Ανέκδοτη συνέντευξη του Κλείτου Κύρου στη Βάσια Αναγνωστοπούλου (πρόλογος- επιμέλεια: Μιχάλης Γελασάκης)
15Δεκεμβρίου
Φωτογραφία: Βάσια Αναγνωστοπούλου
Ο Κλείτος Κύρου παραμένει ένας ποιητής προς ανάγνωση και κυρίως προς ανακάλυψη. Ένας από τους σημαντικότερους μεταπολεμικούς ποιητές και μεταφραστές της Θεσσαλονίκης με περιορισμένο σε έκταση αλλά ουσιαστικό ποιητικό έργο. Όπως μαθαίνουμε από την ανέκδοτη συνέντευξή του, που δημοσιεύεται σήμερα στο Ποιείν, επιθυμία του ήταν να είχε αφιερώσει περισσότερο χρόνο στην ποίησή του και λιγότερο στις μεταφράσεις που έκανε. Προτιμούσε να γράφει στο γραφείο του παρά μακριά από αυτό. Εκτός από το ποιητικό και μεταφραστικό του έργο δεκάδες άρθρα και δοκίμιά του έχουν δημοσιευτεί στα (πολλά) περιοδικά με τα οποία κατά καιρούς συνεργάστηκε. Ο ποιητής Γιώργος Θέμελης έλεγε ότι ο Κύρου κάνει ποίηση «κοινωνικού προβληματισμού από σκοπιά ατομικής συνείδησης». Η συνέντευξη που ακολουθεί είναι μία από τις τελευταίες συνεντεύξεις του ποιητή και μεταφραστή. Έγινε το 2002 από την φωτογράφο Βάσια Αναγνωστοπούλου, η οποία γράφει και το προλογικό κείμενο. Με την άδειά της τη δημοσιεύουμε.
* * *
Για τον Κλείτο, έβαλα τον μπαμπά μου να με πάει στη Θεσσαλονίκη. Ήθελα να τον συναντήσω, με αφορμή μία σχολική εργασία που αφορούσε τη συλλογή του “Κραυγές της Νύχτας”. Δε μιλούσε πολύ. Ήταν κλειστός και λακωνικός. Αγαπηθήκαμε από την πρώτη στιγμή, γιατί μοιάζαμε. Γνώρισα τη γυναίκα του και την κόρη του. Κάθε φορά που πήγαινα στη Θεσσαλονίκη τους επισκεπτόμουν. Κάθε φορά που ερχόταν στην Αθήνα συναντιόμασταν. Ήταν ο αγαπημένος μου. Η φωτογραφία αυτή, στόλιζε το γραφείο του, και ήταν αυτή με την οποία τον αποχαιρέτησε η οικογένειά του. Έφυγε όταν ήμουν στο Εδιμβούργο, και τον έκλαψα σαν παππού μου. Εδώ λείπει η μία μεριά της κασετούλας μου, οπότε ξεκινώ χωρίς ερώτηση.
Οι ιστορικές αυτές στιγμές απαντώνται σε πολλά ποιήματα δικά μου. Κυρίως, εννοώ οι μεταπολεμικές, οι μετεμφυλιακές εκείνες. Όλο το σύνολο σιγά σιγά καταλαγιάζει και ερχόμαστε στις πρόσφατες δεκαετίες με ένα πιο ήρεμο και κανονικό κλίμα. Η δεύτερη συλλογή που έγραψα -οι «Kραυγές της Nύχτας»- αποπνέουν όλο αυτό φάσμα. Tον αγώνα, αυτό το ζόρι που τραβήξαμε, το κυνηγητό, φαίνεται από διάφορους στίχους, από διάφορες λέξεις. Ήμασταν και δεν ήμασταν εν ζωή.
Το κλίμα αυτό φοβάμαι ότι δεν μπορώ να σου το παρουσιάσω ή να σε κάνω να το νιώσεις. Έχουμε μία ιστορική στιγμή που βγαίναμε στους δρόμους, κάναμε μία διαδήλωση, κραυγάζαμε, τραγουδούσαμε και μας κυνηγούσανε μετά οι Γερμανοί και μπαίναμε σε διάφορα σπίτια. Είχαμε συνέχεια αυτό το κυνηγητό. Οι Γερμανοί δε χωρατεύανε. Σκότωσαν κόσμο και κοσμάκη. Και από τους συναγωνιστές μας πολλοί σκοτώθηκαν, πολλοί πιάστηκαν, πολλοί φυλακίστηκαν και εκτελέστηκαν βέβαια. Γι’ αυτό είμαι σε πολλούς στίχους μου έτσι πολύ… και βίαιος είμαι. Ήταν μια εποχή πάρα πολύ δύσκολη, δεν ξέραμε αν θα ξημερωνόμασταν. Κάναμε διάφορους συνδυασμούς, αν έρθουν και λοιπά, για έναν τρόπο διαφυγής.
Μετά τα πράγματα πήραν έναν πιο ομαλό δρόμο, γι’ αυτό και τα πρώτα μου ποιήματα ήταν κάπως βίαια, κάπως κραυγαλέα. Στα κατοπινά πήρα εκείνη την πορεία που έχει ο χρόνος. Καταλαγιάζεις, ηρεμείς. Βλέπεις τα πράγματα με άλλο μάτι. Εκ του ασφαλούς.
Αφομοιώνεται πλήρως η προσωπική περιπέτειας στην ιστορική στιγμή, στις Κραυγές της Νύχτας; Αν γραφόταν σήμερα, θα υπήρχαν κομμάτια κοινά;
Κάθε πράγμα στον καιρό του. Αυτά που έγιναν στη δεκαετία του 40, και τα κατέγραψα εγώ στη δεκαετία του 50 και του 60, θα είναι τραγικό αν τα καταγράψει κανείς σήμερα, δηλαδή ύστερα από 50 χρόνια.
Υπάρχουν κομμάτια που δεν είναι επηρεασμένα από τα ιστορικά γεγονότα;
Υπάρχουν και κομμάτια μη επηρεασμένα.
Διαβάστε περισσότερα