοί–
που σας πήγαν και σας έφεραν στους Ταύρους
εδώ οι σκουρόβλαχοι, οι Ξεριώτες
όλο και κάτι παρανούρια βγάζουνε
–και τʼ αποκλείω κάτι
να μην έφτασε ως τʼ αυτιά σας–
όλο και ψιθυρίζουν
–όχι πως κάθομαι νʼ ακούω–
πώς θα τολμούσαν, άλλωστε, μπροστά μου;
–αλλά– ακόμη κι οι αυλικοί
–άλλοι πιο καλοί–
έχουνε να το λένε,
Το πάνω –λένε– χέρι, σεις αρρενωπός,
το κάτω, κείνος φύσει ντελικάτος
κι άβουλος
νευρωτικός κι ευέξαπτος
υστερικός σχεδόν
στιγμή δεν κάνει δίχως σας.

Όταν μου βάζει μανιασμένος τις φωνές
–και τι δε μου καταλογίζει·
όχι άδικα τελείως, δυστυχώς–
μονάχα, ʼσεις, μπορείτε
να τον καλμάρετε, να τονε κουμαντάρετε
με μια αυστηρή ματιά σας μοναχά.
Κι αυτοί ψου-ψου και «σκύψε να σου πω»,
«καπνός… χωρίς φωτιά…» και τα λοιπά.

Ούτʼ εξ άλλου αυτός, ούτε και σεις
κάνατε μια προσπάθεια
νʼ αλλάξει νοοτροπία η Ιφιγένεια,
όπως επιστρέφατε απʼ τους Ταύρους.
Ούτε που πήρατʼ είδηση, πως το ιερατείο
απʼ το λιμάνι, κιόλας μάνι-μάνι
μέσα σχεδόν από τα χέρια σας
την είχε εξαποστείλει στη Βραυρώνα
ενώ όλοι θεωρούσαν πιθανότατο
έναν αρραβώνα της με σας.
Δεν ξέρω πώς το βλέπετε,
αλλά η ιεροσύνη της εμένα μου μυρίζει
θρησκοληψία χρόνια και προσηλυτισμό
επίμονο και συστηματικό.

Ο γάμος σας με μένα
τους πάει βέβαια γάντι.
Με παίρνετε μαζί σας στη Φωκίδα,
ο Ορέστης πάει στη Σπάρτη…
Μην τρέφουμε αυταπάτες·
παν οι Ατρείδες, πάει η δυναστεία·

αλλιώς τα υπολογίζαμε, αλλιώς τα ʼφερε η μοίρα.
Αύριο φτάνουν οι συμπέθεροι:
Μενέλαος, Ελένη συν η κουστωδία.
Τα κακοήθη σχόλια
θα είνʼ ολέθρια για όλους μας.
Παράνυμφος εσείς – ο Ορέστης επιμένει.
Έστω, αλλά ο Μενέλαος;
Αν έφτασε στʼ αυτιά τους τίποτα; Η Ελένη;

Να ʼστε πιο λίγο τρυφερός μπροστά τους,
τελείως τυπικός.
Πιο λίγο –πώς το λένε– κολλητός.
Μα και βεβαίως είσθε
πάσης, υπεράνω, υποψίας.
Όμως, το «είσθαι» δεν αρκεί.
Πολλοί, το συμπεραίνουν
μόνον ως εξίσωση του «φαίνεσθαι».
Και λεν, μετʼ επιτάσεως,
–λυπάμαι που το λέω–
πως ε ί σ θ ε, ό, τι φ α ί ν ε σ θ ε,
έστω ό, τι θέλουνε να φαίνεσθε πως είσθε.
Πώς να ξεβρωμίσω
μπαγιάτικων ψαριών κεφάλια βρώμικα;
Γυρίστε στη Φωκίδα, λοιπόν, μετά τους γάμους,
στου βασιλιά πατέρα σας.
Στο κάτω-κάτω της γραφής
πρέπει να το δεχθείτε: θα τον διαδεχθείτε,
να το παραδεχτείτε: πως έφτασε ο καιρός
πια, νʼ αποτραβηχτείτε.

Τα 14, 15, 16, 17 προέρχονται από την ποιητική ενότητα «Οι Ατρείδες της φωτιάς και της σιωπής» (1950-1993) του επιλεκτικού τόμου «Πού πήγε, ως πού πήγε αυτό το ποίημα» (1940-1993), εκδόσεις Ερμής – 1998, ενώ τα 18, 19 από την ομότιτλη συλλογή ποιημάτων του, εκδόσεις Διάττων – 1990.

Στοιχεία βιογραφίας

Ο Σταύρος Βαβούρης γεννήθηκε στις 14 Σεπτεμβρίου 1925 στην Αθήνα, οδός Μεγάλου Αλεξάνδρου, Μεταξουργείο. Αν και κληρονόμησε μιαν κινητική αναπηρία, δεν καθηλώθηκε σε καροτσάκι. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών κι εργάστηκε ως καθηγητής στη Μέση Εκπαίδευση απʼ όπου, 25 έτη μετά – το 1984, πήρε σύνταξη ως διευθυντής Γυμνασίου.
Το 1952 εμφανίστηκε στη λογοτεχνία με την ποιητική του συλλογή «Εδώ φαντάσου καλπασμούς και κύματα». Είχαν ήδη προηγηθεί, από το 1945 και μετά, δημοσιεύσεις ποιημάτων του σε περιοδικά. Από την επίσημη εμφάνισή του μέχρι και το 1985, εξέδωσε 12 ποιητικές συλλογές, 2 επιλογές ποιημάτων του, 1 κριτικό δοκίμιο και 1 συλλογή 4 διηγημάτων.
Το 1986 πήρε το β΄ κρατικό βραβείο ποίησης –διά χειρών Μελίνας Μερκούρη– για τη συλλογή του «Πού πάει, πού με πάει αυτό το ποίημα» (1985). Εξέδωσε 4 ακόμη ποιητικές συλλογές, από το 1987 μέχρι και το 1999, αλλά και 1 νέα επιλογή ποιημάτων του. Από τους ιστορικούς και κριτικούς της λογοτεχνίας μας έχει καταταχθεί στην πρώτη μεταπολεμική ποιητική γενιά.
Πέθανε, 83 ετών, αρχές Νοέμβρη 2008.

Εργογραφία

Εδώ φαντάσου καλπασμούς και κύματα, 1952
Τρία ποιήματα, 1954
Σημειώσεις για έναν άνθρωπο που πέθανε & Σχέδια για τραγωδίες, 1956
Πικρά χείλη δίχως γεύση παραδοχής, 1959
Τα ξηρά ποιήματα – Στη διακεκαυμένη, 1963
Οι Ατρείδες της φωτιάς και της σιωπής, 1964
Ορφέας κατερχόμενος (πολυγραφημένο), 1971
Delecta – Επιλογή ποιημάτων (πολυγραφημένο), 1971
Ποιήματα – Επιλογή & Λόγω της βροχής, 1977
Στον αστερισμό των εγκλίσεων και των χρόνων του ρήματος «έρχομαι», 1980
Carmina profana (βέβηλα ποιήματα), 1983
Τα ακαριαία: εμείς (1980–1984), 1984
Πού πάει, πού με πάει αυτό το ποίημα, 1985
Ημέρες, νύχτες πού ʼναι τες;, 1987
Εξ άλλου, μη ρωτάς, 1988
Οι Ατρείδες της φωτιάς και της σιωπής (1950–1988), 1990
Πού πήγε, ως πού πήγε αυτό το ποίημα (1940–1993), 1998
Κι αυτά, ίσως…, 1999

Εκτός από τις 16 αυτοτελείς ποιητικές συλλογές και τις 3 επιλογές ποιημάτων του, εξέδωσε ακόμη:

Προτάσεις για την ποίηση του Άθου Δημουλά (κριτικό δοκίμιο), 1966
Εν ερημίαις και σχολιαίς (πεζά κείμενα), 1965, 1979
Όταν ο Καβάφης έπαιζε – Πρακτικά Τρίτου Συμποσίου Ποίησης, 1984

Συνομιλίες

Με τη Θεοδώρα Ζερβού και τον Γιώργο Γαλάντη, περιοδικό Διαβάζω, αρ. 85, 11-1-1984
Στο περιοδικό Το τραμ, Τρίτη διαδρομή, αρ. 7, Σεπτέμβριος 1988
Με τον Δημήτρη Αγγελάτο, περιοδικό Περίπλους, αρ. 23, Φθινόπωρο 1989
Με τον Αντώνη Φωστιέρη και τον Θανάση Νιάρχο, περιοδικό Η λέξη , αρ. 91 Ιανουάριος 1990.

Αφιερώματα

Περιοδικό Το τραμ, Τρίτη διαδρομή, αρ. 7, Σεπτέμβριος 1988, με τα εξής κείμενα:

Αν δεν… δεν θα…, ανέκδοτο ποίημα του Σ. Β.
Σταύρος Βαβούρης: Τα προσωπεία ανάμεσα στην εγκαρτέρηση και τη φυγή –
Γιάννης Βαρβέρης.
Η προαναφερόμενη συνομιλία.

Περιοδικό Η λέξη , αρ. 91, Ιανουάριος 1990, με τα εξής κείμενα:

Εκπνέοντος τού αιώνος σου, ανέκδοτο χειρόγραφο ποίημα του Σ. Β.
Σημειώσεις για έναν ποιητή που θα μας επιζήσει – Γ.Π. Σαββίδης.
Η ποίηση του Βαβούρη λόγος περί των παθών – Μ.Γ. Μερακλής.
Η προαναφερόμενη συνομιλία.

Επιμέλεια: Βαγγέλης Ψαραδάκης