`

1. Εδώ

Τα βήματά μου στο δρόμο αυτό
Αντηχούνε
Σε άλλο δρόμο
Εκεί
Ακούω τα βήματά μου
να περνάνε σ΄αυτό το δρόμο
΄Οπου
Το μόνο που υπάρχει
Είναι η ομίχλη

*

Aquí

Mis pasos en esta calle
Resuenan
En otra calle
Donde
Oigo mis pasos
Pasar en esta calle
Donde
Sólo es real la niebla.

`

*************

2. Ήσυχο δέντρο μες τα σύννεφα

Εκείνος ο νεαρός στρατιώτης
χαμογελούσε ντροπαλός ευθυτενής
όπως μια νέα ροδακινιά.
Το χνούδι του προσώπου του χρύσιζε
σαν το κοκκίνισμα του ροδάκινου
στου μεσημεριού τον κίτρινο ήλιο.
Οι χειρονομίες του
Σαν της ροδακινιάς
όταν ο άνεμος την σείει, στον λόφο.
Όταν χαμογελούσε το χαμόγελό του
ένα ξαφνικό λουλούδισμα της ροδακινιάς.
Μια ριπή του ανέμου στιγμές τον συννέφιαζε
και τότε, σοβαρός, συλλογισμένος,
΄Εμοιαζε ροδακινιά στον αέρα, γυμνή από φύλλα.

΄Επαιζε με τα παιδιά, το δείλι,
Με μια ζέση νοσταλγική, απόμακρος
σαν κύμα τρυφερό
που πάει κι έρχεται πίσω
΄Ενας μελαγχολικός άνεμος σάρωνε
σύννεφα τους ανθούς επάνω, σύννεφα μεγάλα,
και στον κήπο πετούσανε τα φύλλα
Ω, τρικυμισμένη άνοιξη!
΄Ησυχο δέντρο μέσα στα σύννεφα, φύλλα, παιδιά,
Αναρωτιόταν εκείνος ο στρατιώτης:
«Είναι όλα σύννεφο, είναι όλα φύλλα, άνεμος»;
«Τα αγαπημένα δέντρα είναι σύννεφα»;
«Το κλαδί ετούτο που αγγίζω, αυτή
η φλούδα,
αυτά τα παιδιά, είναι σύννεφα»; «Σύννεφο το όνειρο
και το κορίτσι εκείνο και το άρωμα
του, φάντασμα της σάρκας, σύννεφο, αφρός
που τον σηκώνει ελαφριά ο άνεμος»;

Κι έφυγε μακριά, σιωπηλό μαύρο σύννεφο

Berkeley, 18 de abril de 1944.

*

Árbol quieto entre nubes

Aquel joven soldado
era sonriente y tímido y erguido
como un joven durazno.
El vello de su rostro se doraba
con el rubor de los duraznos
al amarillo sol de mediodía.
Sus ademanes eran
como los ademanes del durazno
cuando el viento lo mueve, en la colina.
Si sonreía era su sonrisa
un imprevisto florecer durazno.
Una ráfaga a veces lo nublaba
y entonces, serio, ensimismado,
era un durazno al aire, deshojado.

Jugaba con los niños, en la tarde,
con un fervor nostálgico, lejano,
con la misma ternura de la ola
que se aleja volviendo la cabeza.
Un viento melancólico barría
nubes en flor, apenas nubes,
y en el jardín volaban hojas
¡oh despeinada primavera!
Árbol quieto entre nubes, hojas, niños,
se preguntaba aquel soldado:
¿Es nube todo, todo es hoja, viento?
¿Los familiares árboles son nubes?
¿Esta rama que toco, esta corteza,
estos niños, son nubes? ¿Nube el sueño
y la muchacha aquella y su perfume,
fantasma de la carne, nube, espuma
apenas sostenida por el viento?

Y se alejó, callada nube negra.

Berkeley, 18 de abril de 1944.

`

`

***************

3. Αψίδες

«Ποιος τραγουδά στις όχθες του χαρτιού»;
Γερμένος, ακουμπώντας πάνω απ ΄ το ποτάμι
Εικόνες, βλέπω, αργοπορώντας μόνος,
τον εαυτό μου ν ΄ αλαργαίνει: Γράμματα αρχαία,
Αστερισμοί από σημεία, χαράγματα
Πάνω στο σώμα του χρόνου, ω γραφή,
γραμμή επάνω στο νερό!

Κι εγώ ανάμεσα σε πράσινες
αγκάλες, σε καθρέφτες από νερό,
Ποτάμι που γλιστρά μένοντας ακίνητο
φεύγοντας μακριά απ ΄ τον εαυτό μου, σταματώ
Χωρίς από μιαν όχθη να κρατιέμαι κι
ακολουθώ, το χαμηλό
ποτάμι , ανάμεσα σε αψίδες από
Εικόνες αξεδιάλυτες, ποτάμι του στοχασμού.
Ακολουθώ, με την ελπίδα ν ΄ ανταμώσω την ζωή μου,
Ποτάμι ευτυχισμένο που δένει και ξηλώνει
Ένα λεπτό του ήλιου ανάμεσα στις λεύκες,
Στην πέτρα τη γυαλιστερή αργοπορεί,
Λύνεται ξανακυλώντας κάτω για να βρει την ύπαρξή του.

*

Arcos

¿Quién canta en las orillas del papel?
Inclinado, de pechos sobre el río
De imágenes, me veo, lento y solo,
De mí mismo alejarme: letras puras,
Constelación de signos, incisiones
En la carne del tiempo, ¡oh escritura,
Raya en el agua!

Voy entre verdores
Enlazados, voy entre transparencias,
Río que se desliza y no transcurre;
Me alejo de mí mismo, me detengo
Sin detenerme en una orilla y sigo,
Río abajo, entre arcos de enlazadas
Imágenes, el río pensativo.
Sigo, me espero allá, voy a mi encuentro,
Río feliz que enlaza y desenlaza
Un momento de sol entre dos álamos,
En la pulida piedra se demora,
Y se desprende de sí mismo y sigue,
Río abajo, al encuentro de sí mismo.

`

`

***************

4. Εισπνοή

1
Σκιές της λευκής ημέρας
κόντρα στα μάτια μου. Δεν βλέπω
Τίποτα εκτός απ ΄ το λευκό:
Ο χρόνος λευκός, η ψυχή
ελεύθερη απ ΄ την ταραχή και το χρόνο.

Λευκότητα των νεκρών νερών,
΄Ωρα λευκή, τυφλότητα των ανοικτών ματιών.
Μνήμη, τρίψε τον πυρόλιθό σου, άναψε,
ενάντια στον χρόνο και την αμνησία του
Μνήμη, φλόγα κολυμβήτρια.

2
Λεύτερος απ ΄ το σώμα, λεύτερος απ ΄ την ταραχή , επιστρέφω στην ταραχή, επιστρέφω στην μνήμη του σώματός σου. Επιστρέφω.
Και μες τη μνήμη μου καίει το σώμα σου ,
Μέσα στο σώμα σου καίει η μνήμη μου.

Σώμα ενός Θεού που ήταν σώμα κεκαυμένο
Θεός που ήταν σώμα και ήταν σώμα θεωμένο
που σήμερα μένει μονάχα η μνήμη
Ενός σώματος λευτερωμένου από άλλο σώμα:
Το σώμα σου είναι η μνήμη των κοκκάλων μου.

3

Σκια του ήλιου σκοτείνιασμα που θερίζεις
τύφλωσε τις πηγές μου τις εξαντλημένες
Λύσε τον κόμπο δρέψε την ταραχή
Σβήσε την αποθαρρυμένη ψυχή

Αλλά η μνήμη ακρωτηριασμένη κολυμπά
Από τις μήτρες του δικού της τίποτα
Ως τις πηγές της γέννησής της
Κολυμπά ενάντια στο ρεύμα και την εντολή

Κολυμπά ενάντια στο τίποτα
Πάθος του νερού
Γλώσσα της φωτιάς φωσφορίζουσα στο νερό
Λόγος της πεντηκοστής δίχως λόγο

Αίσθηση δίχως αίσθηση ούτε σκέψη
Νομίζοντας πως η μνήμη μεταμορφώνεται
Αυτό που μένει είναι μια δέσμη σπινθήρες.

*

Aspiración
1

Sombras del día blanco
Contra mis ojos. Yo no veo
Nada sino lo blanco:
La hora en blanco, el alma
Desatada del ansia y de la hora.

Blancura de aguas muertas,
Hora blanca, ceguera de los ojos abiertos.
Frota tu pedernal, arde, memoria,
Contra la hora y su resaca.
Memoria, llama nadadora.

2

Desatado del cuerpo, desatado
Del ansia, vuelvo al ansia, vuelvo
A la memoria de tu cuerpo. Vuelvo.
Y arde tu cuerpo en mi memoria,
Arde en tu cuerpo mi memoria.

Cuerpo de un Dios que fue cuerpo abrasado,
Dios que fue cuerpo y fue cuerpo endiosado
Y es hoy tan sólo la memoria
De un cuerpo desatado de otro cuerpo:
Tu cuerpo es la memoria de mis huesos.

3

Sombra del sol Solombra segadora
Ciega mis manantiales trasojados
El nudo desanuda siega el ansia
Apaga el ánima desanimada.

Mas la memoria desmembrada nada
Desde los nacederos de su nada
Los manantiales de su nacimiento
Nada contra corriente y mandamiento

Nada contra la nada
Ardor del agua
Lengua de fuego fosforece el agua
Pentecostés palabra sin palabras

Sentido sin sentido no pensado
Pensar que transfigura la memoria
El resto es un manojo de centellas.

`

`

*******************

5. Πριν απ ΄ την αρχή

Ακατάληπτοι ήχοι, διαύγεια αβέβαιη
Άλλη μια μέρα αρχίζει.
Σκοτεινό δωμάτιο
Δυο σώματα πλαγιασμένα
Εγώ χάνομαι σε μια
΄Αγονη πεδιάδα
Κι οι ώρες ακονίζουν τους σουγιάδες τους.
Εσύ όμως αναπνέεις δίπλα μου ∙
Αγαπημένη και απόμακρη
Ρέεις αλλά δεν κινείσαι.
Απρόσιτη όταν σε σκέφτομαι,
Με τα μάτια σε ψαύω,
Σε κοιτάζω με τα χέρια.
Μας χωρίζουν τα όνειρα
Μας ενώνει το αίμα:
΄Ενα ποτάμι από κτύπους της καρδιάς.
Κάτω από τα βλέφαρά σου ωριμάζει
Ο σπόρος του ήλιου.
Ο κόσμος
Δεν είναι ατόφιος όμως,
Ο χρόνος αμφιβάλλει:
Το μόνο σίγουρο
Η θαλπωρή απ ΄ το δέρμα σου.
Στην ανάσα σου αφουγκράζομαι
Την παλίρροια της ύπαρξης,
Την ξεχασμένη συλλαβή της Αρχής.

*

Antes del comienzo

Ruidos confusos, claridad incierta
Otro día comienza.
Es un cuarto en penumbra
Y dos cuerpos tendidos.
En mi frente me pierdo
Por un llano sin nadie.
Ya las horas afilan sus navajas.
Pero a mi lado tú respiras;
Entrañable y remota
Fluyes y no te mueves.
Inaccesible si te pienso,
Con los ojos te palpo,
Te miro con las manos.
Los sueños nos separan
Y la sangre nos junta:
Somos un río de latidos.
Bajo tus párpados madura
La semilla del sol.
El mundo
No es real todavía,
El tiempo duda:
Sólo es cierto
El calor de tu piel.
En tu respiración escucho
La marea del ser,
La sílaba olvidada del Comienzo.

`

***************

6. Mall

Ο ήλιος ανάμεσα στις φυλλωσιές
Και ο άνεμος απ ΄ όλες τις μεριές
Φλόγα φυτική σε σκαλίζει,
Τόσο πράσινη κάτω απ ΄ το χρυσάφι
Ανάμεσα σε πρασινάδες χρυσωμένη
Καμωμένη από αντανακλάσεις:
Φως δουλεμένο απ ΄ τις σκιές,
Σκιά διαλυμένη στο φως.

Alameda

El sol entre los follajes
Y el viento por todas partes
Llama vegetal te esculpen,
Si verde bajo los oros
Entre verdores dorada.
Construida de reflejos:
Luz labrada por las sombras,
Sombra deshecha en la luz.

`

`

*****************

7. Στον ζωγράφο Swaminathan

Μ ΄ ένα πανί και ένα μαχαίρι
Κόντρα στην έμμονη ιδέα
Κόντρα στον ταύρο του φόβου
Κόντρα στο τελάρο στο κενό
Ο πίδακας
Η γαλάζια φλόγα του κοβαλτίου
Η ψημένη όμπρα
Πράσινα μόλις βγαλμένα απ ΄ τη θάλασσα
Ινδικά μπλε της περισυλλογής
Με ένα πανί και ένα μαχαίρι
Χωρίς πινέλα
Με τις αγρύπνιες με την οργή με τον ήλιο
Κόντρα στο κενό πρόσωπο του κόσμου
Ο πίδακας
Ο φιδίσιος κυματισμός
Ο υδάτινος κραδασμός του χώρου
Το τρίγωνο το μυστήριο
Το βέλος καρφωμένο στο μαύρο τέμπλο
Τα αλφάβητα του θυμού
Η σταγόνα μελανιού του αίματος σαν μέλι
Με ένα πανί και ένα μαχαίρι
Ο πίδακας
Τινάζεται το μεξικάνικο κόκκινο
που γίνεται μαύρο
Πηδά το κόκκινο της Ινδίας
Που γίνεται μαύρο
Τα χείλη μαυρίζουν
Μαύρο του Καλί
Κάρβουνο για τα φρύδια σου και τις βλεφαρίδες σου
Γυναίκα ποθητή κάθε νύκτα
Μαύρο του Καλί

Το κίτρινο και τα καμένο αγρίμι του
Η ώχρα και τα υπόγεια ταμπούρλα της
Το πράσινο σώμα του μαύρου δάσους
Το γαλάζιο σώμα του Καλί
Το φύλο του Γκουανταλούπε
Με ένα πανί και ένα μαχαίρι
Κόντρα στο τρίγωνο
Το μάτι εκρήγνυται
Πίδακας σημείων
Ο κυματισμός φιδίσιος προχωρά
Παλίρροια επικείμενων εμφανίσεων

Ο πίνακας είναι ένα σώμα
Ντυμένο μόνο με το γυμνό του αίνιγμα.

`

*πίνακας του Jagdish Swaminathan

Το 1966, στην Ινδία, ο ζωγράφος Jagdish Swaminathan ( 1929 – 1994 ), σε συνεργασία με τον Octavio Paz που τελούσε χρέη πρέσβυ του Μεξικού στη χώρα, εξέδιδε το μηνιαίο περιοδικό Contra όπου με άρθρα και μελέτες αντιμαχόταν τις διαδεδομένες ιδέες του μοντερνισμού, τον « βάναυσο νατουραλισμό». τον βουκολικό ιδεαλισμό της σχολής της Βεγγάλης, τον «υβριδικό μανιερισμό» εξ ευρώπης….

*

Al pintor Swaminathan

Con un trapo y un cuchillo
Contra la idea fija
Contra el toro del miedo
Contra la tela contra el vacío
El surtidor
La llama azul del cobalto
El ámbar quemado
Verdes recién salidos del mar
Añiles reflexivos
Con un trapo y un cuchillo
Sin pinceles
Con los insomnios con la rabia con el sol
Contra el rostro en blanco del mundo
El surtidor
La ondulación serpentina
La vibración acuática del espacio
El triángulo el arcano
La flecha clavada en el altar nego
Los alfabetos coléricos
La gota de tinta de sangre de miel
Con un trapo y un cuchillo
El surtidor
Salta el rojo mexicano
Y se vuelve negro
Salta el rojo de la India
Y se vuelve negro
Los labios ennegrecen
Negro de Kali
Carbón para tus cejas y tus párpados
Mujer deseada cada noche
Negro de Kali
El amarillo y sus fieras abrasadas
El ocre y sus tambores subterráneos
El cuerpo verde de la selva negra
El cuerpo azul de Kali
El sexo de la Guadalupe
Con un trapo y un cuchillo
Contra el triángulo
El ojo revienta
Surtidor de signos
La ondulación serpentina avanza
Marea de apariciones inminentes.

El cuadro es un cuerpo
Vestido sólo por su enigma desnudo.

`

`

********************

8. Δίνοντας ένα τέλος σε όλα

Αφέντρα, φλόγα αθέατη κρύο σπαθί,
Εσύ, οργή σταθερή,
Για να δώσουμε ένα τέλος σε όλα,
Ω, κόσμε στεγνωμένε,
Ω κόσμε αφαιματωμένε,
Για να δώσουμε ένα τέλος σε όλα,
Καίει, ήσυχα, καίει δίχως φλόγες,
σιωπηλά κι ορμητικά,
Στάχτη και πέτρα ζωντανή,
΄Ερημος δίχως αύρα.
Καίει μέσα στον απέραντο ουρανό, πέτρες και σύννεφα,
Χαμηλά το φως τυφλά πέφτει
Πάνω στους άγονους λόφους.
Καίει στη μοναξιά που μας διαλύει,
Γη της φλεγόμενης πέτρας,
Των παγωμένων ριζών που διψάνε.
Καίει, κρυμμένο πάθος,
Στάχτη που τρελαίνει,
Καίει αόρατα, καίει
Όπως η θάλασσα αδύναμη γεννά τα σύννεφα,
Κύματα οργισμένα σε αφρισμένες πέτρες.
Ανάμεσα στα κόκκαλά μου που παραληρούν, καίει∙
Καίει μέσα στον άδειο αέρα,
Καμίνι αόρατο και άσπιλο∙
Καίει όπως καίει ο χρόνος,
΄Οπως βαδίζει ο χρόνος μέσα στον θάνατο,
Με τα ίδια βήματά του την αναπνοή του∙
Καίει όπως η μοναξιά που σε καταβροχθίζει,
Καίει μέσα σε σένα τον ίδιο, θέρμη χωρίς φλόγα,
Μοναξιά χωρίς μετείκασμα, δίψα χωρίς χείλη.
Για να δώσουμε ένα τέλος σε όλα,
΄Ω κόσμε στεγνωμένε,
Για να δώσουμε ένα τέλος σε όλα.

*

Acabar con todo
Dame, llama invisible, espada fría,
Tu persistente cólera,
Para acabar con todo,
Oh mundo seco,
Oh mundo desangrado,
Para acabar con todo.
Arde, sombrío, arde sin llamas,
Apagado y ardiente,
Ceniza y piedra viva,
Desierto sin orillas.
Arde en el vasto cielo, laja y nube,
Bajo la ciega luz que se desploma
Entre estériles peñas.
Arde en la soledad que nos deshace,
Tierra de piedra ardiente,
De raíces heladas y sedientas.
Arde, furor oculto,
Ceniza que enloquece,
Arde invisible, arde
Como el mar impotente engendra nubes,
Olas como el rencor y espumas pétreas.
Entre mis huesos delirantes, arde;
Arde dentro del aire hueco,
Horno invisible y puro;
Arde como arde el tiempo,
Como camina el tiempo entre la muerte,
Con sus mismas pisadas y su aliento;
Arde como la soledad que te devora,
Arde en ti mismo, ardor sin llama,
Soledad sin imagen, sed sin labios.
Para acabar con todo,
Oh mundo seco,
Para acabar con todo.

`

*****************

9. Νυκτερινό νερό

Η θλίψη των ματιών του αλόγου που τρέμουνε μέσα στη νύκτα,
Η θλίψη των ματιών του νερού στον κάμπο που κοιμάται,
Είναι μέσα στα μάτια σου του αλόγου που τρέμει,
Είναι μέσα στα μάτια σου του μυστικού νερού.

Μάτια του σκοτεινού νερού,
Μάτια νερού του πηγαδιού,
Μάτια νερού του ονείρου.

Η σιωπή και η μοναξιά,
μικρά ζωντανά που τα φεγγάρι οδηγεί,
Τρέμουνε σ ΄ αυτά τα μάτια,
τρέμουνε σ ΄ αυτά τα νερά.

Αν ανοίξεις τα μάτια,
Ανοίγει η νύκτα τις πόρτες των βρύων,
Ανοίγει το μυστικό βασίλειο του νερού
Που αναβλύζει απ ΄ το κέντρο της νύκτας.

Αν εσύ τα κλείσεις,
΄Ενας ποταμός, ένας χείμαρρος γλυκός και σιωπηλός,
Σε πλημμυρίζει εντός σου, προχωρεί, και σε νυκτώνει:
Η νύκτα υγραίνει τις αμμουδιές της ψυχής σου.

*

Agua nocturna

La noche de ojos de caballo que tiemblan en la noche,
La noche de ojos de agua en el campo dormido,
Está en tus ojos de caballo que tiembla,
Está en tus ojos de agua secreta.

Ojos de agua de sombra,
Ojos de agua de pozo,
Ojos de agua de sueño.

El silencio y la soledad,
Como dos pequeños animales a quienes guía la luna,
Beben en esos ojos,
Beben en esas aguas.

Si abres los ojos,
Se abre la noche de puertas de musgo,
Se abre el reino secreto del agua
Que mana del centro de la noche.

Y si los cierras,
Un río, una corriente dulce y silenciosa,
Te inunda por dentro, avanza, te hace oscura:
La noche moja riberas en tu alma.

`

`

****************************************

`

Ο Νεοκλής Κυριάκου γεννήθηκε στην Κύπρο το 1948. Βρέθηκε για σπουδές στην Αθήνα το 1967-72, στη ζωγραφική και το σχέδιο. Φοίτησε στην Α.Σ.Κ.Τ. δύο χρόνια, αλλά κύριος δάσκαλός του υπήρξε ο Βρασίδας Βλαχόπουλος. Συμπλήρωσε τις σπουδές του στην Ιταλία ( Accademia di Belli Arti di Urbino ), όπου ήρθε σʼ επαφή με την ιταλική γλώσσα και κουλτούρα, ενώ μελέτησε σύγχρονους και παλαιότερους πεζογράφους και ποιητές.