Στον ίδιο βαθμό που η ψυχή μας έχει φτιαχτεί αισθαντική, σ’ ίδιο βαθμό κι η Πολιτεία του Θεού είναι ταγμένη σ’ Αυτόν από τότε που δεν υπήρχε αρχή.

                                                              

                                                                                    Juliana of Norwich

 

Ι

 

Του κορακιού τα μάτια και το μάτι της κάμερας ανοίγουν

Στον κόσμο του Ομήρου, όχι στον δικό μας. Πρώτα και τελευταία

Μεγαλώνουν την γης, την δεκτική

Μητέρα θεών κι ανθρώπων× αν προσέχουν τους μεν ή τους δε

Είναι μόνο περνώντας: οι θεοί κάθονται φρόνιμα, οι άνθρωποι πεθαίνουν,

Αμφότεροι νιώθουν με τον δικό τους μικροπρεπή τρόπο, αλλά Αυτή

Μήτε κάνει τίποτε μήτε νοιάζεται,

Μονάχα αυτή είναι αληθινά παρούσα.

 

Το κοράκι επί της καμινάδας του κρεματόριου

Κι η κάμερα αλητεύοντας στη μάχη

Καταγράφουν ένα χώρο που ο χρόνος δεν έχει θέση.

Στα δεξιά ένα χωριό καίγεται, σ΄ ένα κεφαλοχώρι στ΄ αριστερά

Οι στρατιώτες πυροβολούν, ο δήμαρχος μπήγει τα κλάματα,

Οι αιχμάλωτοι οδηγούνται μακριά, ενώ σ΄ απόσταση ικανή

Βυθίζεται ένα πετρελαιοφόρο σε μια θάλασσα ανυπόμονη.

Έτσι συμβαίνουν τα πράματα× εις τους αιώνας των αιώνων

Άνθη δαμασκηνιάς πέφτουν πάνω στους νεκρούς, ο βρυχηθμός του καταρράκτη καλύπτει

Κραυγές μαστιγωμένων και στεναγμούς ερωτευμένων

Και το άστοργο λαμπρό φως στοιχειοθετεί

Μια στιγμή δίχως νόημα σε ένα αιώνιο γεγονός

Που ένας αγγελιοφόρος σφυρίζοντας, εξαφανίζεται μαζί του σ΄ ένα χαράκωμα:

Κάποιος απολαμβάνει τη δόξα, κάποιος υπομένει τη ντροπή×

Αυτός μπορεί, εκείνη πρέπει. Κανείς δεν φταίει.

Του κορακιού τα σταθερά μάτια και τ΄ άδολο μάτι της κάμερας

Βλέπουν τόσο ειλικρινά όσο ξέρουν, μα ψέματα λένε.

Το έγκλημα της ζωής δεν ειν’ ο χρόνος. Ακόμη και τώρα, αυτή τη νυχτιά

Ανάμεσα στα συντρίμματα της Μεταβιργιλιανής Πολιτείας

Όπου το παρελθόν μας είν’ ένα χάος από τάφους

και το συρματόπλεγμα απλώνεται μπροστά

Στο μέλλον μας μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι,

Η τραγωδία μας δεν είν’ Ελληνική: θάβοντας τους νεκρούς μας

Ξέρουμε χωρίς να ξέρουμε πως υπάρχει λόγος γι΄ αυτό που υπομένουμε,

Πως ο πόνος μας δεν είναι λιποταξία, πως οίκτο για μας

Δεν πρέπει να χουμε, ούτε για την πόλη ούτε για εμάς×

Όποιον οι προβολείς πιάσουν,

ο, τι κι αν τα ηχεία σαλπίσουν

Κανέναν μας δεν θ΄ απελπίσουν.

`

II

 

 

Μόνος σ΄ ένα δωμάτιο ο πάπας Γρηγόριος ψιθύρισε τ΄ όνομά του

Καθώς ο Αυτοκράτορας έχυνε την λάμψη Του σ΄ έναν άκεντρο

κόσμο

Απ’ όπου τύχαινε να βρισκόταν× η Νέα Πολιτεία εγέρθηκε

Επί της αντιπολίτευσής τους, το ναι και τ΄ όχι

Μιας αντίπαλης πίστης× το σπαθί, η τοπική αρχή

Δεν ήταν όλα× υπήρχε οικία και Ρώμης πολιτεία×

Ο φόβος του αγνώστου είχε χαθεί καθοδόν για τον βωμό.

 

Τα γενομένα, τα πεπραγμένα της Πολιτείας είχαν το νόημα διττό:

Τα μέλη γίναν ύμνων μέλη× εναγκαλισμοί με ζεστασιά

έξεφραζαν

Ένα δεσμό πιο μόνιμο× άπιστα πρόσωπα αντικατέστησαν

Τον οικογενειακό εχθρό στον εφιάλτη του χολερικού×

Τα τέκνα του ύδατος παρώδησαν με τις πόζες τους

Την ατέρμονη υπομονή των ουρανών×

Όσοι υπό Κρόνου γεννηθήκανε νιώσανε την σκοτεινιά της μέρας της χαλασματιάς.

Γραφιάδες και πανδοχείς διέπρεψαν× ύποπτες φυλές αναμείχθηκαν

Να σώσουν την Ιερουσαλήμ από έναν ανιαρό θεό,

Και πειθαρχημένοι ορθολογιστές πάλεψαν ν΄ ανακτήσουν τη σκέψη

Από τις εκκεντρικότητες του ιδιωτικού νου

Για την Λογική Πολιτεία× παγιδευμένα στα παραθύρια, τους μπαχτσέδες, τα λιμάνια της,

Άγρια θηρία, βαθιά ποτάμια και πέτρες στεγνές

Αναπαύονται νοσηλευμένα απ΄ το χαμόγελο μιας ελεήμονος Δεσποίνης.

 

Σε μια επαρχία αμμουδερή ο Λούθηρος αποκήρυξε ως σκαιό

Τον μηχανισμό που τόσο απαλά συγχώραγε και έσωνε

Αν κάποιος πλήρωνε× ανακοίνωσε στην Αμαρτωλή Πολιτεία ένα χάσμα χαμογελαστό

Που καμιά τελετή δεν δρασκελούσε× την ταπείνωσε μπροστά

στη Χάρη:

Εφεξής η διάσταση ήταν να γίνει δική της επίσης κατάσταση×

Τα συμπεράσματά της ήταν να χουν αμφιβολία,

Οι αγάπες της έπρεπε να υπομείνουν το φόβο της× μα ανασφαλή υπομονή έκανε.

 

Άγιοι δάμασαν, ποιητές θαύμασαν τον μαινόμενο Ηρώδη της Διαθήκης×

Οι φτωχοί θεατές θρήνησαν όπως στο κοσμικό σανίδι

Υψηλοί και κακοί όδευσαν προς τον χαμό μ΄ έναν βροντερό στίχο×

Χωρισμένη από αιτία και προδοσία η Πολιτεία

Βρήκε αόρατο έδαφος για συμφωνία μέσω ήχου με μετρημένο μέγεθος,

Ενώ ξύλο και πέτρα μάθανε στους αναίσχυντους

Τα παιχνίδια του ανθρώπου, να κολακεύουν, να κομπάζουν, να ναι πομπώδεις, να φωνασκούν.

 

Η φύση αμφισβητήθηκε εις το όνομα του Πρίγκιπα

Ομολόγησε, αυτά που ήθελε εκείνος ν΄ ακούσει, πως δεν είχε

ψυχή×

Μεταξύ του ικριώματος και της ψυχρότητάς της η συγκρατημένη κοψιά,

Του ειρωνικού χαμογέλου η θωριά έγινε η κοσμική κι

ευλαβής,

Ευγένεια απ’ την οποία η πόλη γέμισε: με τον δικό του αλαζονικό τρόπο

Ο άοπλος τζέντλεμαν έκαμε την δουλειά του

Σαν δικαστής των τέκνων της, σαν πατέρας των δρυμών της.

 

Σε μια εθνική μητρική πόλη ο Μιραμπώ κι η συλλογή του

Επιτέθηκαν στο μυστήριο× οι ασφυκτικά γεμάτες

πινακοθήκες  βρυχήθηκαν

Κι η ιστορία βάδισε στους ρυθμούς μιας καθάριας ιδέας,

Ο στόχος της Ορθολογικής Πολιτείας, γρήγορα να

θαυμάσει,

Γρήγορα να κουράσει: χαράμισε τον Ναπολέοντα και μετά τον πέταξε μακριά×

Οι ωχροί επιτηδευμένοι ήρωές της

Κίνησαν την πυρετώδη τους αποστολή για να βρούνε τον αγνό άνθρωπο.

 

Οι ερημιές ήσαν επικίνδυνες, τα νερά δύσκολα, τα ρούχα τους

Παράλογα αλλά, αλλάζοντας τις Βεατρίκες τους συχνά,

Με λίγο τον ύπνο, συνέχισαν, ύψωσαν την σημαία της Λέξης

Επί άνομων σημείων αρνημένων ή ξεχασμένων

Από τον φόβο ή την περηφάνεια της Μαρμαίρουσας Πολιτείας×

Οδηγημένοι από μισητές γονικές σκιές,

Εισέβαλαν και σβάρνισαν την κόλαση του τυπικού της εαυτού.

 

Χίμαιρες τους ξέσκισαν, ξοδεύτηκαν από το σπλήν,

Η αυτοκτονία τους διάλεξε, ποντισμένους στ’ Ακρωτήρι της Κατανάλωσης

Χαμένους στις Θάλασσες των Μέθυσων, ναυαγούς στους Νήσους του Χλευασμού

Ή παγιδευμένους μεσ’ στον πάγο της απελπισίας στον Πόλο

της Ψυχής,

Πεθάνανε, χωρίς τελειωμό, μόνοι× μα τώρα τ’ απαγορευμένο,

Το κρυμμένο, η έρημη γης έξω ήταν γνωστά:

Πιστοί χωρίς πίστη, πεθάνανε για την Ενσύνειδη Πολιτεία.

`

ΙΙΙ

 

Πέρα απ’ την πλατεία,

Ανάμεσα απ’ τα καμένα δικαστήρια και τ’ αρχηγεία της αστυνομίας,

Μετά τον Καθεδρικό που χει πέρα από κάθε επισκευή ζημία,

Γύρω απ’ το Γκράντ Χοτέλ το φτιασιδωμένο να φιλοξενεί δημοσιογραφία,

Κοντά στις παράγκες κάποιας Επιτροπής Πανικού,

Το συρματόπλεγμα διατρέχει την Πολιτεία του ορυμαγδού.

 

Πέρα απ’ τα πεδία,

Ανάμεσα σε δυο λόφους, δυο φίλους, δυο δεντριά, δυο χωριά,

Το συρματόπλεγμα περνά χωρίς να φιλονικεί ή να δίνει αιτία

Μα ο, τι τ’ αρέσει, ένα μέρος, ένα μονοπάτι, μια σιδηροδρόμων εσχατιά,

Το γούστο, την κουζίνα, τις τελετές, τον αστεϊσμό,

Το μοτίβο της Πολιτείας, όλα τα παραδίδει στο κενό.

 

Πέρα απ’ τον δικό μας ύπνο

Το συρματόπλεγμα επίσης περνά: μας κάνει και παρατάμε να δει την πτώση μας

Και λευκά καράβια πλέουν χωρίς εμάς παρόλο των άλλων τον θρήνο,

Φτιάνει στον Χορό των Χλευαστών το τιποτένιο σύκου φύλλο μας,

Δένει αυτόν με το μειδίαμα στο διπλό κρεβάτι,

Συνεχίζει να μεγαλώνει απ’ της μάγισσας το κεφάλι.

 

Πέρα απ’ το σύρμα

Που βρίσκεται πίσω απ’ τον καθρέφτη, η Εικόνα μας είναι η όμοια

Ξυπνητή ή ονειρεύεται: Δεν έχει να θαυμάσει εικόνας τρίμα,

Χωρίς ηλικία, χωρίς φύλο, χωρίς μνημοσύνη, χωρίς απληστία, χωρίς όνομα,

Μπορεί να μετρηθεί, να πολλαπλασιαστεί, να χρησιμοποιηθεί

Σε κάθε μέρος, σε κάθε εποχή να καταστραφεί.

 

Αυτό, είν’ άραγε φιλικό;

Όχι× αυτή είναι η ελπίδα μας× ότι Αυτό δεν λυπάται και μεις κηδεύουμε,

Ότι γι’ Αυτό, το τέλος δεν είναι στο σύρμα και στον χαλασμό:

Αυτή είν’ η σάρκα που είμαστε μα ποτέ δεν θα πιστέψουμε,

Η σάρκα που πεθαίνουμε αλλ’ είν’ ο θάνατος για ευσπλαχνία×

Αυτός είν’ ο Αδάμ για την Πολιτεία Του σε προσδοκία.

 

Ας μιλήσει η Αδυναμία μας

 

 

IV

 

Χωρίς εμέ ο Αδάμ θα χε εκπέσει οριστικά με τον Εωσφόρο·

ποτέ δεν θα μπορούσε να ουρλιάξει O felix culpa.

Εγώ ήμουν που πρότεινα την κλοπή του στον Προμηθέα· η ασθενική μου φύση

κόστισε στον Άδωνι τη ζωή.

Άκουσα τον Ορφέα να τραγουδά· δεν συγκινήθηκα τόσο όσο λένε.

Δεν ξεγελάστηκα απ’ τα προβατίσια μάτια του Ναρκίσσου· ήμουν χολωμένη με την Ψυχή όταν αυτή ξάφνου φώτισε.

Ήμουν μπιστική του Έκτορα· όσο κράτησε.

Αν μ’ άκουγε ο Οιδίποδας, ποτέ δεν θ’ άφηνε την Κόρινθο·

δεν έριψα ψήφο στην δίκη του Ορέστη.

Αποκοιμήθηκα όταν η Διοτίμα μίλαγε γι’ αγάπη· δεν ήμουν υπεύθυνη

για τα τέρατα που βάλανε σε πειρασμό τον Άγιο Αντώνιο.

Σε μένα ο Σωτήρας επέτρεψε ο Πέμπτος Του Λόγος απ’ τον σταυρό·

να ναι πρόσκομμα για τους στωικούς.

Ήμουν η ανεπιθύμητη τρίτη στις συναντήσεις του Τριστάνου με την Ιζόλδη· προσπαθήσανε να με δηλητηριάσουν.

Ίππευσα με τον Γκάλαχαντ στην Αποστολή Του για τ’ Άγιο Δισκοπότηρο·

χωρίς κατανόηση κράτησα τον όρκο του.

Ήμουν το πρέπον εμπόδιο στους γάμους του Φαούστου με την

Ελένη· μπορώ να καταλάβω ένα φάντασμα όταν το βλέπω.

Με τον Άμλετ δεν είχα υπομονή· μα τα συγχώρησα όλα στον Δον Κιχώτη

για την άδειά του ν’ ανεβώ στο κάρο.

Ήμουν το λήμμα που έλειπε απ’ την λίστα του Δον Τζιοβάνι· για το οποίο δε θα μπορούσε ποτέ να δώσει λογαριασμό.

Βοήθησα τον Φίγκαρο τον Μπαρμπέρη σ’ όλες του τις ίντριγκες· σαν ο Πρίγκιπας Ταμίνο απέκτησε σοφία έλαβα και γω την αμοιβή μου.

Ήμουν καθάριος από τ’ αμάρτημα του Γέρου Ναυτικού· συνεχώς ορμήνευα τον Καπετάν Αχαάβ να δεχτεί την ευτυχία.

Όσο για την Μητρόπολη, αυτήν την επίσης σπουδαία πόλη· οι πλάνες της δεν είναι και δικές μου.

Οι λόγοι της λίγο μ’ εντυπωσιάζουν, οι στατιστικές της λιγότερο· σ’ όλους όσους οικίζουν την δημόσια μεριά των καθρεφτών της,   μνησικακίες και ειρήνη καμιά.

Στο μέρος του πάθους μου οι φωτογράφοι της έχουν συγκεντρωθεί μαζί·

μα θα υψωθώ ξανά να την ακούσω να δικάζεται.

 

Ιούνης 1949

`

***********************************************************************************************

Επίμετρο

 

Ο Wystan Hugh Auden (1907-1973) υπήρξε ένας από τους πρώτους σπουδαίους Άγγλους ποιητές που γεννήθηκαν τον 20ο αιώνα. Ήταν ένας εγκυκλοπαιδιστής που σύλλεγε και στοιχειοθετούσε πληροφορίες, παλεύοντας να ενσωματώσει φυσικά φαινόμενα, πνευματικές εμπειρίες, την ανθρώπινη ιστορία και τα ενδόμυχα συναισθήματα σ’ ένα σύστημα που αμφότερα σώμα και πνεύμα, αισθήματα και λογική, συνυπήρχαν. Τα ποιήματά του αντλούν από το έργο άλλων ποιητών, μυθιστοριογράφων, ιστορικών, θεολόγων, ψυχολόγων, φιλοσόφων, πολιτικών επιστημόνων και ανθρωπολόγων. Στα χρόνια της νεότητάς του συγκαταλεγόταν στους λεγόμενους ‘pylon poets’ (ήτοι, «ποιητές των πυλώνων») που υποστήριζαν τις νέες τεχνολογίες της εποχής και χρησιμοποιούσαν εικόνες βιομηχανικού τοπίου, μα την δεκαετία του 1930 βίωσε την μεταστροφή στην Χριστιανική πίστη, ιδιαίτερα αφού μετακόμισε στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1939. Θεωρούσε τα ποιήματά του ως το κορυφαίο του επίτευγμα, ενώ παράλληλα είχε γράψει θεατρικά έργα και λιβρέτες όπερας. Φημολογείται ότι ο Dylan Thomas κουβαλούσε μαζί του ένα αντίτυπο των Poems, της πρώτης δημόσιας ποιητικής συλλογής του Auden της εκδομένης από τον οίκο Faber and Faber του T.S. Eliot το 1930, μέχρι που αυτό διαλύθηκε (Smith 2004, 3).

Κάποιος μπορεί να βρει, διατρέχοντας την συγγραφική του καριέρα, μια φιλόδοξη ανακεφαλαίωση μιας χιλιετίας ευρωπαϊκής κειμενικής παράδοσης. Έτσι, μπορούμε να πούμε πως τα ποιήματα της νεότητας του χρησιμοποιούν ισλανδικές σάγκες και μετά, στην δεκαετία του 1930 ακούγεται επίμονα στο βάθος του έργου του ο Dante, στα ’40 ο Shakespeare και στα ’60 ο Goethe. Το παρόν ποίημα εντάσσεται στην ευρύτερη προβληματική του Auden σχετικά με την έννοια της πόλης, τις ιστορικές της ρίζες και τις παρούσες τότε περιπλοκές, ενώ γράφηκε με αφορμή την εμπειρία που είχε στην Γερμανία το 1945. Πρόκειται για μια απεικόνιση της χρονικής εξέλιξης του θεσμού της πόλης, σχολιάζοντας τις επενέργειες του ανθρώπου σε αυτόν αλλά και για έναν προβληματισμό πάνω στην στάση του ανθρώπου απέναντι στην πολιτεία και στην τέχνη (Clancy 1959, 196-198).

 

 

Πηγές

 

Auden, W. H. 1979. Selected Poems. Edited by Edward Mendelson. New York: Vintage Books.

 

Clancy, Joseph P. September 1959. “Auden Waiting for his City”. The Christian Scholar. Vol. 42. No. 3 : 185-200. Διαθέσιμο 8/10/2020. https://www.jstor.org/stable/41167474

 

Smith, Stan (ed.). 2004. The Cambridge Companion to W. H. Auden. Cambridge: Cambridge University Press.