Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, «Στο Χριστό στο Κάστρο» (περ. «Εστία», 1892)
25Δεκ
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ
Ο ναός της Χριστού Γεννήσεως ήτο η παλαιά μητρόπολις του φρουρίου.
Ο ναΐσκος, προ εκατονταετηρίδων κτισθείς, ίστατο ακόμη ευπρεπής και
όχι πολύ εφθαρμένος. Ο παπα – Φραγκούλης και η συνοδεία του
φθάσαντες εισήλθον τέλος εις τον ναόν του Χριστού και η καρδία των
ησθάνθη θάλπος και γλυκύτητα άφατον. Ο ιερεύς εψιθύρισε μετ᾽
ενδομύχου συγκινήσεως το «Εισελεύσομαι εις τον Οίκόν Σου» κ’ η θεια το
Μαλαμώ, αφού ήλλαξε την φ’στάνα της την βρεγμένην και εφόρεσεν
άλλην στεγνήν, και το γ᾽νάκι της το καλό, τα οποία ευτυχώς είχεν εις
αβασταγήν καλώς φυλαγμένα υπό την πρώραν της βάρκας, έδεσε μέγα
σάρωθρον εκ στοιβών και χαμοκλάδων και ήρχισε να σαρώνη το έδαφος
του ναού, ενώ αι γυναίκες αι άλλαι ήναπταν επιμελώς τα κανδήλια, και
ήναψαν μέγα πλήθος κηρίων εις δύο μανουάλια, και παρεσκεύασαν
μεγάλην πυράν, με ξηρά ξύλα και κλάδους εις το προαύλιον του ναού,
όπου εσχηματίζετο μακρόν στένωμα παράλληλον του μεσημβρινού
τοίχου, κλειόμενον υπό σωζομένου ορθού τοιχίου γείτονος οικοδομής, κ’
εγέμισαν άνθρακας το μέγα πύραυνον, το σωζόμενον εντός του ιερού
βήματος, κ’ έθεσαν το πύραυνον εν τω μέσω του ναού, ρίψασαι άφθονον
λίβανον εις τους άνθρακας. Και «ωσφράνθη Κύριος ο Θεός οσμήν
ευωδίας».
Έλαμψε δε τότε ο ναός όλος, και ήστραψεν επάνω εις τον θόλον ο
Παντοκράτωρ με την μεγάλην και επιβλητικήν μορφήν, και ηκτινοβόλησε
το επίχρυσον και λεπτουργημένον με μυρίας γλυφάς τέμπλον, με τας
περικαλλείς της αρίστης βυζαντινής τέχνης εικόνας του, με την μεγάλην
εικόνα της Γεννήσεως, όπου «Παρθένος καθέζεται τα Χερουβείμ
μιμουμένη», όπου θεσπεσίως μαρμαίρουσιν αι μορφαί του Θείου Βρέφους
και της Αμώμου Λεχούς, όπου ζωνταναί παρίστανται αι όψεις των
Αγγέλων, των μάγων και των ποιμένων, όπου νομίζει τις ότι στίλβει ο
χρυσός, ευωδιάζει ο λίβανος και βαλσαμώνει η σμύρνα, και όπου, ως εάν
η γραφική ελάλει, φαντάζεταί τις, επί μίαν στιγμήν, ότι ακούει το «Δόξα
εν υψίστοις Θεώ».