ΕΜΦΥΛΙΟΣ ΛΩΡΟΣ

Μαῦρες γυναῖκες/ περνοῦν στό δρόμο/ πᾶνε βουβές/πᾶν μέ τά κόλλυβα./Ξάφνου ξυπνᾶ τό αἷμα/βάφει τόν οὐρανό/καί τό δρόμο/σφαίρες πέφτουν/στήν πίσω πλαγιά/τοῦ χρόνου./Κατρακυλοῦν κεφάλια/καίπέφτουνε στό δρόμο/ μπρός στίς μαῦρες γυναῖκες/ πού πᾶνε μέ τά κόλλυβα./Ἐγώ τότε εἶπα:/Τά κεφάλια εἶναι ρολόι/οἱ μαύρες γυναῖκες/τοπίο.

(0ρεινό Καταφύγιο)

Μια ευαίσθητη ψυχή, όπως του ποιητή, δεν μπορεί να ησυχάσει μέσα σε τόσο θάνατο κι άλλο θάνατο, μένει άγρυπνος, ανησυχεί, βασανίζεται, πονά για το αίμα που χύνεται και απλώνεται από τη μικρή Δεσκάτη, που αποτελεί τη μικρογραφία των εξελίξεων, μέχρι τη μεγάλη πατρίδα, την Ελλάδα, που πνίγεται στο κόκκινο και είναι άρρωστη:

ΕΡΩΤΙΚΗ ΜΝΗΜΗ

Γράφεις κύκλους/ στό νωπό νταβάνι/ ζυγιάζεις τά φτερά σου./Δέ θα ʼρθει ὁ ὕπνος./ Θά τρῶς τά σωθικά μου/ οληνύχτα/πατρίδα μου ἀπέραντο κόκκινο.(Ορεινό καταφύγιο)

ΑΡΡΩΣΤΗ ΜΑΝΑ

Σάπια δοκάνια/ δόκανα σιωπῆς/ καί τόψωμάκι κάρβουνο/τό γάλα σου φαρμάκι./Κακή αρρώστια σάπισε /πατρίδα τούς μαστούς σου
(Ορεινό καταφύγιο)

Ακόμα και η σκηνή του Γάμου, που θυμίζει Δεσκατιώτικο Γάμο εκείνων των καιρών, εκτυλίσσεται μέσα σε μια διασπορά χρωμάτων, που στο τέλος κυριαρχεί το κόκκινο, καθώς. για να θυμηθούμε τον Λόρκα, που ιδιαίτερα αγαπούσε και θαύμαζε ο Χρήστος, καταλήγει να είναι Ματωμένος Γάμος:

Η ΝΥΦΗ

Στό Νικόλα Κληρονόμο

Φυσᾶ βοριάς καί τό πέπλο/σηκώνεται. Κόκκινο κι ἄσπρο/καί βαθύ. Ὅπως οἱ γάμοι./Μπρός μου πέρασαν/μέ τʼ ἄλογα καί τά βιολιά•/μʼ ἄσπρα μαντίλια/πέρασαν μπροστά μου./Σιγανά περπάτα νύφη, τῆς ἐφώναξα/σιγανά περπάτα νύφη, καί δέν άκουσε./(Τό κόκκινο ἦταν ἄλογο/κι αὐτός στά μαῦρα ξένος).
( Μετά τα Μυθικά)

Οπτικές και ακουστικές εικόνες αντιτιθέμενες. Ισχυρές αντιθέσεις στο άσπρο και κόκκινο βαθύ πέπλο της νύφης, το μαύρο του γαμπρού, το κόκκινο του αλόγου, τα βιολιά, τα άσπρα μαντήλια. Στο τέλος, όμως, κυριαρχεί το κόκκινο, το φονικό, το αίμα και το μαύρο, ο ξένος καβαλάρης, ο θάνατος. Αξιοπρόσεκτη σʼ αυτό το ποίημα και η διπλή προειδοποίηση του ποιητή προς τη νύφη – σιγανά περπάτα νύφη -.Σε όλους μας αυτό θυμίζει το ντόπιο δημοτικό τραγούδι, ενδεικτικό στοιχείο πόσο ζυμωμένος είναι ο ποιητής με τη ντόπια παράδοση:
Σιγανά περπάτα νύφη, σιγανά κι αγάλια-αγάλια/ μη λερώσεις τα κουρδέλια, τις μεταξουτές τις κάλτσις/σι μαλώσει η πιθιρά σου, σι μαλώσει ο πιθιρός σου…
Ακόμα και τα άψυχα αποκτούν ζωή για να τη χάσουν μέσα σʼ αυτόν τον κυκεώνα του θανάτου:

Ὁ φράχτης ἔσταζε αἷμα (Δίκοπη μέρα- Ὀρεινό Καταφύγιο)
Σαλεύει ὁ φράχτης, φέγγουν κοντακιές (Οἱ ἦχοι- ὀρεινό καταφύγιο)
Οἱ φράχτες κʼ οἱ φωλιές τῶν βράχων κρατοῦν ἀκόμα βογγητά.
Γενέθλιος τόπος (Ὀρεινό Καταφύγιο)

Σέ φράχτη θά τό δεῖτε τό κεφάλι μου. / Σέ καθαρή πετσέτα νά τό βάλετε/ καί νά τό πᾶτε. / Στάχτη καί πριονίδι μή σκορπίσετε– / πίνουν τό αἷμα ὄχι τή φωνή του. (Μέ τῶνν ἀλόγων τά φαντάσματα, Τυπογραφείο ΚΕΙΜΕΝΑ, Αθήνα 1985)

Ο φράχτης είναι ένα βασικό σύμβολο στην ποίησή του. Αποτελεί το αντικαθρέφτισμα των γεγονότων, το χώρο που εκτίθενται: η φρίκη, οι σκληρές και βάναυσες σκηνές, αποκεφαλισμοί αντιπάλων ακόμα και συγγενών, σαν μια εφημερίδα τοίχου και με ανθρώπινη υπόσταση, αφού αισθάνεται και συμμετέχει στον πόνο και στη φρίκη. Είναι ο χώρος κορύφωσης της ανθρώπινηςβαναυσότητας και αναλγησίας,καθώς το αίμασε δημόσια θέα στάζει θάνατο, για τιμωρία, εκδίκηση, αλλά και «πρός γνῶσιν και συμμόρφωσιν» πάντων. Αποτελεί, όμως και το σύνορο, το όριο των γεγονότων και των εξελίξεων, καθώς η φρίκη σταματά στο φράχτη και σπάνια εισχωρεί στα ενδότερα, ένα είδος προστασίας για το εσωτερικό του σπιτιού.
Σε όλο το ποιητικό του έργο υπάρχουν διάσπαρτες εικόνες από την κοινωνική ζωή της περιοχής μας, τις συνήθειες, ήθη και έθιμα, καταστάσεις, τρόπους συμπεριφοράς και αντίδρασης σε μια δύσκολη περίοδο, όπως ο εμφύλιος, και ισχυρή προβάλλεται η επίδραση από την ντόπια παράδοση και το δημοτικό τραγούδι. Επειδή, όμως, ο χρόνος, αδυσώπητος πάντα, δεν επαρκεί, θα αρκεστούμε σε κάποια σταχυολογήματα και σύντομες αναφορές, χωρίς ανάλυση, αφού άλλωστε σε μάς είναι γνωστές συνήθειες και τρόποι ζωής:

«Το πρώτο σκαλί κρύβει το πλακόστρωτο, βγαίνουν οι πρακτικές με τα ψαλίδια, λούζονται στον ασβέστη, πουκάμισα λαιμόκοψη με κόπιτσες, δίνουν χρησμό στον ύπνο του Γκαντάρα, οι σφήκες ονομάζονται ταβάνια, τσαπράζια θα ξεβράζει ο Αλιάκμονας, πιο κάτω πλένουν σκούτινα, δε βάφουν της Λαμπρής τʼ αυγά, μπάλες τʼ άχυρο σε μαύρο σύρμα, θα ʼμαιστο καφενείο, Παρασκευή γδέρνουν τα σπίτια μας/ξεχνούν τους αχυρώνες, κάρβουνα να περάσει ο Επιτάφιος/η Ελένη, το πουλί θα κελαηδήσει(Ελένη Ταφύλη-Τσικνογιάννη), η Ελένη μόνο τραγουδά και σταυροσημειώνει βγαίνει το βράδι βράδι στα Τουρκομνήματα πέφτει σε δημοσιά, ο χρόνος μετριέται με Ψυχοσάββατα, γυναίκες που πάνε με τα κόλλυβα, ξυπνά το αίμα, βγήκε το βαμπάκι, λυτές βραδιές, , τι καφενείο, τι ουρανός/ντουμάνι και φτυσιές κι αέρας σάπιος (ατμόσφαιρα που θυμίζει τους Μοιραίους του Βάρναλη), γνέθει κρύσταλλα, σαν να φέρνουν τον αντάρτη στο σανίδι, κι όλη τη νύχτα αλυχτάς, σκυλί λυτό, ποιος κανοναρχεί, αστράφτουν σαν καπούλια οι πλαγιές, ο φωτογράφος των Τρικάλων, Μάνθος και ο Γκαντάρας, δεν άκουσε σκυλί, πόρτα να τρίζει κι απʼ τον φεγγίτη της σκεπής…, σκηνές του γάμου, φυσικά του θανάτου, πλακόστρωτα, μάρμαρα, φαντάσματα., δοξασίες από τον κάτω κόσμο, ιδιωτικός θάνατος συγγενικών προσώπων, πεθαμένη θειά μου στʼάσπρα, και συ λιώνεις στη Λάρισα με ταραγμένο νου, στα μαυρολίθαρα δεμένος απελάτης».
«Ο πραματευτής», που ακούει ο ποιητής από τα παιδικά χρόνια, είναι γνωστό δημοτικό τραγούδι με πολλές παραλλαγές σε όλη σχεδόν τη χώρα.(Το αναφέραμε και παραπάνω στο ποίημα του Γκανά).

Πραματευτής κατέβαινε πάνʼ απʼ την Αυλώνα/σέρνει μουλάρια δώδεκα και μούλες δεκαπέντε/ και μια μούλα καλόμουλα που περπατεί καβάλα…
Στο ποίημα της πρώτης συλλογής «Ανεπίδοτο» χρησιμοποιεί κάποιους στίχους σποραδικά, δείγμα της στενής σχέση και επίδρασης από το δημοτικό Τραγούδι.
Πραματευτής κατέβαινε πάνʼ ἀπʼ τήν Αὐλώνα/σέρνει καί μιά καλόμουλα νἀ περπατεῖ καβάλα/τό λόγο δέν ἀπόσωσε οὔτε τόν ἀποσώνει
Ανεπίδοτο (Ὀρεινό Καταφύγιο)
Παρόμοιες αναφορές: στά μαυρολίθαρα δεμένος ἀπελάτης
Αὐτός δέν εἶναι ὁ Διγενής/μά ο μικροΚωνσταντῖνος(ΑλώνιΙΙΙ Ξύλινα τείχη).

Το γνωστό στην περιοχή μας δημοτικό τραγούδι «της μηλιάς», που μπορεί να στηρίζεται σε παραλογή ή μοιρολόι: «κίνησα μωρέ, ώι μηλιά, κίνησα το δρόμο, δρόμο/ το στενό το μονοπάτι, βρίσκω μια, ώι μηλιά πουʼταν μήλα φορτωμένη…», έχει πολλά κοινά στοιχεία με το ποίημα του Χρήστου «Η μηλιά»:

Σέ φράκτη τελείωνε ἡ γυναῖκα,/ματωμένη. Ἔφερνε ἀέρας τά σκυλιά,/τά ʼπαιρνε πάλι./Ἐπέρασʼ ἕνας μέ ἄλογο,/κυνηγημένος. Ἡ ματωμένη/ τραύλιζε. Αὐτός βαριά ἐλυπήθη./Κι ὅπως τήν κάμα ἐτράβηξε/κι ἀπόστρεψε τά μάτια/σείστηκε ἡ γῆς/βγάζει μηλιά/τά μῆλα φορτωμένη•/κι αὐτή σέ μαῦρο σύννεφο/-ὤι μηλιά-/γιά χαμηλά ποτάμια/ ἐτραβούσε.
(Με των αλόγων τα φαντάσματα)

Φυσικά η τεχνική του δημοτικού τραγουδιού, και κυρίως των παραλογών, είναι διάχυτη σε όλα τα ποιήματα, με πολλές ποικιλίες σε ομοιοκαταληξίες, στίχους, ιδιότυπα μέτρα, εικονοποιία.
Την πρώτη του ποιητική συλλογή, όπως προαναφέραμε, την ονομάζει Ορεινό Καταφύγιο, κι αυτό μόνο τυχαίο δεν είναι. Αντίθετα δείχνει το μεγάλο δέσιμο, την ταύτισή του με τον γενέθλιο τόπο.
Η Δεσκάτη, ορεινός τόπος, δικαιολογεί στη σκέψη του ποιητή, ίσως απόλυτα, την έννοια του ορεινού καταφυγίου για πολλούς λόγους:

Υπήρξε θέατρο επιχειρήσεων και μαχών κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου, καθώς οι ορεινοί όγκοι των Χασίων, Αντιχασίων και Καμβουνίων, που την περιβάλλουν, διευκόλυναν την οργάνωση και συσσώρευση ανταρτών από τη μια και κυβερνητικών δυνάμεων από την άλλη, στην ίδια την πόλη, αλλά και στην ευρύτερη περιοχή. Μετά τη μάχη της Δεσκάτης, Σεπτέμβρη 1946,τα αρχηγεία των Πιερίων και Αντιχασίων, του στρατού των ανταρτών, θεώρησαν επιτυχία τις συγκρούσεις στις περιοχές Ρητίνης και Δεσκάτης, γιατί περιόρισαν τις επιχειρήσεις των αντιπάλων τους και επικράτησαν στην περιοχή.Ορεινό Καταφύγιο, λοιπόν, η Δεσκάτη, αφού αποκομμένη από πολλές προσβάσεις, ιδανικό θέατρο επιχειρήσεων, κλώσησε και γεύτηκε μέσα στη δίνη του Εμφυλίου αλληλοσπαράγματα, πόνο, ερήμωση, ποτίστηκε με αδελφικό αίμα, που στοίχειωσε στη μνήμη και στη φαντασία του λαού.
Η μνήμη, όμως, του ποιητή με ευαίσθητες κεραίες, φιλτράροντας τα γεγονότα, αποκομίζει ως καταστάλαγμα το θάνατο, το αίμα, το μαύρο, τον Άδη. Απέραντη θλίψη για τους αδικοσκοτωμένους και βουβό παράπονο που, άλλοτε γίνεται λυγμός και άλλοτε ξέχειλο ποτάμι, δεν ξεσπά όμως, καθώς εμποδίζεται από “το έρκος των οδόντων”. Η Δεσκάτη στο μυαλό του ποιητή είναι η μικρογραφία της πολύπαθης και αδελφοσπαραγμένης Ελλάδας. Το κλίμα αυτό, όπως θα δούμε και στη συνέχεια, φωτογραφίζεται και τυπώνεται σε όλη την ποιητική συλλογή. Ενδεικτικά αναφέρουμε δυο ποιήματα της συλλογής στις σελ. 16 και 17.

ΓΕΝΕΘΛΙΟΣ ΤΟΠΟΣΠΕΡΙΓΕΓΡΑΜΜΕΝΟΣ ΧΡΟΝΟΣ

Πατρίδα τῶν ἀπόντων. Ἐνέδρα τῶν βουνῶν.
Βρίσκεσαι κυκλωμένος
Οἱ φράχτες ἀπό παντοῦ.
κʼ οἱ φωλιές τῶνν βράχων
κρατοῦν ἀκόμα βογγητά. Μή δοκιμάσεις νά ξεφύγεις.
Ὁ χρόνος μετριέται Οἱ σκοτωμένοι κλεῖσαν
μέ Ψυχοσάββατα. ὅλα τά περάσματα.

Όπως φαίνεται στα δυο ποιήματα, και σε άλλα της συλλογής, ο γενέθλιος τόπος είναι καταφύγιο των ψυχών των σκοτωμένων, “πατρίδα τῶν ἀπόντων”. Πού αλλού οι ψυχές θα κατέφευγαν παρά στην ερημιά των βουνών, στις φωλιές των βράχων, σ’ έναν τόπο παρόμοιο με τον Κάτω, απ’ όπου δεν υπάρχει διαφυγή, αφού “οἱ σκοτωμένοι κλεῖσαν ὅλα τά περάσματα”;
Σε ένα άλλο ποίημα της συλλογής: “Το μαύρο είναι χρώμα φιλικό, όπως το φως, έχει εφτά πέπλα /η κίνηση” σελ.9,τονίζει ο ποιητής:

ΙΙΙ η κίνηση

Φαντάροι τῆς ὑποχώρησης
στόν πάτο τοῦ Ἀλιάκμονα
τά ροῦχα τους σκαλώσαν
στά ρουγάζια – Θερμαϊκός ἀνήξερος.
Ἐδῶ εἶναι Δεσκάτη μακρινή
οἱ σφῆκες ὀνομάζονται ταβάνια
δίνουν χρησμό στόν ὕπνο τοῦ Γκαντάρα
τʼ ἀπόσπασμα θά φτάσει ἀνατολή
τσαπράζια θά ξεβράζει
ὁ Ἀλιάκμονας – στά χρόνια μας.
Τίποτʼ ἀπʼ ὅλʼ αὐτά
δέ φαίνεται στό χάρτη.
Οἱ τόποι σέ κονσέρβα.( Ὀρεινό Καταφύγιο)

Ένας τόπος, λοιπόν, μακρινός, ορεινός η Δεσκάτη, ένας τόπος – ποταμός που κρατάει τα σώματα και τις ψυχές, ξεβράζει τα ρούχα των φαντάρων και τα τσαπράζια των ληστών της περιοχής από την εποχή του Γκαντάρα μέχρι τα χρόνια μας. Όλα αυτά περιορίζονται σʼ έναν τόπο καταφύγιο, ενσωματώνονται, αφομοιώνονται, μένουν εκεί, εκκολάπτεται το αίμα και ο θάνατος, αφού ο ποταμός Αλιάκμονας δε μεταφέρει τίποτα προς τον Θερμαϊκό “Θερμαϊκός ἀνήξερος”, όπου χύνεται. Επιπλέον “τίποτʼ ἀπʼὅλʼ αὐτά δέ φαίνεται στό χάρτη “, καθώς οι σοροί μένουν εκεί, στη “μακρινή Δεσκάτη” και στον κοντινό της Αλιάκμονα, έξω από το χάρτη, δεν έχουν διέξοδο, στοιχειώνουν εκεί, σ’ έναν τόπο ξεχασμένο, τωρινό και αιώνιο καταφύγιο, ερμητικά κλειστό, απομονωμένο, «κλεισμένο σέ κονσέρβα», όπως και όλα τα γεγονότα, αφού σε εμάς θα ξεβράζονται μόνο τα απομεινάρια της ιστορίας «τσαπράζια θά ξεβράζει ὁ Ἀλιάκμονας στά χρόνια μας», ενώ τόποι και γεγονότα θα γίνονται γνωστά μόνο από «κονσέρβα», δηλ. στον απόηχο και όχι στη ροή των γεγονότων.
Στο ίδιο ποίημα “η κίνηση”, αλλά και σε αυτό που ακολουθεί, για το οποίο έγινε αρκετός θόρυβος, αναφέρεται ο ποιητής στη μορφή του Θωμά Γκαντάρα, αρχιληστή της περιοχής, από την Άκρη Ελασσόνας.

“Ὅπου, στά 1923 ὁ ἐπικηρυγμένος Θωμάς Γκαντάρας
ὁ ληστής, ἀποφασίζει νά φωτογραφηθεῖ…”
Ὁ φωτογράφος τῶν Τρικάλων Ἀ. Μάνθος
ἔπαιρνε νύχτα τά στενά γιά τό Βαρούσι.
Τούς γάμους θά σκεφτόταν ὡς τό σπίτι του
καί τούς θανάτους, πού ἐκράτησε γιά πάντα.
Μά πιό πολύ στό βράδυ ἐγυρνούσε τοῦ Αὐγούστου
πού πόρτες ἔκλεισε βαριά, ἔλυσε τά σκυλιά
κλέφτης μήν ἔρθει κι ἔπεσε
γιά τόν δίκαιο τόν ὕπνο.
Δένἄκουσε σκυλί, πόρτα νά τρίξει
καί ἀπʼ τόν φεγγίτη τῆς σκεπής
τόν εἶδε πού γλιστροῦσε-
ἄγγελος μέ τά δόντια στό μαχαίρι.
(Με των αλόγων τα φαντάσματα 1985)

Το ποίημα αναφέρεται σε ένα πραγματικό περιστατικό, τη φωτογράφηση του επικηρυγμένου αρχιληστή της περιοχής Δεσκάτης, Θωμά Γκαντάρα, από τον φωτογράφο των Τρικάλων Αθανάσιο Μάνθο. Η φωτογράφηση έγινε το 1923 στα λημέρια του αρχιληστή, όπου οδηγήθηκε ο φωτογράφος και όχι στο σπίτι του φωτογράφου, όπως αναφέρεται στο ποίημα «πoιητικῇ ίσως ἀδείᾳ». Στο αρχείο της οικογένειας Μάνθου σώζονται 17 σπάνιες φωτογραφίες. Το ποίημα με κάποια διασκευή μελοποιήθηκε από το Θ. Παπακωνσταντίνου και περιέχεται στο μουσικό άλμπουμ “Βραχνός Προφήτης”. Μάλιστα γυρίστηκε και μικρού μήκους ταινία με σκηνοθεσία Β. Κοσμόπουλου. Βέβαια στο ποίημα του Χ. Μπράβου υπάρχει κάποια παραποίηση του γεγονότος, «ποιητικῇ ἀδείᾳ» ίσως, αφού περιγράφεται η επίσκεψη του Γκαντάρα στο σπίτι του φωτογράφου, πράγμα σχεδόν αδύνατο.
Πέρα απ’ όλα αυτά πρέπει να επικεντρωθεί η προσοχή μας και σε ένα σημαντικό στοιχείο που είναι ενισχυτικό στην τιτλοφόρηση της ποιητικής συλλογής. Η ποίηση του Χ. Μπράβου συνδέεται στενά με τη ληστρική παράδοση, που χαρακτηρίζει έντονα την περιοχή της Δεσκάτης, αλλά και τις περιοχές των Γρεβενών, Κοζάνης, Ελασσόνας, κι, αν επεκτείνουμε λίγο τη σκέψη μας, φαίνεται ότι αυτή η παράδοση είναι κοινή για αρκετούς λαούς της Βαλκανικής. Το καταφύγιο, το λημέρι του Γκαντάρα, είναι η ορεινή, δασώδης θέση Οξιά στην περιοχή της Δεσκάτης. Η δράση του αρχιληστή της περιοχής, αλλάκαι άλλων ληστών γεννά σε ένα μέρος του λαού ένα ιδεώδες πρότυπο, “του Ευγενούς Ληστή”, ¨του Ρομπέν των Δασών”, “του Σωτήρα των Φτωχών”, το οποίο διαχρονικά παγιώνεται στην ποίηση και στο δημοτικό τραγούδι, που έχουν τους δικούς τους νόμους , τη δική τους οπτική στα γεγονότα. Δημιουργούνται, έτσι, παραδόσεις, μύθοι, θρύλοι, λαϊκές διηγήσεις και ιστορίες, δημοτικά τραγούδια για τα πρόσωπα που θα μπορούσαμε να τα εντάξουμε σε έναν νέο ίσως κύκλο τραγουδιών. Ενδεικτικά, παραθέτουμε ένα δημοτικό τραγούδι, που έχει και άμεση σχέση με το παραπάνω ποίημα του Χ. Μπράβου, καθώς αναφέρεται στον “άγγελο με τα δόντια στο μαχαίρι”, τον αρχιληστή Θ. Γκαντάρα.

Το τραγούδι του Γκαντάρα
Σε κλαιν τα δέντρα όλα, βρε Γκαντάρα, σε κλαιν και τα κλαδιά
Κλαίνε για το Γκαντάρα, το Γκαντάρα και για τόν Περικλή
Σε κλαίνε οι βρυσούλες, βρε Γκαντάρα, που έπινες νερό
Σε κλαίν τα παλικάρια σ’, βρε Γκαντάρα, που σ΄είχαν αρχηγό
Σε κλαίν τα Μοναστήρια, βρε Γκαντάρα, που έτρωγες ψωμί
Σε κλαίει και η Ρηνούλα, βρε Γκαντάρα, από τη Λουζιανή
Α ! γεια σου Γκαντάρα, Περικλή, συ είσαι πρώτος, γιέ μου, στο κλαρί.

Ο Περικλής Παπαγεωργίου ήταν συνοδοιπόρος του Γκαντάρα, γνωστός ληστής της περιοχής, από το Λουτρό Ελασσόνας, το πρωτοπαλίκαρο. Η Ρηνούλα είναι η « αγαπητικιά » του Γκαντάρα, μητέρα των παιδιών του, από το χωριό Ελάτη Κοζάνης ( παλιά Λουζιανή).

Στα μάτια μιας τάξης που βασανίζεται από ανομία, πίεση των πλούσιων τσιφλικάδων, οι ληστές εμπνέουν, βέβαια, το φόβο, αλλά δείχνουν ότι παίρνουν με τα όπλα «το δικό τους δίκαιο», τους δικούς τους νόμους. Φυσικά υπάρχει και η αντίθετη άποψη για την αρνητική ληστρική δράση. Ακόμα και σήμερα, όμως, στις περιοχές που σύχναζαν η παράδοση θέλει το αίμα τους, όπως και των νεκρών του Εμφυλίου, να στοιχειώνει, να ζητά εκδίκηση, κάποιες «Λυτές βραδιές», να πλανιέται ακολουθώντας τους διαβάτες, όπως πίστευαν και ίσως πιστεύουν ακόμη οι μεγαλύτεροι σε ηλικία κάτοικοι της περιοχής. Οι ψυχές τους είναι εκεί, είναι ο τόπος των «λυπημένων», των «κεκοιμημένων», το ορεινό τους καταφύγιο, το ησυχαστήριο, η Δεσκάτη.

Η μνήμη, χαρακτηριστικό στοιχείο της ποίησης του Χ. Μπράβου, ανοίγει έναν διάλογο σιωπηρό με τα γεγονότα, την ιστορία, την παράδοση του τόπου του, την οποία ο ποιητής κατέχει καλά. Ο ληστής -ήρωας, «ο άγγελος με τα δόντια στο μαχαίρι», η αδούλωτη και ανυπόταχτη δύναμη, λημεριάζει, έχει το ορεινό καταφύγιό του στο γενέθλιο τόπο του ποιητή, τη Δεσκάτη. Έτσι, φαίνεται να αποκτούν όλα συνάφεια, καθώς στο μυαλό του οι εικόνες συνείρονται στενά.

Ο ποιητής, φυσικά, δεν έζησε ούτε αυτά τα γεγονότα ούτε τα του Εμφυλίου. Η ποιητική, όμως, μνήμη έχει την ικανότητα να τα αναπλάθει και να τα συνδέει σε στενούς και πολλαπλούς συνειρμούς. Αν επεκτείνουμε , ίσως και κάπως αυθαίρετα, μια σκέψη του ποιητή: « Η χώρα έχει πρόσφατα βγει από το σφαγείο του Εμφυλίου…..Εξηγούμαι, δεν έζησα εκείνη την εποχή, μα προχωρώ στην αναλογική εξαγωγή συμπερασμάτων, έχοντας βιώσει την περίοδο 1967 – 74 » (περιοδ. Γράμματα και τέχνες. Απρ. 1983. Η Αποκριά του Μ. Σαχτούρη ξόρκι ή όχημα της φρίκης; ). Αν, λοιπόν, πλατύνουμε λίγο τη σκέψη μας, μπορούμε και εμείς να οδηγηθούμε αναλογικά σε ένα συμπέρασμα: Η Δεσκάτη, λόγω του δύσβατου ορεινού όγκου και της απομόνωσης, για άλλη μια περίοδο ιστορική αποτελεί το ορεινό καταφύγιο, τον τόπο εξορίας για αρκετούς πολιτικούς εξόριστους, στα χρόνια που και ο ίδιος ο ποιητής κατά χρονικές περιόδους, λόγω σπουδών, βρίσκεται στη Δεσκάτη( περίοδος 1967 -74).

Τα φοιτητικά χρόνια και η ζωή στην Πάτρα και στην Αθήνα δεν παρέχουν, φαίνεται, ικανά ερεθίσματα να απαγκιστρώσουν τη μνήμη και την ψυχή του ποιητή από το ορεινό καταφύγιό της. Γι’ αυτόν τον λόγο και όλα σχεδόν τα ποιήματα αυτής της πρώτης ποιητικής συλλογής είτε άμεσα είτε έμμεσα έχουν την αναφορά τους στους τόπους, τα πρόσωπα, τα χρόνια, την παράδοση, τους συγγενείς, τον γενέθλιο τόπο. Το μαύρο, το αίμα του Εμφυλίου, ο θάνατος, οι μαυροφορεμένες γυναίκες με τις μαντήλες, τα δημοτ. τραγούδια, οι μύθοι, τα φαντάσματα, οι διηγήσεις των πατεράδων ποτίζουν τη μνήμη του ποιητή και κάθε στάλα γίνεται λέξη, στίχος, στροφή. Η ιστορία και η παράδοση στις κλειστές κοινωνίες διαμορφώνουν και σφραγίζουν τις συνειδήσεις των ανθρώπων. Τα μικρά παιδιά μεγαλώνουν με τις μνήμες και τις εμπειρίες, καθώς αυτές ενσταλάζονται στις αθώες ψυχές και σαν το καβούκι τις μεταφέρουν για όλη τη ζωή. «Τα καλοκαιριάτικα βράδια λέγαμε ιστορίες για φαντάσματα — μερικοί τολμηροί κατηφόριζαν ως το νεκροταφείο και γύριζαν με κρανία ή κόκαλα.»τονίζει ο ίδιος στο αυτοβιογραφικό.Ο απόηχος του εμφυλίου φωλιάζει στις παιδικές ψυχές. Κρανία, κόκαλα, ρημαγμένα και ερειπωμένα σπίτια που γίνονται κατοικίες φαντασμάτων, αίμα των αδικοσκοτωμένων που σκούζει για εκδίκηση, μαυρομαντηλούσες γυναίκες, όλα σε έναν κύκλο θανάτου που οδηγεί στο μύθο, το θρύλο, την παράδοση, το τραγούδι, το μοιρολόι.Γνώστης αυτού του κύκλου άριστος ο ποιητής,γράφει:«Τις νύχτες τον χειμώνα η γιαγιά μου μούλεγε δημοτικά τραγούδια — ακούω ακόμα τον «Πραματευτή». Θεματοφύλακα, λοιπόν, της ντόπιας παράδοσης φαίνεται ότι θεωρεί ο ποιητής τον γενέθλιο τόπο, το Ορεινό Καταφύγιο, την κλειστή κοινωνία της Δεσκάτης που σφίγγει κατάσαρκα την ιστορία της και τη ζυμώνει με το θρύλο και το δημοτικό τραγούδι.

Επιπλέον, είναι γνωστό πως η γεωφυσική υπόσταση, ο τόπος, η φύση, οι κλιματολογικές συνθήκες, ο χρόνος, οι καταστάσεις, το ευρύτερο και στενότερο δηλ. περιβάλλον, είναι κάποιοι από τους παράγοντες που διαμορφώνουν γενικά το χαρακτήρα και ρυθμίζουν τα βιώματά μας. Στο γενέθλιο τόπο του ποιητή, τη Δεσκάτη, η φύση,γενικότερα, κρατεί έναν ευρύτερο ρόλο στην ψυχοσύνθεση των κατοίκων. Μικρή κωμόπολη γεμάτη με βουνά, δάση σκιερά, ποτάμια αδηφάγα, χιόνια και κρύο, εννιά σχεδόν μήνες, απομόνωση, αγροτικές και κτηνοτροφικές ασχολίες, χαμόσπιτα και καλύβια, αλυχτίσματα σκύλων και βελάσματα προβάτων. Διαμορφώνεται, έτσι, μια ενδημική ζωή, ο κάτοικος δένεται περισσότερο με τον τόπο, με κύριο χαρακτηριστικό την ηρεμία, τις στενές διαπροσωπικές και κοινωνικές σχέσεις, τη συμπαράσταση στον πόνο, στη λύπη, στη χαρά. Η μάνα γη είναι η ψωμοδότρα, αλλά και το καταφύγιο της ψυχής, η παραμυθία, το ησυχαστήριο, η καταφυγή. Τόπος, χρόνος, πρόσωπα αλληλένδετα σε μια μίξη, σε ένα κουβάρι που πορεύεται στροβιλίζοντας στο ρου των γεγονότων, « τά κεφάλια εἶναι ρολόι, οἱ μαῦρες γυναῖκες τοπίο» επισημαίνει ο ποιητής στο ποίημα «Εμφύλιος Λώρος» της συγκεκριμένης ποιητικής συλλογής. Όσα εξπρεσιονιστικά και παραλογικά στοιχεία κι αν περιέχει η εικόνα και η έκφραση, ο συνειρμός είναι φανερός: τόπος, χρόνος, πρόσωπα, γεγονότα σε αλληλεπίδραση, αλληλεξάρτηση σε μια πολύπαθη, μαύρη μοίρα και στη ζωή και μεταθανάτια. Ο τόπος του μαρτυρίου γίνεται και ησυχαστήριο, το Ορεινό Καταφύγιο των ψυχών,η Δεσκάτη, αφού γι’ αυτές τις ψυχές « δεν έχει πλοίο, δεν έχει οδό » πέρα από τον γενέθλιο τόπο.

Η πρώτη αυτή συλλογή περιέχει αναφορές σε θανάτους και συγγενικών προσώπων, θείου, Κώστα Ταφύλη, και γιαγιάς, Ελένης Ταφύλη, και αφιερώσεις ποιημάτων σʼ αυτούς, όπως τα ποιήματα Γαμήλια Φωτογραφία, Ανεπίδοτο, Το Ταξίδι της Ελένης Τ.Αυτάαποτελούν πάλι άλλη μια ένδειξη ότι ο τίτλος της συλλογής Ορεινό Καταφύγιο έχει αμεσότατη σχέση με τη Δεσκάτη, αφού και οι ψυχές των συγγενών του εδώ θα βρουν το καταφύγιό τους.Αφιερώσεις ποιημάτων υπάρχουν και σε άλλα συγγενικά μέλη,παιδιά Ηλία, Γιάννη, σύζυγο Ερμιόνη, αδελφό Μιχάλη κ.ά. (Ποιήματα αντίστοιχα, Τροχήλατος ἵππος (Ὀρεινό καταφύγιο), ὁ Ἔνατος (Μέ τῶν ἀλόγων τά φαντάσματα), Τό κόκκινο κεφάλι τοῦModigliani (Μέ τῶν ἀλόγων τά φαντάσματα).

(Εδώ προβλήθηκε και η ταινία μικρού μήκους του Β. Κοσμόπουλου για τη φωτογράφηση του Γκαντάρα στο σπίτι του Μάνθου)

Όλα αυτά, λίγα δείγματα από το μεστό έργο του, φανερώνουν πως ο ποιητής αγάπησε ιδιαίτερα τον γενέθλιο τόπο, ζυμώθηκε με τις καταστάσεις και τα πρόσωπα, μυήθηκε στην παράδοση, τα ήθη, τα έθιμα, τα τραγούδια, γαλουχήθηκε μʼ αυτά, διαπλάστηκε ως χαρακτήρας και άνθρωπος και προσπάθησε να τα προβάλλει μέσα από το σπουδαίο, αν και σύντομο σε έκταση, ποιητικό του έργο, συγκροτώντας ένα ολοκληρωμένο και ιδιαίτερο λογοτεχνικό σύμπαν. Είπε το δικό του τραγούδι,προσωπικό, ώριμο, πάντα πικραμένο και ταυτισμένο με τον τόπο του, συνδυάζοντας , όπως λέει ο Μ. Γκανάς, «τον ιδιότυπο υπερρεαλισμό του Σαχτούρη με απόηχους του δημοτικού τραγουδιού, με ρυθμούς και μοτίβα μιας χερσαίας και ορεσίβιας ποιητικής». Αν ο μαύρος καβαλάρης δεν αποφάσιζε να τον καθίσει στα καπούλιακαι να τον οδηγήσει στα «χαμηλά ποτάμια»πρόωρα, στα 39 του χρόνια, στην ακμή της ποιητικής του τέχνης, ίσως να είχε αγγίξει τα ανώτατα όρια στο ποιητικό στερέωμα. Πανάξιος, λοιπόν, υμνητής του τόπου τουκαι φυσικά αξίζει συχνά να αναφέρεται και να τιμάται από τον μικρό αυτόν τόπο, που τόσο τον λάμπρυνε με το έργο του.


Στον Χρήστο Μπράβο

Η σύναξη στο καφενείο
στ’ άγρια σκοτάδια.
Ριγμένοι σταυροί,
σπασμένα μάρμαρα,
πόρτες ανοίξαν, ξεχύθηκαν
κόκκινα άλογα φρουμάζοντας.
Φίδι θολό, αλλάζοντας πουκάμισο
ρίχνει το φαρμάκι
στα κόλυβα.
Χιόνι κι η δίκη χάλασε,
κάργες ενοχές κούρνιασαν
στα μαυρολίθαρα,
σφιχτοί βρόχοι πνίγουν
το αίμα που φωνάζει.
Και συ
μαύρο σκυλί μονάχο,
γλείφοντας τα κόκαλα,
για μνήμη αλυχτάς
έξω απ’ το φράχτη.

1/4/2017

Τζιαφέτας Θεοδόσης

(Η εισήγηση από την εκδήλωση «Αφιέρωμα στα 30 χρόνια από το θάνατο του ποιητή Χρήστου Μπράβου» που πραγματοποιήθηκε στο γενέθλιο τόπο του ποιητή, τη Δεσκάτη, στις 13 Αυγ. 2017).