Επιθεώρηση Ποιητικής Τέχνης

Κατηγορία

Αναγνώσεις

Αναγνώσεις

Αναγνώσεις

Ιωάννα Καρυστιάνη, «Κορνιζωμένοι», εκδ. Καστανιώτη, 2024 (γράφει ο Γιάννης Δρούγος)

Ένα έργο για την αναμέτρηση με το Κακό που κρύβεται στα βάθη της ανθρώπινης φύσης.

 

Υπάρχουν άνθρωποι –δρόμοι, άνθρωποι – συννεφιασμένοι ουρανοί, άνθρωποι – θάλασσες, άνθρωποι – σταυροδρόμια, άνθρωποι – κλειστά σύνορα, άνθρωποι –σκόρπια ερείπια εμπόλεμης ζώνης, άνθρωποι–πυξίδες σε σχιζοφρένεια, άνθρωποι –διαλυμένοι χάρτες, άνθρωποι –ξεθωριασμένες φωτογραφίες, άνθρωποι – αναμμένα καντήλια σε ξωκλήσι αλαργινό, άνθρωποι –κτίρια σε ανατίναξη από μια εσωτερική τρομοκρατική επίθεση, άνθρωποι – απάτητα βουνά, άνθρωποι –μάτια, άνθρωποι – καρδιά απ’ το κεφάλι ως τα πόδια , άνθρωποι – προσευχές , άνθρωποι – κατάρες , άνθρωποι – βυθισμένοι σταυροί για πάντα σε θολά νερά. Είναι αυτοί που ακούνε τον βουβό κυματισμό του ωκεανού, που καίγονται από το μέσα τους κάρβουνο, που κουβαλούν στις πλάτες τους σακιά και στην ψυχή τους τραύματα μιας προηγούμενης ζωής. Διαβάζουν και βάζουν υπότιτλους στις σιωπές των άλλων. Τις Κυριακές και τις γιορτές σηκώνεται φουρτούνα στα φυλλοκάρδια τους. Έχουν το ταβάνι τους για ουρανό και λίγα άστρα συντροφιά τους τις μαύρες νύχτες που το μέσα θεριό βρυχάται και θεριεύει. Η ζωή δεν τους χάρισε ηλιοβασιλέματα γεμάτα αναμνήσεις κι αν τους τα χάρισε -για μια δυο στιγμές- αυτοί τους γύρισαν την πλάτη από φόβο μη μπουν σε αναμέτρηση με την τόση ομορφιά.   Είναι εκείνοι που η ανεμελιά κι η ευτυχία δεν είναι στο DNA τους. Έχουν τις μνήμες για πικρό προσκέφαλο. Πετάνε και προσγειώνονται στα όνειρά τους με δικά τους σχέδια πτήσης. Πιάνουν θέση στα πίσω καθίσματα. Τους αρκεί ένας γυρισμός που θα φωτίσει τον νυχτωμένο βίο τους. Κλέβουν καμιά φορά -με χέρια τρεμάμενα- στο ζύγι της ευτυχίας. Λένε ψέματα, βγάζουν από τη μέση ό,τι υψώνεται σαν ανθισμένο εμπόδιο στο δρόμο τους.  Βαπτίζονται αθώοι, κουβαλούν αμαρτίες, συνομιλούν με φαντάσματα , έχουν μακροχρόνια προϋπηρεσία στη θλίψη , στην ήττα και στη σιωπή. Δεν αγαπούν τις εκπλήξεις. Είναι μοναχικοί και μόνοι. Δεν ζητούν τίποτα απ’ τη ζωή τους γιατί βολεύτηκαν στην ελάχιστη σκιά της. Ζυγίζουν με το βλέμμα άγνωστους κορνιζωμένους και μαντεύουν τι θα έλεγαν τα σφραγισμένα τους χείλη.

Η κορυφαία πεζογράφος Ιωάννα Καρυστιάνη, δύο χρόνια μετά τα «Ψιλά γράμματα», επέστρεψε -σταθερά από τις εκδόσεις Καστανιώτη- με το νέο της μυθιστόρημα «Κορνιζωμένοι», καμωμένο με τα πανάκριβα υλικά της αφηγηματικής της τέχνης, της ενσυναίσθησής της, της οξείας παρατηρητικότητάς της, της αισθαντικής κι αλύπητα κοφτερής γραφής της, (γραφή σαν μαλακή άμμος με χιλιάδες σπασμένα κομμάτια γυαλί σ’ όλη της την έκταση) και της απαράμιλλης ικανότητάς της να δημιουργεί μια συνταρακτική γεωγραφία συναισθημάτων μέσα σε μια συνταρακτικά ρεαλιστική ανθρωπογεωγραφία. Η Καρυστιάνη επιλέγει για ήρωές της -σε όλο το σύνολο του πολυβραβευμένου της έργου- ανθρώπους συνηθισμένους, καθημερινούς, ερασιτέχνες της ζωής, χαμηλών και μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων.

Διαβάστε περισσότερα
Αναγνώσεις

Ζωή Δικταίου, «Αύριο, λέξεις στην παλιά βαλίτσα / Τα χέρια της και μια ραπτομηχανή»

«Είναι μεγάλο έξοδο μια ραπτομηχανή κι αν δεν μάθεις γρήγορα, να ξέρεις θα την πουλήσω κι εσύ θα πας παραδουλεύτρα όπου βρεθεί» έτσι είχε προειδοποιήσει η Ανεζίνα, την ανιψιά μα και ψυχοκόρη της, την Ισμήνη, μα μπορεί και να μην την εννοούσε εκείνη την κουβέντα. Έπειτα, άνοιξε το παραδοσάκουλο που είχε κρεμασμένο μ’ ένα μπλάβο κορδόνι στο λαιμό μέσα από το μεσοφόρι της και μέτρησε τους παράδες στον έμπορο που είχε έρθει από τη Χώρα.

Η Ισμήνη, είχε τρία χρόνια που πήγαινε στο μοδιστράδικο της Ολυμπίας για να μάθει την τέχνη κι όταν φορούσε τη δαχτυλήθρα, θαρρείς φυλάκιζε εκεί, έγνοιες και καημούς και το μόνο που ζητούσε η καρδιά της ήταν να μη φύγουν τα χρόνια, να μη σβήσουν τα όνειρα. Η αγάπη, αυτή η πιο ευγενική φιλοδοξία, αυτή ήταν ο σκοπός της ζωής της.

Η Ολυμπία, καλοντυμένη αλλά μαυροφορεμένη, έρμη και μοναχή την είχε αφήσει ο πόλεμος της Μικράς Ασίας. Νιόπαντρη όταν έγινε το κακό και κάπως μεγαλοκοπέλα για την εποχή αφού κόντευε τα τριάντα, μα σίγουρα νιόπαντρη -εκείνος ο «Μαύρος Αύγουστος» του 1922, αυτός έκανε αβάσταχτο τον ύπνο και εφιάλτη τον ξύπνιο της. Άνοιξε το φτωχικό της -δυο δωματιάκια όλο κι όλο το σπίτι της- και για να ξεχνάει τα φαρμάκια που την είχε μεταλάβει η ζωή, μάζευε τις κοπέλες –όχι μόνο από τη Νεάπολη αλλά και από τα γύρω χωριά και τις μάθαινε τέχνη. Με την κλωστή και τη βελόνα έλεγες κάπως ξεχνιόταν, σαν ο πόνος να γινόταν στείρος και βάραινε λιγότερο, μόνο που όταν σήκωνε τα μάτια και κοίταζε στον καθρέφτη προλάβαινε μια γκριμάτσα οίκτου προς τον ίδιο της τον εαυτό κι αυτό δεν άλλαζε.

Παρέμενε σιωπηλή κι αν κάποια από τις υποψήφιες μοδιστρούλες προσπαθούσε ν’ ανοίξει κουβέντα για εκείνο τον ξεριζωμό και τα σπίτια που ξεκληρίστηκαν, για να την σταματήσει τσιμπιόταν με τη βελόνα, άθελά της τάχα μου, -τα δάχτυλα ψιλό σουρωτήρι από τα τρυπήματα- «αχ, αχ, μ’ αυτές τις κουβέντες, τρύπησα το δάχτυλο μου, κοπέλες φέρτε το γυαλικό με το οινόπνευμα» έλεγε με θολωμένα μάτια, μα αδάκρυτη πια. Το καταλάβαινες όμως πως το μέσα της μοιρολόι δεν είχε σταματήσει.

Κοπέλα στον δεύτερο Βαλκανικό πόλεμο το 1913 ορφάνεψε από πατέρα -στη μάχη του Κιλκίς-Λαχανά είχε σκοτωθεί. Θυμόταν τον παππού της να λέει με περηφάνια πως, ο γιός του, είχε πέσει ηρωικώς μαχόμενος, πιστός στο σάλπισμα «εμπρός διά της λόγχης». Θυμόταν και τη μάνα της, με μαυροκυκλιασμένα τα μάτια και στεγνή από ζωή να λυγίζει «ανάθεμα τον αίτιο, ανάθεμα» έλεγε μέχρι που ο χαμός και ο φόβος τής άνοιξαν διάπλατα την πόρτα στην τρέλα, μπήκε και δεν βγήκε ποτέ, λίγο κράτησε, ίσαμε που πέθανε όμως, σκιαγμένη με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος και όλο δάγκωνε τη γλώσσα της για να μην ξεστομίσει, τί αλήθεια; δεν ήξερε.

Διαβάστε περισσότερα
Αναγνώσεις, Ραδιόφωνο Ποιείν

«”Υπάρχω”»- Τα πάθη και τα λάθη ενός θρύλου» (γράφει ο Ελισσαίος Βγενόπουλος)

 

Καλό είναι να ξέρουμε ότι ο πολιτισμός δεν είναι μια κατάσταση που δικαιωματικά και νομοτελειακά την κληρονομούμε, ο πολιτισμός και ο λαϊκός, είναι κάτι που με κόπο, με γνώση, με δύναμη και κουράγιο κατακτούμε.

Το «Υπάρχω» χωρίς να εμβαθύνει, πραγματεύεται την ζωή του Στέλιου Καζαντζίδη, ενός από τους πιο εμβληματικούς Έλληνες λαϊκούς τραγουδιστές, του οποίου η φωνή παραμένει συνώνυμη με το συναισθηματικό βάθος της λαϊκής μουσικής του έθνους. Σε σκηνοθεσία του Γιώργου Τσεμπερόπουλου (“Ο Εχθρός μου”, “Πίσω Πόρτα”, “Μέγαρα”) και σε σενάριο της σεναριογράφου Κατερίνας Μπέη (“Ευτυχία”, “Φόνισσα”), η ταινία σκοπό έχει να είναι ένας εγκάρδιος φόρος τιμής στον άνθρωπο που ενσάρκωσε όχι μόνο το πνεύμα της ελληνικής μουσικής αλλά και τις δοκιμασίες και τους θριάμβους του στερημένου και κατατρεγμένου λαού.

Το «Υπάρχω» αφηγείται την ιστορία της ανθεκτικότητας, του ταλέντου και της ταυτότητας, παρακολουθώντας τη διαδρομή του Καζαντζίδη από το ταπεινό ξεκίνημα μέχρι να γίνει ο πασίγνωστος μουσικός θρύλος. Γεννημένος σε μια οικογένεια προσφύγων από τον Πόντο ενός κομματιού του ελληνισμού που σημαδεύτηκε από τον εκτοπισμό, τους εξανδραποδισμούς και τις κακουχίες, ο Καζαντζίδης βίωσε τα παιδικά του χρόνια μέσα στη φτώχεια, την απώλεια και τον αγώνα να διαμορφώσει την αίσθηση του ανήκειν στην ασθμαίνουσα και εξελισσόμενη μεταπολεμική Ελλάδα. Ο Καζαντζίδης ήταν ένα προσφυγόπουλο που ξεπέρασε μνημειώδεις προσωπικές και κοινωνικές προκλήσεις μέσω του έμφυτου μουσικού του χαρίσματος.

Αυτή η ιστορία υπέρβασης των αντιξοοτήτων δεν είναι απλώς μια εξιστόρηση γεγονότων, αλλά μια βαθιά προσωπική αφήγηση που αντανακλά ευρύτερα θέματα της εμπειρίας των μεταναστών, της ταξικής πάλης, του αγώνα επιβίωσης και της πολιτιστικής ανθεκτικότητας. Η φωνή του Καζαντζίδη, έγινε ηχείο για όσους ένιωθαν άφωνοι, οι πρόσφυγες, οι εργάτες και τα λαϊκά στρώματα, ακούμπησαν στις ερμηνείες του ανυπέρβλητου αοιδού και ένιωσαν ότι οι αγώνες, οι αγωνίες και τα όνειρά τους καθρεφτίζονταν στους στίχους του.

Διαβάστε περισσότερα
Αναγνώσεις

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, «Στο Χριστό στο Κάστρο» (περ. «Εστία», 1892)

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ

Ο ναός της Χριστού Γεννήσεως ήτο η παλαιά μητρόπολις του φρουρίου.
Ο ναΐσκος, προ εκατονταετηρίδων κτισθείς, ίστατο ακόμη ευπρεπής και
όχι πολύ εφθαρμένος. Ο παπα – Φραγκούλης και η συνοδεία του
φθάσαντες εισήλθον τέλος εις τον ναόν του Χριστού και η καρδία των
ησθάνθη θάλπος και γλυκύτητα άφατον. Ο ιερεύς εψιθύρισε μετ᾽
ενδομύχου συγκινήσεως το «Εισελεύσομαι εις τον Οίκόν Σου» κ’ η θεια το
Μαλαμώ, αφού ήλλαξε την φ’στάνα της την βρεγμένην και εφόρεσεν
άλλην στεγνήν, και το γ᾽νάκι της το καλό, τα οποία ευτυχώς είχεν εις
αβασταγήν καλώς φυλαγμένα υπό την πρώραν της βάρκας, έδεσε μέγα
σάρωθρον εκ στοιβών και χαμοκλάδων και ήρχισε να σαρώνη το έδαφος
του ναού, ενώ αι γυναίκες αι άλλαι ήναπταν επιμελώς τα κανδήλια, και
ήναψαν μέγα πλήθος κηρίων εις δύο μανουάλια, και παρεσκεύασαν
μεγάλην πυράν, με ξηρά ξύλα και κλάδους εις το προαύλιον του ναού,
όπου εσχηματίζετο μακρόν στένωμα παράλληλον του μεσημβρινού
τοίχου, κλειόμενον υπό σωζομένου ορθού τοιχίου γείτονος οικοδομής, κ’
εγέμισαν άνθρακας το μέγα πύραυνον, το σωζόμενον εντός του ιερού
βήματος, κ’ έθεσαν το πύραυνον εν τω μέσω του ναού, ρίψασαι άφθονον
λίβανον εις τους άνθρακας. Και «ωσφράνθη Κύριος ο Θεός οσμήν
ευωδίας».
Έλαμψε δε τότε ο ναός όλος, και ήστραψεν επάνω εις τον θόλον ο
Παντοκράτωρ με την μεγάλην και επιβλητικήν μορφήν, και ηκτινοβόλησε
το επίχρυσον και λεπτουργημένον με μυρίας γλυφάς τέμπλον, με τας
περικαλλείς της αρίστης βυζαντινής τέχνης εικόνας του, με την μεγάλην
εικόνα της Γεννήσεως, όπου «Παρθένος καθέζεται τα Χερουβείμ
μιμουμένη», όπου θεσπεσίως μαρμαίρουσιν αι μορφαί του Θείου Βρέφους
και της Αμώμου Λεχούς, όπου ζωνταναί παρίστανται αι όψεις των
Αγγέλων, των μάγων και των ποιμένων, όπου νομίζει τις ότι στίλβει ο
χρυσός, ευωδιάζει ο λίβανος και βαλσαμώνει η σμύρνα, και όπου, ως εάν
η γραφική ελάλει, φαντάζεταί τις, επί μίαν στιγμήν, ότι ακούει το «Δόξα
εν υψίστοις Θεώ».

Διαβάστε περισσότερα
Αναγνώσεις

Άντόν Τσέχωφ, «Όνειρο»

Τυχαίνει καμιά φορά, ο χειμώνας, κακιωμένος λες με την ανθρώπινη ανεπάρκεια, να συμμαχεί μ’ ένα σκληρό φθινόπωρο και να δουλεύουν από κοινού. Στο σκοτεινιασμένο, ομιχλώδη αέρα στροβιλίζονται τότε βροχή και χιόνι ταυτόχρονα. Ο άνεμος, υγρός, κρύος, διαπεραστικός, με ανεξάντλητη κακία χτυπάει στα παράθυρα και στις στέγες. Ουρλιάζει στις καπνοδόχους και κλαίει στους εξαερισμούς. Στη σκοτεινή, σαν καπνιά, ατμόσφαιρα κρέμεται η θλίψη… Η φύση είναι αναστατωμένη… Υγρασία, κρύο και φρίκη…
Τέτοιος ακριβώς ήταν ο καιρός τη νύχτα των Χριστουγέννων του 1882, τότε που δε συγκαταλεγόμουν ακόμα στην κοινωνία των φυλακισμένων, αλλά υπηρετούσα ως εκτιμητής στο ενεχυροδανειστήριο του εν αποστρατεία λοχαγού Τουπάγεφ.

Η ώρα ήταν δώδεκα. Η αποθήκη, στην οποία κατόπιν απαιτήσεως του αφεντικού είχα το νυχτερινό μου κατάλυμα, και παρίστανα το τσομπανόσκυλο, φωτιζόταν αμυδρά από το γαλάζιο φως ενός καντηλιού. Ήταν ένα μεγάλο τετράγωνο δωμάτιο, φίσκα στα μπαούλα, τα ζεμπίλια, τα ράφια… Στους γκρίζους ξύλινους τοίχους, από τις χαραμάδες των οποίων ξεπρόβαλλαν βρόμικα στουπιά, κρέμονταν παλτά από γούνες λαγών, γάντζοι, όπλα, πίνακες, φωτιστικά, μια κιθάρα… Εγώ, υποχρεωμένος να φυλάω τις νύχτες όλα αυτά τα αγαθά, ξάπλωνα πάνω σε ένα μεγάλο κόκκινο μπαούλο πίσω από την προθήκη με τα πολύτιμα αντικείμενα και συλλογισμένος κοιτούσα το φως του καντηλιού…
Για κάποιο λόγο, ένιωθα φόβο. Τα πράγματα που φυλάσσονται σε ενεχυροδανειστήρια είναι τρομαχτικά… Τη νύχτα, στο αμυδρό φως του καντηλιού μοιάζουν ζωντανά… Τώρα μάλιστα, που έξω από το παράθυρο κλαψούριζε η βροχή, και στο τζάκι και πάνω από τη στέγη λυπητερά αλυχτούσε ο αέρας, μου φαινόταν πως άκουγα τους λυπητερούς τους ήχους. Πριν καταλήξουν εδώ, έπρεπε να περάσουν από τα χέρια του εκτιμητή, δηλαδή από τα δικά μου, γι’ αυτό και ήξερα τα πάντα για το καθένα από αυτά… Ήξερα, για παράδειγμα, ότι με τα λεφτά που δόθηκαν γι’ αυτή την κιθάρα, αγοράστηκαν φάρμακα για το βήχα της φθίσης… Ότι με το πιστόλι εκείνο αυτοκτόνησε ένας αλκοολικός. Η γυναίκα του έκρυψε το πιστόλι από την αστυνομία, το ενεχυρίασε σε μας και αγόρασε το φέρετρο. Το βραχιόλι που με κοιτάζει από την προθήκη, το έφερε ο ίδιος άνθρωπος που το είχε κλέψει… Δυο κεντητά μεσοφόρια, με το νούμερο 178, υποθηκεύτηκαν από μια κοπέλα, που χρειαζόταν ένα ρούβλι για την είσοδο στο Salon, όπου είχε αποφασίσει να δουλέψει προσφέροντας τον εαυτό της… Εν ολίγοις, σε καθένα από τα αντικείμενα διάβαζα την αδιέξοδη θλίψη, την αρρώστια, το έγκλημα, την ακολασία επί χρήμασι…
Τη νύχτα των Χριστουγέννων τα αντικείμενα αυτά είχαν γίνει ιδιαιτέρως εύγλωττα.
«Άσε μας να φύγουμε!…» μου φαινόταν πως κλαψούριζαν, μαζί με τον αέρα. «Άφησέ μας!»

Διαβάστε περισσότερα