Επιθεώρηση Ποιητικής Τέχνης

Κατηγορία

Αναγνώσεις

Αναγνώσεις

Αναγνώσεις

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, «Στο Χριστό στο Κάστρο» (περ. «Εστία», 1892)

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ

Ο ναός της Χριστού Γεννήσεως ήτο η παλαιά μητρόπολις του φρουρίου.
Ο ναΐσκος, προ εκατονταετηρίδων κτισθείς, ίστατο ακόμη ευπρεπής και
όχι πολύ εφθαρμένος. Ο παπα – Φραγκούλης και η συνοδεία του
φθάσαντες εισήλθον τέλος εις τον ναόν του Χριστού και η καρδία των
ησθάνθη θάλπος και γλυκύτητα άφατον. Ο ιερεύς εψιθύρισε μετ᾽
ενδομύχου συγκινήσεως το «Εισελεύσομαι εις τον Οίκόν Σου» κ’ η θεια το
Μαλαμώ, αφού ήλλαξε την φ’στάνα της την βρεγμένην και εφόρεσεν
άλλην στεγνήν, και το γ᾽νάκι της το καλό, τα οποία ευτυχώς είχεν εις
αβασταγήν καλώς φυλαγμένα υπό την πρώραν της βάρκας, έδεσε μέγα
σάρωθρον εκ στοιβών και χαμοκλάδων και ήρχισε να σαρώνη το έδαφος
του ναού, ενώ αι γυναίκες αι άλλαι ήναπταν επιμελώς τα κανδήλια, και
ήναψαν μέγα πλήθος κηρίων εις δύο μανουάλια, και παρεσκεύασαν
μεγάλην πυράν, με ξηρά ξύλα και κλάδους εις το προαύλιον του ναού,
όπου εσχηματίζετο μακρόν στένωμα παράλληλον του μεσημβρινού
τοίχου, κλειόμενον υπό σωζομένου ορθού τοιχίου γείτονος οικοδομής, κ’
εγέμισαν άνθρακας το μέγα πύραυνον, το σωζόμενον εντός του ιερού
βήματος, κ’ έθεσαν το πύραυνον εν τω μέσω του ναού, ρίψασαι άφθονον
λίβανον εις τους άνθρακας. Και «ωσφράνθη Κύριος ο Θεός οσμήν
ευωδίας».
Έλαμψε δε τότε ο ναός όλος, και ήστραψεν επάνω εις τον θόλον ο
Παντοκράτωρ με την μεγάλην και επιβλητικήν μορφήν, και ηκτινοβόλησε
το επίχρυσον και λεπτουργημένον με μυρίας γλυφάς τέμπλον, με τας
περικαλλείς της αρίστης βυζαντινής τέχνης εικόνας του, με την μεγάλην
εικόνα της Γεννήσεως, όπου «Παρθένος καθέζεται τα Χερουβείμ
μιμουμένη», όπου θεσπεσίως μαρμαίρουσιν αι μορφαί του Θείου Βρέφους
και της Αμώμου Λεχούς, όπου ζωνταναί παρίστανται αι όψεις των
Αγγέλων, των μάγων και των ποιμένων, όπου νομίζει τις ότι στίλβει ο
χρυσός, ευωδιάζει ο λίβανος και βαλσαμώνει η σμύρνα, και όπου, ως εάν
η γραφική ελάλει, φαντάζεταί τις, επί μίαν στιγμήν, ότι ακούει το «Δόξα
εν υψίστοις Θεώ».

Διαβάστε περισσότερα
Αναγνώσεις

Άντόν Τσέχωφ, «Όνειρο»

Τυχαίνει καμιά φορά, ο χειμώνας, κακιωμένος λες με την ανθρώπινη ανεπάρκεια, να συμμαχεί μ’ ένα σκληρό φθινόπωρο και να δουλεύουν από κοινού. Στο σκοτεινιασμένο, ομιχλώδη αέρα στροβιλίζονται τότε βροχή και χιόνι ταυτόχρονα. Ο άνεμος, υγρός, κρύος, διαπεραστικός, με ανεξάντλητη κακία χτυπάει στα παράθυρα και στις στέγες. Ουρλιάζει στις καπνοδόχους και κλαίει στους εξαερισμούς. Στη σκοτεινή, σαν καπνιά, ατμόσφαιρα κρέμεται η θλίψη… Η φύση είναι αναστατωμένη… Υγρασία, κρύο και φρίκη…
Τέτοιος ακριβώς ήταν ο καιρός τη νύχτα των Χριστουγέννων του 1882, τότε που δε συγκαταλεγόμουν ακόμα στην κοινωνία των φυλακισμένων, αλλά υπηρετούσα ως εκτιμητής στο ενεχυροδανειστήριο του εν αποστρατεία λοχαγού Τουπάγεφ.

Η ώρα ήταν δώδεκα. Η αποθήκη, στην οποία κατόπιν απαιτήσεως του αφεντικού είχα το νυχτερινό μου κατάλυμα, και παρίστανα το τσομπανόσκυλο, φωτιζόταν αμυδρά από το γαλάζιο φως ενός καντηλιού. Ήταν ένα μεγάλο τετράγωνο δωμάτιο, φίσκα στα μπαούλα, τα ζεμπίλια, τα ράφια… Στους γκρίζους ξύλινους τοίχους, από τις χαραμάδες των οποίων ξεπρόβαλλαν βρόμικα στουπιά, κρέμονταν παλτά από γούνες λαγών, γάντζοι, όπλα, πίνακες, φωτιστικά, μια κιθάρα… Εγώ, υποχρεωμένος να φυλάω τις νύχτες όλα αυτά τα αγαθά, ξάπλωνα πάνω σε ένα μεγάλο κόκκινο μπαούλο πίσω από την προθήκη με τα πολύτιμα αντικείμενα και συλλογισμένος κοιτούσα το φως του καντηλιού…
Για κάποιο λόγο, ένιωθα φόβο. Τα πράγματα που φυλάσσονται σε ενεχυροδανειστήρια είναι τρομαχτικά… Τη νύχτα, στο αμυδρό φως του καντηλιού μοιάζουν ζωντανά… Τώρα μάλιστα, που έξω από το παράθυρο κλαψούριζε η βροχή, και στο τζάκι και πάνω από τη στέγη λυπητερά αλυχτούσε ο αέρας, μου φαινόταν πως άκουγα τους λυπητερούς τους ήχους. Πριν καταλήξουν εδώ, έπρεπε να περάσουν από τα χέρια του εκτιμητή, δηλαδή από τα δικά μου, γι’ αυτό και ήξερα τα πάντα για το καθένα από αυτά… Ήξερα, για παράδειγμα, ότι με τα λεφτά που δόθηκαν γι’ αυτή την κιθάρα, αγοράστηκαν φάρμακα για το βήχα της φθίσης… Ότι με το πιστόλι εκείνο αυτοκτόνησε ένας αλκοολικός. Η γυναίκα του έκρυψε το πιστόλι από την αστυνομία, το ενεχυρίασε σε μας και αγόρασε το φέρετρο. Το βραχιόλι που με κοιτάζει από την προθήκη, το έφερε ο ίδιος άνθρωπος που το είχε κλέψει… Δυο κεντητά μεσοφόρια, με το νούμερο 178, υποθηκεύτηκαν από μια κοπέλα, που χρειαζόταν ένα ρούβλι για την είσοδο στο Salon, όπου είχε αποφασίσει να δουλέψει προσφέροντας τον εαυτό της… Εν ολίγοις, σε καθένα από τα αντικείμενα διάβαζα την αδιέξοδη θλίψη, την αρρώστια, το έγκλημα, την ακολασία επί χρήμασι…
Τη νύχτα των Χριστουγέννων τα αντικείμενα αυτά είχαν γίνει ιδιαιτέρως εύγλωττα.
«Άσε μας να φύγουμε!…» μου φαινόταν πως κλαψούριζαν, μαζί με τον αέρα. «Άφησέ μας!»

Διαβάστε περισσότερα
Αναγνώσεις

Ευρυδίκη Περικλέους Παπαδοπούλου, «και πολλα επικράνθη-Η Ελένη της Καρπασίας», εκδ. Νεφέλη, 2024 (γράφει ο Χρήστος Μαυρής)

Το χρονικο της σκλαβιας και του πόνου

 

 

 

«Η Ελένη προχώρησε αγέρωχα προς το συρματόπλεγμα. Ακόμη διεκδικούσε να περάσει απέναντι. Την ακολούθησαν κοπάδι νεκρων, σκιες σκοτωμένων σε μια θανατερη πορεία –σαν δεν έβρισκαν ανάπαυση στους τάφους-τους- που ζητούσαν αίτιους και ευθύνες∙ ο Παπάντρεας, ο παπας-Τρουλλίδης, ο πατέρας Λύσανδρος, η μάνα Λουτσία, η ξαδέλφη Βασίλα, η θεια Ζηούρα, η θεία Γρουση, η Μαρόττα, η Φωτεινη, ο Θεόδωρος…».

 

Με αυτη τη συγκλονιστικη παράγραφο, στην οποία περιγράφεται μία πορεία των εξεγερμένων και αδικαίωτων νεκρων της Καρπασίας που διεκδικουν την επιστροφη-τους στην κατεχόμενη γη-τους, καθοδηγούμενοι απο την ηρωϊκη δασκάλα Ελένη Φωκα που προπορεύεται αυτης της νοερης πορείας, ολοκληρώνει η Ευρυδίκη Περικλέους Παπαδοπούλου το υπέροχο πολυσέλιδο (600 σελίδες!) μυθιστόρημά-της που τιτλοφορείται «…και πολλα επικράνθη-Η Ελένη της Καρπασίας», που κυκλοφόρησε το 2024 απο τις εκδόσεις Νεφέλη.

 

 

Μυθιστόρημα στο οποίο καταγράφεται ο ανένδοτος αλλα άνισος αγώνας που έδωσε για δεκαετίες η πολυβασανισμένη δασκάλα της Καρπασίας για να κρατηθει στη γη-της, μαζι με τους συντοπίτες-της, αλλα παράλληλα εξιστορούνται και τα φρικτα βασανιστήρια που υπέστη κατα καιρους αυτη η ακατάβλητη ψυχη, όπως βέβαια και όλοι οι άλλοι Έλληνες εγκλωβισμένοι, απο τους σιδερόφρακτους στρατιώτες του Αττίλα και τους άτεγκους αξιωματούχους του κατοχικου καθεστώτος, που κατέλαβαν και κρατάνε παράνομα απο το 1974 τα ιερα χώματα της βόρειας Κύπρου.

Η Ευρυδίκη Π. Παπαδοπούλου, με άλλα λόγια, κατόρθωσε μέσα απο τις ζωντανες, λεπτομερεις και ακριβεις περιγραφες-της ν’ αναδείξει το ψυχικο σθένος αυτης της μικρόσωμης και αδύναμης γυναίκας, που τόλμησε να τα βάλει μόνη και αβοήθητη με μία πανίσχυρη δύναμη και ένα σύγχρονο πάνοπλο στρατο, χωρις να λυγίσει, υπομένοντας με απερίγραπτη αντοχη τα φρικτα βασανιστήρια και τις απάνθρωπες ταπεινώσεις που την υπέβαλλαν για δεκάδες χρόνια, όμως με ακλόνητη πάντοτε την πίστη πως αργα ή γρήγορα θα δοθει δικαιοσύνη στη Κύπρο για να μπορέσουν, τόσο αυτη όσο και οι άλλοι πρόσφυγες, να βαδίσουν ελεύθερα στη γη της Καρπασίας, στη γη που τους ανέθρεψε, για να ζήσουν ξανα εκει ειρηνικα, έστω και μέσα στα ερείπια των γκρεμισμένων τώρα σπιτιων-τους.

Διαβάστε περισσότερα
Αναγνώσεις

Mario Benedetti, «Άνοιξη με μια σπασμένη γωνία» (μετάφραση: Κώστας Αθανασίου), εκδ. Gutenberg / Aldina, 2024 (γράφει ο Γιάννης Δρούγος)

Αναμφίβολα πρόκειται για μια από τις εκδοτικές εκπλήξεις της φετινής χρονιάς, αφού μετά από αρκετά χρόνια έχουμε επίσημα μεταφρασμένο στη γλώσσα μας ένα πεζογραφικό έργο του μέγα Ουρουγουανού ποιητή, πεζογράφου, θεατρικού συγγραφέα και δημοσιογράφου Mario Benedetti, που αποτελεί μια από τις σπουδαιότερες και πιο αντιπροσωπευτικές μορφές των λατινοαμερικανικών γραμμάτων του 20ου αιώνα.

Τρομερά δημοφιλής στη χώρα του και στον ισπανόφωνο κόσμο γενικότερα, όχι ιδιαίτερα και ευρύτερα γνωστός -αδίκως και δυστυχώς- στη χώρα μας. Ένα θεατρικό του έργο, «Ο Πέδρο και λοχαγός» κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις εκδόσεις Red ‘n’ noir πριν περίπου μια πενταετία. Ένα μυθιστόρημά του κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Καστανιώτη τη δεκαετία του ’90, ένα άλλο από τις εκδόσεις Οδυσσέας το 1982, όλα όμως δεν είχαν την προσοχή και την τύχη που τους άξιζε, ξεχάστηκαν και χάθηκαν με το πέρασμα του χρόνου. Κάποια μικροδιηγήματα και κάποια ποιήματά του δημοσιεύτηκαν κατά καιρούς σε έγκριτα ηλεκτρονικά περιοδικά και βιβλιοφιλικούς ιστότοπους, σε προσεγμένες μεταφράσεις.

Ώσπου ήρθε η «Άνοιξη» εντός του περασμένου καλοκαιριού και με το φως και τη «σπασμένη της γωνία» ξαναφέρνει στο προσκήνιο έναν κορυφαίο αφηγητή και δεινό ποιητή, αφού ακόμα και ο πεζός του λόγος διαπνέεται από μοναδική ποιητικότητα. Ο Benedetti έχει γράψει συνολικά πάνω από 80 έργα που περιλαμβάνουν πεζά, θεατρικά, δοκίμια και απαράμιλλα ποιητικά έργα. (Στις δημόσιες αναγνώσεις των ποιημάτων του, λέγεται, δεν έπεφτε καρφίτσα, ενώ αρκετά από τα ποιήματά του έχουν μελοποιηθεί και τραγουδιούνται και συγκινούν). Θεωρήθηκε και θεωρείται ως χρονογράφος της μεσαίας τάξης της Ουρουγουάης της εποχής του. Αριστερών καταβολών και πεποιθήσεων, μαχόμενος δημοσιογράφος και μέγιστος δημιουργός, με μια γραφή ενδοσκοπική και ψυχαναλυτική που αντικατοπτρίζει την πολιτική συνειδητοποίηση του ίδιου και των χαρακτήρων του αλλά και τη μεταφυσική τους αγωνία.

Για πρώτη φορά το παρόν μυθιστόρημα, «Άνοιξη με μια σπασμένη γωνία», μεταφράστηκε στα ελληνικά και κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Gutenberg στη σειρά Aldina και, έστω και αργά, το αναγνωστικό κοινό έχει την τύχη και την ευκαιρία να ανακαλύψει, να ξαναθυμηθεί και να μαγευτεί από την απλή, ανεπιτήδευτη και τόσο βαθιά ποιητική γλώσσα αυτού του σημαντικότατου συγγραφέα και διανοητή.

Διαβάστε περισσότερα
Αναγνώσεις, Ραδιόφωνο Ποιείν

Αφιέρωμα: «Rainer Werner Fassbinder [31 Μαΐου 1945 -10 Ιουνίου 1982‎‎]» (γράφει ο Ελισσαίος Βγενόπουλος)

Με είχε αφήσει το βαρύ σοσιαλιστικό τραμ του Μ8 στην τριγωνική Rosa-Luxemburg-Platz μέσα στα άγρια χαράματα. Πέρασα το υποφωτισμένο θέατρο Φολκσμπίνε και πήρα την Almstadtstraße με τα χέρια στις τσέπες και τους γιακάδες του πουκαμίσου και των διαθέσεων εξερεύνησης σηκωμένους μέχρι το σβέρκο. Έκανε ψύχρα αν και το ημερολόγιο έδειχνε 2 Αυγούστου.

Θα μπορούσα να πάρω την Rosa-Luxemburgstraße και να βρεθώ κατευθείαν στην Αλεξάντερπλατς, αλλά είχα τους φιλολογικούς μου ανομολόγητους λόγους. Τα είχα μάθει όλα αυτά τα στενά του Mite, από την προηγούμενη φορά που είχαμε οικογενειακώς επισκεφθεί το Βερολίνο. Ήταν ένας υπέροχος, παγωμένος Νοέμβριος όταν είχα δει την πόλη πρώτη φορά. Τότε έβγαλα το συμπέρασμα ότι έτσι πρέπει να είναι ο μήνας που θα επισκεφθεί κανείς το Βερολίνο παγωμένος, με χιόνια στις άκρες των ρείθρων και πάγους στις εσοχές των προσδοκιών. Ήταν μια παγωμένη εβδομάδα αλλά όπου και να πήγαινα, είτε στο Σπαντάου, είτε στο Ουράνιεμπουργκ και το Ζαξενχάουζ, το πρώτο στρατόπεδο συγκέντρωσης των ΝΑΖΙ, πάντα άφηνα λίγο χρόνο να περπατήσω στο κέντρο της πόλης. Την Εβραϊκή συνοικία, την Unter den Linden, το Νησί των Μουσείων δεν υπήρχε απόγευμα ή πρωινό τα χαράματα, καλή ώρα, να μην τα περπατήσω.

Οι καλύτερες ώρες να δεις την πόλη είναι πριν ξυπνήσει και όταν κοιμηθεί. Κάποιες φορές εκεί στο ενδιάμεσο γίνεται «το έλα να δεις και το φύγε πριν τα χάσεις». Μια Κυριακή στο Μόναχο, είχα ξυπνήσει πολύ πρωί ακόμα και για τα δικά μου δεδομένα κατά τις τέσσερις, με σκοπό να δω την πόλη εκεί στο μεταίχμιο που δεν είχε ξυπνήσει ακόμα αλλά δεν είχε και αποκοιμηθεί τελείως. Είχα φτάσει στην Μαριενπλατς, ακόμα δεν είχαν βγει οι σκουπιδιάρηδες και η πλατεία ήταν γεμάτη μπουκάλια, χαρτιά και σκουπιδομάνι. Πέρασα εγκάρσια την πλατεία και έστριψα αριστερά την Sparkassenstraße. Τα φώτα νέον αναβόσβηναν στο μπαρ της γωνίας. Είχα κάποιους δισταγμούς να μπω, αλλά «γι αυτό δεν ξύπνησα μέσα στα άγρια μεσάνυχτα», είπα μέσα μου, κι άνοιξα την πόρτα. Μπροστά μου ξεχύθηκε ένας άλλος κόσμος, ήμουν βέβαια κι εγώ ξενέρωτος εκτός τόπου και χρόνου, αλλά και η κατάσταση στο μπαρ ήταν αποπνικτική, καπνοί, μυρωδιές, ιδρωτίλα, μπυρίλα, κάποιοι γερμένοι πάνω στα τραπέζια και τους πάγκους, γέλια, φωνές ακόμα και τραγούδια ακούγονταν από το βάθος. Μόνη με σώας τας φρένας, φρέσκια, ξεκούραστη και χαμογελαστή μια κοπέλα ξανθιά πίσω από το μπαρ να τρέχει να εξυπηρετήσει όλο αυτό το ασκέρι κι αυτό να το κάνει με τη χάρη δέκα μοντέλων, τη φινέτσα κάμποσων σταρ και τη γλυκύτητα ενός τάγματος αγγέλων. Η θλίψη με μια σταγόνα αισιοδοξίας. Όλο τούτο το σκηνικό έμοιαζε με κάτι παρακμιακά που «ζωγράφιζε» ο Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ στις ταινίες του για να μιλήσει είτε για τη Γερμανία του μεσοπόλεμου, είτε για τις «παρεκτροπές» των μικροαστών και των λούμπεν είτε για τους εφιάλτες «των ανθρώπων της ημέρας». Έκλεισα την πόρτα πίσω μου και βγήκα άρον, άρον. Μάλλον δεν βγήκα μόνος μου, απλώς με ξέρασε όλη αυτή η αφόρητη κατάσταση. Αυτό το ξανάκανα σε αρκετές πόλεις αλλά ποτέ πια δεν ξαφνιαζόμουν, ήξερα πάνω κάτω τι να περιμένω, άνοιγα έβλεπα, έκανα καμιά αργόσυρτη βόλτα μέχρι το βάθος του μαγαζιού και τα έγκατα της απελπισίας κι έφευγα. Πάντα θυμάμαι πόσο ευγενικοί και ήμεροι με περίμεναν οι αγουροξυπνημένοι δρόμοι μετά την έξοδό μου από αυτήν τη θεσπέσια κόλαση του μαρασμού και της εγκατάλειψης.

Ο κόσμος μας είναι ο κόσμος δύο θεών. Είναι ο κόσμος της δημιουργίας και ο κόσμος της διάλυσης. Κανένας άλλος λαός δεν μπορεί να το αποδείξει με μεγαλύτερη πειστικότητα αυτό το θεώρημα από τον Γερμανικό.

Διαβάστε περισσότερα