paid_kap1944_3.jpg

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΣΩΤΗΡΗΣ ΠΑΣΤΑΚΑΣ

1. Στην ποίηση μπορούμε να μιλάμε για όλα. Όταν μιλάμε για τη λογοτεχνία, και ιδιαιτέρως για την ποίηση, είναι πάντα επικίνδυνο να αναφερόμαστε στην «υποχρέωση της για επικοινωνία». Σίγουρα, ή λογοτεχνία επικοινωνεί. Κι ένας συγγραφέας, ένας τεχνίτης του λόγου, έχει επαυξημένες δυνατότητες επικοινωνίας. Όμως, στη συγκεκριμένη περιοχή της σύγχρονης ποιήσεως εκείνο που μετράει είναι πλέον η ρήξη με τις συνηθισμένες πρακτικές του ομαδοποιημένου στυλ, που αυτοαναπαράγεται έτσι όπως καθορίζεται στο εσωτερικό μιας απολύτως κλειστής συντροφιάς. Το γεγονός πως αυτή η ομάδα αποτελεί εδώ και πολύ καιρό το μοναδικό κοινό της ποιήσεως, ένα κοινό από ποιητές ή επίδοξους ποιητές και μελετητές, έχει απαξιώσει το συγκεκριμένο λογοτεχνικό είδος.

Η αδυναμία, η ανεπαρκής επικοινωνία, η δυσκολία ή πιο καλά, η νοηματική σύγχυση στην πλειοψηφία της σημερινής ποιήσεως, προέρχεται από το γεγονός ότι εκείνη η μικρή συντροφιά των φιλαναγνωστών υποκρίνεται πως καταλαβαίνει, ή αποδέχεται πως δεν λέγεται τίποτα σχεδόν και πώς δεν υπάρχει τίποτα να καταλάβει.

Αυτό ακριβώς είναι το παράδοξο: η αφασία γίνεται αποδεκτή δογματικά ως σημαίνουσα, αφού η δυσκολία δεν δημιουργεί τριβές και δυσχερή προβλήματα επικοινωνίας, αλλά αντιθέτως τα εκμηδενίζει, τα υπερπηδά. Αποκλείοντας από την ποιητική γλώσσα μια ολόκληρη σειρά από τις γλωσσικές λειτουργίες που διευκόλυναν την κατανόηση και την επικοινωνία, η ποίηση δεν διατρέχει πλέον κανέναν κίνδυνο. Η ύπαρξη της γίνεται υποθετική, εικονική, εμβρυακή κι αμφισβητήσιμη. Ο κώδικας της απουσίας του νοήματος πλέον οριστικοποιήθηκε. Η απουσία της σημασίας σήμερα, όπως εδώ κι αρκετό καιρό, είναι ένας από τους κύριους παράγοντες που δημιουργούν μεταξύ υποτιθέμενων ποιητών και κριτικών ένα είδος συνενοχής και αλληλοσυγκάλυψης.

Η ποίηση δεν αντιμετωπίζει κανένα από τα θέματα πού βρίσκονται έξω από το χώρο της: δεν έρχεται αντιμέτωπη με καμία άλλη έκφραση τέχνης και πολιτιστικό χώρο. Η αξία της ποιητικής παραγωγής των τελευταίων είκοσι χρόνων (αναφέρομαι στους συγγραφείς που είναι μεταξύ τριάντα και πενήντα χρονών), είναι αρκετά περιορισμένη και παραμένει αδιάφορη από αυτήν ακριβώς την έλλειψη επιθυμίας και διάθεσης για επικοινωνία. Πρόκειται συνήθως για ψευτο-ποιητές (φο-ποιητές), πού επιχειρούν να γίνουν αποδεχτοί αποφεύγοντας απλώς να κάνουν κάτι που θα τους οδηγούσε στην απόρριψη.

Βεβαίως, στην ποίηση υπάρχουν περιοχές δύσκολες και σκοτεινές, γιατί η λογοτεχνία αποτελεί επίσης μία πρόκληση ενάντια στον επίσημο και καθιερωμένο λόγο. Πιστεύω όμως πως σήμερα το ποιητικίζον ιδίωμα έφτασε σε έσχατα όρια, καταγέλαστα όρια, και διαφαίνεται η επιστροφή, εάν μπορούμε να την επιτύχουμε, να μιλήσουμε μέσα από την ποίηση για όλα, χωρίς προκαταρκτικούς περιορισμούς. Εξάλλου, η καλύτερη ποίηση των προηγούμενων γενεών το είχε επιτύχει: από τον Pasolini και τον Caproni ώς τον Sereni... Θα ήταν ευχής έργο να ξεκινούσαμε από το μηδέν, χωρίς να αποκλείουμε a priori καμιά μορφή ποιητικού λόγου και κανένα χώρο εμπειρίας.

2. Να ξαναδιαβάσουμε το μοντέρνο. Οι συζητήσεις για το μεταμοντέρνο δημιούργησαν μόνο σύγχυση και τίποτα περισσότερο. Ωστόσο, θα μπορούσε να πει κανείς, πως προϋπήρχαν σαφείς ενδείξεις ότι σ’ αυτό το δεύτερο ήμισυ του αιώνα γεννήθηκε κάτι καινούργιο και ότι κάτι συνέβη στο μοντέρνο: είτε ως θεωρητική άποψη, είτε ως μια σειρά έργων του, γνωρίζαμε ή πιστεύαμε πώς κατέχουμε σχεδόν τα πάντα γιʼ αυτό. Το μοντέρνο δεν αποτελούσε πλέον μια τραυματική εμπειρία, είχε απορροφηθεί ή μεταβολιστεί από την ακαδημαϊκή κριτική, είχε γίνει κοινός τόπος, σύμβαση, κανόνας!…

Πιστεύω ωστόσο πως αντιθέτως, πέρα από πάμπολλες επιγραφές και θεωρητικοποιήσεις, το μοντέρνο παραμένει ακόμη ανοικτό πρόβλημα. Τα βιβλία είναι πάντα εκεί και περιμένουν να τα διαβάσουμε ή να τα ξαναδιαβάσουμε χωρίς προκαταλήψεις. Το μοντέρνο παραμένει ο ορίζοντας μας. Εάν το λησμονήσουμε, αν ξεχάσουμε πως ό κόσμος μας, ο δικός μας τρόπος ζωής και σκέψης, όλος μας ο πολιτισμός, προέρχεται από το δεύτερο ήμισυ του 1700 —είναι δηλαδή προϊόν του Διαφωτισμού και της βιομηχανικής επαναστάσεως— αν το ξεχάσουμε, τότε θα περιπέσουμε σε εκείνες τις κωμικές μεταμφιέσεις που μας παρακινούν να πιστέψουμε πως είμαστε σύγχρονοι με την κλασική Ελλάδα ή με τον Μεσαίωνα. Όλα αυτά που μπορούμε να καταλάβουμε και να αφομοιώσουμε από τους πολιτισμούς πριν από το μοντέρνο, προέρχονται από το μοντέρνο: η φιλολογία, η αίσθηση της Ιστορίας, η σχετικότητα των πολιτισμών, η απουσία της «πίστεως», η αναγκαιότητα κριτικού πνεύματος, η ανάγκη να παραθέσουμε τη μια δίπλα στην άλλη ετερογενείς πολιτιστικές παραδόσεις. Δεν μπορούμε να επιστρέψουμε στους προσωκρατικούς φιλοσόφους, δεν μπορούμε να οικειοποιηθούμε τη μυθική σκέψη, δεν μπορούμε να επαναφέρουμε στη ζωή μας τον Θωμά τον Ακινάτη ή τον μυστικισμό του. Είναι πράγματα που μας ενδιαφέρουν, αλλά αν πιστεύουμε πως μπορούμε να τα οικειοποιηθούμε άμεσα, λησμονώντας την κατάσταση που δημιούργησε το μοντέρνο, τότε καταλήγουμε στο «κιτς», την παρενδυμασία.

Η αγορά της τέχνης, η πολιτιστική βιομηχανία, η παραγωγή και το εμπόριο των περιεχομένων της συνειδήσεως, η παρουσία των μεγάλων κρατικών πολιτιστικών θεσμών, όπως το Σχολείο π.χ. και το Πανεπιστήμιο, είναι αυτά που καθορίζουν τη μορφή που έχουν οι σχέσεις μας με τους ξένους και διαφορετικούς πολιτισμούς.

Όπως είπα, πρέπει να απελευθερώσουμε το μοντέρνο από τον λαϊκισμό και τον σχολαστικισμό που τείνουν να αδρανοποιήσουν τη μοντέρνα πολιτιστική πρακτική: την αποδραματοποιούν και μας κάνουν να ξεχνάμε πως ένα μεγάλο μέρος της λογοτεχνίας και της φιλοσοφίας, τους τελευταίους δύο αιώνες, ήταν ένας αγώνας ενάντια στο κράτος και στην ελεύθερη αγορά, ενάντια στην έκπτωση της κουλτούρας σε απλό αντικείμενο συναλλαγών και μελέτης.

3. Πολιτιστικοί λειτουργοί. Το μοντέρνο δεν πρέπει να ταυτίζεται με τις πρωτοπορίες, με την ενστικτώδη απελευθέρωση της γενετήσιας ορμής και της φαντασίας, με τη διδακτική αισθητική σε επίπεδο νηπιαγωγείου. Οι μεγαλύτεροι σύγχρονοι συγγραφείς, σαν τον Kafka, τον Svevo, τον Ρroust, τον Εliot, τον Celin, τον Gadda και τον Μοntale, δεν είχαν καμία σχέση με τις κατασκευασμένες πρωτοπορίες, τα ομαδικά μανιφέστα. Είναι μεμονωμένοι, πηγαίνουν αντίθετα στο ρεύμα, εμπιστευόμενοι μόνον τις δικές τους δυνάμεις. Ριψοκινδυνεύουν τη χρεοκοπία ως ατομικές μονάδες. Δεν εντάσσονται σε ομάδες για να αισθανθούν προστατευμένοι, όπως οι υπερρεαλιστές, οι φουτουριστές και πάει λέγοντας.

Σήμερα αναρωτιόμαστε συχνά, γιατί οι διανοούμενοι έχουν χάσει το κύρος και την πνευματική τους βαρύτητα. Πιστεύω πως φταίει το γεγονός ότι έγιναν υπάλληλοι της κουλτούρας, λειτουργοί που λαδώνουν τα γρανάζια (ανύπαρκτα πολλές φορές), της πολιτιστικής μηχανής. Δεν επεξεργάζονται τις ιδέες και τις εικόνες του κόσμου, ριψοκινδυνεύοντας προσωπικώς να συγκρουστούν με την κοινωνία στην οποία ανήκουν. Τουλάχιστον, κάτι τέτοιο συμβαίνει πολύ σπάνια. “Ίσως γιατί ή πλειοψηφία των σημερινών διανοούμενων (αν και ο ορός διανοούμενοι θα έπρεπε να επαναπροσδιοριστεί), η κουλτούρα δεν βιώνεται ως κάτι το επιτακτικό. Στην Ιταλία έπειτα, οι διανοούμενοι είναι πολύ συχνά αριβίστες σε κοινωνικό επίπεδο, αλλά στο πνευματικό και πολιτιστικό επίπεδο είναι δειλοί-θα έλεγα- θρασύδειλοι: δεν τολμούν να διατυπώσουν οτιδήποτε, αν δεν ξέρουν ότι κάτι παρόμοιο έτυχε της γενικής αποδοχής κάπου αλλού. Το θάρρος είναι είδος εν ανεπάρκεια, και δεν υπάρχει συνοχή μεταξύ πνευματικής αναζητήσεως και καθημερινού βίου. Ποιος είδε αναμεταξύ μας κάποιον διανοούμενο να αλλάζει ζωή επειδή ανακάλυψε ξαφνικά κάτι καινούργιο; Κατ’ αυτόν τον τρόπο, δεν υφίσταται μόνον το «τέλος της ουτοπίας», αλλά επικρατεί απόλυτη εκεχειρία στις σχέσεις μεταξύ κουλτούρας και κοινωνίας, κι έπεται το μειωμένο κύρος των διανοούμενων, αφού το ενενήντα τοις εκατό της παραγωγής τους, αποτελεί απλώς την απάντηση τους στις επιταγές των θεσμών και της αγοράς, Σύμφωνα με κάποιες ερμηνείες το μεταμοντέρνο είναι ακριβώς αυτό: το τέλος της διαμάχης ανάμεσα στη Τέχνη και την Κοινωνία.

4. Προγραμματικός σκοταδισμός. Δεν πιστεύω πως οι αφορισμοί του Τ. W. Adorno έχουν τελείως «ξεπέσει». Ο Αντόρνο υπήρξε ένας από τους μεγάλους στοχαστές του αιώνα μας κι ένας εξαιρετικός κριτικός του κοινωνικού γίγνεσθαι. Στη θεωρία του της Αισθητικής, παρ’ όλες τις αντιφάσεις του, υπάρχει μια ερμηνεία της μοντέρνας τέχνης ως υπεράσπιση και διεκδίκηση του ακατάληπτου, του οτιδήποτε αποφεύγει την άμεση επικοινωνία, την «εμπορευματοποίηση» και τη συμμετοχή του στις εσωτερικές και κρυφές εμπειρίες μας, εμπειρίες που η κοινωνία, τις αποφεύγει ή επιχειρεί να τις συγκαλύψει και να τις εξουδετερώσει. Ο Αντόρνο υπερασπίζεται τη μοντέρνα τέχνη ενάντια στην υποκρισία και τον φιλισταϊσμό των αστών κι ενάντια στα αισιόδοξα φιλοσοφικά δόγματα του πανανθρώπινου ιδεώδους και της προόδου. Αυτό δεν σημαίνει όπως πιστεύουν πολλοί, ότι ο Άντόρνο είναι ένας υπερασπιστής των πρωτοποριών, που όπως είπα, είναι κάτι άλλο κι αποτελούν περιορισμένο φαινόμενο: στρατευμένο, διδακτικό και διατεταγμένο.

Πάντα προτιμώ να διακρίνω μεταξύ μοντέρνας τέχνης και πρωτοπορίας: γιατί εκτιμώ πως η πρωτοπορία είναι απλώς το προϊόν της αυτοάμυνας και της «συντεχνιακής» θα έλεγα οργάνωσης των καλλιτεχνών, οι όποιοι προωθούν και διαλαλούν το εμπόρευμα τους ως στερούμενου νοήματος από την κριτική και το κοινό. Στην πραγματικότητα, επιβάλουν ένα είδος εγγυημένης προερμηνείας για οτιδήποτε ήθελε γράψουν στο μέλλον.

Ό,τι έως το ήμισυ του 1800 από τις αστικές ιδεαλιστικές κι ανθρωπιστικές φιλοσοφίες θεωρούνταν «παγκοσμίως ανθρώπινο», σύμφωνα με τον Άντόρνο στον εικοστό αιώνα γίνεται ξένο κι αλλότριο για την πλειοψηφία των πολιτών, βυθίζεται στον ατομικισμό, γίνεται σκοτεινό, ακαταλαβίστικο, απαράδεκτο, κτηνώδες. Είναι τελικώς το ανθρώπινο, που το κοινωνικό Σύστημα απωθεί κι αρνείται, επικολλώντας του τον τίτλο του ασήμαντου.

Από αυτή τη σκοπιά, πολλά έργα της σύγχρονης τέχνης αποδείχτηκαν πράγματι «ακατάληπτα», όχι επειδή ήταν τέτοια η γλώσσα τους. αλλά γιατί το περιεχόμενο τους, ήταν κοινωνικώς μη αποδεκτό. Οι ποιητές με τη μεγαλύτερη γλωσσική διαύγεια στην Ιταλία, ο Saba και ο Ρenna π.χ., ήταν εκείνοι που παρέμειναν δύσπεπτοι για πολύ καιρό. Ήταν ακριβώς η σαφήνεια τους που αποδείχθηκε ακατάληπτη από τους κριτικούς, τους λόγιους. Το πρόβλημα λοιπόν, δεν είναι αυτό που έχει να κάνει με την ασάφεια ή τη γλωσσική ακρίβεια, αλλά με ό,τι ένας πολιτισμός κι ένα κοινό αποδέχονται ή απορρίπτουν, καταλαβαίνουν ή δεν καταλαβαίνουν. Το πρόβλημα της δυσκολίας γίνεται πρόβλημα μόνο μεταξύ λογοτεχνικού έργου και πολιτιστικού περιβάλλοντος. Σήμερα είναι ο προγραμματικός σκοταδισμός που κάνει αγαθές τις σχέσεις ανάμεσα στην ποίηση και στους αναγνώστες της.

5. Όχι, όχι o Ηeidegger. Δεν εκτιμώ καθόλου τον Χάιντεγκερ. Πιστεύω πως είναι ένας υπερεκτιμημένος συγγραφέας, ο όποιος συνέβαλε με τη γλώσσα του στη δημιουργία ενός φιλοσοφικού κιτς: σαν να σήκωνε κάθε τόσο ένα σημαιάκι με την ένδειξη: «προσοχή, φιλοσοφικός γκρεμνός». Μυθοποίησε τη σκέψη προσδίδοντας της θεϊκή λαμπρότητα, σαν κάτι το εντελώς εξαιρετικό κι απόκοσμο, αποκομμένο από την καθημερινή εμπειρία, κοινωνοί της οποίας είμαστε όλοι μας, επομένως κι από τη γλώσσα μέσα στην οποία συντελούνται οι καθημερινές μας εμπειρίες. Κι εδώ συναντάμε το ίδιο παράδοξο. Ενώ, ένας σκοτεινός πολλές φορές φιλόσοφος (επιδεικτικώς και περιττά σκοτεινός), όπως ό Χάιντεγκερ απολαμβάνει της γενικής επιδοκιμασίας, υπνωτίζει τη μισή υφήλιο και δημιουργεί” μια ολόκληρη σειρά επιγόνων και μιμητών, μία άλλη φιλόσοφος, την οποία διακρίνουν μια απαράμιλλη δύναμη, ευστοχία και διαύγεια όπως η Simone Weil, αδυνατεί ακόμη και σήμερα να βρει το κοινό της. Ίσως, επειδή η σαφήνεια της υποχρεώνει σε μεγαλύτερο μόχθο, πιο βαθιά και πιο άμεσα, τον αναγνώστη.

Απλοποιώντας λοιπόν, τον συλλογισμό του, θα έλεγα πώς ό Χάιντεγκερ κυρίως, αφού κατέστησε τη γλώσσα ως κεντρικό σημείο αναφοράς της θεωρίας του, χρησιμοποιεί ελλιπώς τη γλώσσα μεταχειριζόμενος βαρβαρικό, θα έλεγα, ιδίωμα. Έξαλλου, δεν καταλαβαίνω γιατί πρέπει να θεωρούμε μεγάλο, έναν φιλόσοφο που περιόρισε το μοντέρνο σε απλό ζήτημα τεχνικής, χωρίς να κατονομάσει τα πολιτικά καθεστώτα, τον καπιταλισμό, τη διαίρεση των τάξεων, τις μεταμορφώσεις της κουλτούρας μέσα από την κοινωνική της χρήση κ.λπ. Δημιουργεί επιγόνους κι αρέσει πολύ στους φιλοσόφους, γιατί πιστεύω πως είναι ειδικός στην reductio ad unum. H σκέψη για εκείνον ήταν το αντίθετο της παρατηρήσεως. Ο Χάιντεγκερ κατάφερε να παρακολουθήσει τη γέννηση του ναζισμού, χωρίς να καταλάβει περί τίνος επρόκειτο…

Δεν θέλω να επιμείνω ούτε στο γεγονός πως ο ναζισμός κατ’ αρχάς τον ενθουσίασε: μπορεί να συμβεί σ’ έναν φιλόσοφο που απέχει της πολιτικής. Δεν κατάφερε ωστόσο, να μεταπειστεί αργότερα, ούτε να αναλύσει τα γεγονότα που σημάδεψαν έναν ολόκληρο αιώνα. Γεγονότα, καθόλου περιθωριακά, αλλά αντιθέτως αποκαλυπτικά για όσα φοβερά κυοφορούντο στα σπάργανα της σύγχρονης κοινωνίας (και της γερμανικής κουλτούρας). Ό Χάιντεγκερ αποτελεί το παράδειγμα κάποιας συγκεκριμένης κι ενταγμένης φιλοσοφίας που σκέφτεται μεν, αλλά δεν έχει μάτια να δει τι ακριβώς συμβαίνει. Το ίδιο έγινε και στη δεξιά και στην αριστερά. Η επονομαζόμενη ουσία των κοινωνικών φαινομένων δεν είναι καθόλου τόσο «διανοητική» κι αόρατη, όσο πιστεύουν οι φιλόσοφοι του συγκεκριμένου τύπου. Αντιθέτως, μπορούμε να την παρακολουθήσουμε: είναι σύνολα από εμπειρικές παρατηρήσεις, ανεπαίσθητα συμπτώματα που πολλοί συγγραφείς είχαν κατανοήσει και περιγράψει.

Θεωρείται γενικώς κι αορίστως, πως ο Χάιντεγκερ επανατοποθέτησε το ζήτημα περί της φύσεως της γλώσσας που δεν μπορεί να προσδιορισθεί μόνον ως εργαλείο της επικοινωνίας. Θέλω να υπογραμμίσω πως αυτή την ιδέα δεν την εφεύρε εκείνος, κι άπ’ τα πράγματα που με εξοργίζουν είναι το γεγονός πώς αποδίδουν στον Χάιντεγκερ διαπιστώσεις πού άνηκαν απολύτως σε κάποιους κριτικούς και συγγραφείς, οι οποίοι τις είχαν διατυπώσει τουλάχιστον από την εποχή του ρομαντισμού. Η επισκόπηση του Χάιντεγκερ πάνω στη γλώσσα και την ποίηση περιορίζεται στον Holderlin και τον Τrakl, δεν είναι ιδιαιτέρως πρωτότυπη, ούτε μπορεί να συλλάβει την τεράστια ποικιλία της σύγχρονης λογοτεχνίας, με τα πολυάριθμα γλωσσικά ιδιώματα. Όλη ανεξαιρέτως η σύγχρονη ποίηση, με τον Leopardi, τον Koleridge, τον Βaudelaire, κι άλλους πολλούς, είναι μια εμπράγματη κριτική της φαυλότητας της γλώσσας, της πτώχευσης της μέσα στον ορίζοντα της αστικής κοινωνίας. Μια παρόμοια κριτική προέρχεται κι από τους μυθιστοριογράφους (π.χ, από τον Flaubert). O Χάιντεγκερ καθορίζει όλα αυτά σε μια φιλοσοφική διατύπωση που εξ ορισμού περιορίζει και αποξηραίνει όλο τον πλούτο και τη ζωντάνια των αναφερόμενων λογοτεχνικών δοκιμών. Ενώ, αν ακολουθήσουμε τους συγγραφείς θα μας μάθουν πως να διατηρήσουμε την έννοια της πολυπλοκότητας και της διαφοροποίησης της γλώσσας.

Η λογοτεχνία επαυξάνει τον βαθμό προσοχής και παρατηρητικότητας όσον άφορα την ποικιλία των πραγματικών γεγονότων, των οποίων όλοι μας αντιλαμβανόμαστε μέσα από την προσωπική και κοινωνική εμπειρία και πρακτική: μόνον έτσι αντιλαμβανόμαστε που βρισκόμαστε και τί μπορούμε να πράξουμε, κάτι που δεν συμβαίνει συνήθως με τις θεωρητικές και φιλοσοφικές διατυπώσεις. Αυτό το παραδέχονται πλέον και οι φιλόσοφοι: ο Rorty π.χ. δηλώνει πως αν έπρεπε να διαλέξει ανάμεσα στον Dickens και τον Χάιντεγκερ, θα πέταγε αμέσως τον Χάιντεγκερ και θα κρατούσε τον Ντίκενς, o οποίος —όπως όλοι μας γνωρίζουμε— είναι ένας συγγραφέας, φαινομενικά επιφανειακός κι ελάχιστα θεωρητικός, ανήμπορος να γοητεύσει τους φιλοσόφους, όπως και ο Χαίλντερλιν…

6. Γραφή και ανάγνωση: πρακτικές της μαγείας. Η προφορική γλώσσα είναι κάτι πολύτιμο, μπορεί να μη μας εντυπωσιάζει, αλλά μας είναι κοντινή και οικεία. Δεν απαιτεί ειδικό και πανάκριβο τεχνολογικό εξοπλισμό για να τη χρησιμοποιήσουμε. Αρκεί ένα χαρτί κι ένα στυλό, παντού μπορούμε να γράψουμε.

Η παράδοση της γραφής εξάλλου κατέχει μία ξεχωριστή θέση στον πολιτισμό μας, κι εγώ της αποδίδω, ίσως, κάποια περαιτέρω αξία λόγω της αυξανόμενης έκπτωσης της από την επικαιρότητα: τη θεωρώ ως σημείο αντίστασης προς τις παντοδύναμες και ποικίλες τεχνολογίες επικοινωνίας. Όμως, δεν της προσδίδω αξιολογική χροιά: η γραφή δεν αποτελεί από μόνη της αξιολογική σημασία, κι αντιθέτως πολύ συχνά πιάνω τον εαυτό μου να τα βάζει με τους λογοτέχνες που δεν αντιλαμβάνονται το στοίχημα επικοινωνίας που θέτει διαρκώς το παρόν στη γραφή.

Βεβαίως, με τη γραφή δεν μπορεί να ελπίσει κανείς πως θα έχει την ίδια άμεση επαφή με το κοινό του όπως ένας ροκ-στάρ, ή ένας σκηνοθέτης σαν τον Σπίλμπεργκ. Επειδή όμως, η ανάγνωση γίνεται ολοένα και περισσότερο μια μοναχική πρακτική, επίμονη, ατομιστική κι αντίθετη στο επικρατούν ρεύμα, είναι ακριβώς πολύ σημαντικό να μην πολλαπλασιάζουμε τον όγκο των γραπτών μηνυμάτων, αλλά να τον περιορίζουμε, με το να επιλέγουμε πιο αυστηρά: να μην τυπώνουμε οτιδήποτε, αλλά να τυπώνουμε μόνον πράγματα πού αξίζουν τον κόπο να διαβαστούν και να ξαναδιαβαστούν. Πρέπει να γίνουμε περισσότερο ικανοί στη σύνθεση, να κρατάμε αμείωτη την προσοχή, γιατί δεν επιτρέπεται να σκεπτόμαστε πως η γραφή από μόνη της μας εγγυάται το προνόμιο ενός πειθήνιου ακροατηρίου, το αντίθετο μάλιστα.

Η ποίηση εφευρέθηκε για να υπηρετήσει ακριβώς την ποιότητα, την ουσία, την πυκνότητα και την τεχνική αρτιότητα της γλώσσας. Δημιουργήθηκε σαν αξιομνημόνευτο μήνυμα, κάτι που πρέπει να το αποστηθίσουμε, να το ξαναδιαβάσουμε. Σήμερα όμως, τα περισσότερα ποιήματα, όχι μόνον δεν προκαλούν μια δεύτερη ανάγνωση, αλλά είναι και τελείως δυσανάγνωστα. Παραμένουν ασταθή και εφήμερα.

Η λογοτεχνία είναι εκείνο το πράγμα που μας συνδέει με μια μακροχρόνια παράδοση, με κάτι το αρχαϊκό. Υπάρχει, αν θέλετε, κάτι το μαγικό στην όλη υπόθεση, ένα είδος συμμετοχής δια της συνέργειας, γιατί ακόμη κι όταν δεν το σκέπτομαι, κάθε φορά που αρχίζω να γράφω ή να διαβάζω προσέχοντας κάθε μεμονωμένη λέξη ή φράση, κατά κάποιον τρόπο επικοινωνώ με όλους όσους έγραψαν και διάβασαν.

Είναι όπως όταν ξυπνώ π.χ. στις πέντε το πρωί, κι αισθάνομαι πως συντονίζομαι με όλους τους εργάτες πού σηκώνονται καθημερινώς τη συγκεκριμένη ώρα, έστω χωρίς να έχω άμεση οπτική επαφή μαζί τους. Εάν μάλιστα, γονάτιζα για να προσευχηθώ, που δεν το κάνω, θα επικοινωνούσα με όλους εκείνους που γονατίζουν και προσεύχονται ανά την υφήλιο και ανά τους αιώνας… Να, λοιπόν, που υπάρχουν πρακτικές που εξακολουθούν να μας βάζουν σε άμεση επικοινωνία με κάποια τμήματα του παγκόσμιου πολιτισμού, που διαφορετικά θα είχαν εξαφανισθεί και θα είχαν πεθάνει.

Ίσως, αυτή να είναι και η αιτία που γράφω κατά προτίμηση με το στυλό, ή το πολύ-πολύ με τη γραφομηχανή, δηλαδή με απαρχαιωμένες τεχνολογίες, εκείνες ακριβώς που ίσχυαν όταν έμαθα να γράφω. Κάποιους φυσικούς ορούς της γραφής προσπαθώ να τους διατηρήσω έτσι όπως μου παραδόθηκαν, γιατί είμαι ενδεχομένως προληπτικός: φοβάμαι πως οι νέες τεχνολογίες κλέβουν κι αφαιρούν από την πρακτική της γραφής και της ανάγνωσης κάτι από τη μαγική τους δύναμη…!

7. ‘Αλμανάκ, ανθολογίες. Πρέπει οπωσδήποτε να υπάρχει κάποιο αντικειμενικό κριτήριο που θα εμπόδιζε την τάση των σημερινών ποιητών για αυτοπαρηγορία μες στο μικρό τους γκέτο, όπου κανείς και τίποτα δεν μπορεί να τους αποθαρρύνει. Οι ποιητές, έκοψαν κι έραψαν στα μέτρα τους μια προστατευόμενη περιοχή, προσδοκούν τα ελάχιστα από τον εαυτό τους κι ευχαριστιούνται πολύ εύκολα, αν και είναι οξύθυμοι και ψωροπερήφανοι, ωστόσο, δεν διακατέχονται από πραγματικές φιλοδοξίες. Δεν έχουν πλέον τις υψηλές φιλοδοξίες που έτρεφαν’ ανέκαθεν οι ποιητές — που μπορεί να μην είχαν επιτυχία, αλλά εμπιστεύονταν τυφλά τη δύναμη και την αξία των στίχων τους: αυτή ακριβώς υπήρξε ανέκαθεν η γοητεία των ποιητών.

Τη σήμερον ήμερα, όλο το πολιτιστικό σύστημα αποτιμά το αντικείμενο βιβλίο περισσότερο ως εμπόρευμα, παρά ως αξία. Αυτό φαντάζει αναπόφευκτο, έχοντας επίγνωση της κοινωνίας στην οποία ζούμε. Η ποίηση όμως, διεξάγει μία ιδιαιτέρως δυσμενή μάχη, μέσα στην καθορισμένη αγορά. Από την άλλη, εξακολουθεί να υφίσταται ένας αφελής φετιχισμός του Ποιητή, χάριν του οποίου ακόμη κι ο εσωστρεφής και απομονωμένος δημιουργός στίχων, μοιάζει με υπνωτισμένο μπροστά στο ενδεχόμενο της δημοσιεύσεως κάποιου Βιβλίου.

Να βγάλεις βιβλίο από μεγάλο εκδότη ή από έναν μικρό, η διαφορά πλέον είναι μηδαμινή έως ανύπαρκτη, γιατί έτσι κι αλλιώς κανένας δεν θα σε διαβάσει, Οι αναγνώστες είναι το πολύ καμιά εκατοσταριά, αν όλα πάνε καλά: η κριτική έτσι κι αλλιώς δεν αντιδρά, δεν αντιδρά ούτε στη δημοσίευση μεγάλων και καταξιωμένων ποιητών. Πρέπει λοιπόν, για να ξαναβρούμε κάποια συχνότητα επικοινωνίας, περιορισμένη μεν αλλά πραγματική, να αποβάλουμε τον φετιχισμό του περιβλήματος που μας προσφέρει το βιβλίο, αφού τα βιβλία, των μεμονωμένων δημιουργών χάνονται, πνίγονται μέσα στη θάλασσα των δημοσιεύσεων.

Υπάρχει όμως, άλλος ένας λόγος: είναι στ’ αλήθεια ελάχιστα, πραγματικά μετρημένα στα δάκτυλα για όλον τον αιώνα, τα βιβλία της ποίησης πού πραγματικά αξίζουν σαν βιβλία. Ακόμη και οι σημαντικοί ποιητές διαβάζονται πολύ καλύτερα στις ανθολογίες: για φαντασθείτε τι γίνεται σήμερα, που οι περισσότεροι γεμίζουν με έρμα τα σκάφη τους, κι επαναλαμβάνονται συνεχώς, μόνο και μόνο για να φτάσουν στο ονειρεμένο τους βιβλίο. Θα ήταν χίλιες φορές προτιμότερο αν εφευρίσκαμε τα κατάλληλα εκδοτικά εργαλεία, όπως είναι τα αλμανάκ και οι περιοδικές ανθολογίες που θα συμπεριλάμβαναν το καλύτερο των σκόρπιων δημοσιεύσεων ενός ολόκληρου έτους…

Ανακεφαλαιώνοντας, αν ένας ποιητής στη διάρκεια της ζωής του έγραψε καμιά δεκαριά καλά ποιήματα μπορεί κι οφείλει να είναι ικανοποιημένος, μπορεί κάλλιστα να αποκαλείται ποιητής και σίγουρα είναι ποιητής. “Αν έχει όμως δημοσιεύσει δέκα άσχημα βιβλία που δεν διαβάζονται και δεν τα μνημονεύουμε, επειδή δεν περιέχουν ούτε ένα ποίημα της προκοπής, τότε πρόκειται για αδικαιολόγητη σπατάλη.

8. Πρώτα οι αναγνώστες και μετά οι κριτικοί. Σκέπτομαι πως η πρωταρχική πράξη, που είναι συνάμα και χρήσιμη, είναι να δώσουμε πάλι την εξουσία στους κριτικούς: να μας διαχωρίσουν τους πραγματικούς από τους ψεύτικους ποιητές. Μπορεί να θεωρείται μια αποτρόπαια πράξη, ανήθικη, σκληρή κι υπεροπτική: μια πληθωρική ωστόσο συντεχνία, που υποθάλπει τον συνωστισμό στις τάξεις της, χάριν των πολυπληθών που αυταπατώνται πως υπηρετούν την Ποίηση γράφοντας αποκαρδιωτικά στιχάκια, είναι ό,τι χειρότερο μπορούμε να προσφέρουμε στην τέχνη της.

Οι περισσότεροι από αυτούς παρηγορούνται με την ιδέα πως η Ποίηση είναι δύσκολη και πως η αλήθεια έτσι κι αλλιώς είναι πάντα χαμένη: είναι σαν να ενστερνιζόμαστε την άποψη πώς, αφού πολλοί μεγάλοι συγγραφείς ήταν νευρωτικοί και υστερικοί, κάθε νευρωτικός ή υστερικός είναι ποιητής. Κάποιος είναι ποιητής ή συγγραφέας χάρις στην εξαιρετική ενάργεια της γλώσσας του, χάρις στο «πνεύμα» και την αρτιότητα των γραπτών του, όχι για κάποιον άλλον ιδιαίτερο λόγο.

Η διάκριση, είναι αυτό που πρέπει να κάνει στοιχειωδώς ένα κοινό πραγματικών αναγνωστών: εντάξει, οι αναγνώστες αυτοί είναι εκ των πραγμάτων λιγοστοί, ας έχουν όμως την αίσθηση της Ποιήσεως, κι ας είναι απαιτητικοί. Κανένας κριτικός δεν μπορεί να πραγματώσει κάτι που δεν το έχουν ήδη εφαρμόσει οι αναγνώστες: για να παραμείνει ζωντανό λογοτεχνικό είδος απαιτείται κάποιο δραστήριο κοινό, όσο μικρό κι αν είναι, αρκεί να είναι πραγματικό.

Οι πραγματικοί αναγνώστες της ποίησης έχουν ζωηρές αντιδράσεις, αιματώδεις. Κάτι τέτοιο όμως, δεν συμβαίνει, γιατί επιβιώνει μια μορφή αυτοπαρηγορίας, επειδή όποιος διαβάζει άσχημα ποιήματα χωρίς να διαμαρτύρεται, γράφει κι αυτός άσχημα ποιήματα κι έτσι δεν υπάρχει διέξοδος. Αυτόν που γράφει ποιήματα τον μεταχειριζόμαστε σαν να ήταν παιδί» και δεν επιτρέπεται να τον αποπάρουμε, δεν πρέπει να του αποκαλύψουμε την αλήθεια, ίσως γιατί σήμερα επικρατεί μεγάλη σύγχυση όσον άφορα το «ταλέντο»: έχει εγγραφεί στη δημοκρατική μας συνείδηση η άμεση αναγνώριση πως όλοι μας διαθέτουμε «ολίγον ταλέντο», και πως μερικοί από εμάς μπορούν να το αναπτύξουν περαιτέρω καταβάλλοντας μια μικρή προσπάθεια. Οι ποιητικές ομάδες και συντροφιές κατέληξαν να γίνουν παιδικοί σταθμοί, οπού όλοι πρέπει να τύχουν ενθαρρύνσεως, κι ο καθένας να παροτρυνθεί με το επιφώνημα «είσαι πολύ καλός».

Το γεγονός είναι πως σε ορισμένες τέχνες όπως η ποίηση, η ζωγραφική κι ίσως το θέατρο, η κατάσταση είναι αυτή που είναι, γιατί αποτελούν τέχνες που έπαψαν πλέον να μας ενδιαφέρουν, έγιναν ασήμαντες, αδιάφορες, που τις αφήνουμε να φυτοζωούν. Αν η ποίηση μας ενδιέφερε όσο η κλασική μουσική, ή αν θέλετε το ροκ, θα υπήρχε αδιαμφισβήτητα το αντίστοιχο κοινό που θα ήξερε πολύ καλά τις προτιμήσεις του και τις απορρίψεις του, που θα διέκρινε αυτοστιγμεί τα καλά από τα κακόγουστα προϊόντα.

Αυτό που μας ενδιαφέρει δεν είναι η ποίηση, αλλά κάποιο άρωμα, ένας παραπλήσιος τίτλος: μας ενδιαφέρει να πάρουμε μέρος, δεν έχει σημασία πως, σε μια διαδικασία που διατηρεί κάποια παρωχημένη γοητεία, μας προσδίδει ταυτότητα, έστω και παραποιημένη τις περισσότερες φορές, μας χαρίζει την ελάχιστη κοινωνική υπόσταση ενός πολιτιστικού status symbol. Κατ’ αυτό τον τρόπο η ποιότητα της γραφής μας περνάει σε δεύτερο πλάνο, γίνεται ασήμαντη. Να λοιπόν, γιατί η ποίηση έγινε ασήμαντη, και παραμένει κενό γράμμα…

Ο Alfonso Βerardinelli γεννήθηκε στη Ρώμη το 1943. Διδάσκει σύγχρονη Λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο της Βενετίας κι από το 1985 εκδίδει μαζί με τον Piergiorgio Bellocchio το περιοδικό Diario. Έχει δημοσιεύσει μία ποιητική συλλογή (Lezione allʼ aperto, Μοndadori, 1979), αλλά κυρίως συλλογές δοκιμίων και βιβλία λογοτεχνικής κριτικής, με ιδιαίτερη προσήλωση στην κριτική της σύγχρονης ιταλικής ποίησης. (Il critico senza mestiere, Il Saggiatore, 1983, Lʼ esteta e il politico, Εinaudi, 1986, Tra il libro e la vita, Bollati Boringhieri, 1994).

Μαζί με τον Franco Cordelli επιμελήθηκε την ανθολογία των νέων Ιταλών ποιητών (της αντίστοιχης με τη δική μας γενιά του ’70), με τον τίτλο «Το κοινό της ποίησης» (Il pubblico della poesia, Lerici, 1975). Το δοκίμιο που παρουσιάζουμε στους αναγνώστες μας, δημοσιεύθηκε στο αλμανάκ Ροesiaʼ94, Castelvecchi,1995.

(στον Σπύρο που μου το ζήτησε επίμονα…)