Σε Αποκλειστικότητα του Ποιείν παρουσιάζεται σήμερα ένα ανέκδοτο τραγούδι σε μελωδία της Λένας Πλάτωνος (πατήστε στο όνομα) και με στίχους-φωνή της ποιήτριας και ζωγράφου Καίτης Μαυρομμάτη. Τα αποσπάσματα που ακολουθούν όπως και οι πίνακες ζωγραφικής, είναι από το βιβλίο της Μαυρομμάτη, «Τα χρόνια της Αλεξάνδρειας», Εκδόσεις «Ερμής», Αθήνα 2006. Τόσο οι πίνακες όσο και τα γραφόμενα έχουν ως θέμα τους τις αναμνήσεις της ζωγράφου από τα χρόνια που έζησε μέχρι την εφηβεία της, στην Αλεξάνδρεια.

Ξύνω το μπλε του μολυβιού μου, πάνω στη θάλασσα του χάρτη μου.
Απλώνω το χρώμα, προσέχοντας μη βρέξω την ξηρά.
Με μια γραμμή διαγράφω τη γεωγραφία από το πρόγραμμα.
Τελείωσα για σήμερα κι έξω ακόμα φέγγει.
Η Άνοιξη μπήκε για τα καλά.
Το πεζούλι της βεράντας βγάζει χαίτη και ουρά.
Χαϊδεύω το κρύο μάρμαρο και νοιώθω το ζεστό δέρμα του άσπρου μου αλόγου.
Ανεβαίνω στην πλάτη του και ξεκινάμε για το Ουέστ.
Το βραχώδες τοπίο καίει κάτω από τον ήλιο.
Κόβω κάκτους για να δροσίσω τα χείλη μου.
Ο καλπασμός του αλόγου πάνω στο χώμα, μου χαϊδεύει τ’ αυτιά και προχωρώ για το άγνωστο.
Ένα χελιδόνι περνάει από μπροστά μου και με γυρίζει πίσω.
Ο κήπος είναι ό,τι πρέπει, για το επόμενο ταξίδι.
Πηδώ με στυλ απ’ τ’ άλογό μου.
Τώρα θα γίνω εξερευνήτρια.
Μαζεύω συντρόφους και σαλπάρουμε.
Ρίχνουμε άγκυρα σε άβατα μέρη ανακαλύπτοντας ανύπαρκτους καρπούς και μαγικά νερά.
Στήνουμε σκηνές σ’ εξωτικές αμμουδιές.
Κάνω τα λεπτά ώρες και το ταξίδι μου μεγάλο.

………………………………

Για να μπεις, χτύπα το ρόπτρο στην καφετιά την πόρτα.
Μιν;* Ακούγεται πάντα να λέει μια φωνή από μέσα.
Εγώ είμαι γιαγιά, πέρασα μέσα από το χρόνο για να ’ρθω ξανά.
Χώρος, πρώτος.
Αν-τρε πρώτο.
Στο καθρεφτένιο τραπέζι, κάνω το ταβάνι πάτωμα
και περπατώ εκστατική στην αδειανή κάτασπρη έκταση.
Η ξεραμένη φτέρη πάνω στο φερ-φορζέ, με είδε
κι άρχισε να ξεδιπλώνει τα κλωνάρια της, παίρνοντας νερό απ’ τη ματιά μου.
Οι πολυθρόνες άνθισαν πολύχρωμες κλάρες.
Τα βάζα ξεχειλίζουν μυρωδιές,
γιατί, θέλω να είναι άνοιξη.
Θέλω να κυλίσω το κορμί μου στα γυμνά μπαλάτια* και να κλέψω τη δροσιά τους.
Θέλω ν’ αναπνεύσω βαριά μοσχοβολημένο, το ζεσ-τό υγ-ρό αέρα της Αλεξάνδρειας.

* ποιός
* πλακάκια δαπέδου

Ο χωρισμός.
Ω! Σπαραγμός.
Ο Αρμένης νοικοκύρης πουλάει τον παράδεισό μου.
Δάκρυα τρέχουνα απ’ τα μάτια μου, από τους τοίχους από τα δένδρα.
Τα μπαλάτια με κοιτάνε λυπημένα.
Τα φιλώ και ραγίζουν.
Η βρύση στέρεψε ξαφνικά.
Το άσπρο μου άλογο μαρμάρωσε, πεζούλι στη βεράντα.
Τα λουλούδια μαραίνονται.
Μαραίνομαι κι εγώ.
Κλείνω τη σιδερένια πράσινη πόρτα και το καμπανάκι, κρεμασμένο ψηλά δεν κουδουνίζει.

…………………………………….
[…] Όλα λες και γίνανε σε μηδέν χρόνο και να εμείς τώρα πάνω στο πλοίο.
Κοιτώ την αδερφή μου από ψηλά, ανάμεσα σε επιβάτες, τελωνειακούς λιμενεργάτες.
Είναι δέκα το πρωί και ο ήλιος δεν βγήκε ακόμα.
Η σειρήνα του πλοίου κλαίει μαζί μου.
Αδελφή μου απομακρύνομαι,
χάνεσαι μαζί με την Αλεξάνδρεια.
Γίνεστε μικρές, όλο και πιο μικρές, πιο μικρές.
Μια γκρίζα γραμμή.
Μια τελεία μέσα στην άλλη.
Ορίζοντας κ’ ύστερα θάλασσα
Κι ουρανός.

Μια τελεία μέσα στην άλλη.
Ορίζοντας κ’ ύστερα θάλασσα
Κι ουρανός.