Επιθεώρηση Ποιητικής Τέχνης

Κατηγορία

Αναγνώσεις

Αναγνώσεις

Αναγνώσεις

Gottfried Benn, «Τα γενέθλια» (1916) (εισαγωγή- μετάφραση: Νίκος Βουτυρόπουλος)

Το παρόν διήγημα από το πρώιμο πεζογραφικό έργο τoυ Μπεν είναι το τελευταίο από τα πέντε συνολικά, τα οποία γράφτηκαν κατά τα πρώτα χρόνια του Μεγάλου Πολέμου και εκδόθηκαν το 1916 στη Λειψία, με τον γενικό τίτλο Εγκέφαλοι. Πρόκειται για αυτοβιογραφικά κείμενα, γραμμένα με την τεχνική του κολλάζ, και περιέχουν προσωπικές εμπειρίες, ποιητικές εικόνες και στοχασμούς για την ιστορία και την γλώσσα, καθώς και περιγραφές από την καθημερινότητα, με κύριες αναφορές στις απάνθρωπες συνθήκες ζωής στο Δυτικό Μέτωπο όπου ο Μπεν υπηρέτησε ως στρατιωτικός γιατρός.

 

 

 

**

Στο μεταξύ ο γιατρός ήταν πάνω από είκοσι εννιά χρονών, κ’ η άποψή του για τη
ζωή ήταν να μην προξενεί ιδιόμορφα αισθήματα.
Παρά τη νεαρή του ηλικία, αναρωτιόταν για τα πάντα. Διαρκώς συναντούσε
μπροστά του το ερώτημα για τον σκοπό της ύπαρξης. Τι το προκαλούσε αυτό: ο
κύριος με το αγέρωχο βάδισμα και την ομπρέλα στο χέρι. Η πωλήτρια που καθόταν
μπροστά στη κουφοξυλιά, καθώς σουρούπωνε κι έκλεινε η αγορά. Ο κηπουρός που
γνώριζε όλα τα ονόματα των φυτών: δαφνοκερασιές και κάκτους, κι αυτό ακόμα με
την κόκκινη ρώγα στο νεκρό θάμνο ήταν άραγε απ’ την περσινή χρονιά;
Ο γιατρός μεγάλωσε στη βόρειο-γερμανική πεδιάδα. Φυσικά στις χώρες του νότου
είναι η άμμος ελαφριά και χαλαρή. Ο άνεμος θα μπορούσε, αποδεδειγμένα, να
μεταφέρει κόκκους άμμου σε όλη την επιφάνεια της γης. Όμως εδώ στον βορρά οι
κόκκοι είναι μεγάλοι και βαριοί.
Ποιες ήταν οι εμπειρίες ζωής του: αγάπη, φτώχεια κι ακτινογραφίες, κλουβιά για
κουνέλια και πριν λίγο ένας μαύρος σκύλος που στεκόταν σ’ ανοικτό χώρο και
κούναγε πέρα δώθε το μεγάλο του κόκκινο όργανο ανάμεσα στα πισινά του σκέλια.
Τριγύρω βρίσκονταν παιδιά, βλέμματα κυριών διερευνούσαν το ζώο, άγουροι
νεαροί άλλαζαν θέση, για ν’ απολαύσουν το θέαμα σε προφίλ.
Με ποιον τρόπο τα βίωνε όλα αυτά: μετέφερε κριθάρι απ’ τα χωράφια πάνω σε
αλωνιστικές μηχανές, κι ακόμη: αμύγδαλα, κοφίνια και οπίσθια αλόγων. Μετά είχε
να κάνει με το πρησμένο σώμα μιας κοπέλας, καθώς έπρεπε να γίνει παρακέντηση,
για να ξεπρηστεί. Όμως πάνω απ’ όλα αιωρούνταν ένα σιγανό, γεμάτο αμφιβολία,
«σα να», σα να υπήρχε όντως διάστημα κι αστέρια.
Και τώρα; Η μέρα θα ‘ναι γκρίζα και σιωπηλή, αν θελήσεις να την χαλάσεις. Η
γυναίκα πέθανε, το παιδί έχυσε μερικά δάκρυα. Αυτός ποτέ δε νοιάστηκε πολύ για
το παιδί, αυτή ήταν δασκάλα και τα βράδια έπρεπε να διορθώνει τετράδια
μαθητών. Και μετά ήρθε το τέλος. Η εγκεφαλική επίδραση μέσα και πέρα απ’ τον
ίδιο ολοκληρώθηκε. Προείχε τώρα η αυτοσυντήρηση.
Ποιο ήταν το όνομά του; Βερφ.
Το ονοματεπώνυμο; Βερφ Ρέννε.
Και τι ήταν; Γιατρός σε πορνείο.

Διαβάστε περισσότερα
Αναγνώσεις

Αντονέν Αρτώ, «Η μεγάλη ημέρα και η μεγάλη νύχτα» (μετφρ: Στέφανος Ευθυμιάδης), εκδ. Αιγόκερως, 1981

ΖΟΥΜΕ, ΠΕΘΑΙΝΟΥΜΕ. ΠΟΙΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΜΕΡΙΔΙΟ ΤΗΣ
ΒΟΥΑΗΣΗΣ Σ’ ΟΑΑ ΑΥΤΑ; ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΠΩΣ ΑΥΤΟΚΤΟΝΟΥΜΕ ΟΠΩΣ ΟΝΕΙΡΕΥΟΜΑΣΤΕ. ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΗΘΙΚΟ ΤΟ
ΕΡΩΤΗΜΑ ΠΟΥ ΘΕΤΟΥΜΕ:
Η ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΛΥΣΗ;

Όχι, ή αύτοκτονία είναι άκόμα μιά υπόθεση. Νομίζω πώς έχω τό δικαίωμα ν’ αμφιβάλλω γιά την αύτοκτονια όπως και γιά όλη τήν υπόλοιπη πραγματικότητα. Πρέπει πρός τό παρόν και μέχρι μιά νέα τάξη πραγμάτων ν’
άμφιβάλλουμε σέ φοβερό βαθμό, όχι γιά τήν ύπαρξη, γιά νά μιλήσουμε καθαρά, πράγμα πού είναι έφικτό στόν καθένα, άλλά γιά τήν έσώτερη συγκίνηση καί τή βαθιά εύαισθησία τών πραγμάτων, των πράξεων, τής πραγματικότητας. Αέν πιστεύω μέ τίποτα στό ότι δέν είμαι συνδεδεμένος μέ τήν εύαισθησία μιάς διανοητικής χορδής πού λές καί είναι μετεωρική, κι άκόμα ότι ύστερώ λίγο-πολύ άπό πρακτικούς μετεωρισμούς. Ή οίκοδομημένη καί αίσθητή ύπαρξη τού κάθε άνθρωπου μ’ ένοχλεί, καί δίχως άλλο σιχαίνομαι κάθε πραγματική ύπαρξη. Ή αύτοκτονια δέν είναι παρά ή μυθική καί μακρινή κατάκτηση τών άνθρώπων πού σκέφτονται καλά, άλλά ή καθαυτό κατάσταση τής αύτοκτονίας είναι γιά μένα άκατανόητη. Ή αύτοκτονία ένός νευρασθενικού δέ χρειάζεται μιά κάποια προβολή, άντίθετα μέ την ψυχική κατάσταση ένός άνθρώπου πού θάχε καθορίσει καλά τήν αύτοκτονία του, τίς ύλικές συνθήκες, καί τό λεπτό τού θαυμαστού άποχωρισμού. ‘Αγνοώ τί είναι τά πράγματα, άγνοώ κάθε άνθρώπινη κατάσταση, κανένα πράγμα στόν κόσμο δέν περιστρέφεται γιά μένα, δέν περιστρέφεται μέσα σέ μένα. Υποφέρω τρομερά άπ’ τή ζωή. Δέν υπάρχει κατάσταση, πού νά μπορώ νά φθάσω. Κι είναι άπόλυτα βέβαιο, ότι είμαι νεκρός άπό καιρό, ότι έχω ήδη αυτοκτονήσει. Μ’ αύτοκτονήσανε, δηλαδή. Κι όμως τι θ’ αναλογιζόσαστε για μια αυτοκτονία προγενέστερη, μια αυτοκτονία πού θά μάς έκανε νά παλινδρομήσουμε, αλλά άπ’ τήν άλλη μεριά τής ύπαρξης, καί όχι άπ’ τή μεριά τού θανάτου. Αύτό μονάχα θά ‘χε γιά μένα κάποια άξία. Δέν αίσθάνομαι τήν έπιθυμία τού θανάτου,,αίσθάνομαι τήν έπιθυμία τον νά μην υπάρχεις, τού νά μήν είσαι ποτέ ριγμένος μέσα σ’ αύτή τή διασκέδαση πού σού προσφέρουν οί χαζομάρες^, οί άποκηρύξεις οί άρνήσεις κι οί άχρωμες συναντήσεις, πού είναι τό έγώ τού ‘Αντονέν Άρτώ, πολύ πιό άδύναμο άπ’ αύτόν τόν ίδιο. Τό έγώ αύτού τού περιπλανώμενου σακάτη πού άπό καιρό σέ καιρό έρχεται νά προβάλλει τή σκιά του πάνω στήν όποία έχει φτύσει ·ό ίδιος άπό πολύ καιρό, αύτό τό έγώ τό άνάπηρο, πού σέρνεται στή γή, αύτό τό αύτοδύναμο, άπίθανο έγώ, πού παρ’ όλα αύτά ξαναβρίσκει τόν έαυτό του μέσα στήν πραγματικότητα. Κανένας δέν ένιωσε όπως αύτό τήν άδυναμία του πού είναι ή κύρια, ή ούσιαστική άδυναμία τού άνθρώπινού γένους. Νά καταστρέψει, νά μήν ύπάρξει.

Διαβάστε περισσότερα
Αναγνώσεις

Κώστας Μαντζάκος, «Ξενάγηση σε θερινά σινεμά που έκλεισαν ένα-ένα»

Ο ευρύχωρος κήπος του σινεμά ΤΙΤΑΝΙΑ μοσχοβολούσε απ’ το γιασεμί. Οι ψηλοί του τοίχοι καλυμμένοι με βιγνόνιες: ένας παράδεισος – αν και η νεολαία το περιφρονούσε, καθώς έπαιζε αυστηρά εμπορικές, «οικογενενειακές» ταινίες, εγχώριας παραγωγής…μέχρι που σταμάτησαν κι αυτές. Ήταν το αγαπημένο μέρος των γιαγιάδων και των παιδιών, αλλά κι εκείνης της -σχεδόν χαμένης πια- κάστας των συνταξιούχων, που έκαναν το πρωινό τους μπάνιο πριν τις 10 και τα βραδάκια τα αφιέρωναν συνήθως στο κουμ-καν. Ίσως να το είχαν πρωτο-επισκεφτεί προπολεμικά, αρραβωνιασμένοι.
Στη θέση του τώρα δεσπόζει ένα θεόρατο ξενοδοχείο. Το λένε «Θάλασσα», παρόλο που τα δωμάτια κοιτάνε προς την αντικρινή πτέρυγα, σαν τα κελιά των φυλακών στις αμερικάνικες ταινίες. Μπροστά τραπεζάκια, σερβίρουν τα γνωστά: λουκουμάδες, παγωτά. Όπως και παντού αλλού στο χιλιόμετρο της παραλιακής περατζάδας.
Εκ των υστέρων σκέφτομαι: Πού να ξέραμε ότι θα ερχόταν καιρός που θα νοσταλγούσαμε τη …Στυλιανοπούλου;

Διαβάστε περισσότερα
Αναγνώσεις

Αντώνης Αντωνάκος, «Καύσωνες χωρίς air condition»

[Γιώργος Ρόρρης Καύσωνας/ 2009 λάδι σε μουσαμά 40 x 50 εκ.]

 

Ήταν νύχτα και ήταν μέρα. Ήμασταν οι τελευταίοι αλχημιστές. Δεν είχαμε ούτε τιμή ούτε λεφτά. Δίναμε τις μάχες διαβάζοντας φωναχτά το ποίημα και βάζαμε στη φαντασία φωτιά ξυπνώντας την ένταση και την παράνοια, τις ιδέες που ξέθαβε ο δούρειος ίππος της περιέργειας, αφήνοντας, όλες τις λεπτές αποφάσεις στην τύχη.

Οργισμένες γενιές σκόρπιες κι ασυνάρτητες μέσα στις μεταφυσικές βεντέτες του αμερικάνικου ονείρου, που έβαζε το φασισμό κρυφά απ’ το φωταγωγό, γιατί απ’ την πόρτα ίσα-ίσα που χωρούσε το χοντρό παιδί της Αμερικής, μπουκωμένο χάμπουργκερ και βιντεογκέιμ.

Οι μπαμπάδες του πωλητές αυτοκινήτων, τάπερ, βαρβιτουρικών, πρώην χίπηδες, μάγοι, εξορκιστές, πρώην κουλτουριάρηδες, πρώην επαναστάτες εκφυλισμένοι τώρα, καρκινώματα πρώτου μεγέθους, απορροφημένοι απ’ το κατεστημένο όπως η μελάνι απ’ το στυπόχαρτο.

Ανελέητη φαλλοκρατία με σημαία το δολάριο, ταξικές μηχανές ευνουχισμού του ορίζοντα, με την ελπίδα σαν παράξενο έκκριμα που αφήνουν οι μεταμφιεσμένοι χοίροι λίγο πριν ευνουχιστούν απ’ τη διοίκηση επιχειρήσεων και τη χαρούμενη επιστήμη του πλαστικού.

Κι άλλοι, αθώοι μέσα στη μπετονιέρα, αλεσμένοι με δολοφονίες προέδρων, Βιετνάμ, αντικομουνισμό και ψυχεδελικά ταξίδια.

Κι ένας σατανικός ρομαντισμός μαζί, ρετάλι της αγοράς που έκοβε το μουνί με το ψαλίδι για να το κολλήσει χαλκομανία στα καθρεφτάκια των ιθαγενών που πίστευαν στην πολλή δουλειά και την αδίστακτη προκοπή.

Το είδωλο του ιππότη των περασμένων εποχών που μαγάρισε ο Θερβάντες στέλνοντας τον Δον Κιχώτη να πολεμήσει την απελπισία τώρα γινόταν το προσωπείο του πολεμάρχη, του πολιτικού, του δήμιου, του παπά και του δικαστή.

Καρικατούρες της θεσμισμένης αλλοτρίωσης, θαμπωμένες απ’ το χνώτο της καστοριαδικής αυταπάτης και της ελευθεριακής φλυαρίας που το μόνο που τραγουδούσε ήταν ο αφοπλισμός και η ήττα του προλεταριάτου.

Διαβάστε περισσότερα
Αναγνώσεις, Μεταφραστικό Εργαστήρι

Macedonio Fernández  (Argentina,  1874-1952), «Επιστολή στους κριτικούς» (μετάφραση- επίμετρο: Στέργιος Ντέρτσας)

Macedonio Fernández (Argentina, 1874-1952), Δύο πεζά (μετάφραση-επίμετρο: Στέργιος Ντέρτσας) [Β’ Μέρος]

 

 

 

Είμαι ο ένας που σας κατάλαβε, o πρώτος που συνέλαβε  τον ουσιαστικό σας ορισμό: είστε οι αιώνιοι αναμένοντες της Τελειότητας, και οι  καθημερινά  περιορισμένοι στον εγκωμιασμό της βιβλιοδεσίας, υποχρεωμένοι  λόγω της απογοήτευσής σας,  ο ένας μετά τον άλλον, μέρα με την ημέρα, από το ποίημα, το  μυθιστόρημα, το βιβλίο ˙ είστε οι μόνοι που αγαπάτε κι αντιλαμβάνεστε την Τελειότητα ˙ οι συγγραφείς τίποτα από όλα αυτά, δημοσιευτές πρόχειρων σχεδιασμάτων, βιβλία βιαστικά, ευκαιριακά, μπαλώματα ˙ η Τελειότητα θα ‘ρθει κάποια μέρα σε ένα βιβλίο , έτσι που με το δίκιο σας την αναμένετε, τη φαντάζεστε: μέχρι τώρα δεν έχει φανεί η Τελειότητα παρά μόνον στη χάρη και στην ηθική δύναμη κάποιων αντρών ή γυναικών που όλοι μας αξιωθήκαμε να γνωρίσουμε κάποτε και που ποτέ δεν θα προσεγγίσουν την ιστορική δημοσιότητα  ούτε και την καθημερινή.

Όμως είστε καλά στην αναμονή σας και είμαι βέβαιος πως θα επικροτήσετε όλοι ομόφωνα τη μέρα που θα  φανεί εν είδει Βιβλίου, απέραντα ευγνώμονες.

Οι συγγραφείς, όσοι δεν εννοούμε να καταλάβουμε ότι από καιρό θα έπρεπε να υπακούσουμε στη στάση των κριτικών ξέροντας τι τρομαχτική εξουθένωση είναι να δομήσεις ένα βιβλίο μες στα αυστηρά πλαίσια της τέχνης και πόσο μηδαμινή η πιθανότητα να τα καταφέρεις, όχι μόνο υποφέρουμε αλλά και μαραινόμαστε επειδή δεν φτιάχνουμε το Βιβλίο και περιμένοντας να το φτιάξουμε έχουμε απολέσει τη συμπάθεια που επιφέρει η προσμονή να τη βρούμε στις απόπειρες των άλλων.

Εγώ δεν βρήκα μια επιδέξια επιτέλεση της καλλιτεχνικής μου θεωρίας. Το μυθιστόρημά μου είναι σφαλερό, όμως θα ήθελα να μου αναγνωριστεί πως είμαι ο πρώτος που έχει προσπαθήσει να χρησιμοποιήσει το θαυμάσιο εργαλείο του συνειδησιακού ξαφνιάσματος που είναι ο μυθιστορηματικός ήρωας στην αληθινή του αποδοτικότητα και ιδιότητα: εκείνο του απόλυτου ξαφνιάσματος της συνείδησης του αναγνώστη, κι όχι της τετριμμένης κατοχής μιας συνείδησης σε μια ιδιαίτερη κοινοτυπία, εφήμερης, ασταθούς, αυτής, και πως μαζί με αυτό και κάποιες άλλες σκέψεις που διαμορφώνονται στο σύνολο του δρομολογημένου βιβλίου, φέρνω πλησιέστερα ετούτη την Τελειότητα που εσείς περιμένετε , και, αποσαφηνίζω κάτι ακόμη επίσης, ένα σοβαρό δόγμα της λογοτεχνικής τέχνης.

Διαβάστε περισσότερα