Δημώδες, το τερατώδες

Καλότυχα είναι τα βουνά κι οι ηλίθιοι, μακάριοι•
η στάχτη, ταπεινή και τ’ άστρο το επουράνιο, παντοτινό•
η αγωνία, οξυγόνο, σπάσιμο του μάκρους
κι όνειρο, ο δρόμος, εφιάλτης,
φάρσα καλοβαλμένη και του κρασιού οπτασία,
αφού γλυκοχαράζει αυγερινός κι εγώ είμ’ ακόμα ζωντανός

El amor en los tiempos del cólera

Ξυπνά θριαμβευτικά
η οξειδωμένη αβεβαιότητα
με το πρώτο πρώτο φως

Περιμένω κολασμένος
τη συμπόνια
και παριστάνω τον καμπόσο νοθεμένο,
εγκλωβισμένος
στο ασυνείδητο

Pourquoi suis-je venu?

Δια της αφής ασήμαντος
και άναρχος•

αγκυλωμένος,
θυμήθηκα
τις οδυνηρές εμπειρίες
του απόντος –
μόνον οδύνη στο απόν
κι απώλεια,
με βεβηλωμένες, σκάρτες,
νόθα ξοδεμένες τις μέρες μου

Σφίγγα και Οιδίπους

Πεταμένη κάτω η Σφίγγα
με το μακρύ της νύχι
χαράζει ερωτήματα στην πέτρα και στο χώμα –
άλλα για να μείνουνε και άλλα να σβηστούν
χωρίς απόκριση καμιά

Και πού να βρούμε,
τώρα,
έναν Οιδίποδα εύκαιρο;
Άκουσα, μάλιστα,
τους αποσύρανε απ’ την αγορά,
γιατί τους βγαίνανε ελαττωματικοί
κι ανθρώπινοι –
βγάζανε τα μάτια τους

Ο άγγελος

Φευ της βροτείας, ποι προβήσεται, φρενός;
τι τέρμα τόλμης και θράσους γενήσεται;
Ευριπίδης (Ιππόλυτος)

Ο αγέρας μού πήρε τα φτερά,
ο ήλιος τά ‘λιωσε
κι άκουσα το γλαυκό να κλαίει σιγανά

Χρόνια πριν πολλά κι αιώνες αρίφνητους, γενιές,
βρήκα έναν άγγελο•
πεταμένος σε μια γωνιά,
μου είπε:
τι τα θέλεις, αδερφέ•
πάντα εμείς θα τα πληρώνουμε
τα καμώματα της ελπίδας των άλλων•
πρέπει εμείς• αυτές τις αμαρτίες

Και ξεψύχησε•
και του ‘κλεισα τα μάτια•
τα φτερά του ασπάστηκα

Προχτές, άκουσα,
αναστήθηκε,
ζητάει σύνταξη αναπηρική
και κάτι ένσημα
ερήμου
βίου,
σεμνότητος, ταλαι-
πορείας,
ώρας νυχτερνής
και εμπορίας θυμάτων και σιγής

Χτες, τον είδα ξανά
περπατώντας• από μακριά,
μόλις μ’ είδε, άλλαξε
τροπάρι, πεζοδρόμιο και πορεία,
να μην διασταυρωθούμε
και ξυπνήσουνε
τ’ αποθαμένα