Ο βρυχηθμός της σιωπής

Να κλάψω θέλω
-είδατε άλογο να δακρύζει;- για τα χαμένα μου.
Μια θλιμμένη σκέψη που χορεύεται
-έτσι χαρακτηρίζεται το τάγκο.
Ίσως… έτσι πρέπει.
Ίσως… έτσι να ΄ναι.
Πώς μεταλλάχτηκε η ζωή σε πόνο;

Είναι ο ποιητής Γιώργος Γάββαρης στην ποιητική συλλογή «Το δέντρο με τις λέξεις».
Σύνθεση σε εφτά ενότητες:
«Το δέντρο», «Οι τέσσερις εποχές», «Ιστορίες πολέμου», «Οικογενειακές στιγμές», «Ανάμεσα στον δρόμο και στον χρόνο», «Ο ποιητής και οι λέξεις», «Μοναξιά».
Το δέντρο γίνεται στέγη για προβληματισμό. Στα φυλλώματά του φιλοξενούνται λέξεις με το βάρος της απλότητας.
«Νιώθεις την τέχνη στο βάθος της απλότητάς της», γράφει.
Και πόσο πιο αυθεντικό περιβάλλον για να ανθίσει ποίηση από αυτό της φύσης. Το δάσος, οι εποχές, τα πουλιά γίνονται καμβάς για να γεννηθούν στίχοι. Τα δέντρα είναι οι άνθρωποι.

Ακολουθώ τα δέντρα.

Αλλάζει ο ήλιος τις σκιές
Γυρνούν ανάποδα τα φύλλα.
Προχωρώ, τα ακολουθώ
Οι ρίζες τους ρουφάνε τη σκιά μου.
Γίνομαι δέντρο και εγώ.

Οι άνθρωποι σαν τα αποδημητικά πουλιά. Προορισμός τους η ηχώ των προσδοκιών τους. Παραδομένοι στη ματαιότητα και τη φιλοδοξία ακολουθούν πορείες μοναχικές. Σκοπός τους η διάκριση, η αποκλειστικότητα. Όσο πιο ανεπαρκείς τόσο θόρυβο κάνουν.

Ο ήλιος δύει.
Τεράστιες οι σκιές
των μικρών ανθρώπων.

Από την άλλη, άνθρωποι χωρίς ίσκιο, ζωές χωρίς έλεος.

Πώς έχασε
Τον ίσκιο του το δέντρο;
Πώς είναι χωρίς έλεος;

Με όχημα τις τέσσερις εποχές του έτους συγκροτείται λόγος για τα ανθρώπινα ζητήματα. Το φθινόπωρο με τα κίτρινα φύλλα και τα γυμνά κλαδιά γίνεται πλέγμα για την εγκατάλειψη, τη μοναξιά, την απώλεια της συλλογικότητας.

Χάθηκαν των πουλιών οι συναθροίσεις.
Ως και οι μέλισσες δες αποσύρθηκαν
χωρίς προειδοποίηση.
Φθίνουν οι οπώρες
και περισσεύουν οι μοναξιές.

Ο χειμώνας ξεσκεπάζει τη γύμνια της φτώχειας, αλλά και την ανθρώπινη λάμψη της αλληλεγγύης.

Πιο κει
ξυπόλητο παιδί
έξω από το καφενείο
δίπλωνε τα κρυοπαγήματα.

Χωρίς κουβέντα
τού δίνει τα παπούτσια.
Και λάμπει
ολόκληρη η φορεσιά του.

Η άνοιξη διακειμενική συνομιλία με την «Πληγωμένη Άνοιξη» του Σαχτούρη.

Κασκόλ κόκκινο
γύρω από το λαιμό,
κύριε Σαχτούρη,
αίμα ξερό.

Για μένα κραύγαζες
και για τους άλλους.

Τοίχους θεόρατους
ανέβηκες.

Έκλαιγες.

Για μένα η πληγωμένη σου Άνοιξη
Και για τους άλλους.

Ιδανισμός και διάψευση στις «Ιστορίες πολέμου». Θάνατος, ξενιτιά, χαλάσματα. Ερημιά. Ο ποιητής εργάτης στο «Γραφείο» του «τρόμου».

Στο διπλανό δωμάτιο
τρεις τραυματίες, ένας νεκρός.
Και στο γραφείο μου εγώ
Νίκες, ανακωχές, θανάτους διεκπεραιώνω.

Σβήνω το φως
και το σκοτάδι κοκκινίζει.

Και τότε σκάει μία μπόμπα
χαιρέκακα
αμίλητη.

Παντού σιωπή.

Και ολοένα
το σκοτάδι κοκκινίζει.

Νοσταλγία στην ενότητα «Οικογενειακές στιγμές». Η απώλεια του πατέρα ψαύει την παιδική ηλικία, τις επιθυμίες που διαψεύστηκαν, τα όνειρα που δεν εκπληρώθηκαν. Ο απολογισμός θλιβερός. Η ζωή με το «χωρίς» δύσκολη. Όλα πνιγηρά, μέσα από τη ματιά της ωριμότητας.

Παιδί, θυμάμαι,
διάλεγα όνειρα ανέγγιχτα
σε συρτάρια κλειδωμένα.

Ως τώρα ψάχνω
σε υπόγεια, σοφίτες και δωμάτια
κλειδιά να βρω.

Κι η μάνα μου
Στον τάφο της ολόρθη
να μου λέει:
Στα κλέψανε, αγόρι μου, στα κλέψανε!

Μακάρι να ΄ταν ποιητές
για να τους αθωώσω!
Οι διαψεύσεις διαδέχονται η μία την άλλη.
Τόσες προσδοκίες μέσα μου
σαπίσανε στης νιότης τα απόνερα.
Τώρα στο παραθύρι καθισμένος
τις αναμνήσεις μία μία
στʼ αδέσποτα σκυλιά πετώ
για να ΄χουν παρελθόν.

Την ίδια αναμέτρηση με τα χαλάσματα βιώνει το ποιητικό υποκείμενο και στην ενότητα «Ανάμεσα στο δρόμο και στον χρόνο». Οι σκέψεις παγωμένα αγάλματα. Ο έρωτας αλλόκοτος, ενώ η ζωή κυλάει χωρίς τους δικούς μας συναισθηματισμούς. Εν αγνοία.


Στεκόμουν
έξω στο παραθύρι.
Είχα τα μάτια μου
Στο τζάμι κολλημένα.
Τα δάκρυα έμοιαζαν
σταγόνες βροχής φθινοπωρινής.

Δίπλα ξύλινη ροζιασμένη πόρτα.

επέμενε.
να αγνοεί το γεγονός.

Εργάτης του λόγου, στην ενότητα «Ο ποιητής και οι λέξεις», στήνει ποιήματα. Λέξεις ηχοποίητες αιωρούνται στον αέρα. Λέξεις χορεύτριες. «Ίσως τις τραγουδήσουν σαν την άνοιξη μες στο χειμώνα χείλη μελωδικά». Αγωνία για «Λέξεις ανόθευτες». Ιδιαίτερα τρυφερά τα αφιερωμένα σε φίλους με ονοματεπώνυμο.

Οι λέξεις
η μία
κάτω
από την άλλη
για να μακρύνει
το ποίημα,
ο δρόμος.
Πού ξέρεις;

Ίσως
γίνει
κασκόλ
χρωματιστό,
κι ίσως
τυλίξει
τη ζωή σου
με ζεστασιά

ανθρώπινη.

Η τελευταία ενότητα λόγος για τη μοναξιά.

Είμαι μόνος.
Έτσι νομίζω.
Μόνος;
Μα τόσες μοναξιές
Με ακολουθούν!

Ποίηση ολιγόστιχη. Σε μικρή φόρμα. Φωνή χαμηλή. Ποιήματα κοφτά που δουλεύουν με το συνειρμό και την αναλογία ανάμεσα στη φύση και τον άνθρωπο.
Συχνά ένας πικρός μονόλογος. Άλλοτε μια εκ βαθέων συνομιλία. Κυρίαρχο μοτίβο η αγωνία για το εφήμερο της ζωής, η δραματική πιστοποίηση της ματαιότητας.
Αλληλουχία εννοιών. Ζεύγη: παρόν – παρελθόν, παρουσία – απουσία, φως – σκοτάδι. Παρομοιώσεις, μεταφορές, εικονογραφικό υλικό. Ένα collage αισθήσεων και χρωμάτων, με λόγο ευθύβολο και προσεγμένο. Προφορικότητα και χρήση ερωτήσεων. Πολυτονικό και σημεία στίξης.
Να τονιστεί το ιδιαίτερα καλαίσθητο της συλλογής διά της ζωγράφου Χριστίνας Καραντώνη.
«Το Δέντρο με τις λέξεις» του Γιώργου Γάββαρη με θέμα τους διαχρονικούς και πανανθρώπινους προβληματισμούς διαπερνά την ευαισθησία του αναγνώστη. Είναι ποίηση ιδιαίτερη. Ποίηση ωριμότητας, που αξίζει να διαβαστεί.
Θα ήθελα να τελειώσω με τους όμορφους στίχους του.

Πουλιά επαίτες.
Αντιπαροχή φωλιών.
Λυγμών ταξίδι