1. ΜΙΚΡΗ ΕΠΑΡΧΙΑΚΗ ΟΜΑΔΑ

Μες στους πολλούς σάς χαιρετάω κι εγώ,
κόκκινοι αλαβαρδιάνοι μου,
βγαλμένοι
μεσʼ απʼ τη γενέθλια γη, και του λαού της όλου
αγαπημένοι.
Τους αγώνες σας τους παρακολουθώ με αγωνία.
Το αγνοείτε, αλλά παίζοντας
εκφράζετε πανάρχαια πράγματα
υπερθαύμαστα
στο πράσινο επάνω τερραίν, στον αέρα, στου χειμώνα
τους πεντακάθαρους ήλιους.

Το άγχος
που ασπρίζει σε μια νύχτα μέσα τα μαλλιά, εγώ σας λέω
είναι μακριά, πολύ μακριά σας. Η δόξα
κατεβαίνει κι ένα χαμόγελο σάς δίνει φευγαλέο:
ό,τι καλύτερο διαθέτει. Ανάμεσά σας
χαράς χειρονομίες και αγκαλιάσματα τρέχουν μαζί.

Νέοι είσαστε – του καθενός η μάνα ακόμα ζει·
να την υπερασπίζεστε σάς βάζει ο άνεμος. Σας αγαπάει
και γιʼ αυτό ο ποιητής – ίσως αλλιώς
από τους άλλους, μα με την ίδια κι εκείνος συγκίνηση.

`

*

2. ΤΡΙΑ ΣΤΙΓΜΙΟΤΥΠΑ

Αφού βγήκατε τροχάδην στη σέντρα, τον κόσμο
χαιρετήσατε πρώτα στην εξέδρα.
Ύστερα (γιατί αυτό γίνεται ύστερα)
στραφήκατε προς την άλλη πλευρά, κατά ʼκεί,
στον μαύρο τον συνωστισμό, που ʼναι κάτι που
δεν λέγεται, κάτι που όνομα δεν έχει.

Ο τερματοφύλακας πηγαίνει πάνω-κάτω, κάνει σα σκοπός.
Μακριά είναι ο κίνδυνος ακόμα.
Μα αν, σάμπως σύννεφο πλησιάζει απειλητικό, ω στο χώμα
το νεαρό αγριμάκι θα συσπειρωθεί
για νά ʼνʼ έτοιμο με ορμή να τιναχτεί.

Γιορτή στον αέρα, σʼ όλους τους δρόμους γιορτή.
Κι αν κρατάει λιγάκι, τί έγινε; Σε καμμία
επίθεσή τους οι αντίπαλοί μας δεν μας παραβιάσαν την εστία·
οι κραυγές ήταν σαν να πέφταν κεραυνοί.
Η δόξα σας εσάς, έντεκα εσείς λεβεντονιοί,
στον χρόνο τον σωστό επέστη
και σας αγάπης ποταμός στολίζει την Τεργέστη.

`

*

3. ΔΕΚΑΤΗ ΤΡΙΤΗ ΑΓΩΝΙΣΤΙΚΗ

Στα σκαλιά στα τσιμέντα μια χούφτα θεατές
ζεσταίνονταν φυσώντας τις χούφτες τους.
Και όταν
–της ακτινοβολίας το άκρον άωτον– ο ήλιος έσβησε
πίσω από ʼνα σπίτι τη λάμψη του, το γήπεδο
εφώτισε της νύχτας την προαίσθηση.
Τρέχανε πάνω-κάτω οι κόκκινες φανέλλες,
οι φανέλλες οι λευκές, φως έχοντας
παράξενης ιριδίζουσας διαύγειας. Ο άνεμος
έπαιρνε τη μπάλλα αλλού, η Τύχη είχε στα μάτια
ξανά την κορδέλλα που την έκανε νά ʼναι τυφλή.
Ήταν ωραίο
νά ʼναι τόσο λίγοι εκεί, να ξεπαγιάζουνε στο κρύο,
γινωμένοι ένα,
σαν τους τελευταίους ανθρώπους σε κάποιο βουνό,
και να βλέπουν από εκεί τον τελευταίο αγώνα.

`

*

4. ΠΑΙΔΙΑ ΣΤΟ ΣΤΑΔΙΟ

Κοκοράκι
είναι στη φωνή το παιδί· ιδιότροποι έρωτες
με δαύτη, και βάσανα μαζί, που τελειώνουν απότομα.
Στα όρια του γηπέδου μια σημαία –
μοναχική ανεμίζει σʼ ένα τοιχαλάκι.
Εκεί, όρθια, σε κάθε διακοπή, συναγωνίζονται
τα παιδιά να πούνε ονόματα λαοφιλή, κοσμαγάπητα,
ένα-ένα πετώντας τα, σαν βέλη. Έχω ολοζώντανη
μέσα μου την όμορφη εικόνα· σε μιαν ανάμνηση
παντρεύεται –βράδυ– με τις άγουρες μέρες μου εκεί.

Τσακωμένοι ανάμεσά τους και υπεροπτικοί
περνάγαν από κάτω οι παίχτες – Κυριακή.
Τʼ άλλα όλα τά ʼβλεπαν, τα πιτσιρίκα εκείνα όμως όχι.

`

*

5. ΓΚΟΛ

Ο τερμαοφύλακας επλόνζαρε, αλλά ματαίως,
στην τελευταία επίθεση· την φάτσα του την κρύβει
το χώμα: να μη βλέπει το φως το πικρό – σκοτοδίνη.
Ένας συμπαίκτης του γονατιστός τον παροτρύνει
με λέξεις, με τα χέρια, να σηκωθεί·
βλέπει τα μάτια του γεμάτα δάκρυα.

Το πλήθος –μέθη κοινή, ενιαία– φαίνεται να ξεχειλίζει
από το γήπεδο: γύρω από τη νικήτρια ομάδα στέκουν
κρεμασμένοι απʼ τον λαιμό της τόσοι και τόσοι αδελφοί.
Λίγες οι στιγμές οι ωραίες σαν και αυτή,
όπου σε μασάει το μίσος, και η αγάπη,
απτή, απτότατη σου δίνεται, στα μάτια σου, μπροστά σου.

Δίπλα στʼ απαραβίαστα δίχτυα του ο τερματοφύλακας
–ο άλλος– έχει μείνει, Όχι όμως η ψυχή του –
εκεί απʼ αυτόν έχει μείνει μοναχά το σώμα.

Η χαρά του κάνει κωλοτούμπες, κι ακόμα
φτιάχνει με το χέρι του φιλάκια
και τα στέλνει μακριά, πολύ μακριά του.
της γιορτής –λέει έτσι– είμαι μέρος και λόγου μου.

`

**************

`

Τα ποιήματα δημοσιεύθηκαν στη συλλογή Il Canzoniere, 1933-1934, και είναι αφιερωμένα στην ποδοσφαιρική ομάδα της Τεργέστης Ουνιόνε Τριεστίνα, στους «κόκκινους αλαβαρδιάνους».
Σε ένα σημείωμά του γράφει ο Σάμπα για το ποδόσφαιρο:

`

«Το ποδόσφαιρο είναι το δημοφιλέστερο παιχνίδι των ημερών μας, και είναι εκείνο όπου πασιφανώς εκφράζονται τα στοιχειώδη πάθη της μάζας. Η ατμόσφαιρα, που δημιουργείται ανάμεσα σε αυτά τα έντεκα αδέρφια που υπερασπίζονται τη μάνα τους, είναι τις πιο πολλές φορές τόσο έντονη, που αφήνει άσβηστα ίχνη στον νου όσων την έχουνε ζήσει από κοντά. Αυτό μόνο, για να μην πούμε τίποτα για την ομορφιά του θεάματος, που μπορούν να τη νιώσουν οι πάντες, και για την κίνηση των παικτών στον αγωνιστικό χώρο όση ώρα κρατάει το ματς. Τί να πούμε μετά για εκείνο που συμβαίνει ανάμεσα στους θεατές και στους παίκτες, όποτε μια ομάδα μικρή της επαρχίας καταφέρνει να βάλει γκολ σε ομάδα ανώτερή της (η ανωτερότητα της οποίας ως επί το πλείστον οφείλεται στο χρήμα που διαθέτει) ξαναζωντανεύοντας έτσι, μπροστά στα μάτια των συντοπιτών, που γυαλίζουνε από τα δάκρυα, το θαύμα του Δαυίδ που νικάει τον Γολιάθ;»