Ezra Pound, «Προς τιμήν του Σέξτου Προπέρτιου» (Μετάφραση – Εισαγωγή: Τάκης Παπαγγελόπουλος), εκδ. Αρμός, 2024
25Οκτ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ (Απόσπασμα)
Ἀπ’ ὅλες τὶς γλῶσσες καμιὰ δὲν περιέχει
ὅλη τὴν ἀνθρώπινη σοφία καὶ καμιὰ δὲν
μπορεῖ, μόνη αὐτή, νὰ περιλάβει καὶ νὰ
ἐκφράσει ὅλες τὶς μορφὲς καὶ τὶς ἐκφάνσεις
τῆς ἀνθρώπινης ἀντίληψης.
Ἔζρα Πάουντ
Ὁ καλύτερος τρόπος γιὰ νὰ κατανοήσει κάποιος σὲ βάθος ἕναν ξένο ποιητὴ εἶναι νὰ τὸν μεταφράσει, καὶ ἔτσι νὰ θεμελιώσει, νὰ ἐπεκτείνει ἢ νὰ ἐνισχύσει τὴ γνώση γιὰ τὸ ἔργο του. Ἕνα πρόσθετο κέρδος, ἂν εἶναι ὁμότεχνός του, εἶναι ὅτι θὰ διδαχθεῖ ἀπὸ τὴν ποιητικὴ θεματολογία, τὴν εὐφυΐα ἢ τὴν κομψότητα τοῦ χειρισμοῦ τῆς γλώσσας, τῶν εἰκόνων καὶ τῶν νοημάτων, ἐνῶ παράλληλα θὰ ἀκροβατήσει στὰ ὅρια καὶ τὶς δυνατότητες τῆς δικῆς του γλώσσας. Ὁ Πάουντ πάντοτε θεωροῦσε τὴν ἐνασχόληση μὲ τὴ μετάφραση σημαντικὸ ἐφόδιο τῆς παιδείας τοῦ ποιητῆ. Ὡς φοιτητής, εἶχε ἀσχοληθεῖ μὲ τὸν Προπέρτιο καὶ εἶχε μελετήσει σὲ βάθος τὴν ποίηση τῶν τροβαδούρων τοῦ Μεσαίωνα μὲ τὶς ποικίλες μετρικὲς τεχνικές τους, τὶς ἐσωτερικὲς ρίμες, τὴ θαυμαστὴ μαεστρία στὸν χειρισμὸ τῶν θεμάτων, μεταξὺ τῶν ὁποίων κυριαρχοῦσε ἡ μακρινὴ ἰδανικὴ ἀγάπη (amor de lonh), ἐνῶ εἶχε μεταφράσει ποιήματα τοῦ Daniel Arnaut, τοῦ Bernard de Ventadour, Bertran de Born καὶ ἄλλων,[3] ἴσως μάλιστα νὰ ταυτίστηκε μὲ τὸν Cino, ἥρωα τοῦ πρώιμου ὁμώνυμου ποιήματός του (φανταστικὸ πρόσωπο, ὅπως δήλωσε ἀργότερα), τροβαδοῦρο τοῦ Mεσαίωνα, πλάνητα, γοητευτικό, ἀνέμελο ποιητή, ποὺ σαγηνεύει τὶς δεσποσύνες στὰ κάστρα τῆς μεσημβρινῆς Γαλλίας.
Ὁ K.K. Ruthven, στὸ κλασικό του ἔργο A Guide to Ezra Pound’s Personae, παρατηρεῖ ὅτι χάρη στὴν ἐνασχόλησή του μὲ τὶς μεταφράσεις, ὁ Πάουντ ἀπέκτησε τὴν αἴσθηση τῆς χρονικῆς ταύτισης μὲ τὸν πολιτισμικὸ περίγυρο τῆς ἐποχῆς τῶν μεγάλων συγγραφέων τοῦ παρελθόντος, ἀναπτύσσοντας ἐκεῖνο τὸ ποιητικὸ ἰδιόλεκτο μὲ τὸ ὁποῖο μποροῦσε νὰ συνομιλήσει μὲ ποιητὲς ἀπὸ τὸν Heine ὣς τὸν Villon. Ὅταν ὅμως ἀπέκτησε τὸ δικό του ποιητικὸ ὕφος, ἡ μέθοδος ἀντιστράφηκε. Ἀπέφυγε νὰ γράψει σὰν κάποιος σύγχρονος τοῦ Προπέρτιου, ἀλλὰ κατάφερε νὰ κάνει τὸν Προπέρτιο νὰ ἀκούγεται σὰν σύγχρονός του.
Τὴν ἐποχὴ ποὺ ἀσχολήθηκε μὲ τὴ μετάφραση τοῦ Προπέρτιου, εἶχε ὁλοκληρώσει τὸν κύκλο τῶν λυρικῶν ποιημάτων του, ποὺ δημοσιεύονταν ἤδη ἀπὸ τὸ 1912, κυρίως στὸ περιοδικὸ Poetry, καὶ ἀναζητοῦσε τὸ ἑπόμενο στάδιο τῆς ποιητικῆς του πορείας. Μὲ τὸν Προπέρτιο ὁ Πάουντ ἐμπλέκεται σὲ θέματα ἱστορικοῦ, πολιτικοῦ καὶ κοινωνικοῦ χαρακτήρα, ποὺ χαρακτηρίζουν καὶ τὰ μεταγενέστερα «Cantos», ἐνῶ ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸν λυρισμὸ καὶ τὴν πεποίθηση, ποὺ διαπερνᾶ τὴν πρώιμη ποίησή του, ὅτι ἡ τέχνη εἶναι ὑπέρτερη καὶ διακριτὴ ἀπὸ τὴ χυδαία πραγματικότητα. Ἄλλωστε, καὶ στὰ μεταγενέστερα «Cantos» ὑπάρχουν διάσπαρτοι ἐμβόλιμοι στίχοι «δημιουργικῆς» μετάφρασης, ποὺ ἀναζωογόνησαν τὴν ποίησή του, ὅπως οἱ πρῶτοι στίχοι τοῦ «Canto I», οἱ ὁποῖοι εἶναι ἐλεύθερη μετάφραση τῆς λ ραψωδίας (Νέκυια) τῆς Ὀδύσσειας.
Διαβάστε περισσότερα