Από τη συλλογή Mala kruna (Manni, 2007)

Η συλλογή Mala kruna, [μικρό αγκάθινο στεφάνι], συγκεντρώνει στίχους που είναι δομημένοι γύρω από την ιδέα του ταξιδιού του τρένου της ίδιας της ύπαρξής μας, που χαρακτηρίζεται από προοδευτικές απώλειες και εγκαταλείψεις, στις τρεις ηλικίες της ζωής.

 

στον ορίζοντα μια διαφορετική θάλασσα

σταμάτησε το αίμα κάτω από τα νύχια·

μαύρη μητέρα στο νησί

ήρθε πλάι σου και σου μίλησε για τον άνεμο,

μια κακοκαιρία που δεν επέτρεπε

στις βάρκες να φύγουν·

και μετά κοίταξε ένα σημείο στον τοίχο

στο δρόμου άρχιζε μια γιορτή

 

mala kruna, είπε

μικρό αγκάθινο στεφάνι.

 

 

****

 

αν είχαμε πυρετό μαζί

θα ήμασταν σαν δύο κουτάλια

στεγνά στο συρτάρι.

Τα πόδια μας μπρος-πίσω σαν κουρέλια

να χαϊδεύουν τα πατώματα

 

ή θα σταθούμε γυμνοί σαν καρφιά

ξεχασμένα στη μέση του τοίχου.

 

****

 

διαβάζω ξαπλωμένη, με το βιβλίο στο στήθος μου

είναι ο τρίτος μου πνεύμονας

που ανοίγει και κλείνει.

 

Σαν αμφίβιο καθόμουνα στην όχθη.

 

****

 

περνάνε οι ημερομηνίες, σβήνουν

οι μεγάλοι δαυλοί στον κρύο ουρανό, και όλοι

σπεύδουν να σκεπάσουν το φόβο τους

προσπαθώντας να αναπνεύσουν εν χορώ

στο ρυθμό του είδους. Εσύ μόνο

ανάμεσα στις κουβέρτες διαβάζεις και αποκοιμιέσαι.

 

 

 **********************************************************************

 

Από τη συλλογή Pasta madre (2013)

 

Υπάρχει ένα νήμα που διατρέχει τους στίχους της Franca Mancinelli, μια κατάσταση συναγερμού, κάτι που μας αναγκάζει να την προσέξουμε. Γράφτηκαν στο παράθυρο, σε μια συνοριακή και τελωνειακή ζώνη. Και γράφτηκαν μετά από ένα δύσκολο ταξίδι μέσα από τις λέξεις, με σελίδες που έμειναν κενές και σιωπηλές. Κουβαλούν το βάρος αυτού του ταξιδιού, την πληγή και την ένταση, αλλά και τη γνώση. […] Όλο το βιβλίο είναι μια αφαίρεση και μια εξομάλυνση, μια προσπάθεια να εξαγνισμού, να φτάσει σε μια γύμνια που είναι γνώση.

Milo De Angelis

 

****

 

πατέρας και μητέρα πεσμένα

φρούτα που δεν θα μπορούσαν να

σαπίσουν πάνω μου

ενώ γυμνός έμαθα

να κρατάω τον ουρανό

όπως ένα πουλί στην πλάτη του, αφήνοντας

πεδιάδες και σπίτια βυθισμένα.

Το μπλε επιστρέφει

να σκεπάσει τη γη. Συγκρατώ

στο ράμφος τη μνήμη,

το σπόρο που υπήρξαν.

 

****

 

 

κουτάλι στον ύπνο, το σώμα

μαζεύει τη νύχτα. Σηκώνονται σμήνη

θαμμένα στο στήθος, απλώνουν

φτερά. Πόσα ζώα μεταναστεύουν σε μας

περνώντας από την καρδιά μας, σταματώντας

στην πτυχή του ισχίου, ανάμεσα στα κλαδιά

των πλευρών, πόσοι

θα ήθελαν να μην ήμασταν εμείς,

να μην πιαστούν στα δικά μας

ανθρώπινα περιγράμματα. 

 

****

ένας κρότος όπλου

και αναπνέεις ξανά. Πρόσωπο στο έδαφος,

δίχως χυμένο αίμα.

Πράγματα που παρακολουθούνται από τη γωνία

ενός ματιού που καταρρέει

ενώ το άλλο είναι ήδη βυθισμένο, και όλα

απομακρύνονται. Τα δέντρα

λυγίζουν προς τη μία πλευρά

χάνουν τη φωνή τους σε κάθε φύλλο

που μαθαίνει από τα πουλιά

και για λίγες στιγμές πετάει.

 

 

 

 

****

Σταμάτησα να κρατάω τους τοίχους

παραδίδοντας τον εαυτό μου στις καταρρεύσεις

 

ξαναρχίζω, πιο κοντή

επιστρέφω σε εκείνο που είμαι:

μια σαύρα που χωρίζεται

στη μέση με τον θάνατο.

 

**

γελούν ακόμα και χωρίς παιδιά

άγριοι όσο τα δέντρα που δίνουν

καρπούς για τα πουλιά, με τα μάτια

υγρά – τρύπες στο έδαφος:

έχουμε ήδη καλλιεργήσει πολλούς σπόρους

τη νύχτα παρακολουθώντας

τις φωτισμένες φλέβες της κοιλάδας.

 

 

*********************************************************************

Από τη συλλογή Μεταβατικό βιβλιαράκι (Amos 2018)

 

Δεν είναι μονάχα να ετοιμάσεις μια βαλίτσα. Είναι να ετοιμαστείς, να ντυθείς
καλά.  Να  μπεις στο  ακριβές  μέγεθος της τιμωρίας.  Κινήσεις  με  ένα μοναδικό
προορισμό.  Φορώντας   παπούτσια    που   δεν   πάτησαν  ποτέ    το  χώμα,  θα
κοιμηθούμε, σαν νεογέννητοι, στο κέντρο του βλέμματος.

***

Ήσουν εξαφανισμένος κάτω από το σεντόνι. Μετακινούσες τα βουνά. Έπεφτε το χιόνι. Μετά όλα ήταν ακίνητα. Πήρα ένα τρένο και εσύ σιωπηλός  με ακολουθούσες. Γυρίζοντας το κεφάλι μου, σε βρήκα ξανά, πέρα από τη γραμμή των σπιτιών. “Πιστεύεις ότι ένα όνομα μπορεί να έχει τόπο;”

***

Τα μάτια σου θα μπορούσαν να είναι μπλε ή μαύρα. Το όνομά σου θα μπορούσε να είναι το όνομα οποιουδήποτε. Γλίστρησε από τα χείλη μου μια φορά. Είναι πράγματα που συμβαίνουν, και τότε πρέπει να σε μπέρδεψα. Σε κρατούσα σφιχτά, ξεφλούδιζες σαν πηλός στον ήλιο. Τώρα αναπαύσου στην ειρήνη των λησμονημένων.

***

Σκύβεις πάνω από μια λακκούβα λάσπης. Φέρνεις τα χέρια σου στο πρόσωπό και το κάνεις σκοτεινό. Η κοιλότητα των ματιών σου παραμένει. Από τις άκρες των δακτύλων σου μέχρι τους ώμους σου η γη σε χαϊδεύει. Το λευκό των δοντιών σου καλεί τα βυθισμένα οστά. Ένα μεγάλο θαλάσσιο ζώο κοιμάται κάτω από την άμμο. Η τελετή έχει σχεδόν τελειώσει.

***

Το βράδυ, με ένα τσιγάρο ανάμεσα στα δάχτυλά του, βλέποντας τον ουρανό να σκοτεινιάζει σαν βρεγμένο χώμα, ο πατέρας μου ποτίζει. Όταν είναι εκεί πέρα, κρυμμένος μες τις ντοματιές, στην πιο απομακρυσμένη γωνιά του κήπου, ακούω το νερό να χύνεται από το πηγάδι και να ρέει ανάμεσα στους κόκκους, μέχρι τις ρίζες που το περιμένουν. Εδώ, που χάνεται η ροή, φυτρώνουν σκληρά χόρτα με μικρά λουλούδια, φυτά με δηλητηριώδεις καρπούς. Αλλά δεν μπορώ να τα ξεριζώσω, δεν μπορώ να διορθώσω το υδροφόρο ρήγμα.

***

 

Οι ανολοκλήρωτες προτάσεις παραμένουν ερείπια. Υπάρχει μια ολόκληρη χώρα που κινδυνεύει να καταρρεύσει και την οποία υποστηρίζεις μέσα σου. Γνωρίζεις τον πόνο του κάθε κεραμιδιού, του κάθε τούβλου. Ένα υπόκωφο χτύπημα στο άνοιγμα του στήθους. Θα χρειαζόταν η σταθερή αγάπη κάποιου, μια ήσυχη εργασία που αντηχεί στα βάθη του δάσους. Εσύ, που αδειάζεις τη βαλίτσα, ξεχνάς να φύγεις.

***

 

Στο στήθος σου υπάρχει μια μικρή ρωγμή. Όταν το πιέζω ή βάζω το κεφάλι μου πάνω του, υπάρχει αυτή η ανάσα αέρα. Έχει την υγρασία του δάσους και τη μυρωδιά του χώματος. Τα κοντινά βουνά με τους παγωμένους  χειμάρρους  τους. Από τότε που το άκουσα δεν μπορώ παρά να το αναγνωρίσω. Ακόμα και όταν, το ένα μετά το άλλο, στη φωνή σου περνούν πουλιά που πετούν ψηλά, χαράσσοντας μια πορεία στον καθαρό ουρανό.

Η ρωγμή είναι μέσα σου, μεγαλώνει. Μια ανάσα παγωνιάς σου διαπερνάει τα πλευρά και σε διπλώνει. Δεν έχεις πλέον αυτί. Ο λαιμός σου εξαφανίστηκε. Μεταξύ του ενός και του άλλου ώμου ανοίγεται ένα σκοτάδι, που κατοικείται από φαράγγια, με φωνές από κλαδί σε κλαδί, σε μια απότομη πλαγιά που δεν την πατούν ανθρώπινα βήματα.

***

Είσαι κουρασμένη. Βγάζεις μπουμπούκια. Οι φλούδες πέφτουν, δεν αντέχουν άλλο. Με τα μάτια σου κλειστά συνεχίζεις να παλεύεις. Η γη είναι ένας βράχος που θρυμματίζεται σε ψιλό χαλίκι. Είναι ένας τοίχος και μια πόρτα. Συνεχίζεις να κοιμάσαι. Τα φύλλα μιλούν μεταξύ τους αδελφικά. Από την καρδιά μέχρι την κορυφή της κόμης, αρχίζουν μια φράση για σένα.

 

******************************************************************

Ανέκδοτα ποιήματα

 

 

αυτές οι σελίδες από χόνδρους

είναι ο σκελετός όπου περιπλανιέσαι

σαν μια αιμάτινη σκιά.

 

 

****

 

σήμερα βγήκα από τα νερά μου. Με τις παλάμες μου στην κοιλιά  την νοιώθω να μεγαλώνει, να φτάνει στο κέντρο του στήθους μου και να λάμπει. Σηκώνομαι και πολλαπλασιάζονται τα σώματα. Ένα καρουζέλ από μικροσκοπικά αρμονικά φτερά.

 

*****************************************************************************************

Η Franca Mancinelli (Φάνο 1981) είναι συγγραφέας των ποιητικών βιβλίων Mala kruna (Manni, 2007), Pasta madre (Nino Aragno, 2013), Μεταβατικό βιβλιαράκι (Amos edizioni, 2018), που κυκλοφόρησε την ίδια χρονιά με αγγλική μετάφραση του John Taylor, με τίτλο The Little Book of Passage (The Bitter Oleander Press, Fayetteville, New York). Μια συλλογή των κειμένων του περιλαμβάνεται στο Νέοι ιταλοί ποιητές 6, σε επιμέλεια Giovanna Rosadini (Einaudi, 2012) και, με εισαγωγή της Antonella Anedda, στο Tredicesimo quaderno italiano di poesia contemporanea, σε επιμέλεια Franco Buffoni (Marcos y Marcos, 2017). Μεταφράσεις των κειμένων της έχουν δημοσιευτεί σε ξένα περιοδικά και ανθολογίες. Έχει συμμετάσχει σε διάφορα διεθνή προγράμματα, με πιο πρόσφατο το Chair Poet in Residence (Καλκούτα, 2019). Από το έργο Refest, εικόνες και λέξεις για τις διαδρομές των προσφύγων (2018) προήλθε Κροατικό σημειωματάριο, τώρα στο Πώς να μεταφράσεις το χιόνι (Anima Mundi edizioni, 2019).