Δεν είναι το τραγούδι μου μια μονόφωνη αρτηρία, ούτε μια πολυφωνική και λαϊκή υστερία. Είναι μια μυστική πηγή, μια στάση πρέπουσα και ηθική απέναντι στα ψεύδη του καιρού μας, ένα παιχνίδι ευφάνταστο μ’ απρόβλεπτους κανόνες, μια μελωδία απρόσμενη που γίνεται δική σας, δεμένη αδιάσπαστα με άφθαρτες λέξεις ποιητικές και ξαναγεννημένες. (1)
Το τραγούδι είναι έργο, συμπυκνωμένο σε δυο-τρεις φράσεις μουσικές και με μια απόλυτη αξία των λεπτομερειών που το συνθέτουν. Απαραίτητη προϋπόθεση φυσικά αποτελούν οι στίχοι πάνω στους οποίους θα χτιστεί το τραγούδι και που οφείλουν να περιέχουν με σαφήνεια την ποιητική ιδέα, αυτήν που δημιουργεί την ανάγκη του τραγουδιού. (2)
Αντί προλόγου επέλεξα να ξεκινήσω με δυο αποσπάσματα κειμένων που ανήκουν στον Μάνο Χατζιδάκι στα οποία ενυπάρχουν νοήματα-κλειδιά που χαρακτηρίζουν τόσο τα τραγούδια που συνέθεσε κυρίως όμως αυτά που υπέγραψε και τους στίχους, -τα οποία μαζί με τα μελοποιημένα ποιήματά του, πλησιάζουν τα 100. Στις 15 Ιουνίου συμπληρώθηκαν 16 χρόνια από το θάνατό του και η ιστορία καθώς και οι μάρτυρες της ζωής και των πεπραγμένων του, που εμφανίστηκαν πολλαπλασιασμένοι σαν τα σαλιγκάρια μετά τη βροχή, έχουν ήδη καταθέσει και θα καταθέσουν και στο μέλλον πολλές μνήμες, ντοκουμέντα, φωτογραφίες, αξιολογικές κρίσεις, μελέτες, άρθρα κ.ά. Οι στίχοι του όμως, όπως και κάθε στίχος, είναι από μόνοι τους ιδιωτικά κεριά με τα οποία μπορεί ο καθένας να φωτίσει με το δικό του τρόπο ένα μέρος της σκέψης του Χατζιδάκι, να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα και το κυριότερο να αισθανθεί κατ΄ ιδίαν.
Πρώτη δισκογραφική παρουσία μελοποιημένων στίχων-ποιημάτων του βρίσκουμε ήδη στο δίσκο “Ο κύκλος του C.N.S” που εκδόθηκε το 1959 (το έργο γράφτηκε τη διετία 1954-1956) και περιέχει έξι τραγούδια για πιάνο και φωνή. (3) Την ίδια χρονιά η Νάνα Μούσχουρη τραγουδώντας το “Κάπου υπάρχει αγάπη μου”, δικούς του δηλαδή στίχους, κερδίζει το πρώτο βραβείο στο Α’ Φεστιβαλ Τραγουδιού…Έτσι η σχέση του Μάνου Χατζιδάκι με το λόγο αν και πάντα ήταν και είναι κάτω από τη σκιά προπάντων της μεγάλης συνθετικής αλλά και στοχαστικής του ικανότητας-όπως εμφανίζεται στα πεζά, στα δοκίμια, στις ρηξικέλευθες συνεντεύξεις του, στα ένθετα των δίσκων του κ.ά.- δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί αξιοπαρατήρητη. Μολονότι όπως γράφει και ο ποιητής Θάνος Φωσκαρίνης «ο Χατζιδάκις ενόσω ζούσε, δεν πέτυχε να ξεχωρίσει ως ποιητής ούτε ως στιχουργός»(4), (να σημειώσουμε εδώ ότι ήδη από τα 1946 γράφει ποίηση, τη σύνθεση “Λυπητερή Παρέλαση” και ακολουθεί είκοσι χρόνια μετά η «Μυθολογία» και το 1982 η «Μυθολογία Δεύτερη») οι στίχοι του περιέχουν «άφθαρτες λέξεις ποιητικές και ξαναγεννημένες» και «περιέχουν με σαφήνεια την ποιητική ιδέα, αυτήν που δημιουργεί την ανάγκη του τραγουδιού». Τα λόγια του στα τραγούδια δεν στοχεύουν στην «πολυφωνική και λαϊκή υστερία», αλλά λειτουργούν ως «μυστική πηγή» το νερό της οποίας δεν ξεπλένει αλλά ξεδιψά, δεν ονειρεύεται αγριεμένες θάλασσες αλλά κουρασμένους οδοιπόρους.
Τρία, λοιπόν, είναι κατά τη γνώμη μου, τα βασικότερα στοιχεία της στιχουργικής του Χατζιδάκι, αν την εξετάσουμε σήμερα, αποστασιοποιημένοι από πρόσωπα και εποχές. Καταρχήν, η εμμονή του σε ορισμένες λέξεις που λειτουργούν έμμεσα αλλά και άμεσα ως σύμβολά του. Το παιδί, το κορίτσι-γυναίκα απρόσωπο π.χ. «Το μεθυσμένο κορίτσι» ή προσωποποιημένο π.χ. η Ελένη, η Μαρία Ελένη, Η Μαριάνθη, η Ευρυδίκη, η Παναγία, η μάνα (5), η άνοιξη, το πουλί, η αγάπη, ο ουρανός. Λέξεις «άφθαρτες» όχι ως προς τη χρήση τους, αλλά ως προς τα νοήματά τους. Λέξεις που αναδεικνύουν τη λυρικότητα της μουσικής και συντελούν στη δημιουργία της ονειρικής ατμόσφαιρας που αποπνέουν οι μελωδίες, ακόμη κι αν ως στιχουργήματα δεν έχουν το στοχαστικό βάθος του λόγου άλλων μεγάλων στιχουργών. Λέξεις που χρησιμοποιεί κατά κόρον και ο Νίκος Γκάτσος -η γνωριμία τους χρονολογείται από το 1943, συνεπώς εξηγείται αυτή η αλληλεπίδραση. Καταφέρνουν όμως και οι δύο –πρωτίστως βεβαίως ο καθ’ ύλην αρμόδιος, Νίκος Γκάτσος- να φτιάχνουν «με ένα μικρό σχετικά λεξιλόγιο έναν ολόκληρο κόσμο» όπως πολύ εύστοχα έχει εκφραστεί για τη στιχουργική του Γκάτσου η στιχουργός και σύντροφος της ζωής του, Αγαθή Δημητρούκα (6). Ο Χατζιδάκις εμπνέεται από την αγνότητα και τη σοφία της φύσης και κατ’ επέκταση θεματικά και στιχουργικά από το δημοτικό τραγούδι και την εντάσσει συνεχώς μέσα στα τραγούδια του σχετίζοντάς την με τον άνθρωπο: “Κάθε κήπος έχει μια φωλιά για τα πουλιά κάθε δρόμος έχει μια καρδιά για τα παιδιά” («Οδός Ονείρων»). “Το πέλαγο είναι βαθύ κι η αγάπη είναι μεγάλη” («Το πέλαγο είναι βαθύ»). “Το φεγγάρι είναι κόκκινο το ποτάμι είναι γαλάζιο κι η αγάπη μου στα χέρια σου είναι κάτασπρο πουλί” («Το φεγγάρι είναι κόκκινο»). “Κυπαρισσάκι είν’ αψηλό το παλικάρι π’ αγαπώ” («Κυπαρισσάκι»). Αυτή η αγάπη και η εμμονή του στη φύση, η προβολή της στη ζωή του ανθρώπου διαφαίνεται και στην επιλογή των ερωτικών ποιημάτων που μελοποιεί στον «Μεγάλο Ερωτικό» π.χ.: “Με την πρώτη σταγόνα της βροχής σκοτώθηκε το καλοκαίρι” «(Με την πρώτη σταγόνα της βροχής», Οδυσσέας Ελύτης), “Ποιος είν’ τρελός από έρωτα/ ας κάνει λάκκους στην αυγή” («Ποιος είν’ τρελός από έρωτα», Γ. Σαραντάρης), τα «Λιανοτράγουδα» κ.ά.
Το δεύτερο στοιχείο είναι η απουσία, σε πρώτο όμως επίπεδο, της επικαιρότητας –ως πηγή έμπνευσης- και του θυμού ή της οργής που αυτή φέρει. Με άλλα λόγια αν και στα άρθρα του και στις συνεντεύξεις και σε κάθε άλλο δημόσιο λόγο του εκφράζει καθαρή πολιτική σκέψη και θέση, στους στίχους του εμφανίζεται αποστασιοποιημένος όχι από τη σκέψη ή τη θέση, αλλά από το διδακτισμό, τον «δημοσιογραφικό χαρακτήρα» και το εξεγερτικό ύφος που μπορεί να έχει ένα κοινωνικοπολιτικό τραγούδι. Ακόμα και όταν γράφει την «Εποχή της Μελισσάνθης», ένα βαθύτατα πολιτικό έργο, με αληθινά και αυτοβιογραφικά στοιχεία, προσπαθεί να κρατήσει την ιδιωτικότητά του μέσα από τους στίχους και να εξηγήσει την ιστορική του διάσταση μέσα από στα εισαγωγικά κείμενα του δίσκου. Αυτή είναι και η άποψη της Μαρίας Φαραντούρη, ερμηνεύτριας του έργου: «Όλο το έργο είναι το χρονικό ενός πικρού καιρού και αποτελεί απεικόνιση και αναπαράσταση των πρώτων ημερών της Ελλάδας μετά τη γερμανική κατοχή. Είναι τόσο «συλλογικό» στο ιστορικό του πλαίσιο, όσο και προσωπικό για τον Μάνο, παρά το γεγονός ότι ο ίδιος δεν ήθελε να δώσει ιστορικές διαστάσεις.»(7) “Χιλιάδες άνθρωποι χυμένοι/ Στον μεγάλο δρόμο από άσφαλτο/ Τραυματισμένον από μικρές χρωματιστές σημαίες και Τα βρέφη πίνουμε χολή/ Κι οι μάνες πάνω στις καμένες στέγες/ Ταΐζουν με τα ψίχουλα παιδιά/ Και προσπαθούν να πιουν τη βροχή σταλιά σταλιά.” Δεν «διδάσκει» την εξέργεση, την εκμαιεύει. Δεν ζητά την οργή, την συζητά. Όπως δεν διστάζει να συζητήσει –με άλλα λόγια να ανοίξει διάλογο- με όλα τα μεγάλα προβλήματα της εποχής του σε πολιτικό και καλλιτεχνικό επίπεδο. Και όλα αυτά ως μάθημα προς τους άλλους. Αλλά με ποια έννοια; Με αυτή που ίδιος οριοθετεί: “Γιατί πάντα είναι μάθημα, όταν επιχειρεί κανείς ν’ αποδείξει το αυτονόητο και το αποδεδειγμένο. Και το μάθημα είναι ακριβώς, η διαδικασία της αποδείξεως”. (8). Αλήθεια, σήμερα ποιος προσπαθεί να αποδείξει και τι; Κυρίως όμως σε ποιον; Μήπως χαθήκαν οι αξιόπιστοι κριτές ή επαναπαύτηκαν οι κρινόμενοι; Μάλλον συνέβη αυτό που περιγράφει στην «Εποχή της Μελισσάνθης»: “Πού είσαι, πες μου; / Εδώ, μακριά σου…” («Ένα ρολόι στο καπηλειό»).
Επιστρέφω στους στίχους του. Το τρίτο στοιχείο που μπορεί να διακρίνει κανείς είναι η θεατρικότητά τους, ασφαλώς εξαιτίας και του περιβάλλοντος για το οποίο προορίζονταν, δηλαδή μια μουσικοθεατρική παράσταση. Αυτοί οι στίχοι διαθέτουν και την μεγαλύτερη αμεσότητα, είναι πιο ευθύβολοι με έντονα τα στοιχεία της ειρωνείας και του σαρκασμού. Χαρακτηριστικά παραδείγματα ο γνωστός «Ηθοποιός» από την «Οδό Ονείρων» (1962) και οι στίχοι του στο δίσκο «Πορνογραφία», ένα μουσικό θέαμα που ανέβηκε στο θέατρο Σούπερ Σταρ τον Οκτώβρη του 1982: “Η Ελλάδα σου μοιάζει Μπλανς Επιφανί/ διαθέτει ήθος, αφέλεια, υπομονή/ κι αν τη βιάζουν τακτικά/ οι κατακτητές μ’ επιμονή/ τα καταφέρνει η ελληνίς Επιφανί/ να παραμένει πάντα/ παρθένος και γυμνή”. Χαρακτηριστική βεβαίως και η περίφημη «Μαριάνθη των Ανέμων»: “Μια χήρα από την Έφεσο δεν ήμουνα ποτές/ δεν είχα στρατιώτες για εραστές/ τα ζάρια μου τα έπαιξα στις φτωχογειτονιές/και κέντησα τον πόνο με πενιές/ δεν μπόρεσα να γίνω ούτε γυναίκα ούτε ευτυχής/ δεν δούλεψα σε οίκους ανοχής/και μες την αναδίπλωση της νέας εποχής/ απόμεινα μια ανάμνηση ατυχής” (από τις «Μπαλάντες της οδού Αθηνάς», 1983). Μια φυσιογνωμία φελινική, (αγαπημένου σκηνοθέτη του Χατζιδάκι) παρόλο που στους στίχους του Χατζιδάκι δεν θα διακρίνουμε έντονα στοιχεία του ιταλικού νεορεαλισμού αν και ήταν γνώστης τόσο του πνεύματός και των εκπροσώπων του μέσω του κινηματογράφου (Φελίνι, Βισκόντι, Ροσελίνι κ.ά.) όσο και των συνθηκών ζωής που περιγράφει αυτό το αισθητικό κίνημα (αρκεί να θυμηθεί κανείς το βιογραφικό του στα δύσκολα χρόνια της κατοχής και της απελευθέρωσης: εργάζεται ως φορτοεκφορτωτής στο λιμάνι του Πειραιά, παγοπώλης, εργάτης στο εργοστάσιο ζυθοποιίας του Φιξ, υπάλληλος στο φωτογραφείο του Μεγαλοοικονόμου, βοηθός νοσοκόμος στο 401 Στρατιωτικό Νοσοκομείο). Σε αυτήν την τρίτη κατηγορία θα εντάξουμε και τους στίχους του για τα κινηματογραφικά έργα της πρώτης εποχής, στίχοι που μέσα στην αφέλεια, την παιδικότητα και την ελαφράδα τους, διεκδικούν την χαμένη σήμερα αθωότητα και ως τέτοιους θα πρέπει να τους κρίνουμε: “Κάθε άνθρωπο μονάχο/ κάθε άνθρωπο μαγκούφη/ θα τον έχουν οι άλλοι / πάντοτε για κλωτσοσκούφι”.
Ο επίλογος πικρός αλλά ειλικρινής και βεβαίως δικός του: Παίδες, πριν 15 χρόνια με μιαν άλλη μουσική, σας είχα πει πως θα ξαγρυπνώ έξω απ’ τα σπίτια σας για να μαζεύω τα όνειρά σας. Τώρα κουράστηκα. Εσείς είτε ονειρεύεστε, είτε όχι, μπορείτε και ζείτε χωρίς εμένα. Δεν ανήκω ούτε στη ζωή σας ούτε στα όνειρά σας. Ακόμη κουράστηκα να πλέκω μουσικές απ’ την επιθυμία των σωμάτων σας. Προτιμώ να φύγω μακριά σας για πάντα. Ίσως συναντηθώ με μερικούς σοφούς που δεν τους ένοιωσα όταν κι εγώ ήμουν νέος. Γεια σας παίδες, γεια σας. Μάνος Χατζιδάκις, «Παίδες», 1977.
Πηγές:
1. Απόσπασμα από το βιβλίο του Μάνου Χατζιδάκι, «Ο καθρέφτης και το μαχαίρι», εκδόσεις Ίκαρος, 1988
2. Απόσπασμα από επιστολή που έστειλε ο Μάνος Χατζιδάκις, το 1971, στον Νίκο Κυπουργό.
3. Με βάση τα στοιχεία που υπάρχουν στον επίσημο διαδικτυακό τόπο www.manoshadjidakis.gr
4. Απόσπασμα από το κείμενο του Θάνου Φωσκαρίνη, «Όταν ο Μάνος Χατζιδάκις γράφει», ειδική έκδοση του περιοδικού Δίφωνο, τεύχος 134, Νοέμβριος 2006.
5. Τη μορφή της γυναίκας στο έργο του Μάνου Χατζιδάκι έχει αναλύσει διεξοδικά στο βιβλίο του «Φάρος στη Σιωπή», ο δημοσιογράφος Βασίλης Αγγελικόπουλος, εκδόσεις Καστανιώτη, 1996.
6. Απόσπασμα από τη συνέντευξη της Αγαθής Δημητρούκα στο περιοδικό Δίφωνο, τεύχος 159.
7. Απόσπασμα από το κείμενο της Μαρίας Φαραντούρη, «Η εποχή της Μελισσάνθης, Μια γυάλινη ηρωίδα του Μεσοπολέμου», που βρισκόταν στην ειδική έκδοση «100 δίσκοι και η ιστορία τους», της εφημερίδας «Καθημερινή» και του «Μελωδία fm» 99,2.
8. Απόσπασμα από το βιβλίο του Μάνου Χατζιδάκι, «Τα σχόλια του Τρίτου», εκδόσεις Εξάντας, 1983
Α’ Δημοσίευση: περιοδικό Δίφωνο
«Μια φυσιογνωμία φελινική, (αγαπημένου σκηνοθέτη του Χατζιδάκι) παρόλο που στους στίχους του Χατζιδάκι δεν θα διακρίνουμε έντονα στοιχεία του ιταλικού νεορεαλισμού αν και ήταν γνώστης τόσο του πνεύματός και των εκπροσώπων του μέσω του κινηματογράφου (Φελίνι, Βισκόντι, Ροσελίνι κ.ά.) όσο και των συνθηκών ζωής που περιγράφει αυτό το αισθητικό κίνημα»
Σωστά δε θα διακρίνουμε διότι ο Φελίνι ακολούθησε μερικά μόνο τον Ιταλικό νεορεαλισμό. Σε ταινίες όπως «Οι νύχτες της Καμπίρια» και «Λα Στράντα» ο ρεαλισμός είναι έντονος ενώ στην «Ιουλιέτα των πνευμάτων» και ιδίως στο αυτοβιογραφικό «8 1/2» υποχωρεί. Ειδικά στο «8 1/2», πέρα από το ανακάτεμα ονειρικού στοιχείου και πραγματικότητας, θα επισημάνω τις εκπληκτικές, από πλευράς σκηνοθετικής ευρηματικότητας, σκηνές όπου ο Μαστρογιάννη κατεβάζοντας τα μαύρα του γυαλιά, για να δει καλύτερα, τελικά βλέπει αυτό που θα ήθελα να δει και όχι την «πραγματικότητα».
Πολύ ενδιαφέρον το κείμενο Σπύρο Αραβανή. Τη μουσική του Χατζιδάκη δεν μπορώ να την ακούσω στο σήμερα. Είναι πολύ φορτισμένη με άλλες εποχές και με καταθλίβει. Ακόμη και το Reflections ή το Χαμόγελο της Τζοκόντας που έκανε στην Αμερική. Όσο για τις επιρροές του στο σήμερα, πιστεύω πιο πολύ κακό έκανε. Αν και εξαιρέσεις υπάρχουν. Μου ρχεται στο μυαλό το “Κάθε τρελό παιδί” απ’ τις Ανάσες των Λύκων του Αγγελάκα (από διασκευές) ή ακόμη ο εξαιρετικός Ρενέ Ομπρύ. Φυσικά τον σέβομαι σαν μεγάλο δημιουργό. Αλλά η επιρροή του πιστεύω “έκλεισε” παρά “άνοιξε” τους μετέπειτα μουσικοσυνθέτες που τον “ακολούθησαν”στην Ελλάδα(φυσικά δεν φταίει αυτός). Εδώ θα μου πεις “κλείστηκαν” στο Σαββόπουλο που ήταν “ορθάνοιχτος” (από ροκ μέχρι έθνικ πριν από την εποχή του). Και εννοώ φυσικά το σύγχρονο έντεχνο.
Τέλος πάντων, η προσωπική μου άποψη είναι αυτή.
Γιώργη Πρίμπα παρόλα αυτά ο Χατζιδάκις αρνήθηκε να γράψει μουσική για ταινία του Φελίνι, δεν θυμάμαι για ποιά;
Κουράστηκα παίδες να πλέκω μουσικές
απ’ την επιθυμία των σωμάτων σας
να ξαγρυπνώ έξω απ’ τα σπίτια σας
και να μαζεύω τα όνειρά σας
Φεύγω μακριά σας για πάντα…
Αυτά έλεγε ο Μάνος που τα ζάρια του
τα έπαιξε στις φτωχογειτονιές
και γέμισε τον κόσμο με πενιές…
και χάθηκε νωρίς…
Βέβαια στην Ιταλία δε ξαναβγήκε Φελίνι
ούτε και στην Ελλάδα καινούργιος Μάνος…
Κύριε Παπαθανασίου προσπαθώ να συνέλθω αφού διάβασα τρεις φορές-για να σιγουρευτούν τα μάτια μου- την τοποθέτηση σας:
«τη μουσική του Χατζιδάκη δεν μπορώ να την ακούσω στο σήμερα. Είναι πολύ φορτισμένη με άλλες εποχές και με καταθλίβει. Ακόμη και το Reflections ή το Χαμόγελο της Τζοκόντας που έκανε στην Αμερική. Όσο για τις επιρροές του στο σήμερα, πιστεύω πιο πολύ κακό έκανε. Αν και εξαιρέσεις υπάρχουν. Μου ρχεται στο μυαλό το “Κάθε τρελό παιδί” απʼ τις Ανάσες των Λύκων του Αγγελάκα (από διασκευές) ή ακόμη ο εξαιρετικός Ρενέ Ομπρύ. Φυσικά τον σέβομαι σαν μεγάλο δημιουργό. Αλλά η επιρροή του πιστεύω “έκλεισε” παρά “άνοιξε” τους μετέπειτα μουσικοσυνθέτες που τον “ακολούθησαν”στην Ελλάδα(φυσικά δεν φταίει αυτός)»
Αν σας φέρνει κατάθλιψη η ακροαση της μουσικής του το σέβομαι αλλά ίσως θα έπρεπε να το δείτε ως προσωπικο (σας) πρόβλημα και όχι ως δημόσια τοποθέτηση.
Οσο για την κακή επιρροή που λέτε οτι ασκησε στους επομένους ειναι σα να λέτε στον ωκεανό: γιατι υπάρχεις, γιατί υπήρξες; Μια χαρα ειμαστε με τα ποταμια και με τα ρέματα της γειτονιάς μας.
Εκτός κι αν κάνετ χιούμορ, οπότε πάω πάσο
Μπράβο Σπύρο.
Το θεωρώ ως βάση για ενα μελλοντικό ακόμα πιο σημαντικό δοκίμιο.
Μπράβο, μπράβο
Θα ήθελα να μιλήσω για τον βασικό στιχουργό του Χατζιδάκι, τον Γκάτσο.
Να πω πως ανακάλυψε τον ελληνοπρεπή εαυτό του να περπατεί στους δρόμους της μοντέρνας ποίησης και της αυτόματης γραφής.
Νομίζω πως αδικήθηκε σε μία Αμοργό μόνο. Μου κάνει εντύπωση πως δεν προχώρησε παραπέρα.
Δηλ. για κάποιον που συνδύασε επιτυχώς το δημοτικό τραγούδι με τον υπερρεαλιστικό συμβολισμό και μετά σιώπησε για 40 χρόνια κι έγραφε μόνο τραγούδια.
Ξόδεψε τα ακριβά στοιχεία της ποίησής του σε απλά τραγούδια πολύ κατώτερά των δυνατοτήτων του θα λεγε κανείς.
Πάντως αποκρίθηκε στο μεγάλο ερώτημα του ποιητή, πως αντιλαμβάνεται τον κόσμο. Αξιοπρέπεια για να μην λυγίσει κάτω απ’ το βάρος ενός πόνου. Η ζωή θα ναι παντού η ίδια, γιατί δεν υπάρχει λυτρωτικό πεπρωμένο. Γιαυτό με θλίβει αφάνταστα ο Χατζιδάκις..
Η επική-μορφική ελληνικότητα να συνδυάζεται με τους πάγους του θριαμβευοντος Μηδενός.
Κυρία Βλαχογιάννη ο Χατζιδάκις είναι θρησκεία και κατεστημένο στη Ελλάδα δεν χρειάζεται υπεράσπιση. Κι έξω έτσι μας ξέρουνε όπως και για τον Ζορμπά. Ο Χατζιδάκις στην εποχή του έκανε τομές κι έστρεψε την ελληνική μουσική προς την όποια παράδοσή της με όλες τις συνέπειες και τα πλεονεκτήματα. Το ίδιο έκανε π.χ. κι ο Μπάρτοκ αλλά δείτε πως εξελίχτηκε το πράγμα στην Ουγγαρία. Και σύγχρονη κλασική και σύγχρονη τζάζ έχουν και μάλιστα πολύ αξιόλογη. Δεν είναι τυχαία τα παραδείγματα του Σκαλκώτα και του Ξενάκη στη χώρα μας και η σχεδόν ανυπαρξία της τζαζ. Εκτός αν σας ικανοποιεί το σύγχρονο έντεχνο. Δκαιωμά σας.
Ανοίγετε ωραία κουβέντα κύριε Παπαθανασίου. Σκοντάψατε στον μέσο όρο ε;
Μιλάω πρωτίστως για την κατά Σπύρο Αραβανή τρίτη περίοδο και δεν μπορώ να καταλάβω πώς θα κρίνουμε τον Χατζιδάκι για στίχους που, εξ όσων γνωρίζω, έγραψε ο Αλέκος Σακελλάριος. Ξέρετε, νομίζω ότι αυτό είναι μία πτυχή της πολιτιστικής τραγωδίας αυτού του τόπου, του πολιτισμού της αποσιώπησης: ότι μιλάμε για τον Χατζιδάκι και δεν υπάρχει πουθενά το όνομα του Σακελλάριου ως στιχουργού. Ότι πιστώνουμε το μπόλιασμα της παράδοσης στην ελληνική μουσική στον Χατζιδάκη αφήνοντας τον Σκαλκώτα να περιμένει ακόμη στην ουρά ως άπορος… Πώς να υπάρξει Μπάρτοκ στην Ελλάδα, όταν οι τραγουδιστές θέλανε μαέστρο για να τους διευθύνει…Και δε λέει κανείς, εντάξει, ο Χατζιδάκης είναι αυτός που είναι και τον αγαπήσαμε και τον αγαπάμε ακόμη και αν δεν μπορούμε να τον ακούσουμε σήμερα όπως τον ακούγαμε στα δεκαπέντε ή στα είκοσι. Αλλά αν μιλάμε για συνθέτες και επειδή σας χαλάει το λαϊκό μη βάλετε μέσα Τσιτσάνηδες και Ζαμπέτες και Πάνου και Καλδάρες. Αρχίστε το μέτρημα από τον Γούναρη και τον Αττίκ. Και μετά φτάνουμε και στον Χατζιδάκη. Πώς να υπάρξει “έντεχνο” με λοβοτομημένους συνθέτες που έχουν την εντύπωση ότι η μουσική αρχίζει από το 1960 και έπειτα;
(σχόλιο 2)
Κώστα, δεν το ήξερα και ψάχνοντας το βρήκα στο
http://arvanitaki.blogspot.com/2007/01/blog-post_616.html
το εξής:
«Το 1970 κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας The Martlet’s Tale στη Ρώμη, θα γνωρίσει τον Nicola Piovani (Oscar μουσικής για την ταινία Η Ζωή είναι Ωραία). O Piovani θα δουλέψει ως βοηθός του, σε αρκετές κινηματογραφικές παραγωγές. Όταν ο Nino Rota -αγαπημένος φίλος του Χατζιδάκι- πέθανε, ο Χατζιδάκις αφού «αρνήθηκε» λόγω συγκυριών την πρόταση του Federico Fellini να γράψει μουσική για την ταινία του La Νave Và, πρότεινε στη θέση του τον Nicola Piovani».
Ο Χατζιδάκις υπήρξε ο μεγαλύτερος τραγουδοποιός της Ελλάδας και θεωρώ ευλογία τη συνεργασία του με το Γκάτσο, ο οποίος παρεμπιπτόντως συνεργάστηκε με αρκετούς μεγάλους τραγουδοποιούς. Τι να το έκανα να είχα άλλες δέκα υπέροχες Αμοργούς και να έχανα αυτά τα τραγούδια; Ο Γκάτσος υπήρξε ο μεγαλύτερος μας στιχουργός και ένας από τους κορυφαίους στον κόσμο. Τον θεωρώ διαρκώς επίκαιρο! Εκτός από τη δισκογραφία προτείνω για οποιονδήποτε την έκδοση με όλα τα τραγούδια του Γκάτσου όπου θα βρει και όλα όσα δε μελοποιήθηκαν.
Το ότι μετά από τον Χατζιδάκι δεν υπήρξαν δημιουργοί ικανοί να παράγουν νέα μουσική δεν είναι μειονέκτημα για το Χατζιδάκι. Δικό τους είναι και δικό μας που δεν ψάχνουμε και δεν απαιτούμε…
Μουσικούς, και αναφέρομαι στις σύγχρονες τάσεις της κλασσικής μουσικής, έχουμε στην Ελλάδα και μάλιστα πολύ καλούς. Το πρόβλημα είναι το πολύ περιορισμένο κοινό και η παιδεία και σε αυτό όχι μόνο δε φταίει ο Χατζιδάκις αλλά μάλλον είναι και ο μόνος που προσπάθησε σοβαρά! (*) Το Τρίτο πρόγραμμα είναι παιδί του και σε αυτό δημιούργησε όλες τις συνθήκες να κάνει γνωστή την καλή μουσική ενώ, στην εποχή τους, φταίνε οι «Καλομοίρηδες» και η εθνικιστική διάσταση που έδωσαν στη μουσική. Μέχρι το 1999 πόσα έργα του Σκαλκώτα είχαν εκδοθεί σε δίσκους; Το «Ευαγγέλιο» της ΕΜΙ (το 4πλό βινίλιο με αποσπάσματα και μόνο δυο τρία έργα πλήρη), κάποια διάσπαρτα αποσπάσματα από εδώ και από κει και οι χοροί. Τα 20 τόσα cd με το μεγαλύτερο κομμάτι του έργου του, που εκδόθηκαν από το 1999-2004, εκδόθηκαν στη Σουηδία!
Η αποδοχή της τζαζ (που ξέρεις πόσο μου αρέσει) στην Ελλάδα δεν είναι κριτήριο. Η Ελλάδα και ο μεσογειακός χώρος γενικότερα σε αντίθεση με τη βόρεια Ευρώπη δίνουν έμφαση στο στίχο. Επειδή η τζαζ είναι κατά βάση οργανική μουσική μπορείς να καταλάβεις γιατί έχει τέτοια αποδοχή στη βόρεια Ευρώπη (στην Τσεχία, ας πούμε, τη θεωρούν ως περίπου εθνική μουσική και οι μισοί τουλάχιστο μουσικοί παίζουν αποκλειστικά τζαζ) όπου και πάλι την προσάρμοσαν στο «κρύο αίμα» τους. Σήμερα όμως έχει νόημα να μιλάμε για τζαζ; Από το 65 και μετά οι σύγχρονοι πρωτοποριακοί δημιουργοί της δεν οριοθετούνται. Ο Evan Parker τι είναι; Το όνομα επίτηδες για να μου στείλεις κάποια στιγμή την απάντηση :-))
(*) εκτός από τους Γιώργο Χατζηνίκο, Γ.Γ. Παπαιωάννου, Θόδωρο Αντωνίου και Μάνο Χατζιδάκι πόσους άλλους ξέρεις να αγωνίστηκαν, σε πολύ δύσκολες εποχές, για τη διάδοση της «λόγιας» μουσικής στην Ελλάδα, αλλά και την προβολή των ελλήνων δημιουργών;
Και ένα περιστατικό, όπως μου το αφηγήθηκε φίλη που ήταν παρούσα, αφιερωμένο στον Μίχο: ένα βράδυ στο Σείριο έβγαινε από τη σκηνή ο Χατζιδάκης και έμπαινε με φόρα η Βενετσάνου. Πάνω στην πίεση του χρόνου και στη φούρια δεν είδανε ο ένας τον άλλον, χτυπάνε μεταξύ τους και πέφτει κάτω η Βενετσάνου. Αμηχανία στον κόσμο, σιωπή. Ο Χατζιδάκης της απλώνει το χέρι, τη σηκώνει και λέει από το μικρόφωνο: “ποτέ δεν πίστευα πως θα μπογούσα εγώ να γίξω κάτω εσένα”…
Για τους παρεπιδημούντες εις την μουσική Ιερουσαλήμ αποτελεί κοινό μυστικό ότι ο Χατζιδάκης σε ορισμένες τουλάχιστον συνεργασίες του ήταν κάπως… βιαστικός, χωρίς διάθεση να φτιάξει κάτι καινούριο. Του ζήταγαν μουσική για μια ταινία, έπαιρνε κάτι που ετοίμαζε στο θέατρο, το άλλαζε λίγο και το έδινε ως φρέσκο. Αυτή η διάσταση της προσωπικότητάς του, μου φαίνεται αθωωτική, αποενοχοποιητική και πολύ ενδιαφέρουσα: όσο ικανός καλλιτέχνης κι αν είναι κάποιος δεν παύει να δουλεύει για τα χρήματα ή να μην εκτιμάει το ίδιο όλους εκείνους με τους οποίους συνεργάζεται. Έχει το δικαίωμα να πλήττει και να βαριέται και να προτιμάει μια βόλτα με τους φίλους από τις ώρες στο πιάνο. Ωστόσο πρέπει να ομολογήσουμε ότι στο Αμέρικα Αμέρικα έφτιαξε τη χειρότερη μουσική επένδυση που έχει υπάρξει σε ταινία απο καταβολής κόσμου. Ωραία τραγούδια, κακή μουσική επένδυση. Καλά έκανε λοιπόν και απέφυγε τη συνεργασία με τον Φελίνι.
Χ2
ΤΟ ΚΛΩΤΣΟΣΚΟΥΦΙ
στίχοι: Μάνος Χατζιδάκις, τραγούδι: Νινέτ Λαβάρ – Γρηγόρης Μπιθικώτσης
Ηχογράφηση του 1960.
Από την ομώνυμη ταινία του Ντίνου Δημόπουλου (1959).
από το επίσημο site
http://www.hadjidakis.gr/diskography/album_details.asp?AlbumID=68
Κατά τα άλλα συμφωνώ απολύτως σε όσα αναφέρεις.
@5
Δασκάλα, σε ευχαριστώ πολύ για τα παράσημα. Θα σε ευχαριστούσα όμως πιο πολύ αν είχες κέφι να μας στείλεις δικές σου αντίστοιχες δοκιμιακές γραφές….μπας και ξαναβρούμε μπούσουλες…
Παρά το ότι το Κλωτσοσκούφι αποδίδεται αλλού στον Αλέκο Σακελλάριο και δεν έχω τη δυνατότητα να κάνω τον ντέτεκτιβ εκείνης της περιόδου, η τρίτη κατηγορία στην οποία αναφέρθηκες πιο πολύ από τους στίχους του Σακελλάριου χαρακτηρίζεται. Αν έχεις πάντως πρόχειρο εκείνο τον διπλό δίσκο που είχε βγάλει με τα αποκηρυγμένα και δεν βαριέσαι ρίξε μια ματιά να δούμε ποιος αναγράφεται ως στιχουργός.
Στο “επίσημο” ζενερίκ από την Ταινιοθήκη της Ελλάδος ως στιχουργός αναφέρεται ο Σακελλάριος
http://www.tainiothiki.gr/Collection/film/1199
Ορισμένα άνθρωποι έχουν κριθεί οριστικά κι ευτυχώς που είναι έτσι. Ένας απ’ αυτούς είναι κι ο Μάνος Χατζιδάκις. Σαν μουσικός, σαν εραστής της τέχνης (όχι μόνο της δικής του κι όχι μόνο στα λόγια) και σαν προσωπικότητα που έπαιξε ένα πολύ σημαντικό ρόλο στο πολιτιστικό γίγνεσθαι της νεώτερης Ελλάδας.
Όσο για τον Γκάτσο, γιατί άραγε το παρακάτω δεν είναι ποίηση και τέτοια είναι μόνο η Αμοργός;
Πού πήγαν οι ώρες, πού πήγαν οι μέρες, πού πήγαν τα χρόνια,
φωτιά στα Χαυτεία, καπνιά στην Αιόλου, βρωμιά στην Ομόνοια,
ουρλιάζουν τριγύρω Φολκσβάγκεν και Φίατ, Ρενώ και Τογιότα,
σε λίγο νυχτώνει, στους άχαρους δρόμους θ’ ανάψουνε τα φώτα
κι ανθρώποι μονάχοι στην κόλαση ετούτη θα γίνουν λαμπάδα.
Πού πήγες Αφρούλα του ονείρου λουλούδι, πού πήγες Ελένη,
κρυφές αμαρτίες της άχαρης μέρας, το φως δεν ξεπλένει,
μονάχα πληβείοι με μάτια θλιμμένα χτυπάνε καρτέλες,
στον άθλιο μισθό τους σφιχτά κολλημένοι σαν στρείδια, σαν βδέλλες,
για ένα τριάρι, για λίγη βενζίνα για μιά φασολάδα.
Πού πήγες αγάπη, παράδεισε πρώτε, πού πήγες ελπίδα,
περάσαν οι μέρες, περάσαν τα χρόνια κι ακόμα δεν είδα
ατρόμητους άνδρες, σοφούς κυβερνήτες, μεγάλους αντάρτες,
να σπάζουν τις πύλες, να ρίχνουν τα τείχη, ν’ αλλάζουνε τις στράτες
κι η νύχτα να γίνει χρυσό μεσημέρι κι η χώρα λιακάδα.
Πώς τα ‘κανες έτσι τα μαύρα παιδιά σου Ελλάδα, Ελλάδα.
Δηλάδη ο Σολωμός κι ο Καρυωτάκης τι είναι;
Σε τούτο τον τόπο απ’ την εποχή του Ομήρου και του Αισχύλου τραγούδια γράφουμε, τραγούδια λέμε. ότι όνομα κι αν τους δώσετε!
Την ώρα που υποθέτω ότι έγραφε ο Περιηγητής άκουγα από μια παλιά κασέτα τα λόγια του Θόδωρου Παπαδημητρίου. Ο απόηχος ήταν η φράση του “ο πολιτισμός στην Ελλάδα είναι μια πλαστή συνείδηση” ή κάπως έτσι…Ο καθένας ας υπογράψει για τον εαυτό του τι έχει κριθεί οριστικά και τι όχι. Εγώ όσο γίνεται προσπαθώ να νιώθω ακόμη ζωντανός.
Το να λέει κάποιος ότι “ο πολιτισμός στην Ελλάδα είναι μια πλαστή συνείδηση” είναι τελείως υποκειμενικό. Αυτά που έχουν κριθεί όχι!
Στην υγεία σας…
(το γράφω επί δύο γιατί την πρώτη φορά δεν το έβγαλε στο πλάι)
Κύριον Παπαγεωργίου Ενταύθα (στο poiein δηλαδη).
«Εκτός αν σας ικανοποιεί το σύγχρονο έντεχνο. Δκαιωμά σας.»
Σαφώς και ειναι δικαίωμά μου ασχέτως αν το γράφετε σα να ειναι… πρόβλημά μου.
Και οχι δεν με ικανοποιει το σύγχρονο έντεχνο αλλά εξακολουθώ να μην καταλαβαίνω γιατι το πιστώνετε στον Μ. Χατζιδάκι. Είναι μεγάλη συζητηση κι ευχαριστως να την κάνουμε αλλά κάπως αλλιώς και κάπου αλλού.
Κι εδω θέλω να σημειώσω οτι είχαμε μιαν αξιολογοτατη αναρτηση για τη ΣΤΙΧΟΥΡΓΙΚΗ του συνθέτη και τα περισσότερα σχόλια μιλούν γενικά περι Χατζιδάκι.
Κι αν νομίζετε πως σκοτάφτετε στον μέσο όρο που λέει και η Μάτα Χάρι αμέσως μετά από εσας, τι να πω, δεν εχετε παρά να τον κλωτσήσετε.
Δεν διαφωνούμε κ.Βλαχογιώργου, πολύ καλή η ανάρτηση για τη στιχουργική. Η συζήτηση είναι μεγάλη και ενδιαφέρουσα κι ευχαρίστως να την κάνουμε. Ο χώρος των σχολίων είναι μικρός. Κι εγώ νομίζω δεν τα κατάφερα να γίνω κατανοητός και να πω αυτά που θέλω να πω ουσιαστικά.
Συγνώμη για το λάθος στο όνομά σας. Με βάλατε στη θεση μου ως προς αυτό.
Καληνύχτα σας
Δεν θέλω να βάλω κανέναν στη θέση του. Θέλω να απαλλαγούμε από στερεότυπα. Να δούμε πέρα απ’ την ρομαντική άποψη στη βάση των δημιουργικών προσωπικοτήτων. Ν΄αρχίσουμε να συλλαμβάνουμε την ιστορία του πολιτισμού μας και ως μια ιστορία ιδεών. Έναντι και ξέχωρα απ’ το παρελθόν, σε όλη την ποικιλία και την ενότητα της ίδιας της ανάπτυξής του ώστε να φανούν και οι όποιες δυνατότητές του για το μέλλον.
Σ’ αυτό το πλαίσιο το κείμενο του κ.Αραβανή αποτελεί μια ενδιαφέρουσα απόπειρα.
* διευκρίνηση
πέρα απ’ την ρομαντική άποψη που στέκεται μόνο στη βάση των δημιουργικών προσωπικοτήτων
Σπύρο μπράβο!
TYXAIA EΠΕΣΑ ΣΤΗΝ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΥΣΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΚΑΙ ΤΟ ΜΟΝΟ ΠΟΥ ΕΧΩ ΝΑ ΠΩ ΣΤΟΝ ΚΥΡΙΟ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ (ΠΑΝΤΑ ΜΕ ΕΚΤΙΜΗΣΗ) ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΜΗ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΕΙ ‘ΨΑΡΩΤΙΚΑ’ ΤΟΥΣ ‘ΠΑΓΟΥΣ ΤΟΥ ΘΡΙΑΜΒΕΥΟΝΤΟΣ ΜΗΔΕΝΟΣ’ ΣΤΟΝ ΕΠΙΛΟΓΟ ΤΟΥ. ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΟ ΤΟΥ! ΟΣΑ ΓΡΑΦΕΙ ΔΕΙΧΝΟΥΝ ΑΓΝΟΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΓΚΑΤΣΟΣ. Ο ΓΚΑΤΣΟΣ ΔΕ ΣΩΠΑΣΕ ΠΟΤΕ. ΟΙ ΣΤΙΧΟΙ ΤΟΥ (ΥΨΗΛΟΤΑΤΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ) ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΣΤΟΜΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΜΙΣΟ ΑΙΩΝΑ ΤΩΡΑ ΚΙ ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ Η ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΔΙΚΑΙΩΣΗ. ΠΟΣΟΙ ΤΟ ΚΑΤΑΦΕΡΑΝ ΑΥΤΟ; ΕΙΝΑΙ Ο ΜΟΝΟΣ ΣΤΟΝ ΟΠΟΙΟ ΥΠΟΚΛΙΝΟΝΤΑΝ ΕΛΥΤΗΣ, ΣΕΦΕΡΗΣ, ΚΟΥΝ, ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ ΚΙ ΕΚΑΤΟΝΤΑΔΕΣ (ΚΥΡΙΟΛΕΚΤΙΚΑ) ΑΛΛΟΙ.
ΤΟ ΓΡΑΦΕΙ ΑΥΤΟ ΚΑΠΟΙΟΣ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΚΑΝΕΙ ΕΡΕΥΝΑ ΕΤΩΝ, ΑΠΟΔΕΛΤΙΩΣΗ ΚΑΙ ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΟ ΣΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ. ΚΙ ΟΠΩΣ ΛΕΝΕ ΚΙ ΟΙ ΝΕΟΙ ΣΗΜΕΡΑ: ΓΚΑΤΣΟΣ: RESPECT.
Υ.Γ.
ΑΓΑΠΗΤΗ ΣΤΕΛΛΑ ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΣΟΥ ΕΙΝΑΙ ΥΠΕΡΟΧΑ. ΟΥΤΩΣ Η ΑΛΛΩΣ ΣΥΜΦΩΝΩ ΚΑΙ Μ’ ΟΣΑ ΓΡΑΦΕΙΣ ΠΑΝΤΑ (ΑΣΧΕΤΟ: ΠΑΝΤΩΣ ΝΑ ΞΕΡΕΙΣ Ο ΜΟΥΤΣΗΣ ΕΠΗΡΕΑΣΤΗΚΕ ΑΠ ΤΟ [PROGRESSIVE ROCK- ΑΠΟΔΕΔΕΙΓΜΕΝΟ ΜΕ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΚΑΙ ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΕΣ. ΠΟΤΕ ΔΕ ΣΥΝΕΒΗ ΤΟ ΑΝΤΙΘΕΤΟ ΟΠΩΣ ΑΦΗΣΕΣ ΝΑ ΕΝΝΟΗΘΕΙ ΣΤΟΝ ΜΕΤΡΟΝΟΜΟ. ΘΑΘΕΛΑ ΚΑΠΟΤΕ ΝΑ ΤΑ ΠΟΥΜΕ ΚΙ ΑΠΟ ΚΟΝΤΑ.
Γιαυτό λοιπόν περιμένω μελέτες και βιβλία για το έργο του Γκάτσου και του Χατζιδάκι που να φωτίζουν πολύπλευρα το έργο τους και να εξηγούν γιατί είναι μεγάλοι δημιουργοί και γιατί κατάφεραν αυτά που κατάφεραν.Όχι με υμνολογίες και νοσταλγικές αναμνήσεις. Να ξεφύγουμε απ’ το δέος μπροστά στις προσωπικότητες και το έργο και να ασχοληθούμε σοβαρά ΜΕ το έργο. Καιρός δεν είναι;
@29
κ.Παπαθανασίου,
αν περιμένετε μελέτες και βιβλία να σας εξηγήσουν γιατί ο Χατζιδάκις και ο Γκάτσος είναι μεγάλοι, φοβούμαι ότι δεν θα καταλάβετε ποτέ.
Η επαφή μας με το τραγούδι -είτε σαν δημιουργοί είτε σαν ακροατές- είναι βιωματική. Έτσι το κάθε τραγούδι-κομψοτέχνημα είναι μια μικρογραφία της αρμονίας της φύσης και στεκόμαστε με δέος μπροστά του, όπως στεκόμαστε στο ηλιοβασίλεμα, στην πανσέληνο και τον τυφώνα.
Ο νόστος και η ανάμνηση δε, είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με το τραγούδι. Γιατί λοιπόν να ξεφύγουμε απο αυτά;