Θα ξεκινήσω με μια γνώση που μοιραζόμαστε όλοι και που συμπυκνώνεται στο ότι η Ποίηση διατρέχει όλο το χρόνο της ανθρωπότητας. Προϋπάρχει των δημιουργών της και συνεχίζει να υπάρχει μετά το θάνατό τους, περνώντας από γενιά σε γενιά, από τη μια ιστορική εποχή στην επόμενη. Η συνέχεια αυτή εξασφαλίζεται πάντα με τη διαμεσολάβηση κάποιου μέσου.
Στη χαραυγή της ανθρωπότητας, στους προφορικούς πολιτισμούς, πριν την επινόηση της γραφής αυτό γινόταν μέσω της ανθρώπινης φωνής, του αέρα. Αργότερα με τη γραφή, και ειδικά μετά τον Γουτεμβέργιο, το ρόλο του ενδιάμεσου ανέλαβε το βιβλίο, διαφοροποιώντας σταδιακά τον τρόπο γραφής δημιουργίας , τη μορφή και το περιεχόμενο των ποιημάτων, την ίδια τη ποίηση.
Στην εποχή μας η ποίηση κοινολογείται με τα βιβλία και το διαδίκτυο : Sites, blogs ψηφιακά λογοτεχνικά περιοδικά, face book, twitter και δεν γνωρίζουμε στο μέλλον τι άλλο σχετικό θα προκύψει.
Έχοντας μακροχρόνια εμπλοκή με το διαδίκτυο ως γραφιάς επέλεξα να γράψω δυο λόγια, εντελώς βιωματικά. Δύο λόγια που έχω αισθανθεί σχετικά με τις πιθανές αρνητικές επιπτώσεις της κατάχρησης του διαδικτύου στο ποιητικό υποκείμενο που υπερεκτίθεται σε αυτό.
Ο Καστοριάδης είχε γράψει ότι το κλέος και το κύδος ( η φήμη και η δόξα σε απλά σημερινά ελληνικά) είναι αυτά που επιζητεί ο καλλιτέχνης, φυσικά και ο ποιητής. Τα διαρκώς αναρτώμενα ποιήματα βιώνονται από το δημιουργό τους ως εγωτικά επιτεύγματα που ασυναίσθητα ερεθίζουν τις ναρκισσιστικές διαθέσεις του, δεδομένου ότι μέσω αυτών εκτίθεται στο καθεστώς απόλυτης διαφάνειας που χαρακτηρίζει το διαδίκτυο και μέσω αυτού στα πολύ περισσότερα βλέμματα των χρηστών σε σχέση με αυτά των αναγνωστών που πιθανόν να τον διαβάσουν.
Η μόνη επιδίωξη του δημιουργού από τη στιγμή που υπογράφει το λόγο του
είναι να αποστείλει ένα βροντερό, πλην όμως ματαιόδοξο «παρών». Δίνει ένα επιτήδειο στίγμα για να προσελκύσει και να παγιδεύσει.
Το λιγότερο που ζητάει απελπισμένα, είναι η επιβράβευση. Όταν ο Ποιητής δημιουργεί το ποίημα, αποπειράται να μιμηθεί το θεό. Αυτός προστάζει τη γένεση, αυτός εξουσιάζει και προδιαγράφει τη μοίρα των λέξεων.
«…τι δύναμη θα είχε ο Θεός χωρίς τους πιστούς του;»
Έτσι λοιπόν, ο δημιουργός αυτάρεσκα επιζητά το έργο του να λατρευτεί σε μιαν ιδιότυπη θρησκεία συναισθησιών.
Όποιος ισχυρίζεται ότι γράφει αποκλειστικά για τον εαυτό του, δεν είναι ειλικρινής. Η εγωιστική ρίζα της γραφής είναι πολύ βαθιά και μόνον ο ίδιος μετά από μεγάλη προσπάθεια μπορεί να την ξεριζώσει. Η μεγάλη έκθεση στο διαδίκτυο δεν βοηθά σε αυτό.
Ανιδιοτελής δημιουργός θα μπορούσε να είναι μόνον εκείνος ο οποίος αποτυπώνει κι αποκρύβει το έργο του. Δηλαδή, φροντίζει να παραμένει ανεπίσκεπτη η γραφή του.
Είναι γνωστή σε όλους η σημερινή, σχεδόν νοσηρή εμμονή του σύγχρονου ανθρώπου με τις selfies τις αυτοφωτογραφίες κάτω από τη λογική «αναρτώ selfie, άρα υπάρχω». Κατά αντιστοιχία ο ποιητής κινδυνεύει να εγκλωβιστεί στη λογική «αναρτώ ποιήματα, άρα ποιητικά υπάρχω» .
Το ποιητικό κύρος, η αξία των ποιημάτων εκπίπτουν σε μετρήσιμα μεγέθη όπως αυτά αποτυπώνονται από την απαρίθμηση των likes και των followers. Εισάγεται εν τέλει το ποσοτικό κριτήριο στη θέση του ποιοτικού λογοτεχνικού.
Δημιουργείται θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί μια καινοφανής ποιητικότητα που συντηρείται κατά κύριο λόγο από την εξαρτησιογόνo ιδιότητα του μέσου. Γίνεται έτσι η δημιουργία ποιημάτων καταναγκασμός προκειμένου αυτά να αναρτηθούν άμεσα συντηρώντας μία συνθήκη που εκβάλλει στη μετριότητα.
Προκειμένου να εισπραχθεί άκοπη αναγνώριση, δεν δίνεται χρόνος για ωρίμανση στη γραφή τους. Είναι θλιβερό να διαπιστώνεται πως δημιουργοί οι όποιοι στο παρελθόν έχουν γράψει αξιόλογα, τώρα, έχοντας εμπλακεί σε αυτήν τη διαδικασία, προσφέρουν μετριότατα γραπτά.
Το διαδίκτυο εισάγει μια καταναλωτική νοοτροπία η οποία επιβάλλει μια ταχυφαγική προσέγγιση της ποίησης, που έχει επιπτώσεις στον τρόπο που η σκέψη και το συναίσθημα εισπράττει το αναρτημένο ποίημα γιατί είναι εντελώς διαφορετικό πράγμα η ανάγνωση του βιβλίου, όπου το κάθε ποίημα έχει τη θέση του μέσα στο σώμα της ποιητικής συλλογής από την αποσπασματικότητα που χαρακτηρίζει τα μοναχικά αναρτημένα ποιήματα στο διαδίκτυο.
Ο “ποιητής” του διαδικτύου που υπερεκτιμά τον εαυτό του και τις ικανότητές του, επιζητά ακροατήριο χειροκροτητών. Στην αυλή του ευδοκιμούν μόνο τα παρασιτικά φυτά της κολακείας. Είναι αμφίδρομη η εξάρτηση μεταξύ ενός φυγόπονου δημιουργού και ενός αδέξιου αναγνώστη. Ο ένας, ζητάει απεγνωσμένα στήριγμα ανέλιξης από τον άλλον. Αυτή λοιπόν είναι η ελκυστική παγίδα του διαδικτύου. Με την ευκολία της άμεσης αποτύπωσης και της ανέξοδης ελπίδας για επιβράβευση παρασύρει ακόμα και άξιους δημιουργούς σε ατοπήματα γραφής.
Έχοντας λοιπόν κατά νου όλα αυτά και αποδεχόμενοι ότι δεν μπορούμε σαν σύγχρονοι Λουδίτες να αρνηθούμε την εξέλιξη των πραγμάτων, οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι χρειάζεται μια συνετή χρήση του μέσου συναισθανόμενοι τις πιθανές παρενέργειες του.
Είναι εύκολο να είνια κανείς επικριτικός.
Αν τα κλασσικά μέσα δημοσίευσης είναι τα λογοτεχνικά περιοδικά και οι ουσιαστικά αυτοεκδόσεις, το διαδίκτυο προσφέρει προφανή πλεονεκτήματα. Ο χρόνος δημοσίευσης των περιοδικών είναι υπερβολικά μεγάλος, τα λογοτεχνικά περιοδικά είναι ακριβά, οπότε κανείς δεν τα διαβάζει και από τότε που άρχισε η κρίση έχουν αφανιστεί σχεδόν όλα. Το διαδίκτυο είναι απέιρως πιο προσιτό. Δημοσιεύει γρήγορα, μπορούν να το διαβάσουν πολύ πιο εύκολα όσοι ενδεχομένως ενδιαφερθούν, χωρίς να απαιτείται να πληρώσουν το παραμικρό για κάτι τόσο ευτελές όσο μερικά ποιήματα, ή να χρειαστεί μέχρι και να τρέχουν στις δημόσιες βιβλιοθήκες για να βρουν συλλογές και περιοδικά που ειναι από χρόνια εκτός κυκλοφορίας.
Όσο για το επιχείρημα ότι το διαδίκτυο ρίχνει την ποιότητα, είναι λανθασμένο. Νομίζω λείπει το θάρρος να κοιτάξει κανείς κατάματα την πραγματικότητα. Δεν ήταν καλύτερη η ποιότητα της ελληνικής ποίησης όταν υπήρχαν μόνο τα “κλασσικά” μέσα δημοσίευσης, για να τη ρίξει το διαδίκτυο. Από τη δεκαετία του 1970 και μετά, η ελληνική ποίηση έχει να παρουσιάσει ελάχιστα πράγματα και ο μεγάλος όγκος της είναι για πολύ πέταμα. Μπορούμε βέβαια πάντα να αρνούμαστε τις δυσάρεστες αλήθειες και να κατηγορούμε κάθε καινοτομία για όλα τα κακά που ήδη μας κατατρέχουν από χρόνια.
Παρομοίως δε βρίσκω επαρκές το επιχείρημα περί “ταχυφαγικής προσέγγισης της ποίησης”, την οποία υποτίθεται ότι προωθεί το διαδίκτυο. Κάπως δε με ικανοποιεί ότι ουσιαστικά είναι μια επαναδιατύπωση της κριτικής του Τέοντορ Αντόρνο στη μαζική κουλτούρα, όπου αντί για το ραδιόφωνο και την κλασσική μουσική, έχουμε το διαδίκτυο και την ποίηση. Και όπως ο Αντόρνο ανήγαγε την ακρόαση ζωντανής εκτέλεσης κλασσικής μουσικής σε μια υποτιθέμενη “αυθεντική” καλλιτεχνική εμπειρία, με την οποία η ραδιοφωνική ακρόαση ούτε που μπορούσε να συγκριθεί και από την οποία οποιαδήποτε καλλιτεχνική εμπειρία αποκτηθεί είναι νόθα, παρομοίως ανάγεται το “σώμα της ποιητικής συλλογής” στον απόλυτο φορέα της ποιητικής εμπειρίας. Δεν είναι δύσκολο νομίζω να κατανοήσει κανείς πόσο ακραία είναι μια τέτοια θέση – αρκεί να υπενθυμίσω ότι τέτοια ποιητική συλλογή ο Κωνσταντίνος Καβάφης δε δημοσίευσε ποτέ. Επίσης, δε νομίζω ότι η “κλασσική” μέθοδος δημοσίευσης εμπόδισε μια τεράστια ομάδα ποιητών εδώ και τουλάχιστον πέντε δεκαετίες από το να είναι ολοκληρωτικά απρόσεκτοι. Αν θέλει κανείς να βρει ποίηση αδέξια γραμμένη, το πιο σίγουρο μέρος να την αναζητήσει είναι οι ποιητικές συλλογές – αν στο διαδίκτυο τα ποιήματα έχουν ημερομηνία λήξης, μια διαφορετική πάγια τακτική συναντάμε στις ποιητικές συλλογές: ελάχιστες συλλογές είναι εκείνες που δεν έχουν κάποια ποιήματα, συχνά μάλιστα και μεγάλο ποσοστό, ως παραγέμισμα. Όσον αφορά δε το επιχείρημα περί αδέξιων αναγνωστών, κάτι τέτοιο χωρά πολύ μεγάλη, χωριστή συζήτηση. Και πάλι νομίζω ότι μπορεί κανείς να αρνείται την πραγματικότητα και να εντοπίζει αδέξιους αναγνωστες εκεί που η σύγχρονη ποίηση μοιάζει να μην έχει πλέον αναγνώστες.
Το διαδίκτυο είναι ένα μέσο που μπορεί να βοηθήσει τα μέγιστα τόσο τους ίδιους τους δημιουργούς, όσο και τους αναγνώστες, με τρόπους που οι κλασσικές μέθοδοι δημοσίευσης αδυνατούσαν. Ούτε οι αναγνώστες, ούτε οι ποιητές, γίνονται χειρότεροι, γιατί τα αίτια της ποιητικής κάμψης είναι άλλα και το πρόβλημα υπάρχει από δεκαετίες. Το μεγάλο πρόβλημα του διαδικτύου ως εκδοτικού μέσου είναι ότι δεν έχει μονιμότητα και ό,τιδήποτε αναρτάται σε αυτό, κάποια στιγμή θα χαθεί. Αυτό ναι, αυτό είναι ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα. Ίσως να είναι η μοίρα της ποίησής μας τελικά, να σβήσει με το χρόνο, όπως έσβησε όλη η προφορική επική παραγωγή που δεν πρόλαβε να διασωθεί σε γραπτά έπη. Αν θα πρέπει να ελπίζουμε σε κάτι, είναι τουλάχιστον οι δικοί μας κόποι να έχουν λίγη από την αξία εκείνων των ξεχασμένων πια προγόνων μας.
Eγω απλά θα έλεγα ότι ελάχιστοι είναι οι ποιητές του διαδικτύου που θα δει κανείς κάτω α π ο ένα ποίημα το” like” , ε κτος αυτών των οποίων η ηθική τους επιτρέπει να φτιάχνουν α ντίποδες επί τούτου … Όπως και να χει το ίντερνετ είναι εργαλείο εργασίας το να γίνεις κακός αναγνώστης ίσως είναι από μια υποτίμηση που έρχεται σε αντίκρουση με την αίσθηση του καθήκοντος. Την ψαχουλευεσαι ψαχνεις να βρεις τι φταίει…