Ἡ νέα ποιητική συλλογή τοῦ Δημήτρη Κοσμόπουλου εἰσβάλλει μέ τίτλο ἀπροσδόκητο, παράδοξο γιά τήν τρέχουσα ποιητική ἀντίληψη, τίτλο πού φαίνεται νά προσιδιάζει στήν τάξη τῶν θετικῶν ἐπιστημῶν: Pixels. Ὅρος ξενόγλωσσος σέ ἀκοή καί γραφή, ‒εἰκονοστοιχεῖα στήν ἑλληνική ἐκδοχή του‒ τά pixels δηλώνουν τά στοιχειώδη τμήματα μιᾶς ψηφιακῆς εἰκόνας, τά ἐλάχιστα κομμάτια στά ὁποῖα αὐτή μπορεῖ νά ἀναλυθεῖ.

Εἶναι ἡ ἐπιλογή ἑνός τέτοιου τίτλου ἀντιποιητική; Ὄχι, ὅταν στοχεύει νά διεκτραγωδήσει τό ψευδεπίγραφο εἰκονικό περιβάλλον μέσα στό ὁποῖο ἔχει παραδοθεῖ ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος. Ἐγκλωβισμένος στή μόνωση, ὑποταγμένος στήν παντοδυναμία τῆς ὀθόνης, χωρίς φαντασία, χωρίς θέληση, καταργεῖ τό πρόσωπό του, ὑποκείμενος σέ «πιξελοποίηση» (pixelization), ὅπως ὀνομάζεται ἡ ἀπόκρυψη μιᾶς εἰκόνας μέσω ὁμαδοποίησης τῶν εἰκονοστοιχείων της.

Ὅμοιος μέ εἰκόνα χαμηλῆς ἀνάλυσης, μέ ἐξαφανισμένα τά ἐπιμέρους στοιχεῖα τῆς ἰδιοσυστασίας του πίσω ἀπό ἕναν θολό ἑσμό πίξελς, εἶναι ὁ κόσμος πού ἀνατέμνει μέ τήν ποίησή του ὁ Δημήτρης Κοσμόπουλος. Τό θέμα τό εἶχε ἤδη θίξει σέ προηγούμενη συλλογή του, τό Θέριστρον (2018), στό ποίημα «Tele-scertso», ὅπου οἱ ἄνθρωποι ἐμπρός στήν τηλεοπτική ὀθόνη παύουν νά μιλοῦν (ἤτοι νά ἐπι-κοινωνοῦν), γιά νά μήν τή θυμώσουν, καθώς ἐκείνη «βρέχει θάνατο», καθώς «ἀφέντης, Ἄναξ / εἶναι οἱ εἰδήσεις κι οἱ ρεκλάμες. Πάρε Xanax».

Στή νέα συλλογή του ὁ ποιητής ἐπανέρχεται ἐκτενέστατα, καταγγέλλοντας τήν ἀλλοτρίωση τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου· τή μοναξιά πού ἐξυφαίνεται μέσ’ ἀπό τήν ὁμαδοποίηση τῆς χαμηλῆς ἀνάλυσης· τῶν χαμηλῶν ὁριζόντων:

 

Κι ὅμως αἰχμάλωτοι μές στό καθρέφτισμά μας

σέ γυάλινη ἁλυκή, κόκκοι, εἰκονοστοιχεῖα

ἕκαστος στήν ὀθόνη του κι ὅλοι μιά συστοιχία

στοῦ τίποτα τό κάτοπτρο, θεατές στό ξέφτισμά μας,

γυρεύουμε ἕνα ἄγγιγμα, μά τό γυαλί ἐμποδίζει.

 

Τόν κύριο θεματικό ἄξονα τῆς συλλογῆς συναποτελοῦν δύο ἀντιθετικοί πόλοι: ὁ θάνατος καί ἡ ὄντως ζωή. Καθώς τά ποιήματα πού τήν ἀπαρτίζουν ἔχουν γραφτεῖ σέ περίοδο ἀγωνίας, τόσο συλλογικῆς ἐξαιτίας τοῦ λοιμικοῦ ἰοῦ ὅσο καί προσωπικῆς λόγω προβλημάτων ὑγείας τοῦ δημιουργοῦ τους, χαρακτηρίζονται ἀπό πόνο καί ἀβεβαιότητα, φωταγωγοῦνται ὅμως ἀπό ἐσωτερικό φῶς, σέ ὑψηλή ποιητική ἀνάλυση. Ἤδη τά προτασσόμενα στό βιβλίο τρία ἀποσπάσματα, ὡς προμετωπίδα, εἰσάγουν τόν ἀναγνώστη στό κλίμα. Μετά τή «θλιβερή πόλη καί τήν αἰώνια ὀδύνη» τῆς Κόλασης τοῦ Δάντη καί «τῆς λοιμικῆς τό κοπτερόν δρεπάνι» τοῦ Ἰακωβάκη Ρίζου Νερουλοῦ, ὁ ποιητής μᾶς ὁδηγεῖ «ἀπό ὄνειρο σέ ὄνειρο καί ἀπό ρυθμό σέ ρυθμό στήν αἰθέρια ὀπτασία» τοῦ Γέιτς. Ἕνα ἀπόσπασμα, ἐπίσης προτασσόμενο, ἀπό τό «Ἔγκλημα καί τιμωρία» τοῦ Ντοστογιέφσκι (στήν κλασική μετάφραση Παπαδιαμάντη), συνάδει ἀπόλυτα μέ τή θεώρηση τοῦ Κοσμόπουλου.

Σέ πολλά ἀπό τά ποιήματα τῆς συλλογῆς προβάλλει, ἄμεσα ἤ ἔμμεσα, ἡ βροτολοιγός πανδημία τοῦ κορωνοϊοῦ (καί προγενέστερων λοιμώξεων) καί ὅ,τι αὐτή συνεπιφέρει: τόν ἐγκλεισμό, τήν ἀποξένωση, τήν ψυχολογική ἀνισορροπία, τόν πνευματικό θάνατο ἐμπρός στήν ὀθόνη, τή διάσπαση ἐν τέλει τῆς ἀνθρώπινης εἰκόνας μέσα στήν ψηφιακή ὁμίχλη τῶν πίξελς: «Yersinia pestis τό βακτήριο τῆς πανώλης / μιλιούνια οἱ νεκροί, τούς κήδευε ὁ Δάντης, / SARS-CoV-2 εἴπανε οἱ ἱεροφάντες / τῶν ἐργαστηρίων τόν ἰό μέ τήν κορώνα…». Ὁ ποιητής περιγράφει ἐναργῶς τό πόσο ἀλλοιώνεται τό τοπίο ἀπό τήν ἀπειλή, ἔξωθεν καί ἔσωθεν:

 

Ἡ λοιμική ἁπλώνει σέ κάμπους καί βουνά.

Ἀόρατος ἰός ἀσπίδος τῶν ἐργαστηρίων.

Στίς ἄδειες πόλεις ἡσυχία κοιμητηρίων.

Τοῦ ἡλίου τό δρεπάνι μαῦρο ξεκινᾶ

 

ἀπό τό χάραμα ὥς τῆς νύχτας τό σκοτάδι.

Ἀόρατος θερισμός, στό φῶς καί στόν ἀέρα.

Τῆς ἄνοιξης, σεπτή μας, σιωπηλή, Μητέρα,

τόν κόσμο κάναμε ξενοδοχεῖο τοῦ Ἅδη

 

λατρεύοντας τῆς Δεηρᾶ τήν εἰκόνα,

καίγοντας στό ἐφήμερο τόν ἱερό κανόνα.

Ξεχάσαμε τόν ὕμνο τῶν παίδων ἐν καμίνῳ.

 

Καί ὅσοι μέσα στίς φλόγες τοῦ on-line αἰῶνα

φτύνουνε τό κράτος τοῦ Ἀρμαγεδδῶνα,

κλείνονται σέ κρεματόρια, ὡς «ὑψηλοῦ κινδύνου».

 

Ὁμοίως σατιρίζει, μέ πικρό χιοῦμορ καί (αὐτο)σαρκασμό, τό πόσο ἐπιδερμικά καί ἐγωκεντρικά πολιτεύονται ἔναντι τῆς ἀπειλῆς «ποιηματογράφοι» τινές τοῦ διαδικτύου, σέ ἕνα σονέτο ἄξιας συνομιλίας μέ τόν Καρυωτάκη:

 

Θά ἀναρτήσω στίχους γιά τήν πανδημία

στό Facebook καί στό διαδίκτυο.

Μέ ὕφος φυσικό θά ’χω φωτογραφία

στήν chez-long μέ σῶμα ἡμι-ύπτιο.

 

Θά ἀναφερθῶ πλαγίως στούς μεγάλους,

στόν Δάντη, ἐνδεχομένως στόν Καμύ,

μέ τρόπο σίγουρο ἀφήνω πίσω μου τούς ἄλλους

νά λένε γιά Σουρῆ, γιά Ραγκαβῆ

 

στοχαστικά καθώς κοιτῶ ἀπ’ τά γυαλιά μου.

Οἱ στίχοι μου κομίζουν μεγαλεῖο.

Ὅλα τά likes θά ἐξυμνοῦνε τήν μιλιά μου.

 

Ἕνα ἕνα τ’ ἀνεβαίνω τά σκαλιά,

Ἐπίκειται τό ἑπόμενο βραβεῖο,

μέ τήν δόξα, στό βάραθρο, ἀγκαλιά.

 

Πόσο ὁ ἄνθρωπος ἦλθεν εἰς ἑαυτόν ἀπό αὐτή τήν πληγή; Πόσο προβληματίστηκε, πόσο ἀνένηψε; Ἐρώτημα πού ὁδηγεῖ τό βιωματικό λόγο τοῦ ποιητῆ πρός τόν σαρκωθέντα Λόγο, διαβαίνοντας ἐκ τοῦ θανάτου πρός τήν ζωή. Ὁ Κοσμόπουλος ἑστιάζει στό ζήτημα τοῦ πόνου καί τοῦ θανάτου (λοιμικοῦ καί πνευματικοῦ), ἐναγωνίως μέν ἀλλά γρηγορῶν· ὄχι «ὡς οἱ μή ἔχοντες ἐλπίδα». Γνωρίζει ‒καί μᾶς γνωρίζει‒ ὅτι ὁ πλέον ἐπίφοβος ἰός εἶναι ἐκεῖνος πού δέν φθείρει μόνο τό σῶμα ἀλλά καί τήν ψυχή. Αὐτός πού καθιστᾶ τόν ἄνθρωπο ἄφρονα, πού ὁδηγεῖ τό πνεῦμα σέ ὕπνωση καί τό νοῦ σέ παραζάλη. Βρίσκει ἐδῶ τήν εὔστοχη θέση της στό βιβλίο ἡ προλογική ἀναφορά στόν Ντοστογιέφσκι, ὅτι «ἡ φοβερά καί πρωτοφανής ἐπιδημία, ἡ ἐλθοῦσα ἐκ τοῦ βάθους τῆς Ἀσίας», καθιστοῦσε τούς ἀνθρώπους παράφρονες, ἀνίκανους να συνεννοηθοῦν, ἀφοῦ «πᾶς τις ἐνόμιζεν ὅτι κατέχει μόνος τήν ἀλήθειαν», ὥστε «νά ἐγκαλῶσιν ἀλλήλους, νά μάχωνται, νά φονεύωνται».

Προβάλλει λοιπόν στήν ποίηση τοῦ Κοσμόπουλου ὁ δεύτερος πόλος τῆς συλλογιστικῆς του: ἡ ὄντως ζωή. Ἡ πληγή τῆς πανδημίας θά ὁδηγήσει ἄραγε τόν τάλανα κόσμο μας στήν ἀναθεώρηση τῶν προτεραιοτήτων του, στήν ἀνάνηψη, στή μετάνοια (ἤγουν τήν ἀλλαγή τοῦ νοῦ), ἤ θά τόν βυθίσει περαιτέρω στήν ἀπόγνωση καί τήν ἄρνηση; Ὁ ποιητής ἐπανενώνοντας τά πίξελ σέ συμπαγῆ εἰκόνα ὑποδεικνύει τό δρόμο· αὐτόν πού ἐγκαταλείψαμε «καίγοντας στό ἐφήμερο τόν ἱερό κανόνα», τόν Ἐσταυρωμένο Θεό, τόν ἐσταυρωμένο  ἄνθρωπο, αὐτόν πού ἐμπρός του στέκουμε καθημαγμένοι καί ἀναφωνοῦμε:

 

Πῶς μέ καῖνε τά μάτια σου κι εἶσαι ὅλος ματωμένος μ’ ἐνδύματα σχισμένα

φτερούγα ἀγάπης ἄχραντη, καί νά ’μαι σκοτωμένος κι ὅλο κοιτᾶς ἐμένα

κι ἄλλοτε πάλι στέκεσαι μέ τόν σταυρό στόν ὦμο στό πού σ’ ἁρμόζει φῶς

μέ τίς πληγές σου ὁλάνοιχτες καί τό κορμί ἀπ’ τόν δρόμο τῆς πίκρας μου ἀδελφός.

 

Ὁ θάνατος αὐτός προϋπῆρχε. Εἶναι ἐγγενές στοιχεῖο τῆς ἀποστασίας τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό «καλόν κἀγαθόν», τῆς διολίσθησής του ἀπό τή θεία ἐλευθερία στή δουλεία τοῦ νῦν αἰῶνος. Θάνατος ψυχικός πού προηγεῖται τοῦ σωματικοῦ καί καλύπτει μέ νέφη τόν ζωοδότη ἥλιο, θάνατος πού μέσ’ ἀπό τήν ἄρνηση ἀκυρώνει τό φῶς. Ὅμως Ἐκεῖνος:

 

Παίρνει τούς δρόμους μοναχός καί πάει,

νύχτα χτυπάει στίς πολυκατοικίες.

Ρακένδυτος γυρνάει σέ πάρκα, σέ πλατεῖες.

Μέ τοῦ ὕπνου μας τούς πυρετούς πονάει,

 

πατέρας σέ ἀγωνία γι’ ἄρρωστο παιδί του.

Ἡ λάμψη τῶν ἠλεκτρικῶν χαράζει τήν μορφή του,

τά μάτια του στάζουν ἀγιάζι. Λέει: «Δές

στά χέρια μου καί στήν πλευρά πληγές».

 

Χτυπάει κουδούνια, θύρες, παραθύρια,

μά δέν μποροῦμε, παίζει ἡ τηλεόραση.

Τυφλοί ἐκ γενετῆς, στήνουμε δικαστήρια,

τόν ξαναφέρνουμε στά κρατητήρια (…)

 

Ὁ ἰός τοῦ θανάτου, ὁ λοιμικός τῆς ἀσθένειας καί ὁ χοϊκός τοῦ νοῦ, ἀφοπλίζεται ἀπό τόν υἱό τοῦ Θεοῦ, πού ἔγινε υἱός τοῦ ἀνθρώπου «ἵνα καταργήσει τό κράτος τοῦ θανάτου». Στή διπολική αὐτή ἀναζήτησή του, μεταξύ ἰοῦ καί Υἱοῦ, ὁ Δημήτρης Κοσμόπουλος χρησιμοποιεῖ ὡς διαύλους ποικίλα σύμβολα, τά ὁποῖα ἐπανέρχονται στούς στίχους του, μέ κυριότερα ἐξ αὐτῶν τή σπηλιά, τό κερί καί τό δέντρο.

Κάθε σπήλαιο εἶναι φορτισμένο μέ ἱερότητα σέ ὅλες τίς θρησκεῖες καί σέ ὅλες τίς χρονικές περιόδους. Εἰσχωρεῖ στό σῶμα τῆς «Μάνα Γῆς», ἐπιτρέποντας στούς μυημένους τήν πρόσβαση στίς ἐκεῖ ἐνδημοῦσες δυνάμεις, κοσμογονικές, γονιμικές καί χθόνιες. Στή χριστιανική παράδοση συνδέθηκε ἄρρηκτα μέ τή γέννηση τοῦ Κυρίου, ἀλλά καί μέ τήν κάθοδό του στόν Ἅδη ἀπό τό «λελατομημένον» στήν πέτρα μνημεῖο. Ὡς πολυσήμαντο σύμβολο, ἡ σπηλιά κατέχει κεντρική θέση στά ποιήματα τῆς συλλογῆς. Ἀρχικά εἶναι ὁ τόπος τοῦ σκότους καί τοῦ θανάτου, ὁ συλλογικός καί ὁ προσωπικός, ὁ τόπος ἀπώθησης ἤ συσώρευσης τοῦ ἔξωθεν ἄχθους καί τοῦ ἔσωθεν φόβου:

 

Αἵματα τόσων φονικῶν στοιχειῶσαν τήν σπηλιά (…)

 

Γυμνός ἀπό θορύβων παραισθήσεις

ἀνέστιος εἰσοδεύεις στήν σπηλιά σου

….

Οἱ φόβοι νυχτερίδες στό σκοτάδι (…)

 

Εἶναι ἀκόμη τό πλατωνικό σπήλαιο τῆς ψευδαίσθησης, τῶν ἀνθρώπων πού, ὄντας ἔγκλειστοι στίς σύγχρονες πολυτελεῖς σπηλιές τους, ἀδυνατοῦν νά δοῦν μέ εὐκρίνεια τόν κόσμο τοῦ φωτός:

 

Μπάζα σκεπάζουν τήν σπηλιά τοῦ καθενός.

Τηλεοράσεις παλαιές, τάμπλετς καί κινητά 

λιμνάζουνε τ’ ἀπόβλητα τοῦ μηδενός (…)

 

Ὡστόσο, μέ τό γεγονός τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, τό ἴδιο σύμβολο ἐνδύεται καί νέο συμβολισμό, λυτρωτικόν αὐτή τή φορά:

 

Ὦ τῆς ἄνοιξης ἱερή μου ἀνατριχίλα (…)

σάρωσε τά μπάζα ἀπ’ τή σπηλιά

 

Μές στήν σπηλιά καί μέ τήν ἅγια πίκρα σου λυχνάρι

βρές τήν γωνιά τήν μυστική, κι ἐκεῖ

ἄναψε τά σβησμένα κάρβουνα, ψάξε τό χνάρι

ἀπό ἄγγιγμα πνοῆς χερουβικῆς.

Μά ἐσύ λάμψε, σπηλιά μου, χάρη μου κρυφή, λάμψε κι ἄς φτάσεις

νά στάζεις φῶς μετά τήν δωδεκάτη.

 

Στό συμβολιστικό σύστημα τοῦ ποιητῆ, καθώς τό σπήλαιο ἀπό τόπος ἄλγους μεταβάλλεται σέ ἀκριβό καταφύγιο καί βάλσαμο ψυχῆς, συμπλέκεται καί ἀντιπαρατίθεται μέ ἕνα ἄλλο σύμβολο· αὐτό τοῦ κεριοῦ:

 

Μπαίνεις στό σπήλαιο σκυφτός, κεράκι ἀναμμένο

στό ὑγρό σκοτάδι φέγγει ἡ εἰκόνα ἡ παληά,

τό ἄρρητο βλέμμα τῆς Μητέρας μέ τόν Γιό της ἀγκαλιά

σέ ντύνει θάλπος φτερωτό καί φῶς λησμονημένο.

 

Ἡ παρουσία τοῦ κεριοῦ στήν ποίηση τοῦ Κοσμόπουλου εἶναι ἐπίσης συχνή. Πανάρχαιο καί παγκόσμιο σύμβολο τοῦ θείου φωτός καί τῆς θεϊκῆς φωτιᾶς, τό κερί διαλύει τό σκότος καί τούς παντός εἴδους φόβους τούς κινούμενους μέσα του. Διαλύει λοιπόν καί τό σκοτάδι τῆς σπηλιᾶς τοῦ ποιητῆ, ὁδηγεῖ τή ζωή του ‒καί τή ζωή μας‒ ἀπό τή σιωπή τῆς θλίψης στά ἡλιόφωτα ἀνοιξιάτικα λιβάδια:

 

Μά ἐσένα ἔσταζε κερί ἡ σιωπή σου

….

πλέκοντας σέ σιωπῆς κερῆθρα τό κερί σου

γιά νά ματίσεις τό ἀρχαῖο σκαρί σου (…)

 

Πιάνεις τό νῆμα ἀπό τά τέλη Νοεμβρίου

νά φτάσεις στοῦ κρυφοῦ σου χρόνου τή σπηλιά,

μῆνες ἑφτά ὕφαινες κερί σέ στάση ἐμβρύου

κι ἦρθεν ὁ Μάης μέ τίς μέλισσες καί τά πουλιά.

 

Μυρίζουν τό κεράκι σου οἱ μέλισσες καί τρέχουν

τή γύρη ν’ ἀποθέσουνε, τό δάκρυ τῶν ἀνθῶν

καί τά πουλιά χαρούμενα τόν στέφανό σου ἐξ ἀκανθῶν

στά ράμφη τους κελαρυστά μέ τήν φωνή τους πλέκουν.

 

Τρίτο χαρακτηριστικό σύμβολο πού κυριαρχεῖ στή συλλογή εἶναι τό δέντρο καί γενικότερα ἡ βλάστηση (φύλλα, σπόροι, κῆπος), μέ παραπομπή στόν κῆπο τῆς Ἐδέμ ἀλλά καί τῆς Γεθσημανῆ (ποίημα «Κῆπός τις ἐστί») ἤ στήν παραβολή τοῦ σπορέως:

 

Οἱ σπόροι μας δέν βρίσκουνε χῶμα γιά νά πεθάνουν.

Ἄρριζοι, μουχλιασμένοι πέφτουνε στήν ἄμμο,

ψυχρή, κινούμενη, λίμνη ψευδῶν εἰκόνων,

μυριάδες κόκκοι, pixels, θάλασσα ἐδῶ χάμω.

 

Δέν ἔχει χῶμα νά ριζώσεις τοῦτος ὁ καιρός.

Πῶς νά βλαστήσουν σπόροι δίχως νά πεθάνουν.

Στήν πάχνη τῆς αἰθαλομίχλης μόνο αὐξάνουν

ἄγουρα ἐκτοπλάσματα καί μικροβίων σωρός.

 

Τό δέντρο, ὡς παγκόσμιο ἐπίσης καί πολυσήμαντο σύμβολο, ἐκφράζει τή θαλερότητα καί τή γονιμότητα γῆς καί ἀνθρώπων, τήν ἐπικοινωνία τῶν τριῶν κοσμικῶν ἐπιπέδων (τῶν καταχθονίων μέ τίς ρίζες του, τῶν ἐπιγείων μέ τόν κορμό, τῶν οὐρανίων μέ τούς κλώνους καί τά φύλλα). Εἶναι τό κοσμικό δέντρο μέ τά πουλιά στίς φυλλωσιές του, τό δέντρο τῆς ζωῆς, τό  δέντρο τοῦ Παραδείσου, τό δέντρο τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ. Στή χριστιανική παράδοση τό δέντρο τῆς ζωῆς ταυτίζεται μέ τό σταυρό τοῦ Κυρίου, τόν κατακόρυφο καί ὁριζόντιο ἄξονα τοῦ ἀπελευθερωμένου ἀπό τήν ἁμαρτία κόσμου.

Τά συμβολικά αὐτά στοιχεῖα ἐμφιλοχωροῦν ἄμεσα ἤ ἔμμεσα καί στήν ποίηση τοῦ Κοσμόπουλου ὡς ἀντιστάθμισμα τῆς ἀλλοτρίωσης, ὡς πόθος λύτρωσης, ὡς ἔξοδος ἐπίσης ἀπό τό σκότος τοῦ σπηλαίου:

 

Πυκνές μεταλλικές κεραῖες ‒ δέντρο κανένα.

 

Διψάσαμε ἕνα ἄγγιγμα, ποθήσαμε τά φύλλα,

ὅταν τήν ὥρα τῆς νυχτός κοιμίζουν τά πουλιά.

  

Κουράγιο. Ἀκόμη ὑπάρχουνε τά δέντρα(…)

Πάρε ἀνάσα. Στήν σπηλιά σου μέσα

ριζώνει δέντρο ἀπό ξύλο ματωμένο,

μέ τό αἷμα καί τό ἅγιο μύρο ποτισμένο.

Στά φύλλα του τά ἄμοιρα πουλιά χωρέσαν (…)

Στήν ρίζα του μιά πέτρα δάκρυ στάζει (…)

ἄκουσε τά πουλιά στῶν φύλλων τήν βοή.

  

Αἵματα τόσων φονικῶν στοιχειῶσαν τήν σπηλιά,

μά ἰδές! Στό χῶμα της φυτρώνει μιά ἀντηλιά,

σταυρόφυτο δεντράμπελο κι ἀναθροΐζει, ρεῦμα

ἑνός ἀέρα ἀρχέγονου, μέ βότρυς καί μέ φύλλα.

 

Ἡ βιωματική σχέση τοῦ Κοσμόπουλου μέ τή χριστιανική ἀποκάλυψη, καταφανής στά πλεῖστα ποιήματα αὐτῆς τῆς συλλογῆς, ὅπως καί σέ ὁλόκληρο τό λογοτεχνικό του ἔργο, τοῦ δίνει τή δυνατότητα νά ὑπερβεῖ τόν προσωπικό σταυρό του, ἀλλά καί νά προβάλει πρός ἐμᾶς τό δρόμο τῆς ὄντως ζωῆς, τήν ἔξοδο ἀπό τά χαμηλῆς εὐκρίνειας εἰκονοστοιχεῖα. Ἐντούτοις ἡ ποίησή του δέν εἶναι «θρησκευτική»· δέν εἶναι διδακτική, προσευχητική, ὑμνητική ἤ ὅ,τι συναφές. Ὑπερβαίνει τά τετριμμένα, στοχεύει σέ ὑψηλές ἀναζητήσει ὄντας ταυτόχρονα καθημερινή, ριζώνει στόν ἱερό χῶρο καί ἐξακοντίζεται στόν ἱερό χρόνο, παραμένοντας ὅμως ἐν τῷ κόσμῳ, οἰκεία.

Τό δίπολο τῆς θεματολογίας ἀκολουθεῖται καί ἀπό ἐκεῖνο τῆς μορφῆς. Οἱ παραδοσιακές φόρμες, τά σονέτα, ἡ παραπομπή στά δημώδη ἄσματα («Δημῶδες σέ ρυθμό hip-hop», «Βινύλιο στίς 78 στροφές»), ἡ συνομιλία μέ τήν παλαμική ποίηση («Μέ τόν τρόπο τοῦ Παλαμᾶ») διασπαθίζονται ἀπό νεωτερικές ὑπερβάσεις, νοηματικές ἀλλά καί ρυθμολογικές, πότε μέ τήν παράκαμψη τῆς αὐστηρότητας τοῦ μέτρου, πότε μέ εὑρηματικές ὁμοιοκαταληξίες («δρῦ-ἁδρή, μηδέν-δέν, reality-παράλυτη»), πότε μέ τή μεταπήδηση ἀπό στροφή σέ στροφή, πότε μέ λεκτικές καί νοηματικές ἀντιθέσεις («τήν σιωπηλή μιλιά σου», «χιονίζει μές στήν καλοκαιριά», «τοῦ ἥλιου τό δρεπάνι μαῦρο», «βαθειά στό χῶμα ἔλαμπε φῶς»), πότε μέ τή διάσπαση τῆς γραφῆς ἀπό ξενόγλωσσες λέξεις τῆς τρέχουσας τεχνολογίας (pixels, facebook, likes, on-line, drones, digital, skype). Ἡ τελευταία ἐπιλογή στοχεύει ἐπιπλέον νά ἐπισημάνει ‒μέ εἰρωνική καί σαρκαστική πρόθεση‒ τή διάσπαση τῆς πολιτισμικῆς μας παρακαταθήκης καί τήν ἀλλοίωση τοῦ γλωσσικοῦ αἰσθητηρίου μας:

 

Μέ σταυρό, μέ τήν λόγχη, μέ σπόγγο, καλάμι

δέν σταυρώνουμε πιά. Εἶναι modé.

Κλιματιστικό Fujitsu ἔχει τό θολάμι,

τηλεόραση, laptop, ἐδέσματα gourmet.  

 

Ὁ ποιητής Δημήτρης Κοσμόπουλος, καί μέ τή συλλογή του αὐτή, συνεχίζει νά ἀνοίγει δρόμους στήν ἀναζήτηση νέας καί οὐσιαστικῆς ποιητικῆς ἔκφρασης. Ἐπανεφέρει τήν ἀνθρώπινη εἰκόνα στή θεία ἀφετηρία της καί ἐπανασυνθέτει τά διασπασμένα εἰκονοστοιχεῖα της στή συνολική τους εὐκρίνεια. Συναιρεῖ τό παραδοσιακό μέ τό νεωτερικό στοιχεῖο, ἐκφέροντας λόγο ἀπροσδόκητο καί ταυτόχρονα σαφῆ, τέμνοντα ἀλλά καί εὔχαρι, αἰσιόδοξο ἐν τέλει μέσα στόν πόνο:

Μακρυά, πέρα ἀπό τά νεκροταφεῖα τῶν αὐτοκινήτων, ἀνοίγω κοιμητήρια τερπνά. Μέ κυπαρίσσια. Νά, τό νερό τό ἀληθινό, ὅποιος τό πίνει δέν ξαναδιψᾶ. Νά ξαναβροῦμε μέρες δροσερές σάν φύλλα. Μιάν ἄνοιξη πέρα ἀπό τίς ὀθόνες εἶναι νά ’ρθεῖ. Νά ξαναβροῦμε τόν σταρένιο Ἰούνιο τῆς ψυχῆς. Ἐν θέρει καί ἐν ἔαρι τό ρῖγος τῆς θαλάσσης.