Αυθαιρεσία
Όλη τη νύχτα με βασάνιζε
ένα όνειρο επίμονο
που ορκιζόταν ότι είναι αληθινό
και απαιτούσε
από του ύπνου την αχλύ να βγει
κλήρο στο φως της μέρας ν’ αποκτήσει
και σφήνωσε στα βλέφαρα
που σφίγγοντας του έκλειναν το δρόμο
ορθώνοντας πελώρια τείχη λογικής
μες στους αλάνθαστους καθρέφτες
των ματιών μου.
Μα αυτό ανθεκτικό παρέμενε
στο ολισθηρό μεταίχμιο
για να γλιστρήσει πονηρά
με πρώτη ευκαιρία μες στον ξύπνιο μου
και να σκηνώσει εκεί
συγχέοντας για πάντα αμετάκλητα
τα οροθέσια που χωρίζουν σαν αντίθετα
το Όνειρο απ’ τη Ζωή…
`
**
Η οδός
Κι έρχεται κάποτε η στιγμή
που πρέπει οριστικά
απ’ όπου έφτασες
να αποσυρθείς,
και από καθεμιά του βίου σου
κακώς νοούμενη ιθαγένεια
ν’ αποχωρήσεις…
από το χώμα
που στηρίζονται τα πόδια σου
αυτό που σου ‘δωσε
ως εδώ
ταυτότητα, προορισμό
και δρόμο να βαδίσεις
από τις σχέσεις
που εγκατέστησες
τις μέρες σου
κι έγιναν
σιδηρά δεσμά
και χρόνιες εξαρτήσεις
από τις χίμαιρες
που την καρδιά σου
στοίχειωσαν
κλέβοντας πάντα τη χαρά
πριν αξιωθείς
να την κρατήσεις
από τις θάλασσες
των πόθων σου
που δεν σου πρόσφεραν
μια απάνεμη
μικρή ακρογιαλιά
για ν’ ακουμπήσεις
απ’ την ατέλειωτη βουή
των λογισμών
που έδιναν σχήμα
στις αισθήσεις σου
και χάραζαν
ζωής βηματισμό
και στέρεες πεποιθήσεις
απ’ τις σημαίες της ελπίδας
που ανέμισες
κι άνοιγαν
νέο στάδιο κάθε φορά
κι αθλοθετούσανε σκοπό
να κυνηγήσεις…
Απομακρύνσου
–τώρα που κατάλαβες–
απ’ όλα αυτά
από τις μάταιες της καρδιάς
και του μυαλού
περιπλανήσεις
και μάθε
ότι εντός σου βρίσκεται
η μόνη αληθινή οδός
όταν θα σκύψεις σιωπηλά
στα έγκατα
του είναι σου
μία φωνή που ψιθυρίζει
απαλά
ν’ αφουγκραστείς
και με παράδοση
πιστά
ν’ ακολουθήσεις…
***
Το μελτέμι
Τρέχω ασθμαίνοντας
ξωπίσω
απ’ της ζωής μου
το καράβι
που μες στα κύματα
μου φεύγει
με φουσκωμένα
τα πανιά
κι όλο πλησιάζω
προς την πρύμνη
κι όλο εκείνο αλαργεύει
κι όλο βουτάω
μες στα αρμυρά
της άγριας πλεύσης του
νερά
μήπως προλάβω
να γνωρίσω
ποιο είν’ το δικό μου
τρεχαντήρι
που συνεχώς
μ’ αφήνει πίσω
σκορπώντας ίχνη αφρισμένα
μες στη γαλάζια απλωσιά
να καμαρώσω
έστω για λίγο
για της προσπάθειας
το χατίρι
το ακριβό πλεούμενό μου
που ‘χασα κάποτε
από λάθος
όταν μου πήρε το τιμόνι
του ταξιδιού
η ξεγνοιασιά….
*****
Τι είναι το κόκκινο χρώμα;
Ένα χαστούκι από παπαρούνες..
(Ο.Ελύτης)
Και συνεχίζω:
Πόσο μ’ αρέσει η επιθετική γλώσσα της άνοιξης
που απαιτεί να εισβάλει
στη μονοδιάστατη μονόχρωμη ζωή μας…
Που δεν γνωρίζει
από τα βαρετά
της πλήξης μας καλωσορίσματα
κι απ’ τις ρυθμίσεις
στις καλένδες της ευθύγραμμης ροής μας.
Η άνοιξη φτάνει πάντα απροσδόκητα
σαν έκρηξη,
σα θύελλα φωτός
σαν υετός από χαρά
κι οδύνη
σαν υπενθύμιση
του ιερού σου χρέους
να γευτείς
την κάθε σου στιγμή
πριν να χαθεί οριστικά
μες στου αδυσώπητου
καιρού τη δίνη…
`
*****************
Η Όλγα Καροπούλου γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα. Σπούδασε ελληνική φιλολογία στην Αθήνα (ΕΚΠΑ) και γερμανική φιλολογία και μετάφραση στη Γερμανία όπου εργάστηκε ως μεταφράστρια και καθηγήτρια ελληνικής γλώσσας στο γλωσσικό κέντρο του Πανεπιστημίου της Στουτγάρδης. Είναι επίσης κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων στη διαπολιτισμική εκπαίδευση. Στην Αθήνα εργάζεται ως φιλόλογος ελληνικής και γερμανικής γλώσσας. Ασχολείται με την ποίηση συστηματικά τα τελευταία δέκα χρόνια και έχει γράψει μεγάλο αριθμό ποιημάτων. Αυτή είναι η πρώτη της ποιητική συλλογή.