Το «Χρονοτριβείο» αποτελεί ένα μουσικό έργο βασισμένο σε ποιήματα του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη. Συμμετέχουν : Αναστασία Στρατηγού, Παντελής Νικηφόρος, Θοδωρής Κρητικός και Ναταλία Λαμπαδάκη, Λήδα Γρηγοριάδου, Αρετή Πολυμενίδη. Ποιήματα με νοσταλγικό χαρακτήρα και όχι μόνο, τα οποία βρήκαν τη σειρά τους σε ένα νοητό αέναο κύκλο και ύστερα σαν μια ιστορία μελοποιήθηκαν. Έχοντας ως μέσο τους στίχους αυτούς, βρήκα τις λέξεις που χρειαζόμουν, τις λέξεις που έψαχνα για να εκφράσω μουσικά το πέρασμα του χρόνου. Όλον εκείνον τον πόνο και τη λησμονιά για τις στιγμές και τους ανθρώπους που δεν θα ξανασυναντήσουμε πια. Επιμέλεια παραγωγής & ενορχήστρωση (μαζί με τις πολύτιμες ιδέες των μουσικών)- σύνθεση και ερμηνεία: Γιάννης Κονταράτος

 

 

Φαντάσματα

Τ’ Άγνωστο γύρω και παντού, – κι ο Νόμος ο Τρανός του!
Κι ενώ δεν είμαστε παρά μορφές αυτού του Αγνώστου
φαντάσματα, όλοι, και καπνοί, στη δίνη της αβύσσου
(με τ’ όνειρο, φτωχή ψυχή, για μόνη απολαβή σου)

μάταια φαντάσματα, τυφλά, που το σκοτάδι σπέρνει
που η νύχτα φέρνει, μια στιγμή, κι η νύχτα, πάλι, παίρνει
χαμένοι, δίχως γυρισμό, μες στον αιώνιο σάλο,
μισούμε κι εχθρευόμαστε, – και κρίνει ο ένας τον άλλο.

 

 

*

Επιστροφή

Κι όταν θα ‘ρθει η στιγμή, και πάλι
να κατεβώ προς το βυθό
χωρίς την πίστη, που έχουν άλλοι
μα και χωρίς να φοβηθώ

με την ψυχή που περιμένει
την ώρ’ αυτή, σαν εραστή
(τόσο είναι ταλαιπωρημένη,
και τόσο που έχει κουραστεί)

δε θα ’χω να με συντροφέψει
καμιά παρήγορη φωνή, –
μα θανατώνοντας τη Σκέψη
που τώρα με δολοφονεί

σαν ένα φέρετρο που κλείνει
θα γείρω πάλι, στο βυθό
ζητώντας, μόνο, τη γαλήνη,
που είχα προτού να γεννηθώ…

*

Φθινόπωρο

Η θλίψη του καλοκαιριού με πήρε χτες, βαριά,
καθώς περνούσ’ απ’ την αλέα, που πέθαιναν τα ρόδα,
και σταματώντας τη ματιά κατά το δείλι, το ‘δα
να πέφτει τόσο μοναχό, μες στα γυμνά κλαριά…

Κι ο νους μου πήγε στις καλές, τις ήμερες βραδιές,
όταν ανθούσαν οι βραγιές, κι ανάσταιναν οι κλώνοι,
-τότε που σμίγουν οι ψυχές, κι ανοίγουν οι καρδιές,
και μες στη νύχτα, μαγικά, τρεμολαλεί τ’ αηδόνι…

Και σαν εχύθη του βαθιού μεσονυχτιού ο θυμός,
και χύμηξε απ’ τα πέλαγα, γοερή και ποντοπόρα,
ξεσπώντας πάλι, ξαφνικά, μες στις βραγιές, η μπόρα,

μ’ άγγιξε τόσο αδερφικά του κήπου ο πεθαμός,
των ρόδων το ξεφύλλισμα, και της βροχής ο σάλος,
-που είπα ξανά δε θα χαρώ, μήτε κανένας άλλος.

 

 

*
Ψυχή της Νύχτας

Παίζει το φως με το νερό, στην άκρη του γιαλού,
μα γω είμαι μόνος και μακριά – κι είναι η ψυχή μου αλλού·
κι ενώ στα γύρω φαίνεται χαμένη και δοσμένη,
με διπλωμένα τα φτερά, το δειλινό προσμένει·

γιατί, η ψυχή μου, όσο το φως απλώνεται, δε ζει,
είν’ αδερφή των σκοταδιών και χάνεται μαζί·
κι αν ίσως, τώρα, μες στο φως, έτσι μακριά μου μοιάζει
πάλι θα ζήσουμε μαζί τις ώρες που βραδιάζει.