Βασίλης Ζηλάκος, «Υπεράσπιση- (ένα) ποίημα για τη Νύχτα», εκδ. Σαιξπηρικόν, 2024
12Σεπ
[ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ]
Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΑΝΟΠΛΙΑ
Προτού το μέλλον με προλάβει
με τη φριχτή του αρρώστια
στάθηκα μπροστά στον κίτρινο τζίτζικα
του όψιμου καλοκαιριού
την ώρα που χαμήλωνε το τραγούδι του
γιατί επιτέλους αγάπησε.
[….]
Άλλαζα πλευρά κι είδα ένα ποτάμι.
Απ’ την άλλη όχθη η σπίθα είχε σβήσει.
Δεν μπορούσα να της πω «Είμαι εδώ»,
για να μνημονεύω τη δροσιά του άθικτου νερού,
και σαν κύμα έφευγα προς τη διαφάνεια της μουριάς.
Ήταν γλυκιά μουσική στο άψυχο μαλακό μου στήθος…
Τότε ένιωσα την ηδονή των εμπόρων και τα βαθιά τους πλοία,
μα δεν ζητάω πια το βάρος τους στο διάβα της Σελήνης.
Τούτο το κοχύλι, που το κοίταγα ζηλόφθονα,
βάσανα δεν έχει, μήτε τόπο να βρομίζει.
Κλείνω το φως και το χαμένο χρυσό φύλλο.
Το φάντασμα με το σπασμένο πόδι κλαίει ανεπανόρθωτα
και είμαι άρρωστος, ξαφνικά, τόσο πλήρης.
Η ΦΙΛΝΤΙΣΕΝΙΑ ΛΕΥΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ απλώνεται στο ξύλινο τραπέζι της εργασίας μου και φωτίζει τα διάφορα μικροαντικείμενα πάνω σ’ αυτό — διακριτή νότα ζωής μέσα στον ζόφο της απέραντης τυφλότητας. Έπειτα, η ίδια δύναμη που τα φανερώνει, με ένα απότομο και βίαιο τράβηγμα του λεπτού υφάσματος (ή μήπως είναι λινάτσα;) πετάει τα μοναδικά υπάρχοντα στη χωματερή του όντος, εκεί κάτω (κάτω!) όπου το μάτι δεν φτάνειν α ιδεί. Για ορισμένα δεύτερα του χρόνου το βλέμμα συλλαμβάνει την οριζόντια γραμμή, την επίπεδη πεδιάδα της Κατοικίας. Είναι μοναδικά! Είναι αυτά κι όχι άλλα, είναι τα δικά μας: ολόκληρο τ’ όνομα, ακομμάτιαστο μέσα στα αντικείμενα, το τασάκι, το λεμόνι, το ανθογυάλι, το φλυτζάνι του καφέ, πράγματα δεμένα μεταξύ τους, σάμπως προορισμένα το ένα για το άλλο. Ποια μοίρα τα κυκλώνει; Κανένας δρόμος δεν οδηγεί προς τα κάπου κι όλοι ανεξαιρέτως διολισθαίνουν. Μέσα απ’ τα ρολόγια περνάει ακτινωτά το σκοτάδι… Οι πτυχώσεις του υφάσματος… Η Νύχτα όπου θα πέσω.
Διαβάστε περισσότερα