Επιθεώρηση Ποιητικής Τέχνης

Κατηγορία

Αναγνώσεις

Αναγνώσεις

Αναγνώσεις

Ἐμμανουὴλ Ῥοΐδης, «Μονόλογος εὐαισθήτου ἀνδρός» (εφημ. “Εμπρός”,11.11.1896)

 

Μεγάλη δυστυχία εἶναι νὰ ἔχει κανεὶς πολὺ καλὴν καρδίαν. Τὸ ἠξεύρω ἐκ πείρας, διότι μ᾿ ἔκαμεν ὁ Θεὸς πάρα πολὺ εὐαίσθητον. Δὲν ἠμπορῶ νὰ δῶ ἄνθρωπον νὰ πάσχῃ καὶ νὰ κλαίει, χωρὶς νὰ γίνουν τὰ νεῦρα μου ἄνω κάτω, οὔτε νὰ ἐννοήσω πὼς κατορθώνουν ἄλλοι νὰ παρευρίσκωνται εἰς λυπηρὰ θεάματα. Ἂν τύχη ν᾿ ἀποθάνη γνώριμός των, τρέχουν εἰς τὴν κηδείαν, ἀκόμη καὶ ἂν χιονίζῃ. Ἀλλ᾿ ἐγὼ δὲν ἠμπορῶ νὰ ἰδῶ ἀποθαμένον ἄνθρωπον ὅπου ἐγνώρισα ζωντανόν, χωρὶς νὰ μὲ ταράξη ἡ σκέψις ὅτι κι ἐγὼ θ᾿ ἀποθάνω. Ἔπειτα ἂν οἱ συγγενεῖς του ἐφαίνοντο φρόνιμοι καὶ παρηγορημένοι, τοῦτο θὰ μ᾿ ἐπείραζε, διότι δὲν ἀγαπῶ τοὺς ἐγωιστάς. Ἂν πάλιν ἔκλαιαν καὶ ἐθρήνουν, τὸ θέαμα θὰ μοῦ ἔκοπτε τὴν ὄρεξιν ἢ θὰ χαλοῦσε τὴν χώνεψίν μου. Τὸ στομάχι μου εἶναι κι ἐκεῖνο εὐαίσθητο καὶ δυὸ πράγματα δὲν ἠμπορεῖ νὰ χωνέψη, τὸν ἀστακὸν καὶ τὰς συγκινήσεις. Τᾶς συγκινήσεις εὔκολον εἶναι νὰ τὰς ἀποφύγω, νὰ μὴν τρώγω ὅμως ἀστακὸν θὰ ἦτο θυσία τόσόν μεγάλη, ὥστε μου συμβαίνει πολλὲς φορὲς νὰ ξεχάσω πὼς εἶμαι βαρυστόμαχος καὶ νὰ θυμηθῶ ὅτι πρέπει κανεὶς νὰ συγχωρᾷ εἰς ὅσους ἀγαπᾷ τὰ ἐλαττώματά των.

Ἄλλο πρᾶγμα ὅπου δὲν ἠμπορῶ νὰ καταλάβω εἶναι νὰ ὑπάρχουν ἄνθρωποι τόσον σκληρόκαρδοι, ὥστε νὰ δέχωνται νὰ παρασταθοῦν φίλοι τῶν εἰς μονομαχίαν. Ἀλλ᾿ ἐγὼ εἶμαι εὐαίσθητος, καὶ μόνη ἡ ἰδέα ὅτι ἠμπορεῖ ὁ φίλος μου ἢ ὁ ἀντίπαλός του νὰ πάθη, μὲ κάμει νὰ ἀνατριχιάζω. Πρὸ πάντων ὅταν συλλογίζομαι, ὅτι τὴν ἡμέραν τῆς μονομαχίας πρέπει νὰ σηκωθῶ εἰς τὰς ἑπτά, ἂς εἶναι καιρὸς ἄσχημος, νὰ χασομερέψω εἰς τρεχάματα, συνεντεύξεις καὶ συντάξεις πρωτοκόλλων, καὶ ἴσως νὰ πληρώσω καὶ ἁμαξιάτικα μὲ κίνδυνο νὰ τὰ χάσω, ἂν τύχῃ, Θεὸς φυλάξοι, ὁ φίλος μου νὰ σκοτωθῇ.

Μεγάλη πρέπει νὰ εἶναι ἡ ἀναισθησία καὶ ἐκείνων ὅπου δανείζουν εἰς τοὺς φίλους των χρήματα, χωρὶς νὰ συλλογισθοῦν ὅτι ἐνδέχεται νὰ μὴ δυνηθῆ νὰ τὰ ἀποδώση εἰς τὴν προθεσμίαν, νὰ τοὺς ἐντρέπεται καὶ νὰ τοὺς ἀποφεύγῃ. Τοῦτο ἠμπορεῖ νὰ φανῇ μικρὸν κακὸν εἰς ὅσους δὲν ἔχουν καρδιάν, ἀλλ᾿ ἡ ἰδική μου θὰ ἐῤῥαγίζετο, ἂν παλαιός μου φίλος, μ᾿ ἀπαντοῦσεν εἰς τὸν δρόμον καὶ ἐκαμώνετο πὼς δὲν μὲ εἶδεν. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ μ᾿ ἔκανε νὰ πάρω τὴν ἀπόφασιν νὰ μὴ δανείσω ποτὲ εἰς φίλον μου ἑκατὸ δραχμᾶς, ἔστω καὶ ἂν πρόκειται νὰ σωθῆ μὲ αὐτὰς ἡ τιμὴ καὶ ἡ ζωή του. Παρὰ νὰ τῶν ἰδῶ ἀχάριστον, καλύτερα νὰ τὸν κλάψω ἀποθαμένον, ἀφοῦ μάλιστα θὰ μ᾿ ἐμπόδιζεν ἡ εὐαισθησία μου νὰ ὑπάγω εἰς τὴν κηδείαν του (…)

Διαβάστε περισσότερα
Αναγνώσεις

Φώτης Κόντογλου, «Τα Φώτα στο Αϊβαλί» (περιοδικόν «Φωτεινὴ Γραμμή» τεῦχος 42)

Στα θαλασσινά τα μέρη ρίχνουμε τον Σταυρό ύστερ’ από τη Λειτουργία των Θεοφανείων. Έτσι τον ρίχναν και στην πατρίδα μου κι ήταν ένα θέαμα έμορφο και παράξενο.

Εκινούσε η συνοδεία από τη Μητρόπολη. Μπροστά πηγαίνανε τα ξαφτέρουγα και τα μπαϊράκια κι ύστερα πηγαίνανε οι παπάδες με τον Δεσπότη, ντυμένοι με τα χρυσά τα άμφια, παπάδες πολλοί κι αρχιμανδρίτες, γιατί η πολιτεία είχε δώδεκα εκκλησίες και κατά τις επίσημες μέρες στις μικρές ενορίες τελειώνανε γρήγορα τη λειτουργία και πηγαίνανε οι παπάδες στη Μητρόπολη για να γίνει η γιορτή πιο επίσημη. Οι ψαλτάδες ήτανε κι εκείνοι κάμποσοι κι οι πιο καλλίφωνοι, και ψέλνανε με μεγαλοπρέπεια βυζαντινά, δηλαδή ελληνικά. Από πίσω ακολουθούσε λαός πολύς.

Σαν φτάνανε στ’ Αγγελή τον Γιαλό, όπως λέγανε κείνη την ακρογιαλιά, ο Δεσπότης με τους παπάδες ανεβαίνανε σε μια μεγάλη σανιδωτή εξέδρα εμορφοσκαρωμένη, για να κάνουνε τον Αγιασμό.

Ο κόσμος έπιανε την ακρογιαλιά κι ανέβαινε ο καθένας όπου έβρισκε, για να μπορεί να βλέπει. Τα σπίτια που ήτανε γύρο, γεμίζανε κόσμο. Οι γυναίκες θυμιάζανε από τα παραθύρια.

Από το μέρος της θάλασσας ήτανε μαζεμένα ίσαμε εκατό καΐκια και βάρκες αμέτρητες, με τις πλώρες γυρισμένες κατά το μέρος που στεκόταν ο Δεσπότης. Έτσι που ήτανε παρατεταγμένα τα καΐκια, μοιάζανε σαν αρμάδα που θα κάνει πόλεμο. Πιο ανοιχτά, κατά το πέλαγο, έβλεπες φουνταρισμένα τα μεγάλα καΐκια, γεμάτα κόσμο κι εκείνα. Άλλα πάλι είχανε περιζωσμένες τις βάρκες που βρισκόντανε γιαλό κι ήτανε κι αυτά γεμάτα κόσμο, προπάντων θαλασσινοί και παιδομάνι.

Διαβάστε περισσότερα
Αναγνώσεις

Paul Arène (1843-1896), «Η Πρωτοχρονιά του Νέγρου» (Μετάφραση: Καίτη Κάστρο)

Ευχόμαστε σε όλους/ες ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ!!

 

Περιλαμβάνεται στη συλλογή με τίτλο «Διηγήματα ξένων συγγραφέων για τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά» (1989), εκδ. Gutenberg, με την επιμέλεια των Δ. Αρμάου και Ξ. Μπρουτζάκη.

 

 

Ο ήλιος δεν είχε φανεί τούτο το πρωινό, ούτε το προηγούμενο, ούτε και κανένα άλλο πρωινό, όλες τις μελαγχολικές τούτες μέρες, ενός ακόμη πιο μελαγχολικού τέλους του χρόνου. Ένας ήλιος γκρίζος σ΄ έναν πιο γκρίζο και πιο μουντό ουρανό. Από τον φουσκωμένο Σηκουάνα που τα κιτρινισμένα νερά του παράσερναν θάμνους και πλημμύριζαν υδατοφράκτες και αποβάθρες, αναδύονταν μια ομίχλη που τον έκανε να φαντάζει ακόμη πιο πλατύς, μια πυκνή ομίχλη –σκιά και φάντασμα του ποταμού- που υπερπηδώντας το περίφραγμα, πότιζε τα σπίτια με τ΄ απαλά της κύματα και γιόμιζε με μελαγχολία τις χαρούμενες μικρές προθήκες.

Η προκυμαία ήταν έρημη∙ μονάχα κάποιος νέγρος στεκόταν ακίνητος μπροστά σε μια βιτρίνα και κοίταζε κάτι μικροσκοπικές σέρες με κάτι ακόμη πιο μικροσκοπικά φυτά, που με τις αιχμηρές τους άκρες και τους ελικοειδείς κορμούς τους φάνταζαν μικρογραφία τροπικού τοπίου. Με τα παιδιάστικα μάτια του, όπου η ξενιτιά είχε σταλάξει τόση θλίψη, ο κακόμοιρος γέρο-νέγρος, τουρτουρίζοντας από το κρύο, φανταζόταν πως έβλεπε, ανάμεσα από τα φύλλα του καχεκτικού κάκτου και της ραχιτικής αλόης, τους ανάλαφρους λόφους κάποιας όασης της πατρίδας του να αχνοφαίνονται σε κάποιον μακρινό αντικατοπτρισμό και την απέραντη κοιλάδα να τελειώνει ΄κει κάτω στον ορίζοντα σε μια λευκή γραμμή, που ΄ρχονταν σε τέλεια αντίθεση με το βαθύ γαλάζιο ουρανό.

Έμεινε ΄κει ώρα πολλή, σαν σε έκσταση, ο κακόμοιρος ο νέγρος∙ ύστερα απομακρύνθηκε λιγάκι, για να σταθεί και πάλι σε κάποιαν άλλη βιτρίνα, όπου πίσω από το γυαλιστερό πλέγμα των μεγάλων κλουβιών πετούσαν και ξεφώνιζαν χαρούμενα κάθε είδους πολύχρωμα πουλιά, που πάνω στις φτερούγες τους ήταν χαραγμένη η χαρά κάποιας ηλιόλουστης χώρας.

Διαβάστε περισσότερα
Αναγνώσεις

«H Emily Dickinson στα Ελληνικά / Ένας οδηγός ανάγνωσης» (γράφει η Αλεξάνδρα Σωτηράκογλου)

Τέσσερις νέες μεταφράσεις της Emily Dickinson κυκλοφόρησαν τα τελευταία τρία χρόνια στα Ελληνικά δείχνοντας ότι το μεταφραστικό και αναγνωστικό ενδιαφέρον γύρω από το έργο της όλο και μεγαλώνει. Παράλληλα ξεκίνησε μία συζήτηση για την ποιότητα αυτών των μεταφράσεων σε σύγκριση με το πρωτότυπο, αλλά και με άλλες μεταφράσεις του παρελθόντος. Αυτό το νέο μεταφραστικό κύμα σηματοδοτεί την ανάγκη για μια χαρτογράφηση, τη δημιουργία ενός οδηγού πλοήγησης μέσα από την «Ντικινσονιανή» βιβλιογραφία στη γλώσσα μας. Βασικά θέματα όπως το πόσοι και ποιοι την έχουν μεταφράσει, πότε, πόσα και ποια ποιήματα έχουν επιλέξει, είναι απαραίτητο να μελετηθούν και να καταγραφούν ώστε να θεμελιωθεί αφενός ένας γόνιμος κριτικός διάλογος και αφετέρου ένα χρήσιμο αναγνωστικό εργαλείο.

Μελετώντας το σύνολο των μεταφράσεων από το 1980 μέχρι και σήμερα κάποιος διαπιστώνει ότι αναπόφευκτα το κέντρο της εστίασης, σε μια πρώτη φάση, μετατοπίζεται από το πρωτότυπο στη «σκιά» του. Από την Emily Dickinson στους μεταφραστές της. Αυτό συμβαίνει διότι μια επιλεκτική μετάφραση των 1800 ποιημάτων της μας αποκαλύπτει περισσότερα για τον μεταφραστή και λιγότερα για την ίδια, καθώς εκείνος είναι υποχρεωμένος να πάρει τις αποφάσεις που εκείνη εσκεμμένα απέφυγε, αλλά και πολλές άλλες που εκείνη ποτέ δεν κλήθηκε να πάρει. Αντιθέτως μάλιστα, τόσα χρόνια μετά την πρώτη έκδοση του έργου της, εξακολουθεί να στέκεται μεγαλοφυής και ατάραχη μέσα στην αμφισημία των στίχων της, στην αλήθεια των οποίων πρέπει κάποιος να συμμετέχει ενεργά ώστε να την κοινωνήσει. Η Dickinson αποφάσισε να μην εκδώσει, επέλεξε να μην επιλέξει το ένα ή το άλλο ποίημα, τον έναν ή τον άλλον στίχο. Πού οδηγεί όμως «η επιλογή της να μην επιλέξει»; Σε ένα πλήθος αναγκαστικών επιλογών για τον μεταφραστή, η εξέλιξη των οποίων αποκαλύπτει περισσότερα για το ποιόν του από όσα, ενδεχομένως, θα ήθελε να μας αποκαλύψει. Φτάνει μόνο να φυλλομετρήσει κανείς ένα από τα βιβλία για να καταλάβει πολλά για τη μεταφραστική προσέγγιση, για τον βαθμό που έχει μελετηθεί η βιογραφία και η εργογραφία της ποιήτριας, καθώς και για τον βαθμό που είναι γνωστές και έχουν μελετηθεί οι προηγούμενες μεταφράσεις. Η ενδοσκόπηση όμως δε σταματάει εκεί. Μπορεί να φτάσει βαθύτερα αποκαλύπτοντας προσωπικές προτιμήσεις, πεποιθήσεις, στάσεις απέναντι στη θρησκεία, τη ζωή, την τέχνη και τον θάνατο, αλλά και άβολες αλήθειες όπως για τον βαθμό στον οποίον ένας μεταφραστής μπορεί θεωρεί τον εαυτό του πιο έξυπνο από όσο ήταν εκείνη. Ποια έκδοση του πρωτότυπου αξιοποιήθηκε, ποια ποιήματα επιλέχθηκαν και με ποια σειρά κατατάχτηκαν, ποια από τα ποιήματα αυτά έχουν μεταφραστεί στο παρελθόν και πόσο συχνά, είναι μόνο ένα τμήμα από τις ερωτήσεις που σκιαγραφούν αδρά το μεταφραστικό προφίλ.

Διαβάστε περισσότερα
Αναγνώσεις

Ευφροσύνη Μαντά-Λαζάρου, «Τα Κόκκινα Ελάφια», εκδ. Βακχικόν, 2023 (γράφει Δέσποινα Πυρκεττή)

«Βρέχει απόψε επάνω. Κι όποτε βρέχει, πνίγομαι.»

 

 

Είναι παλαιότερη απ’ τα βράχια που την περιβάλλουν·

σαν τον βρυκόλακα, έχει πεθάνει πολλές φορές

και έμαθε τα μυστικά του τάφου·[1]

 

 

 

Στην πρώτη νουβέλα που καταθέτει η Κύπρια ποιήτρια Ευφροσύνη Μαντά-Λαζάρου, τρεις γυναίκες μιλούν σε πρώτο πρόσωπο με άξονα το ιστορικό γεγονός του πνιγμού τής Ευφροσύνης Βασιλείου και άλλων δεκαέξι γυναικών στη Λίμνη Παμβώτιδα, μετά από εντολή του Πασά των Ιωαννίνων, το 1801. Οι γυναίκες είχαν κατηγορηθεί για μοιχεία. Σύμφωνα με την επικρατέστερη εκδοχή, η πραγματική αιτία της ομαδικής εκτέλεσης ήταν ο ερωτικός δεσμός που διατηρούσε η Βασιλείου με τον γιο του Αλή Πασά.

Ανάμεσα σε πρωτογενείς πηγές και τον πέπλο του μύθου, η συγγραφέας συνθέτει για την κεντρική ηρωίδα μια ασώματη φωνή έξω και πέρα από τον ιστορικό χρόνο, με την οποία αγγίζει διαισθητικά την ουσία πίσω από τα επιφαινόμενα. Ο λόγος της Φροσύνης, αγέρωχος όταν απευθύνεται σε κριτές, αλλά τρυφερός και παρακλητικός όταν γράφει στον εραστή της, είναι λόγος εκστατικός. Η φωνή της απεγκλωβίζεται από τη χρονική στιγμή της ζωής και του θανάτου της και προσλαμβάνει μεταφυσική διαύγεια. Με το πλεονέκτημα της ύστερης γνώσης, μεθερμηνεύει την ομορφιά, όχι μόνο τη δική της περιλάλητη καλλονή, αλλά τις ομορφιές του τόπου έξω από τους τοίχους του σπιτιού, και τη σαγήνη της νέας γνώσης που υπόσχεται η ανακάλυψη:

 

Έβραζα μέσα μου. Μα σώπαινα. Φώναζα όμως με την ανυπακοή, με τους ριψοκίνδυνους περιπάτους, με το επαναστατημένο μου κορμί. Ο κίνδυνος με ζωήρευε, με έκανε να νιώθω ζωντανή. Κάθε φορά που έφτανα σε καινούρια μέρη, ακόμη πιο μακριά, επέστρεφα στο σπίτι πιο δυνατή, πιο λεύτερη. (σ.11)

 

Η έκ-σταση στον λόγο της Φροσύνης, με την έννοια την αποΰλωσης, της αναχώρησης από τα στεγανά της εγκόσμιας ύπαρξης, της επιτρέπει να αμφισβητεί την τυραννία των αντρών – οικείων και ξένων – και να διεκδικεί το δικαίωμα να αγαπά εκεί όπου θέλει. Η τόλμη της είναι προκλητική, αχαλίνωτη· μ’ αυτήν αποσπάται από τα θέσμια και ανάγεται πάνω από τον ψόγο και την παρεξήγηση με όλες της τις ιδιότητες. Σαν να λέει, όπως η βασίλισσα του Σαβά στον ασκητή της ερήμου: «Δεν είμαι γυναίκα, είμαι ένας κόσμος. Άπαξ και πέσουν τα ρούχα μου θ’ ανακαλύψεις πάνω μου αλλεπάλληλα μυστήρια».[2]

Διαβάστε περισσότερα