`

Επιλογή Ποιημάτων από την υπό έκδοση συλλογή ʽΚουμπωμένα Σχήματα”

`

Έτσι μου λεν

i.

Κάπου στην Κύπρο κρέμονται ακόμη τα πόδια μου
Έτσι μουʼ λεν.

Ονειροπαγίδες αεροπλέουν απʼ το ταβάνι
κλοτσούν κέρινα μέλη
κιτρινισμένα από θυμίαμα
καπνιά
ανθρώπινη σκόνη
απανωτές προσευχές στον Απόστολο Ανδρέα.

Το μοναστήρι, αρχαίο μετακάρπιο οστό
γραπώνει την απόληξη μιας χερσονήσου θαλασσοδαρμένης
πιστής ακράδαντα στη φήμη του για θαύματα
παραταγμένης απέναντι στη Μέκκα, στο ερυθρό ημισέληνο κεντρί του εισβολέα ήλιου.

Κάθε χρόνο, ανήμερα της γιορτής του στο Πανηγύρι
όταν οι συνονόματοί του κεραστικά μοιράζουν
κλείνουν λογαριασμοί.
Εγώ είμαι μάρτυρας
Έτσι μου λεν.

`

ii.

Φθινόπωρο στο Λονδίνο, δακρύζει ο καιρός.
Κουκουλωμένοι, αθέατοι
ξεχασμένοι δρόμοι κοιμούνται παρά το φως του θέρους
το Σόμερς Τάουν γρυλίζει στη σπηλιά του.

Καινούριο παντελόνι στο πρώτο μου σχολείο, περίκλειστη αυλή
με κυκλώνουν ρουθούνια ωμά με ξηραμένη μύξα
μούτρα σαν πισινοί μπαμπουίνων γυρεύουν λεία.
Μια κλοτσιά με πρόκες ανάμεσα στα σκέλια
παγώνει την ημέρα.

Παρέλυσα. ιατρικό μυστήριο.
Προσταγή επανειλημμένως να σταυρώνομαι
Η μάνα μου καίει φύλλα ελιάς καπνίζει τʼ άψυχά μου πόδια.
Περνούν τρεις μήνες.

Μουʼ παν πως
συστημένα χρήματα ταχυδρομήθηκαν μακριά
στην Κύπρο –
Στη φωτογραφία, κεντήτριες στις σκιές
Καμήλες καραβάνια
Λευκά μουστάκια στάζουν καφέ –
στη μαυροφορεμένη Γιαγιά που ψήνει στον υπαίθριο φούρνο
καλουπώνει τα πόδια σε κερί μέλισσας
τάματα στον Άγιο.

Εκλιπαρώντας, τάζει η μάνα μου
πως μόλις αναρρώσω θα επισκεφτώ την Κύπρο
Να προσκυνήσω στο μοναστήρι
Και σʼ όλα του νησιού τʼ άγια μέρη.
Αυτό. αντί θυσίας.

Κρεμάστηκαν τα πόδια μου, πέρασε μια βδομάδα, και περπάτησα.
Θαύμα
Έτσι μου λεν.

Χωρίς ταμείο, λίθοι οι υποσχέσεις.
Είμαι πέντε χρονών.

`

ii.

Πέρασαν δύο γενέθλια, συναίνεσε η μάνα για διαζύγιο
Ο αχνιστός διακανονισμός μάς απαλλάσσει απʼ το Λονδίνο ευχαρίστως
σφυροκοπά καθώς διασχίζουμε το υδάτινο κενό.
Παραδέρνουμε μέσα από κερματισμένες στεριές
ακόμη και στον ύπνο.
Ούτε να δω, ούτε να πω, θαμπώθηκα απʼ τις περιπέτειες του ουράνιου τόξου.

Αφήνουμε πίσω τη Νάπολη της κατήφειας
με τα δρομάκια που χωλαίνουν απʼ τα απλωμένα ρούχα
ο Βεζούβιος, ξέχειλος από φωτιά, εκστομίζει αστέρια στα ουράνια
Επιπλέουμε στο κέντρο της εγχώριας θάλασσας
Σιωπηρά έλκουμε το σκοτάδι στην αποβάθρα της Λεμεσού
όπου αθέατοι τζίτζικες γυρεύουν νʼ αποκριθούν στο τραγούδι της φάλαινας
στο βάθος των άστρων.

Κάτω από τούτο το τρεμάμενο φως, η γη αποβάλλει βραδινή κάψα.
Η θέρμη των βοτανιών μάς τυλίγει και τους δυο σαν φτερούγα
Προσκυνητές σε ηλιοκαμένη γη καθʼ ύπνους
στη μέση θάλασσα της μέσης γης
Ταγγά κατσίκια, γαϊδούρια με λόξιγκα, εύρωστοι κόκορες
στρώματα απλωμένα σε επίπεδα δώματα –
τείνουν ατρόμητο δάχτυλο στη μουσουλμανική ακτή.

Το πρωί, οι πλανόδιοι πωλητές εξυμνούν την πραμάτεια τους.
Ένα νησί θαυμάτων έρμαιο κρότων.

`

iv.

Στη σκονισμένη πλατεία της αγοράς
«Κυρία εκ Λονδίνου» η μάνα μου
προσλαμβάνει οδηγούς και δύο λεωφορεία με ξύλινο σώμα
που τρέμουν σαν παλιοί μέθυσοι
κι ανασαίνουν ασθματικές αναθυμιάσεις
ζυμωμένες με προσκεκλημένους χωρικούς
καρπούζια, βραστά αβγά
κακαριστά κοτόπουλα.

Σταυροί, ξόρκια, φυλαχτά
σπαρταρούν μέσα απʼ τους ραγισμένους καθρέφτες.
Ελιές, ξινό ψωμί, τυρί
δεμένα κόμπο σε μαντήλια πλυμένα στη γούρνα.

Ξυπόλητοι χωρικοί
τώρα φορούν καμαρωτοί τα κυριακάτικά τους.
Πότε ξανά να δουν τον κόσμο;

Προσεκτικές μύγες αναρριχώνται οι προσευχές
και αντηχούν μέσα απʼ τα όρη του Τροόδους.
Προσκυνητάρια σε ελικωτούς δρόμους δείχνουν τη θέση των νεκρών
λιωμένο μέταλλο πολύ πιο κάτω.
Κάθε κορφή και τραγούδι.

Καβάλα σε γαϊδούρια εκτός της πεπατημένης
κατάχαμα στις εγκλείστρες των ερημιτών
εκεί όπου σμίλευε το σώμα τους κοιλότητες στη γη –
το ίδιο μέγεθος χωράει τους πάντες ως εκ θαύματος
Έτσι μου λεν–
Το φιλί γυαλίζει τα καύκαλα
Τα καφετιά κόκαλα
στιλβωμένα από στόματα φλεγόμενα της εξιλέωσης.

Στις εκκλησιές, παγιδευμένοι ανάμεσα στους πιστούς
Ιδρώτα και καπνό
Προσκυνάμε εικόνες ματωμένες με κοκκινάδι
μʼ αγίασμα στη χούφτα

Και πάντα σταυρώνουμε

Και ξανασταυρώνουμε
Αγίους και θαύματα του παλιού καιρού:

Άγιος Χρυσόστομος
Σταυροβούνι
Άγιος Γεννάδιος του χωριού Μωρό Νερό – θεραπεύει τα κρυώματα (πέθανε απʼ το κρύο)
Άγιος Αντύπας για τον πονόδοντο
Άγιος Προκόπιος για τους κάλους
Παναγία Αφέντρικα – ιαίνει την αρρώστια κάθε γυμνού νέου που αλείφεται δημόσια με πήγμα από κερί
Παναγία Γαλατούσα – ανανεώνει το γάλα στους ανθρώπους και στα ζώα
Αγία Μαρίνα του Μέσα Χωριού – Ηρεμεί τις γκρινιάρες συζύγους
Άγιος Γεώργιος Μαυροβουνίου– συνεφέρνει τις ιδιότροπες κλώσες
Άγιος Ιωάννης Βαπτιστής της Σιλίκου – θεραπεύει την ελονοσία στα παιδιά αν τα κυλήσουν πάνω-κάτω στο κλίτος της εκκλησιάς
Η Παρθένος της Φανερωμένης – βρίσκει τα χαμένα αντικείμενα, και κατάλληλους γαμπρούς (Μουσουλμάνους και Χριστιανούς)…

Στην εξάντληση της μέρας ξεφορτώνουμε σʼ ορεινές μονές
Σανιδωτά κρεβάτια – δικαίωμα των προσκυνητών για τριήμερη διαμονή με διατροφή –
Αποδρούμε απʼ τις ιδρωμένες μερίδες των γενειοφόρων μοναχών, φασόλια
Έξω, αναμμένες φωτιές εμβολίζουν τη νύχτα
αρωματίζουν κατσίκια παραγεμισμένα με βότανα, σουβλισμένα κοτόπουλα.
Ακούω πρόσωπα φλεγόμενα του κρασιού
να κροταλίζουν ιστορίες αγάπης κι απάρνησης.

Ενώ πάντα σταυρώνουν
Και ξανασταυρώνουν

Προσκυνητές στην άκρη του δρόμου με τα δώρα τους
καβάλα πάνω σε γαϊδούρια ή πεζοί τα τρία τελευταία μίλια
τραβούν απʼ το λουρί πρόβατα και κατσίκες.

Παρατηρώ γυναίκες να εκπληρώνουν όρκους
να σέρνονται στον ουρανό με πληγιασμένα γόνατα.
Βρεγμένες από κουβά, τα ριγμένα τους σώματα σκουπίζουν τις πέτρες καταγής
χτυπιούνται σαν τα φίδια όπως συρίζει πάνω τους το νερό
παραληρώντας ξινισμένες προσευχές.

`

v.

Ώσπου να φτάσουμε
στην άκρη της λαβής ανήμερα της γιορτής του –
αντίσκηνα με φοινικόφυλλα σκιάζουν τον ήλιο
φυλαχτά κρέμονται
Διαλαλούν σπασμένο πάγο με αρωματικό σιρόπι.
Παστέλι, λοκμάδες τηγανισμένοι
μελένιες σφαίρες σε χάρτινους κώνους
Ρεβίθια ψημένα σε κρούστα αλατιού, κολοκυθόσποροι, κανναβούρι.
Πλοκάμια από σουτζούκο αιωρούνται σαν τους αγίους.
Γλυκιά μυρωδιά του χαρουπόζουμου, ενσίρωμα.

Σερνόμαστε στη σειρά κατηφορίζοντας
πηγή με βρύση παρά θινʼ αλός
Υπάκουα πίνω απʼ την παλάμη της μάνας μου
θολό θαυματουργό νερό
που κάποτε ανάβλυσε κάτω απʼ τα πόδια του Αποστόλου
ξέπλυνε την όραση στα μάτια καπετάνιου.
Η μάνα μου λούζει το κεφάλι μου να γίνω πιο έξυπνος.
Και, φυσικά, τα πόδια μου.

Τρεμάμενο μοιρολόι χωρίζει τα πλήθη…
Μασώντας φόβο, μαρτυρώ
κάτω απʼ τα σκαλοπάτια του μοναστηριού, μια διαβρωμένη χήρα
πεσμένη σʼ άλικα γόνατα που στάζουν σʼ αρχαία πέτρα
να ψιθυρίζει σε φαντάσματα που δεν βλέπει κανείς.
Κάθε φορά που πασκίζει νʼ ανέβει τα σκαλιά
σαν να την ρίχνουν από ψηλά γιγάντια χέρια
πισωγέρνει, κουλουριασμένη σφιχτά σαν μήλο
μέχρι που πέφτει και σκάει ποτάμια δάκρυα
εκλιπαρώντας συγχώρεση απʼ τον άδειο αγέρα.

Με τα κεφάλια σκυμμένα, οι πιστοί σταυροκοπιούνται για νʼ αποτρέψουν το κακό
«Όλο και κάποιοι θʼ αποτύχουν», ψιθυρίζουν, «και προσπαθούν να τον γελάσουν».
«Σαν θεραπεύτηκε ο γιος της ο κουτσός, εκείνη πάτησε τους όρκους της.
Ύστατη σκέψη να προσφέρει τιμωρημένα γόνατα».

Αποστρέφοντας το βλέμμα απʼ τον διάπλατο ήλιο
ο Απόστολος έδειξε την οργή του που τον αρνήθηκαν
της σφάλισε την είσοδο στο μοναστήρι.
Θαύμα
Έτσι μου λεν.

«Θα μπορούσε αν τοʼ θελε
να τσακίσει άνθρωπο σαν το καλάμι πάνω στα γόνατά του».

Μέσα, σταυρώνοντας και ξανασταυρώνοντας συγχρονισμένα με τους ψαλμούς
σαν θαλάσσιες ανεμώνες σε ρεύματα
νερουλά σώματα, μάτια ανασηκωμένα, πλανώνται πάνω
σʼ αιωρούμενα ανθρώπινα μέλη.

Ανιχνεύω θολά ύψη
μα δεν μπορώ να βρω τα κέρινα μου άκρα.

Χρόνια μετά –
επιθετικός ήλιος και καυτή πίσσα
αφάνισαν τα λιόδεντρα
Το μοναστήρι τρίζει σε μουσουλμανική γη.
Τέλεψαν τα θαύματα εδώ.
Έτσι μου λεν.

Κάπου όμως
Κάπου
Πρέπει να κρέμονται τα πόδια μου.

`

vi.

Σε έναν πολύβουο δρόμο του Λονδίνου, ο κήπος μπροστά ποτισμένος προσευχές
Το γιγάντιο γιασεμί της μακαρίτισσας της μάνας μου τυλιγμένο καμάρα
σπόροι απʼ την Κύπρο
τραβά όλους τους περαστικούς.
Προσέρχονται στο γλυκό του άρωμα που δελεάζει
σαν να φιλούν εικόνα
Θυμούνται πώς είναι νʼ αναπνέεις, σιγοτραγουδούν μυρωδάτα
φτεροκοπούν σαν πεταλούδες, υπερβαίνουν εαυτούς.

Το ορμητικό άρωμα που ζαλίζει
σαν μουσική από άλλους κόσμους
μπορεί να ρίξει ξόρκι λυτρωτικό
να καθαρίσει τους δρόμους απʼ το κακό
να καλέσει τον ήλιο νʼ αναφανεί
να λογικέψει τους τρελούς.
Ακόμη και στο Λονδίνο.

Ακόμη και στο Λονδίνο,
Έτσι μου λεν.
Μύηση στην Πάφο

Η θάλασσα τυλίχτηκε
γύρω απʼ τα επτά λευκά μου χρόνια.
Αφουγκράστηκα τον ορίζοντα
προσεκτικά
νʼ αδράξω το τραγούδι της Αφροδίτης.
Μπορεί και κάποιο θαύμα.

Μακριά
τα κύματα έσπρωχναν τη σάρκα προς τα μπρος.

Ήρθαμε για προσκύνημα σʼ αυτή τη γενέτειρα
στον βωμό με τα στεγνά λείψανα του ερημίτη
αγγίξαμε αγίασμα
που κάποτε είχε δώσει φωνή
σε έναν βουβό.

Η σάρκα ήταν κατάστικτη με το μαβί
του πνιγμένου που ξεβράστηκε.

Αναρίγησε μια φορά το δέρμα μου
το στόμα μου γέμισε δόντια
Δάχτυλα πίεσαν τα μάτια μου μες στις κοιλότητές τους
ρυμούλκησαν το συσπασμένο βάρος πάνω απʼ τα βράχια.

Αναγνωρίστηκε με χάχανο
μωλωπισμένος, γενειοφόρος από θάλασσα
κι ανακουφίστηκαν
Ο τρελός είναι, ο τρελός
Τον έφαγε το μαράζι της αγάπης
Ο τρελός πλανιόταν στα χωριά
και τραγουδούσε ποίηση.

Το ύστατο ποίημα άφρισε
πάλλευκο στα σφιχτά του χείλη.
Τον σκέπασαν με θαλασσιά κουβέρτα.

Η μάνα μου ράντισε αγίασμα πέρα στη θάλασσα
Μες στα μαλλιά μου

Η θάλασσα τραγούδησε.

`

Ξένο Φως

Λάπηθος.
Στη Λάπηθο
το φως διπλώνει τη θάλασσα στο μέλι

Νυσταγμένα κύματα ξεπλένουν το γαμήλιο γλέντι.

Τρεις μέρες περιδρόμιαζαν οι ξένοι, τώρα κυλιούνται στην άμμο
σαν τα γουρούνια
Διεσταλμένοι ήλιοι σκάνε στα μάτια τους
Ξένο φως
μεστώνει όσους κοιμούνται κι αντανακλώνται στον χαλκό.

Απόμακρες
μαρμαρυγές ρευστού γυαλιού
σπάνε στα δυο τους άντρες.

Ένσωμος ο αέρας σαν το κρασί
Οι μεθυσμένες πνοές του περιτυλίγουν τα βιολιά

Βυζαίνουν οι κατσίκες παρατημένες φλογέρες
Στις αυλόπορτες τα παλούκια χορταριάζουν.
Ακόμη κι οι παπάδες έπαιρναν γυναίκα στη Λάπηθο.

Καταπονώντας το γαϊδούρι με τη χάρη του
ο Ξενοφώς, λεβέντης του χωριού, άπιαστος,
χόρευε στο γόνατο τεράστιο καθρέφτη
δώρο καμαρωτό, σʼ ασφαλισμένη αγκάλη.

Πλαισιωμένος απʼ του γυαλιού το παιχνίδισμα, έγνεθε τραγούδια να ημερέψει τα πουλιά
διασχίζοντας θαλασσοζαλισμένους λειμώνες κι ουρανούς.

Υπέρκαλος ταξίδευε απʼ τη Μόρφου τʼ όμορφο χωρκό
στη Λάπηθο για να γινεί κουμπάρος.

Λάπηθος!
Λευκά τραπέζια παραταγμένα στην ακτή
Στερεώθηκε ο καθρέφτης στην άμμο αντίκρυ στην παλίρροια.

Κρατιούνταν απʼτο στριφτό μαντήλι μʼ αντικριστές παλάμες
και χόρευαν τη νύφη κουμπάρος και γαμπρός

καθώς άστατο νεφέλωμα κέντριζε τη θάλασσα.
Σαν σεληνιασμένος σκάρωνε ο Ξενοφώς τραγούδια για τον γαμπρό τον φίλο
φύλακα των αλλόφρονων στη Λάπηθο.

Τα λόγια του σφιχτόραβε ο βιολάρης.

Το πώς δεν το κατάλαβε κανείς, μπορεί να ρούφηξε την όρασή τους το κρασί
την τρίτη αυγή του γάμου, καθρεφτισμένους στο γυαλί
τους βρήκαν, πρωτοκουμπάρο με τη νύφη.

Τον έδεσαν ανάποδα στο γαϊδούρι του και μεθυσμένο
τον απέπεμψαν πάνω απʼ τους βράχους της Κερύνειας
ταξίδι μιας βδομάδας.

Το γαϊδούρι πέθανε μα όλο τραγούδαγε ο Ξενοφώς
κι έβλεπε τη μορφή της να γεννιέται κάθε μέρα σε πράγματα αιχμηρά
κι αστραφτερά.

Έκλαψε πάνω από λακκούβες, θρύψαλα, πηγάδια
που νότιζαν τη νύφη του.

Του ονόματός του ξένο φως εισχώρησε στον νου του.

Από ντροπή ο πατέρας αντίστρεψε στον τοίχο την εικόνα του
σκέπασε το γυαλί με μαύρο
και τον παρέδωσε στον μόνο τόπο που είχε υπόψη για τρελούς

στη Λάπηθο.

`

Νησιά

Τον Κόσμο τον προβληματίζει
η έλλειψη θεώρησης.
Τραγουδώ τα τραγούδια μου.
Ο Κόσμος κοιμάται.

Βλέπω στο φλιτζάνι μου την αντανάκλαση τʼ ουρανού.
Μετακινώ το φλιτζάνι
γέρνω τον ουρανό.

Ο πετούμενος γερανός σκιαγραφείται
πάνω στον λασπότοιχο.
Η σκιά μου αγγίζει τη δική του
και τον καβαλικεύω.

Τʼ αστέρια καθρεφτίζονται σε μια λιμνούλα
από βροχόνερα.
Με το χέρι μου μαζεύω το νερό.
Έχω μια χούφτα αστέρια.

Πιάνομαι απʼ το κλαδί του δέντρου.
Φυσάει ο άνεμος
και το δέντρο μού σφίγγει το χέρι.

Το φεγγάρι τρεμοφέγγει στο ποτήρι του κονιάκ.
Πίνω
και γεύομαι το φεγγάρι.

Σκαρφαλώνω σε μια συκιά και κατοπτεύω.
Η γη έχει πέσει.

Της μάνας μου το πρόσωπο εμφανίζεται
στην επιφάνεια μιας ελιάς.
Τσακίζω την ελιά
και χαρακώνω το πρόσωπο της μάνας μου.

Όλος ο κόσμος
Όλος ο κόσμος εισρέει μέσα απʼ τις μπάρες του παραθύρου μου.
Χαμηλώνω τα βλέφαρα
και φράσσω τις πλημμύρες.

`

Οι πνιγμένοι

Η θάλασσα ήταν κόκκινη.
Στον κόλπο ξεχυνότανε χαλκός απʼ τα μεταλλεία.

Ήλιος επίπεδος καθόταν
στʼ ακροθαλάσσι κι έσπρωχνε
τα κύματα στην όχθη.

Επάνω στη βουνοκορφή
κούρνιαζε η γριά στα μαύρα
Τα πόδια της ξέγδερναν τον βράχο
έτσι που κρυφοκοίταζε της θάλασσας το αίμα.

Αμύγδαλα απʼ τα δάχτυλά της κυλούσαν
στο νερό.
Ασάλευτα τα κύματα.

Ο εγγονός, λευκό
αδράχτι στo εκτυφλωτικό φως
Καταδύθηκε στο κουφάρι του δουλεμπορικού
Να δει λέει τους πνιγμένους.

Η γριά στη θάλασσα σκόρπιζε ρόδια.
Δεν υπήρχαν πνιγμένοι.

Έτσι όπως έψαχνε στʼ αμπάρι
Άγγιξε τον αγκώνα του ο καιρός
και ρούφηξαν οι δίνες
γούβες στην επιφάνεια.

Άφησε η γριά στάρι να πέσει απʼ τη μαύρη της μαντήλα
πάνω απʼ τη θάλασσα.
Δεν υπήρχαν πνιγμένοι.

Μα έφτυσε ο ήλιος στα μάτια της.
Σφιχταγκαλιάστηκε κι έκρωξε
Πέταξε σταφίδες κατάμουτρα του ήλιου.

Κι ο εγγονός αναδύθηκε στο ηλιόφως
με το στόμα ανοιχτό
κεφάλι φλογισμένο
τη σάρκα σκεπασμένη από χαλκό.

Τον είχαν φιλήσει οι πνιγμένοι
Απαλά
Σαν τα φιλιά της μακαρισμένης της γιαγιάς του.

`

Εγγλέζικη Ανάσταση

Σε νησί ηλιομεθυσμένο κείτεται η γιαγιά μου
παίζοντας κομπολόι…

Κάθε μεσοκαλόκαιρο, αποδρώ απʼ την παγίδα μου

Ο σκορπιός του μπουζουκιού τρυπάει το πλευρό μου
Τα δάχτυλά μου τρίζουνε σε στάση χορού.

Αποθέτω ένα τριαντάφυλλο ανάμεσα στα χείλη μου
και καίγομαι ανάμεσα σε ψωμάκια με ζάχαρη άχνη
Μουλιάζω πικρό τσάι από πορσελάνινα στόμια
Στροβιλίζω ευπρέπεια στο ποτήρι.

Κλείνω τον κόσμο στις παλάμες μου.

Το μεσοκαλόκαιρο είναι η δική μου ανάσταση.

Σε ξεδοντιασμένο νησί η γιαγιά μου έκρωξε
ραγισμένη μέσα σε σπήλαιο.

Οι κρεατόμυγες κατακάηκαν, κι οι τζίτζικες αποχωρίστηκαν το δέρμα τους.
Τα ρόδια έσταξαν αίμα πάνω στα γιασεμιά.

Κουλουριασμένος γύρω απʼ τα παπουτσόσυκα
μαζεμένος σε χώματα ιερά
διατρυπώ υαλογράφημα και τρέχω
χαλώ την ψαλμωδία μέσα από την καμάρα.

Κυλάω απαλά σαν ελιά διά θαλάσσης
ώσπου το μαντήλι που ʽδεσα κόμπους πάνω απʼ το κεφάλι μου
να χιονίσει
πάνω στο πρόσωπό μου.

Με τρία δάχτυλα
η γιαγιά μου σταυρώνει.

Δεν κρεμάστηκα.

`

Ο Πεθαμένος Ποιητής και οι Μέδουσες

Στη σπαρτιάτικη γη της Λακωνίας
πάνω στη βραχώδη παραλία της Μονεμβασιάς
σε μαβή βράχο όπου κείτεται ο Ρίτσος

Προειδοποιηθήκαμε.
Μας προειδοποίησαν

Μέδουσες
ξετυλίγονταν
τόσο άκακες
μικρές

`

Μαβιά μάτια

Τέρπονται σε δροσερούς
αραχνοΰφαντους παλμούς
διάφανου νερού.

Μακριά, ψαράς με το δόρυ του
το κράνος του καταρράκτης μαλλιών
μʼ άγρια γένια
Χειροβομβίδα σφιχτή σαν αχινός στον βράχο
Αναβόσβησε σε μόρια φωτός

Σήκωσε την τρίαινά του που έλιωνε
σαν στυλό

πήραμε θάρρος.

Ο ήλιος
έμοιαζε να μας σπρώχνει στʼ ανάμεσό τους –

Πυρακτωμένες κεφαλές πάνω στο νερό
εικόνες
κοχλαστά φωτοστέφανα με μπούκλες
Διάφανα φίδια που έτρεμαν καλωσορίζοντας.

Έπρεπε να θορυβηθούμε.

Επιπλέαμε
συνυφασμένοι ιριδίζοντες εξωγήινοι προσεγγίζαμε
πρόθυμα νεραϊδένια δαχτυλίδια που
τραβούσαν τον Χρόνο
Κάτω.

Σχεδόν μετανιωμένες, ανίκανες νʼ αντισταθούν
έγνεψαν προς τα βράχια
Μας κάλεσαν να ξεχυθούμε στις ζωές τους

Πύλη στο επέκεινα.

Αιωρούμενοι, αβοήθητοι
παρασυρθήκαμε.

Ο άνθρωπος με το δόρυ κολυμπούσε μέσα απʼ τα κύματα προς το μέρος μας
ξετύλιγε πύρινες λωρίδες.

Σύννεφο φρικτό αποστράγγισε πολύχρωμη θάλασσα
σκέπασε τις μέδουσες
τις έλιωσε
τις απέκλεισε

Επέτρεψε στον Χρόνο νʼ αναδυθεί.

Γλιστρήσαμε σε στέρεο, ασφαλέστερο έδαφος.

Μόνο που, μέσα στην παραζάλη της κάψας
ο φωτεινός ψαράς
πήρε τις θέσεις που αφήσαμε στο νερό να τρέμουν

Καταδύθηκε βαθιά
Τον τράβηξαν σήραγγες βυθισμένου φωτός

Σπαρτάρισε στον κύκλο τους
Το στόμα του έκανε κύκλους για οξυγόνο
Κατάπιε

Μια τόση δα μικρούλα μέδουσα.

Τον είδαμε να ανοίγει σαν σουγιάς μέσα απʼ τη θάλασσα
ασάλευτος του ηλεκτρισμού
πετρωμένος από κεντρί.

Αργότερα
Μακριά
Το περιστρεφόμενο κορμί έκλεψε ματιές απʼ τον ήλιο
Φάνηκε να γνέφει νεύμα νίκης
Λόγχισε τη θάλασσα με ακίδες.

`

*********************************************************

`

`

Επίμετρο: Γιώργος Χριστοδουλίδης

Γιώργος Ταρδίος (George Tardios) : Ο νοσταλγικός εξόριστος

Οι γονείς του Γιώργου Ταρδίου (George Tardios) ήταν Ελληνοκύπριοι, η μητέρα του από τη Μόρφου και ο πατέρας του από το Βαρώσι. Το 1939, μετά τον θάνατο του πατέρα της, η μητέρα του ταξίδεψε στο Λονδίνο, όπου και παντρεύτηκε. Εκεί γεννήθηκε.

Ποιήματά του (γραφεί μόνο στην αγγλικά, αλλά μιλά “βαριά” κυπριακά) έχουν δημοσιευτεί σε έξι Ανθολογίες του PEN/Arts Council, εκδόσεις Hutchinson. Στο “Puffin Book of Salt Sea Verse”, σε επιμέλεια Charles Causley. Στο “The Way to Write” των J. Moat και J. Fairfax, εκδόσεις Elm Tree. Στο “English for me” του Eric Boagey (University Tutorial Press). Στα “Apple Fire” και “On Common Ground” της Jill Pirrie.

Επιτέλεσε Διευθυντής του Totleigh Barton, του πρώτου κέντρου φιλοξενίας Δημιουργικής Γραφής στο Ντέβον. Οργάνωσε τον πρώτο «Κρατικό Διαγωνισμό Ποίησης» για την Λέσχη Ποίησης στο Earlʼs Court και για το Arvon Foundation/Observer. Ήταν κριτής στον Διαγωνισμό Ποίησης της τηλεοπτικής εκπομπής “South Bank Show” του BBC2.
Συμμετείχε στο πρόγραμμα «Οι Ποιητές στα Σχολεία».
Ποιήματά του δημοσιεύτηκαν πρόσφατα στα περιοδικά Cadences (Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Κύπρου), «Νέα Εποχή» και The London Magazine.

Το 1984 ηγήθηκε αποστολής στην Τανζανία, ιχνηλατώντας πάνω σʼ ένα γαιδούρι το ταξίδι του Χ.Μ. Στάνλεϊ (1871) προς αναζήτηση του Δρ Ντέιβιντ Λίβινγκστον. Το οδοιπορικό διήρκησε δύο χρόνια και δώδεκα μέρες ενώ η όλη εμπειρία περιγράφεται στο βιβλίο του συγγραφέα, Lay down your heart.
Εξέδωσε τις ποιητικές συλλογές BullSong (Charlotte Press) και Buttoned-Up Shapes (St Ursin Press).

Πρόσφατα σε συνέντευξη του στον υποφαινόμενο και ερωτηθείς πως θα χαρακτήριζε τον εαυτό του, ο Ταρδίος απάντησε: “Είμαι ένας νοσταλγικός εξόριστος”.

Ο σημαντικός Αγγλος ποιητής Τεντ Χιουζ είπε για τον Ταρδίο: “ «Η ποίησή του μού αφυπνίζει μια αιχμηρή, κατάφωτη μνήμη. Είναι μια γλώσσα των εικόνων η οποία λειτουργεί περίτεχνα, χωρίς παρεμβατικές εξυπνάδες. Υπάρχει μια οικονομία αποφασιστικών φράσεων και λάμψης. Είναι ένας πραγματικός καλλιτέχνης».

Η μετάφραση της συλλογής του Ταρδίου ʽΚουμπωμένα Σχήματα” αποτελεί κατά κάποιον τρόπο και μια επιστροφή της ποιητικής γλώσσας του σπουδαίου αυτού τεχνίτη, στο σπίτι της, στη ρίζα της.