OBDACHLOS

 

Über welche Regenpumpschenredest du

zumal der Regen im Gänsemarsch kommt

und ich ein Wegbin?

Meine Lieblingsfarbe ist salzig

verbrannte Reifen wärmen den Schlaf

und von meinen Nägeln hängen bucklige Jahre

gewaschen in Bieren und inverfaulten Wässern.

Und du für ein Pumpschen im Regengerätst in glühende Begeisterung…

Silberne Füchse hielten Scheren

als sie mich zum Menschen schnitten

und mich auf dem Fleischmarkt verkauften.

`

*

ΑΝΕΣΤΙΟΣ

 

Για ποια βρόχινα γοβάκια μου μιλάς

που έρχεται η βροχή με βήμα χήνας

κι εγώ είμαι δρόμος;

Το αγαπημένο μου χρώμα είναι αλμυρό

καμένα λάστιχα ζεσταίνουν τον ύπνο

κι απ’ τα νύχια μου κρέμονται καμπούρικα χρόνια

πλυμένα στις μπύρες και στα σάπια νερά.

Κι εσύ για ένα γοβάκι βροχής πετάς τη σκούφια σου…

Ασημένιες αλεπούδες κρατούσαν ψαλίδια

όταν μ’ έκοβαν άνθρωπο

και με πουλούσαν στην κρεαταγορά.

 

`

***********************

`

ICH FÜRCHTE BLAU

 

Geboren bin ich in einem Samstagssturm

in einem Hafen wo Schiffe schlangenihre Eingeweide

und allesbefeuchtete mit Speichelein jähzorniger Südwind.

Die Mutter starb sofort.

In jener Stundestürzte, sagte man, eine Mondfibel

ins Meer hinein, sie vernichtete es.

Und ich atmete das Blaue das Blauwerden bis zum Knochenmarkein.

 

Mich zogen Hetären auf in einem bunten Haus

drunter tanzten Derwische leidenschaftliche Tänze.

Und das Trinken, das Sperma, der starke Rauch

für uns bedeuteten Essen. Andere nannten es Verfallen.

 

Ich fürchte blau, ich höre blau

in den Nächten erziehe ich leere Jahre

und verstecke mein Schweigen

in derSonne einer Orange.

 

`

*

 

ΦΟΒΑΜΑΙ ΜΠΛΕ

 

Γεννήθηκα σε θύελλα Σαββάτου

σ’ ένα λιμάνι που πλοία δένανε τα σπλάχνα τους

κι όλα τα σάλιωνα μια νοτιά αψίκορη.

Η μάνα πέθανε αμέσως.

Κείνη την ώρα έπεσε, είπαν, μια πόρπη φεγγαριού

μέσα στη θάλασσα, τη διέλυσε.

Κι ανάσανα το μπλε το μελανί ως το μεδούλι.

 

Μ’ ανάθρεψαν κοκότες σ’ ένα σπίτι παρδαλό

που από κάτω του δερβίσηδες χορεύανε νταλκάδες.

Και το πιοτό, το σπέρμα, ο βαρύς καπνός

για μας σημαίνανε ψωμάκι. Άλλοι το λέγανε κατάντια.

 

Φοβάμαι μπλε, ακούω μπλε

τις νύχτες μεγαλώνω άδεια χρόνια

και κρύβω τη σιωπή μου

στον ήλιο ενός πορτοκαλιού.

 

*****************************************************

 

Η Στέλλα Δούμου γεννήθηκε to 1962 στην Αθήνα. Κατάγεται από τη Μάνη. Έχουν κυκλοφορήσει οι συλλογές «Χαμηλές Οκτάβες» (εκδ. Φαρφουλάς 2013) , «Ερως αρόδο»(εκδ. Κουκούτσι 2015) και «Χρονορυχείο» (εκδ.Θράκα, 2017). Ποιήματά της έχουν συμπεριληφθεί στην Ανθολογία πεζού και ποιητικού Λόγου DIP generation (εκδ, ΘΡΑΚΑ 2016), και DIP generation ΙΙ (εκδόσεις Μανδραγόρας 2017), στα λευκώματα τής διαδικτυακής ομάδας Craft , ‘’CRAFTBOOK’’ I και II, (εκδ. Γαβριηλίδης 2013 και‘’Μικρές Εκδόσεις’’ 2015 αντίστοιχα), καθώς επίσης και σε ηλεκτρονικά και έντυπα λογοτεχνικά περιοδικά.