Το βιβλίο περιέχει έξι κείμενα που γράφτηκαν και δημοσιεύτηκαν στις δύο τελευταίες δεκαετίες. Για την παρούσα έκδοση ξανακοιτάχτηκαν για να συμπληρωθούν, να αναθεωρηθούν σε κάποια σημεία, ή για να διαγραφούν κάποιες λογικές επικαλύψεις. Ο πρώτος στόχος των συγκεντρωθέντων κειμένων είναι, όπως υπονοεί και ο αμφίσημος τίτλος του βιβλίου, η –υπό το φως της μπαχτινικής προοπτικής– ανάδειξη της καρναβαλικής θεώρησης του κόσμου, που αναδύεται από τη σύνολη βαρναλική δημιουργία.  Βέβαια, το καρναβαλικό στοιχείο δεν είναι μονοπαγές στη γραφή του Βάρναλη αλλά συνοδεύεται από μια βαθιά και τρυφερή λυρικότητα, αγώνα και αγωνία για την ποιητική μορφή και τους κοινωνικούς όρους ύπαρξης της ποίησης, και έναν ποιητικό στοχασμό που, όπως παρατήρησε ο Βύρων Λεοντάρης, «πλανιέται κυριολεκτικά επί των υδάτων της βιωματικής εμπειρίας και όχι πάνω και αποσπασμένος από αυτήν». Ο απώτερος, πάντως, στόχος του βιβλίου είναι η σύλληψη της κεντρικής στοχοθεσίας της βαρναλικής  ποιητικής. Στοχοθεσία που δίνεται εξαίρετα σε αυτό το μικρό απόσπασμα από το κείμενο του Ευτύχη Μπιτσάκη που προλογίζει την έκδοση: «Αυτό ήταν το έργο του Βάρναλη: Ένας μαχόμενος ανθρωπισμός που μέσα από τη διαλεκτική σύνδεση της σάτιρας και του λυρισμού, της “καβαλίνας και του ροδακινανθού”, όπως έγραψε ο Παλαμάς, συναιρούσε στη –σύμφωνη με τις leges artis–  εκδήλωσή του, τη σκεπτόμενη με την πάσχουσα και την αγωνιζόμενη ανθρωπότητα ή, αλλιώς, όπως θα το πει ο ίδιος σε δύο στίχους του:
Μέσα στο λόγο το δικό μου
όλη η ανθρωπότητα πονεί
».

Το βιβλίο είναι αφιερωμένο στη μνήμη του Γιάννη Δάλλα.

`

**************************************************************************************

«Προδιοίκηση»

 

Ξεκινώντας να γράψω δυο λόγια σε τούτο το προλογικό κατώφλι (την «προδιοίκηση», όπως την ονομάτιζαν κάποια από τα παλιά κιτάπια των καιρών του ελληνικού Διαφωτισμού) για τα κείμενα που ακολουθούν και τη συνύπαρξή τους σε ένα βιβλίο, καλό, νομίζω, θα ήταν να δικαιολογήσω τους λόγους που οδήγησαν στην αφιέρωσή του στον Γιάννη Δάλλα. Λόγοι κάποιοι από αυτούς πρόδηλοι και κάποιοι άλλοι αφανείς. Ξεκινάω με τους πρώτους. Ο Δάλλας, όπως ευστοχότατα παρατήρησε ένας από τους σημαντικότερους μεταπολεμικούς μας κριτικούς, ο Δημήτρης Ραυτόπουλος, υπήρξε «ο κορυφαίος μεταπολεμικός μας φιλόλογος, ο πιο παραγωγικός και πολυθεματικός». Ανάμεσα στα πολλά θέματα της δεινής κριτικής του γραφίδας δεσπόζουσα θέση κατέχει το έργο του Βάρναλη. Το αποδεικνύουν οι εξαίρετες κριτικές επανεκδόσεις των δύο μείζονων έργων της βαρναλικής ποίησης (Το φως που καίει, Σκλάβοι πολιορκημένοι), οι μελέτες του για τη «δημιουργική δεκαετία» του Βάρναλη (και τα τρία σε αυτές εδώ τις – καταστατικά φιλοβαρναλικές – εκδόσεις) και πλήθος άλλων άρθρων, βιβλίων, επιφυλλίδων.

Οι αφανείς λόγοι της αφιέρωσης έχουν να κάνουν, κατά πρώτον, ότι ήταν αυτός που ακόμη μέχρι και τις τελευταίες μας συναντήσεις επέμενε ακαταπαύστως στο να με παρακινεί να συμμαζέψω (να «συμμάσω» καταπώς λέμε στην Ήπειρο, για να ομιλήσω την κοινή μας ηπειρώτικη λαλιά) τα ποικίλα βαρναλολογούντα κείμενά μου σε ένα ενιαίο σώμα.

Και, κατά δεύτερον, ότι ακόμη και ο (δίσημος) τίτλος της παρούσας συλλογής εν μέρει οφείλεται σε αυτόν. Αφού ήταν ο πρώτος που ξεκίνησε να μελετάει τα βαρναλικά τεχνουργήματα και υπό το φως της μπαχτινικής προοπτικής, διερευνώντας την καρναβαλική θεώρηση του κόσμου που αναδύεται από αυτά. Κάτι, βέβαια, που, όπως υπενθύμισε και πάλι ο Δάλλας σε μια μελέτη του για τον αντίκτυπο του Φωτός που καίει, το είχαν καταλάβει – έστω και ανεπίγνωστα – πολύ πρωτύτερα οι ιδεολογικοί αντίπαλοι του Βάρναλη όταν, με αφορμή την απόλυσή του από τη Μέση Εκπαίδευση, γράφανε το 1926, εκμεταλλευόμενοι την παρήχηση, για «Βαρνάλεια» και «Καρναβάλεια». (Βέβαια το καρναβαλικό στοιχείο δεν είναι μονοπαγές στη γραφή του Βάρναλη, αλλά συνοδεύεται από μια βαθιά και τρυφερή λυρικότητα, αγώνα και αγωνία για την ποιητική μορφή και τους κοινωνικούς όρους ύπαρξης της ποίησης, και έναν ποιητικό στοχασμό που, όπως παρατήρησε ο Βύρων Λεοντάρης, «πλανιέται κυριολεκτικά επί των υδάτων της βιωματικής εμπειρίας και όχι πάνω και αποσπασμένος από αυτήν».

Τα κείμενα, λοιπόν, που ακολουθούν γράφτηκαν και δημοσιεύθηκαν στο διάστημα των τελευταίων δύο δεκαετιών. Για την παρούσα έκδοση ξανακοιτάχτηκαν, για να συμπληρωθούν, να αναθεωρηθούν σε κάποια σημεία, ή για να διαγραφούν κάποιες λογικές επικαλύψεις.

Το πρώτο από αυτά, ενταγμένο σε ένα αφιέρωμα του περιοδικού Ουτοπία στον Κώστα Βάρναλη, προσπαθεί να ορίσει και να διερευνήσει τη συνθήκη ετερολογίας που χαρακτηρίζει κυρίως τη βαρναλική παραγωγή της «δημιουργικής δεκαετίας» (1922-1933). Ετερολογία με την έννοια της διαφοροποίησης από τις κατεστημένες τροπικότητες του ποιητικού ομιλείν, πράττειν και στοχάζεσθαι, ή, αλλιώς, παραφράζοντας τον Μιχαήλ Μπαχτίν: τη μη συμμόρφωση των ποιητικών του εικόνων με τους κανόνες και τις νόρμες της λογοτεχνικότητας που επικρατούν στην εποχή του. Μια ετερολογία «υποκινούμενη» από τα προτάγματα μιας θύραθεν ιδεολογίας (στη συγκεκριμένη περίπτωση: της μαρξιστικής) και την ενδυνάμωση των – ενυπαρχόντων ήδη στη μέχρι τότε ποιητική του πράξη – στοιχείων μιας καρναβαλικής θεώρησης του κόσμου. Οι όροι «ετερολογία» και «συμμόρφωση» επεξηγούνται στην αρχή του κειμένου σε αρκετές σελίδες, που πραγματεύονται και κάποια μεθοδολογικά ζητήματα της ερμηνευτικής προσέγγισης. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, αν ο αναγνώστης θεωρήσει βαρετές ή πολύ θεωρητικές αυτές τις σελίδες, έχει, φυσικά, τη δυνατότητα να τις υπερπηδήσει, για να ομιλήσουμε και εδώ την τολμηρή, αμφίθυμη-αμφίσημη καρναβαλική και βαρναλική γλώσσα.

Μια υπόθεση που διατυπώνεται σπερματικά στο πρώτο αυτό κείμενο αναπτύσσεται κάπως διεξοδικότερα στο δεύτερο, που στοχεύει σε μια συγκριτική θεώρηση ανάμεσα στην ποιητική των Μπρεχτ και Βάρναλη στην κατεύθυνση της διερεύνησης κάποιων παράλληλων στάσεων, θέσεων, καλλιτεχνικών πρακτικών. Μια παραλληλία που δεν συναρτάται μόνο με τη δηλωμένη στρατευμένη αισθητική τους και φιλοσοφία. Συνδέεται επίσης με την «επιστράτευση» από την πλευρά τους στοιχείων όπως η παρωδία, η βέβηλη διαλεκτική συναίρεση του πάνω και του κάτω, η ιδιόμορφη ανάμειξη ειδών, τεχνών και λόγων  στην κατεύθυνση παραγωγής ενός «ετερολογικού» προς την κρατούσα αισθητική των καιρών τους έργου.

Με τη συλλογή των βαρναλικών πεζών Ο λαός των Μουνούχων ασχολείται το επόμενο κείμενο, που είναι στην ουσία – συντομευμένο – το σημείωμα του επιμελητή στην επανέκδοση του βιβλίου και με τα τρία διηγήματα της πρώτης έκδοσης του 1923, αφού στην προηγούμενη συμπερίληψή του στον τόμο Πεζός λόγος (1956) ο Βάρναλης δεν είχε εντάξει στον τόμο το πρώτο από αυτά, εκείνο ακριβώς που είχε δώσει και τον τίτλο του βιβλίου. Η επανέκδοση συνοδευόταν από δικά μου επεξηγηματικά σχόλια, γλωσσάρι και κριτικό ανθολόγιο και την εκδοτική του επιμέλεια είχε η εξαίρετη Νινέττα Μακρυνικόλα. Μια σύντομη συνοπτική αποτίμηση της συλλογής Το φως που καίει, της δραστικότητάς της και της αντοχής της είναι το θέμα του επόμενου κειμένου. Αποτίμηση που συνδιαλέγεται ποικιλοτρόπως με τις αντίστοιχες περί αυτού απόψεις του Βύρωνα Λεοντάρη, στον οποίο το κείμενο είναι αφιερωμένο.

Το πέμπτο κείμενο της συλλογής προσεγγίζει τις αισθητικές απόψεις του Βάρναλη της «δημιουργικής δεκαετίας», όπως αυτές κατατέθηκαν σε πολλά και ποικίλα κείμενα γραμμένα τη δεκαετία του 1920 και δημοσιευμένα σε εφημερίδες και περιοδικά της εποχής. Κείμενα που αναδεικνύουν μια συγκροτημένη αισθητική και φιλοσοφική αρματωσιά και μια συνολική και συγκροτημένη στρατηγική ποιητική σπάνια για τα νεοελληνικά γράμματα.

Τη συλλογή, τέλος, κλείνει ένα μικρό κείμενο για τον έντονο βαθμό ειδομειξίας και λογομειξίας που χαρακτηρίζει συνολικά τη βαρναλική ποιητική. Καθώς χτένιζα και αρμάθιαζα τα κείμενα για να πάρουν τον δρόμο του κοινού τους έντυπου πεπρωμένου, σκέφτηκα να ζητήσω από τον Ευτύχη Μπιτσάκη να γράψει δυο προλογικές κουβέντες. Ο πρώτος λόγος γι’ αυτό το αίτημα ήταν, πέρα από το κοινό αγροτοποιμενικό μας παρελθόν, καταπώς ο ίδιος μισοαστεία-μισοσοβαρά λέει, το ότι είναι για μένα ένας από τους σημαντικότερους δασκάλους μου στα δύσβατα μονοπάτια της διαλεκτικής σκέψης, στα μικρά και μεγάλα μυστήρια του Είναι και του γίγνεσθαι, και της σεβαστικής και διαλογικής κατανόησης στις περιπέτειες ιδεών, ανθρώπων και έργων. Ο δεύτερος λόγος έχει να κάνει με το ότι μαζί ετοιμάσαμε, πριν από πολλά χρόνια, το αφιέρωμα της Ουτοπίας στον Κώστα Βάρναλη, όπου εμπεριεχόταν και ένα δικό του μεστότατο κείμενο για την Αληθινή απολογία του Σωκράτη. Αφιέρωμα που το παρουσιάσαμε – εδώ ακριβώς απέναντι από τον Κέδρο, στη Γενναδίου, στην Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών – μαζί με τον ίδιο, τον Μανόλη Γλέζο, τον Γιάννη Δάλλα, ενώ ποιήματα του Βάρναλη απήγγειλε – ως συνήθως εξαίσια – η Εύα Κοταμανίδου. Ευχαριστώντας τον de profundis γι’ αυτή την πολύτιμη μαθητεία, κλείνω αφήνοντας στην άκρη εκείνο το εθιμοτυπικό «ότι οι ευθύνες για τα τυχόν λάθη βαραίνουν εξ ολοκλήρου τον συγγραφέα».

Και αυτό, γιατί οι ευθύνες για τα λάθη μας δεν βαραίνουν μόνο εμάς αλλά και τους δασκάλους μας. Το λέει, εξάλλου, σοφά και εκείνη η λαϊκή ρήση: Με όποιον δάσκαλο καθίσεις τέτοια γράμματα θα μάθεις. Του δόθηκε, λοιπόν (για μία ακόμη φορά), η ευκαιρία να εντοπίσει και να υπογραμμίσει, ως Δάσκαλος, τα λάθη μου…

 

Μάιος του 2023

 

Βασίλης Αλεξίου

 

ΥΓ. Τις ευχαριστίες μου (και ας είναι και υστερογραφικά) στη ζωγράφο Μαρία Κοκκίνου για τον πίνακά που μου χάρισε για το εξώφυλλο. Να πω εδώ ότι η Μαρία, πέρα από την αυτόνομη καλλιτεχνική παρουσία της, είναι αυτή που, από την αρχή, επιμελείται την εξαίσια εικαστική εμφάνιση του περιοδικού Ουτοπία, εμφάνιση που υπενθυμίζει πάντα εκείνο το μπλοχιανό, ουτοπιστικό Noch nicht Sein, δηλαδή εκείνο το όμορφο (ή εύ-μορφο) που ακόμα δεν ήρθε. Και είναι γι’ αυτό, ακριβώς, που πάντοτε υπάρχει…