Η κόκκινη ζακέτα

Τα πρωινά της έκανε συντροφιά  στον καφέ της.

Τις νύχτες άγριος δεσμώτης των σωθικών .
Θερμοκρασία πλάνης.

Ένας δήμιος εντός της
να φυλλομετρά τις εκστάσεις της.
Σαρδόνιο χαμόγελο.

Η αποκόλληση επώδυνο μαρτύριο έρποντας οι σάρκες σαν ανόρεχτα φίδια  κουλουριασμένα.
Ιώδιο μύριζαν οι ώρες.

Το κόκκινο που της χαρίστηκε μα δεν αναζητήθηκε.
Ανυπαρξία  προμελετημένη.

Το ύφασμα που στοίχειωνε την μοίρα της.

Και ένας Μορφέας πιστός στο καθήκον να της σβήνει τα βράδια τα  αστέρια.

Μα δεν την ένοιαζε γιατί φλέγονταν οι  νύχτες.

Όλα στο κόκκινο πύρινα  ζωώδη  ανυπόφορα.

Τα μάτια της έσταζαν μετεωρίτες.

*

Αντίο

Κοιτάχτηκαν βαθιά

τόσο βαθιά που το κενό φοβήθηκε,

προσηλωμένοι στο ίδιο σημείο.

Λες και το αντίο ήταν ανάστημα παρα αποχαιρετισμός

 

*

 

Συμφιλίωση

Έλα να λυπηθούμε τους εαυτούς μας να θυμηθούμε πως πλούσιοι ήμασταν
μα τώρα διάκονες που ανταλλάσσουν κέρματα συμπόνοιας γίναμε.

Έλα να συγχωρέσουμε τους εαυτούς μας η αλαζονεία που κάποτε κάλπαζε φρενιασμένη
την θέση της στην δυστροπία έδωσε.

Έλα να γνωρίσουμε τους εαυτούς μας η θέρμη που κάποτε ανάβλυζε τώρα πνιγερή
επικαθιμενη σκόνη στους πνεύμονες έγινε.

Έλα να αγκαλιαστούμε φολίδες ντύσανε τα σώματα κάθε άγγιγμα τραχύ ανατριχίλα
φέρνει