Ηρώ Σκάρου, «Η ζωή όπως είναι», εκδ. Κέδρος, 2020
5Απριλίου
Η ζωή όπως είναι
Ήταν η τελευταία μέρα του Σάββα στην πόλη. Είχε δει όλους τους πελάτες της εταιρίας και προσέγγισε αρκετούς καινούργιους. Γυρνώντας στο ξενοδοχείο, προσπαθούσε ν’ αποφασίσει αν θα σταματούσε να πάρει μερικά σουβλάκια ή κανένα μπέργκερ. Τα δύο προηγούμενα βράδια είχε ψωνίσει από τα ταχυφαγεία της περιοχής και τα είχε βρει ικανοποιητικά. Ή έστω πιο ικανοποιητικά από αυτά της προηγούμενης πόλης που είχε επισκεφθεί. Σε εστιατόρια δεν πηγαίνει. Για λόγους οικονομίας, λέει. Είναι αλήθεια ότι ο μισθός του έχει μειωθεί και με τη διατροφή που δίνει κάθε μήνα για την κόρη του δεν του μένουν πολλά. Είναι όμως αλήθεια κι ότι τόσα χρόνια που κάνει αυτή τη δουλειά δεν έχει συνηθίσει να τρώει έξω μόνος. Δεν του ακούγεται ωραίο να ζητάει τραπέζι για έναν, δεν του αρέσουν τα βλέμματα των διπλανών. Αλλά εκείνο το βράδυ το στομάχι του δεν ήθελε πρόχειρο φαγητό• τον ενοχλούσε λίγο περισσότερο από ό,τι συνήθως. Έτσι, σκέφτηκε να πάρει κάτι μαγειρευτό για έξω από καμιά ταβέρνα. Είχε δει μία κοντά στο ξενοδοχείο του. Την είχε προσέξει από την πρώτη μέρα. Ή, μάλλον, δεν την είχε προσέξει. Δεν είχε φώτα, ούτε καν ταμπέλα. Σαν παλιά μονοκατοικία έμοιαζε, με κουρτίνες στα παράθυρα, που έκρυβαν το εσωτερικό της. Είχε ακούσει ένα καμπανάκι να ηχεί καθώς η πόρτα άνοιγε κι ένα ζευγάρι έβγαινε έξω. Την ίδια στιγμή του ήρθε μυρωδιά από κοκκινιστό και, μέχρι η πόρτα να ξανακλείσει, ο Σάββας πρόλαβε να δει απ’ το άνοιγμα έναν σερβιτόρο να ισορροπεί στην παλάμη του το πιάτο με το αγαπημένο του φαγητό. Ένα μοσχαράκι με κόκκινη σάλτσα, αυτό θα ήθελε τώρα. Μόλις μπήκε στην ταβέρνα κοίταξε τριγύρω για την κουζίνα. Την εντόπισε και κινήθηκε προς τα κει, αλλά οι φωνές που ακούγονταν από μέσα τον σταμάτησαν. Κάποιος έδινε δικαιολογίες για
ένα λάθος. Κάποιος άλλος δεν τις δεχόταν. Ο Σάββας ήταν έτοιμος να φύγει, όταν ένας σερβιτόρος βγήκε βιαστικά από μέσα. Σχεδόν έπεσε πάνω του.