Η ευκρασία του πένθους
Ο Γιώργος Χριστοδουλίδης είναι ένας εξόχως ευ-ερέθιστος ποιητής, όχι υπό την τρέχουσα έννοια ενός εμμονικώς κοχλάζοντος θυμικού, αλλά υπό την έννοια ενός εγρήγορου και με αναπεπταμένες κεραίες δημιουργού, που συλλαμβάνει τις κρούσεις και τις παρακρούσεις των καιρών, χωρίς αυτό να σημαίνει πως το έργο του περικλείεται σε μια στενή και μονοσήμαντη διάσταση της επικαιρότητας, κάθε άλλο. Ως προς τούτο είναι ένας διαρκώς αμφίπλευρα εμπλεκόμενος μάρτυρας του παρόντος, θα τολμούσα να πω, ένας από εκείνους τους ποιητές ίστορες του παρόντος, που η μνημονική τους τεχνική λειτουργεί όχι σαν απόπειρα συγκράτησης ή ανασυγκρότησης του παρελθόντος, αλλά ως εγχείρημα στύλωσης των αλληλουχιών του χρόνου, υπόμνηση, δηλαδή, και συνακολουθία της ροής.
Αν και θεωρώ πως τα βιβλία και, ιδίως, τα βιβλία του ιδίου συγγραφέα, δεν πρέπει να αντιπαραβάλλονται, καθότι κάθε βιβλίο είναι, κατά κάποιον τρόπο, ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών με κάποιο συγκεκριμένο πράγμα ή με κάποιο πράγμα με το οποίο ένα προηγούμενο βιβλίο επιχείρησε να συνδιαλεχθεί και, δηλώνει, eo ipso, το πού βρίσκεται ο συγγραφέας του τη στιγμή ακριβώς που το γράφει, εντούτοις θα τολμούσα να πω πως ο ΛΑΛ Γνωστοποίηση Πένθιμου Γεγονότος (τίτλος που, πέραν από τη μετα-αποκαλυπτική του συνδήλωση, αποτελεί και μια έμμεση αναφορά στην κατακλυσμιαία αναγγελία πένθιιμων ειδήσεων που κατακλύζει τα ΜΜΕ και τα λεγόμενα social media) τίθεται σε μια προεκτατική γραμμή σε σχέση με το προηγούμενο βιβλίο του ποιητή, Μυστικοί Άνθρωποι, στο οποίο κορυφώνεται η μέχρι τότε περιοχοθέτηση της ποιητικής του ανθρωπογεωγραφίας και εκφραστικής. Ο ΛΑΛ θα μπορούσε, σ’ αυτό το πρίσμα, να αναγνωστεί ως ένας από τους μυστικούς ανθρώπους της προηγούμενης συλλογής, που τώρα εμφανίζεται με πιο ισχνά χαρακτηριστικά, όντας ενδεδυμένος ένα είδος αδιαφάνειας, που καθιστά τη μυστικότητά του διαρκώς ενεργή αλλά και πεισματικά γοητευτική ταυτόχρονα. Μια φιγούρα που εμφανίζεται και εξαφανίζεται ραγδαία, με τον τρόπο ακριβώς που υπάρχει στην πραγματική ζωή, μια ύπαρξη, δηλαδή, στη μεθόριο των περιθωρίων, χωρίς προνομίες αλλά και χωρίς προνομιούχο ενδιαφέρον και αντίληψη γι’ αυτήν. Στα δύο βιβλία, ωστόσο, λειτουργεί μια αντιθετική, κατά κάποιον τρόπο, επεξεργασία της μυστικότητας. Οι μυστικοί άνθρωποι της ομώνυμης συλλογής στερούνται ονόματος, ωστόσο, διαζωγραφίζονται ως προς τον χαρακτήρα και το περιεχόμενο της ύπαρξης και της ζωής τους με αρκετές πληροφορίες, γνωστοποιούνται, με άλλα λόγια, πάρα την αδιατάραχτη ανωνυμία τους. Ταυτόχρονα, έχουν το προνόμιο της ομιλίας, αποτελούν φορείς μιας ενσαρκωμένης αδιαφάνειας ομιλητικά ικανής. Ο ΛΑΛ, από την άλλη, παρότι ονοματολογικά εμφανής, παραμένει άγνωστος ως προς το ποιος πραγματικά είναι και στερείται, ταυτόχρονα, φωνής, αποτελεί, δηλαδή, μια άγνωρη παρουσία, έστω και αν ο ίδιος ο ποιητής φρόντισε, εξωκειμενικά, προτού εκδοθεί ακόμη το βιβλίο, να γνωστοποιήσει την ταυτότητά του. Αλλά, το ίδιο το βιβλίο παραμένει εξαιρετικά φειδωλό ως προς την παρουσίαση ή αυτοπαρουσίαση του συγκεκριμένου προσώπου. Αναμένω ότι ο Γιώργος, στη συνέχεια, θα εστιάσει συστηματικότερα σ’ αυτή την ενδιαφέρουσα persona, που δεν αποτελεί μονοσήμαντα ένα λογοτεχνικό επινόημα, αλλά αρύεται από μια ολοζώντανη ύπαρξη που κινείται ανάμεσά μας με το ειδολογικό στοιχείο της ξενότητας και η οποία, ως τέτοια, προβληματοποιεί καίρια τόσο τη σχέση μας προς τον άλλο, όσο και τη σχέση μας προς εαυτόν.
Διαβάστε περισσότερα