«Ο άνθρωπος, από τη φύση του είναι ένα πλάσμα που αναπνέει πολύ κοντά στον ρομαντισμό – και με τη λέξη «ρομαντισμός» αναφέρομαι στη θέαση της φύσης ως κάτι παραπάνω από το άθροισμα των μερών της. Αν αναλογιστούμε την πορεία μας μέσα στους αιώνες θα καταλάβουμε πως, στο συντριπτικό της μέρος, ο άνθρωπος βρίσκεται σε αρμονία με τη φύση. Η κακοφωνία των πόλεων –οι βιαστικοί ρυθμοί, το ακατάπαυστο στρες, η γενικευμένη υστερία– είναι ένα φαινόμενο που δεν μετράει πάνω από τρεις αιώνες ζωής και, για τούτο, καινοφανές. Το ανάριο θρόισμα των φύλλων, οι τριγμοί των φυτών τη νύχτα καθώς αναπτύσσονται, η μυρωδιά του βρεγμένου χώματος είναι αισθήσεις με τις οποίες έχουμε συμπορευτεί για χιλιετίες – ένας ομφάλιος λώρος από τον οποίο αποκοπήκαμε βίαια, με ό,τι αυτό συνεπάγεται».

Ο Νίκος Κωσταγιόλας γεννήθηκε το 1993 στην Αθήνα. Σπουδάζει πληροφορική. Το πρώτο του ποιητικό βιβλίο «Σαν άλλος Σαούλ: ένα σατυρικό δράμα» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εκάτη. Πρωτότυπα ποιήματα καθώς και μεταφράσεις του από το έργο τού νομπελίστα ποιητή από την Αγία Λουκία, Ντέρεκ Ουώλκοτ, έχουν φιλοξενηθεί σε ηλεκτρονικά και έντυπα μέσα.
`
Μιλάει στο Ποιητικό Καφενείο του Ποιείν για την ποιητική του συλλογή με τίτλο «Ακούγοντας Δάση» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βιργκω και γράφτηκε την περίοδο του κορωνοϊού. Αναφέρεται στη συλλογή που χωρίζεται σε 7 μέρη ακολουθώντας τη δομή της μπαρόκ σουίτας, κάθε μέρος της οποίας έφερε το όνομα ενός μεσαιωνικού χορού αλλά και σημασία της ποίησης και της τέχνης που επιστρέφουμε πάντα  για να «επισκευάσουν» την ανθρωπιά μας.
`
-Μιλήστε μας για την ποιητική σας συλλογή με τίτλο «Ακούγοντας Δάση» και τον συμβολισμό της
Αγαπητή κυρία Χάρδα, σας ευχαριστώ θερμά που μου δίνετε την ευκαιρία να μιλήσω για το βιβλίο μου. Τα ποιήματα που απαρτίζουν το «Ακούγοντας Δάση» γράφτηκαν, σχεδόν εξ ολοκλήρου, μέσα στο διάστημα του κορωνοϊού και των αποήχων του –ανάμεσα, δηλαδή, στο ύστερο 2020 και το ύστερο 2022– περίοδος η οποία με έβρισκε διαρκώς υπό ένα καθεστώς οντολογικής αγωνίας. Νομίζω, για τον σύνολο ψυχισμό μιας γενιάς που ανέπνεε ακόμη πολύ κοντά στον ρομαντισμό – που είχε, με άλλα λόγια, σεβαστό χρονικό περιθώριο μπροστά της έως τη νομοτελειακή αλλοτρίωση που επιφέρει σε όλους μας η μακροπρόθεσμη επαφή με ένα, εν πολλοίς, κτηνώδες ζειν – η εμπειρία του κορωνοϊού υπήρξε ένα σημαντικό πλήγμα. Η έκπτωση της ανθρώπινης ύπαρξης σε αριθμούς, σε ποσοστά, σε στατιστικές, σε ημερήσιες αναφορές εκθέτει τόσο διάφανα τον κυνισμό της ζωής που, αντανακλαστικά, γεννιέται η ανάγκη για μια άμυνα, για μια νέα πηγή νοήματος, για μια νέα ανάγνωση του κόσμου υπό το πρίσμα της οποίας το θαύμα θα είναι και πάλι πιθανό. Στην περίπτωσή μου η έξαρση της ανάγκης αυτής συνέπεσε με μια μελέτη του έργου των Εκκλησιαστικών μας Πατέρων αλλά και των σοφών της Ανατολής, καθώς και με μια συστηματική παρατήρηση του φυσικού στοιχείου – κάτι που, μεταξύ άλλων, ο ξαφνικά πολύς ελεύθερος χρόνος με τον εαυτό ενθάρρυνε.
Γράφοντας τα ποιήματα του βιβλίου αυτού αναρωτιόμουν συνεχώς: «τι άραγε έχει να πει η φύση για όλα αυτά στα οποία εμείς, οι περατοί, υποβαλλόμαστε νυχθημερόν; Πώς θα μπορούσαν να μας θωρακίσουν απέναντι στα δεινά που βιώνουμε οι αιωνόβιοι παρατηρητές ένα γύρω, αν είχαν φωνή;» – ερωτήματα τα οποία, ιδανικά, απαντώνται μέσα από τον διάλογο που καλείται να στεγάσει το βιβλίο, στο οποίο βλέπουμε μικρά, ολιγόστιχα αποσπάσματα να παρεμβάλλονται ανάμεσα στα επιμέρους ποιήματα, εν είδει συμπερασμάτων ή παραινέσεων. Τέλος, νομίζω πως έχει νόημα να σημειώσω πως ο τίτλος «Ακούγοντας Δάση» αποτελεί αναφορά στον τίτλο της συλλογής του σπουδαίου ποιητή της γενιάς του ‘70 Στρατή Πασχάλη «Κοιτάζοντας Δάση». Η διαφοροποίηση στο ρήμα της μετοχής αποπειράται να καταδείξει το αναγκαίο της ουσιαστικής κοινωνίας ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση, μιας και το ρήμα «κοιτάζω» θεωρώ πως απηχεί μια παθητική στάση απέναντι στη δημιουργία, μια παρατήρηση καθαρά εσωτερικής κατανάλωσης και, άρα, αυτιστική.

`
-Είναι αυτό το ανάριο θρόισμα των φύλλων ο ψίθυρος της ψυχής;
Όπως ανέφερα και προηγουμένως ο άνθρωπος, από τη φύση του, είναι ένα πλάσμα που αναπνέει πολύ κοντά στον ρομαντισμό – και με τη λέξη «ρομαντισμός» αναφέρομαι στη θέαση της φύσης ως κάτι παραπάνω από το άθροισμα των μερών της. Αν αναλογιστούμε την πορεία μας μέσα στους αιώνες θα καταλάβουμε πως, στο συντριπτικό της μέρος, ο άνθρωπος βρίσκεται σε αρμονία με τη φύση. Η κακοφωνία των πόλεων –οι βιαστικοί ρυθμοί, το ακατάπαυστο στρες, η γενικευμένη υστερία– είναι ένα φαινόμενο που δεν μετράει πάνω από τρεις αιώνες ζωής και, για τούτο, καινοφανές.
Το ανάριο θρόισμα των φύλλων, οι τριγμοί των φυτών τη νύχτα καθώς αναπτύσσονται, η μυρωδιά του βρεγμένου χώματος είναι αισθήσεις με τις οποίες έχουμε συμπορευτεί για χιλιετίες – ένας ομφάλιος λώρος από τον οποίο αποκοπήκαμε βίαια, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Όταν, δε, μιλάμε για κοινωνία δύο μερών (εν προκειμένω ανθρώπου-φύσης) μιλάμε ταυτόχρονα και για την κορύφωση αυτής της κοινωνίας, την συν-κίνηση, η οποία δεν είναι τίποτε άλλο από συντονισμός των δονήσεών τους – και ο ήχος, ο ψίθυρος δεν είναι τίποτε άλλο από δόνηση. Κάτω από όλες τις εκπολιτισμένες, απολλώνειες «προβιές» του ο άνθρωπος συνηχεί με το άδολο, το αγνό της φύσης αλλά και, συνάμα, το χαοτικό, το άφρακτο. Η ανά-γνωση αυτής της συνήχησης ανθρώπου-περιβάλλοντος είναι και ο θεμελιώδης σκοπός κάθε τέχνης που αφορά στη φύση, από την Pastorale του Μπετόβεν έως και το πιο αφελές βουκολικό στιχούργημα.
`
-Η ποιητική σας συλλογή χωρίζεται σε 7 μέρη. Ποια η σημασία τους;
Η συλλογή χωρίζεται, πράγματι σε 7 μέρη, ακολουθώντας χαλαρά τη δομή της μπαρόκ σουίτας, κάθε μέρος της οποίας, παραδοσιακά, έφερε το όνομα ενός μεσαιωνικού χορού. Η επιλογή του αριθμού 7 έγινε για τρεις λόγους: πρώτα απ’ όλα γιατί το ‘7’ είναι ο αγαπημένος μου αριθμός, κατόπιν λόγω της συμβολικής σημασίας του και, τέλος, γιατί μου επέτρεπε να «σπάσω» την δομή της συλλογής ακολουθώντας το μοτίβο 3 – 1 – 3, κάτι που επέτρεψε πολύ βολικά η πλέον θανατοκεντρική ενότητα με τίτλο Sarabande να τοποθετηθεί στην καρδιά της συλλογής, στο σημείο δηλαδή που τοποθετεί τον αντίστοιχο χορό και στις σουίτες του ο Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ.
 Στις εκατέρωθεν τριάδες, δε, επιχειρείται, χάριν ισορροπίας, μια «κατάδυση» και μια «ανάδυση» αντιστοίχως, έτσι που το σύνολο να ακολουθεί αδρά τη γεωμετρία μιας αναποδογυρισμένης σέλας ή ενός φαραγγιού στα ανώτατα μέρη των οποίων –στην αρχή και το τέλος, δηλαδή, της συλλογής– να επικρατεί το συναίσθημα της ελπίδας. Κατά κάποιον τρόπο, η πρώτη και η τελευταία ενότητα αποτελούν τον «φόρο» αισιοδοξίας που καλούμαι να πληρώσω ώστε να ακολουθήσουν, χωρίς αναστολές, τα, σε αύξοντα πεσιμισμό, υπόλοιπα μέρη.
`
Στην έναρξη κάνετε αναφορά στο Χαϊκού του Ματσούο Μπασό
«μην το ξεχνάς βαδίζουμε στην κόλαση κοιτάζοντας λουλούδια»
-Μπορεί να συλλάβει ο ανθρώπινος νους την προτροπή του Μπασό;
Ένα στοιχείο το οποίο τοποθετώ στην βάση της σημερινής δυτικής κοινωνίας είναι αυτό του ευδαιμονισμού. Σε μια εποχή που όλοι μας μεταφραζόμαστε σε νούμερα καταλήγουμε να μην είμαστε τίποτε άλλο από το άθροισμα των επιτυχιών μας – τα δε κοινωνικά δίκτυα τα οποία –κακά τα ψέματα– απασχολούν μεγάλη μερίδα του ημερήσιου χρόνου μας, μονοπωλούμενα μόνο από τα highlight του βίου, επίσης, δε βοηθούν. Ο άνθρωπος, του οποίου ο εγκέφαλος κάθε άλλο παρά συνηθισμένος είναι σε τέτοια ερεθίσματα, παρουσιάζεται, λοιπόν, με δύο επιλογές: είτε να εξωθηθεί στον αυτοοικτιρμό, θεωρώντας –βεβαίως άδικα– πως κάτι πρέπει να φταίει με τον εαυτό του για να μη συμβαδίζει με τα σύγχρονα μέτρα και σταθμά της επιτυχίας είτε να σφίξει τα δόντια και να επιχειρήσει να συμπλεύσει με το κυρίαρχο ρεύμα, ανεξαρτήτως κόστους. Αποτέλεσμα αυτού του φαινομένου βέβαια είναι να περνάμε, σταδιακά, σε ένα καθεστώς χρησιμοθηρίας όπου έμψυχες αλλά και αβάσιμες πηγές νοήματος –οι Άλλοι, δηλαδή, για την καλλιέργεια σχέσης με τους οποίους απαιτείται γενναία επένδυση, υπερπολύτιμου σήμερα, χρόνου– εγκαταλείπονται έναντι άψυχων μα εξαγοράσιμων μόλις με την αναίμακτη πίεση μερικών κουμπιών (ουσιαστικά μιλάμε για την ονείρωξη κάθε καπιταλιστή). Μιας και ποτέ, βέβαια, οτιδήποτε άψυχο δεν είναι ικανό να υποκαταστήσει την θεμελιώδη ανάγκη της επαφής ο άνθρωπος καταλήγει να αναζητά συνεχώς όλο και εντονότερα ερεθίσματα αλλά και όλο και περισσότερο έλεγχο πάνω στην ευτυχία του.
Πού, όμως, θέλω να καταλήξω με όλα αυτά; Έχω την εντύπωση πως εκείνο από το οποίο νοσεί ο σημερινός δυτικός κόσμος είναι η δαιμονοποίηση του πόνου – η, πρωτοταγώς βολική μα δευτεροταγώς ολέθρια, «παράκαμψη» εκείνου, δηλαδή, του στοιχείου που στην ανατολική παράδοση βρίσκεται στον πυρήνα τού ζειν, με αποκορύφωμα το γεγονός του θανάτου. Ουσιαστικά όλη η ιστορία του πατριαρχικού ανθρώπου, μέσα από την άγονη μεγαλομανία και την βία της, αυτόν πασχίζει να περιορίσει και, αφελώς, να καταργήσει (η Αγγελάκη-Ρουκ το αποτυπώνει πολύ ωραία στο εξής τρίστιχο: «Σοφία ή τρέλα όταν ταξίδευα / σοφία ή τρέλα όταν πολεμούσα / οι εκστρατείες δεν νικούν το χώμα»). Απόπειρες περιορισμού του θανάτου –πίσω από το προσωπείο του οποίου δεσπόζει, φυσικά, το διονυσιακό χάος, το ατιθάσευτο Άγνωστο– απαντούν και στην αρχαία μας παράδοση, αρκεί να φέρουμε κατά νου τις «Βάκχες» και το εκεί τραγικό τέλος του ιθύνοντα νου αυτής της προσπάθειας.
Απέχοντας παρασάγγας από τέτοια κοσμοείδωλα, το χαϊκού του Μπασό, όλη η σοφία της Άπω Ανατολής αλλά και η δική μας Ορθοδοξία αποτελούν διαφορετικές εκφάνσεις της ίδιας θεμελιώδους αλήθειας: πως από τη στιγμή που εγγραφόμαστε στην Ιστορία ως υπάρξεις, από τη στιγμή που γινόμαστε υποτελείς στην 4η διάσταση, τον Χρόνο, (ας θυμηθούμε εδώ με τι θάρρος αναλαμβάνει στις πλάτες του ο Ορέστης της ομώνυμης συλλογής του Ρίτσου τις υποχρεώσεις του απέναντι και των δυο τους) η ζωή θα είναι επί το πλείστον ένα μονοπάτι σπαρμένο με αγκάθια. Κι όμως, είναι το περιστασιακό άνθος, το ανεγγύητο συναπάντημα με την Ομορφιά που ανταμείβει όλους όσοι έχουν το θάρρος να συνεχίζουν τον χωροχρονικό τους διάπλου μέχρι το νομοτελειακό του τέλος, μόνο ύστερα από το οποίο, φυσικά, απούσης της σάρκας, απελευθερωνόμαστε και πάλι τόσο από τις «κολάσεις» όσο και από τα «λουλούδια». Ποιος ανθρώπινος νους, λοιπόν, μπορεί να συλλάβει την προτροπή του Μπασό; Εκείνος, θα έλεγα, που, κωφεύων σε ευδαιμονιστικές επιταγές, πορεύεται με όπλο την αυτάρκεια, την έντιμη κατάφαση απέναντι σε μια ζωή όπως είναι γραφτό εκείνη να βιώνεται από καταβολής κόσμου, με όλα τα ναδίρ και τα ζενίθ της.
`
**

IV – ARS POETICA

κάθε ον προέρχεται από το ωραίο και το αγαθό
υπάρχει μέσα στο ωραίο και αγαθό
και επιστρέφει στο ωραίο και αγαθό.
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ Ο ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ, Περί θείων ονομάτων

 

Κάποτε θα γυρίσουμε στο ποίημα
ως ελιγμό ευκαιριακό ή ως σιγαστήρα
σε σκέψεις όπως φερ’ ειπείν:
αν η μεγαλόδωρη αντλία της καρδιάς αυτομολήσει
και σιγήσει τη φιλότιμή της άρδευση
αν κάτι αλλάξει αδόκητα στο pH των κυττάρων
ή αν χρόνια ναρκωμένοι πολύποδες αφυπνιστούν
επισπεύδοντας το στοίβαγμα

-Γιατί επιστρέφουμε στην ποίηση στα δύσκολα; Μπορεί να απαλύνει τις υπαρξιακές αγωνίες του ανθρώπου και να «καθαγιάζει» τα πάθη του;
Επιστρέφουμε στην ποίηση και, γενικώς, στην τέχνη για να επισκευάσουν την ανθρωπιά μας. Από τον καιρό που οι άνθρωποι, με ταβάνι τους τ’ αστέρια, μαζεύονταν σε κύκλους γύρω απ’ τη φωτιά και με πιασμένα χέρια χτυπούσαν ρυθμικά τα πόδια τους στη γη βγάζοντας άναρθρες κραυγές προσπαθώντας να παρηγορήσει ο ένας τον άλλον για το Άγνωστο, για τα ανεξήγητα φαινόμενα του κεραυνού και του σεισμού, της απώλειας και του ισόβιου ύπνου, ο ρόλος της τέχνης παραμένει ένας: να προσφέρει ένα απάγκιο για τον κατατρεγμένο από την στυγνή πραγματικότητα άνθρωπο. Τα ποιήματα είναι μαζί παραμύθια και παραμυθία και, όπως συμβαίνει με οτιδήποτε στην τέχνη, όταν καταφέρνουν να συγκινήσουν μάς εξοπλίζουν με την πρόσκαιρη ικανότητα της απόδρασης από τον χρόνο και όλα τα συμπαρομαρτούντα του: τη βία, την κτηνωδία, την ματαίωση. Κατά μία έννοια η τέχνη δεν είναι παρά μια απόπειρα εξορκισμού των παθών μέσα από μια διαδικασία προσομοίωσης ενός κόσμου συμπληρωματικού τού υπαρκτού, όπου χρόνος και, άρα, πάθη παύουν να υφίστανται. Φυσικά, απουσία παθών συνεπάγεται και απουσία ζωής. Το Άχρονο είναι «αδελφάκι» με το Άσαρκο. Έτσι, κατά μία έννοια, η συγκίνηση στην τέχνη δεν είναι παρά πρόβα θανάτου προκειμένου, ύστερα από αλλεπάλληλες τέτοιες πρόβες, ο άνθρωπος να υποδεχθεί τον θάνατο σαν κάτι γνώριμο και φυσικό. Συμβιβασμένος μαζί του και, άρα, αυτεξούσιος.
`

**

Κάποτε θα γυρίσουμε στο ποίημα
ως (επ)ανάσταση:
κάτω απ’ το δέρμα μας θα πάλλεται αξεδίψαστα ο σφυγμός
πασχίζων του ουρανού το λάπις λάζουλι
στις φλέβες μας θα ξενυχτάν οι φούγκες των φιλιών
εξόδιες γδέρνοντας πληγές στην εγγενή μας πλήξη·
μες στα βραχώδη στενορύμια της ψυχής
τα λόγια μας ίδια αρτεσιανά
θ’ αφρίζουν κάλυκες που θα μας δικαιώνουν
θύρσους πολύχρωμους προτάσσοντας σε κάθε σκοτασμό
εωσότου πίσω στο στερέωμα να εκβάλουμε:
ενα ακόμα αποσιωπητικό
στις φρυκτωρίες των άστρων

-Πόσο επαναστατική είναι η ποίηση; Μπορούν οι λέξεις να αλλάξουν τον κόσμο; Μπορούν οι ψυχές να «αναστηθούν» μέσα από την ποίηση;
Η ποίηση αντιτίθεται εξ ορισμού στην άκρατη χρησιμοθηρία των καιρών, με την έννοια ότι δεν έχει απτά οφέλη ούτε για τον αναγνώστη αλλά ούτε και για τον γράφοντα – ό,τι συμβαίνει, συμβαίνει υποδόρια. Η καλή ποίηση, επίσης, (όπως και εν γένει η καλή τέχνη) απαιτεί επένδυση χρόνου, αφοσίωση προκειμένου εκείνη να ενεργήσει όπως πρέπει στον αποδέκτη (ας σκεφτούμε για λίγο πόσο συχνό φαινόμενο είναι πλέον να βλέπουμε αναμμένες οθόνες κινητών σε προβολές κινηματογράφου ή σε μουσικές συναυλίες και μπορεί να γίνει εύκολα αντιληπτό πόσο επαναστατικό είναι πλέον κάτι τέτοιο). Όταν όλες οι προϋποθέσεις από τη μεριά τόσο τού γράφοντα όσο και του αναγνώστη τηρούνται τότε και μόνο τότε μπορούμε να μιλάμε για ανάσταση εφόσον, μέσα από τον έλεο και τον φόβο, η κεκαθαρμένη από τα πάθη της ψυχή ξεκαινουργιώνεται, ανασταίνεται. Η τέχνη είναι μια μήτρα ανανέωσης του κόσμου και, άρα, του βλέμματός μας αρκεί –όπως τυπικά απαιτείται στην αλχημεία– να υπάρχει μια ανάλογη θυσία, ένας φόρος από μεριάς του αποδέκτη: στην προκειμένη χρόνος και λίγη ευπιστία, για να θυμηθούμε και τον Γοργία εδώ. Σε μια εποχή, βέβαια, που αρεσκόμαστε σε κατανάλωση μασημένης τροφής και το εύρος προσοχής βρίσκεται σε ολικό ελάχιστο όλα αυτά μοιάζουν δύσκολη υπόθεση. Συνοψίζοντας και για να μεταχειριστώ και τα λόγια ενός πολύ σπουδαίου ποιητή και μεταφραστή της εποχής μας, του Γιώργου Κεντρωτή, «η ποίηση είναι η κραταίωση του ονείρου μέσω της γλώσσας». Τι πιο επαναστατικό, θα πω εγώ;
`
**
Κάποτε θα γυρίσουμε στο ποίημα
ως ενδεχόμενο:
δίχως κανένα χώρο ή χρόνο να μας υποτάσσει
μ’ εξάντα κι αστρολάβο αχρηστευμένα
θ’ αποκαθάρουμε με φως τα τραύματά μας
τους φόρους-όρους του κορμιού, τις εντροπίες
– τα σύνορα που μας χαρτογραφούν·
με τις ουλές της Πίστης για παράσημα
θ’ αναδυθούμε υπέροχοι
πάνω απ’ τ’ Αναγκασμένο

-Μιλάτε για την ποίηση ως ενδεχόμενο χωρίς «πλαίσιο». Μπορεί κανείς να «διαρρήξει» για λίγο την θνητότητα της ύπαρξής του και να μπει στην έννοια της αιωνιότητας;

Η ποίηση, όπως προανέφερα, είναι μια μήτρα ανανέωσης του κόσμου. Το ποίημα παραμένει πάντοτε διαθέσιμο ως προοπτική, μια επαναμάγευση του κόσμου κατά παραγγελία, αρκεί ο αναγνώστης να επενδύσει σε αυτό, να καταβάλει το μικρό του αντάλλαγμα. Καλώς ή κακώς η ποίηση, όσον αφορά αυτόν τον «φόρο», βρίσκεται σε μειονεκτική θέση σε σχέση με άλλες τέχνες που τοποθετούνται εγγύτερα στο «άλογο», όπως π.χ. η μουσική και ο χορός, με την έννοια ότι η χειραφέτηση από οτιδήποτε ρητό που χαρακτηρίζει τις τελευταίες τις απαλλάσσει αυτόματα από την ανάγκη να πείσουν σε αυτή τη διάσταση. Η ποίηση, δυστυχώς, από τη στιγμή που έχει να κάνει με λέξεις –και, άρα, με κβάντωση τού νοήματος– είναι καταδικασμένη να απαιτεί, συν τω χρόνω, και αυτήν την «ευπιστία» που είπαμε. Όταν όλες οι προϋποθέσεις είναι εκεί ο δρόμος είναι πλέον ολάνοικτος για την συγκίνηση να επιτελέσει τον σκοπό της, αυτήν την θαυματουργό έξωση από τον εαυτό και, άρα, από την θνητότητα. Να μας πολιτογραφήσει, έστω πρόσκαιρα, στην αθανασία.
`
**
Κάποτε θα γυρίσουμε στο ποίημα
ως πλησμονή:
ντυμμένοι μια χρυσόσκονη παρμένη απ’ τα μικράτα μας
σοφά αφελείς, ολάνοιχτοι προς τη συναρπαγή
θ’ ανακαταλαμβάνουμε μια θέση στην αθωότητα
– τα μάτια μας θ’ αποκαθίστανται
στο πρώτο άνοιγμά τους·
ρούχο φθαρμένο θα μαντάρουμε την ομορφιά
καίτοι αναπάντητοι από τ’ άφθαστα υπερώα
θα βρίσκουμε έναν ώμο προσηνή
ένα άγγιγμα στην αχανή σιωπή
τον χρόνο μας μαθαίνοντας ν’ αθροίζουμε
στις συναθροίσεις των χεριών μας
-Η «αφθονία» που προσφέρει ένα ποίημα με τι θα μπορούσε να συγκριθεί;
Το καλό ποίημα, μέσα από τη νοηματική πύκνωση που επιτυγχάνει, αποτελεί προσωποποίηση της αφθονίας, της αυτάρκειας. Ο καλός ποιητής μπορεί από το τίποτα –από απλά και ευτελή υλικά– να φτιάξει τα πάντα, επαναφέροντας τις λέξεις στη μαγική τους διάσταση – δεν είναι τυχαίο ότι η ποίηση ανέκαθεν ήταν ταυτισμένη με τον ιερατικό, λοξό λόγο, εκεί όπου το σημαίνον έχει κάποτε και μεγαλύτερη σημασία από το σημαινόμενο. Τα πάντα στον υπαρκτό κόσμο, για την φυσική, δεν είναι παρά απότοκα συγκεντρώσεων αστερόσκονης και λίγης τύχης. Ας κάνουμε μια παύση για να το συλλάβουμε αυτό: όλα τα θαυμαστά που θα αντικρίσουμε ποτέ στη ζωή μας, από λίγη ποταπή σκόνη. Αυτό είναι η ποίηση, αυτό και η αφθονία.
`
**
Κάποτε θα γυρίσουμε στο ποίημα
ως πλησμονή:
ντυμμένοι μια χρυσόσκονη παρμένη απ’ τα μικράτα μας
σοφά αφελείς, ολάνοιχτοι προς τη συναρπαγή
θ’ ανακαταλαμβάνουμε μια θέση στην αθωότητα
– τα μάτια μας θ’ αποκαθίστανται
στο πρώτο άνοιγμά τους·
ρούχο φθαρμένο θα μαντάρουμε την ομορφιά
καίτοι αναπάντητοι από τ’ άφθαστα υπερώα
θα βρίσκουμε έναν ώμο προσηνή
ένα άγγιγμα στην αχανή σιωπή
τον χρόνο μας μαθαίνοντας ν’ αθροίζουμε
στις συναθροίσεις των χεριών μας
-Σύμφωνα με τον Κάφκα «Τα ποιήματα που μας κάνουν καλό είναι αυτά που πέφτουν σαν τσεκούρι στην παγωμένη θάλασσα της ψυχής μας». Με αυτή τη φράση θα μπορούσαμε να πούμε ότι το ποίημα είναι η πνοή της δημιουργίας;
Το ρήμα «ποιώ» αυτό ακριβώς σημαίνει: «δημιουργώ». Όπως ο Θεός εποίησε δια του Λόγου έτσι και ο ποιητής ποιεί, τηρουμένων των αναλογιών. Κάθε ποιητική πράξη ανάγεται στη Δημιουργία, αποτελεί αναπαράσταση της Δημιουργίας, μια τελετή στην οποία επιχειρείται, ασυμπτωτικά, η προσέγγιση του Άρρητου. Ό,τι προκύπτει –ο έρρυθμος ιερατικός λόγος– δεν είναι άλλο από προσευχή.
`
-Στο ποίημα σας «Σύντομος οδηγός για τα δέντρα» μιλάτε για την ομορφιά και τις λειτουργίες των δέντρων. «Τα δέντρα είναι ποιήματα που γράφει η γη προς τον ουρανό./Και εμείς κόβουμε τα δέντρα και τα κάνουμε χαρτί,/για να καταγράφουμε την κενότητά μας…» (Χαλίλ Γκιμπράν)
Κοιτάς έξω τα δέντρα απ’ το παράθυρο
με βούληση πνευστή πώς καμπυλώνουν
ερχόμενη από πολύ μακριά
όπως κι εσένα άνεμος μια μέρα
δριμύς κι αρπακτικός σα θάνατος
με μια του κόσμου θα σε συντονίσει
καταγωγή σπλαχναία κι ανεκρίζωτη
εκεί που ανακυκλώνονται τα χρόνια
κι ό,τι φθαρτό, ταπεινωμένο αναπτερώνεται
και βρίσκει την επίποθη γαλήνη
στις χώρες που από δύση δεν εννοούν […]
-Τα δέντρα είναι μια προσωποποίηση του ανθρώπου;
Τα δέντρα είναι η προσωποποίηση εκείνου του ανθρώπου που προσεγγίζει τα πάντα με σεμνότητα και εγκαρτέρηση – χαρακτηριστικά-κατακτήσεις όσων έχουν δουλέψει πολύ με τον εαυτό τους προκειμένου να υπερβούν ή, έστω, να μάθουν να περιορίζουν όλα εκείνα τα έμφυτα ένστικτα που μας θέλουν άπληστους και εγωπαθείς. Ο κοντόφθαλμος, ευδαιμονιστής άνθρωπος αυταπατάται θεωρώντας πως συσσωρεύοντας αγαθά θα εξουδετερώσει τον θάνατο με όπλο την πληρότητα –ας θημηθούμε εδώ το δημώδες «ό,τι φάμε κι ό,τι πιούμε…» και πόσο απηχεί το πνεύμα της εποχής μας. Έχει βάλει, βέβαια, και ο ανθρωποκεντρισμός το χεράκι του σε αυτό, με την έννοια ότι, θεωρώντας πως κατέχουμε ξεχωριστή θέση στη δημιουργία, πιστεύουμε δυναμικά πως η αποστολή μας εδώ είναι γραφτό να είναι στρωμένη με ροδοπέταλα, σκοπός ο οποίος αγιάζει κάθε μέσο. Αποτέλεσμα αυτού είναι η αγαπητική σχέση με τον κόσμο –μια σχέση συνυφασμένη με το κοσμοείδωλο επί μητριαρχικών κοινωνιών μα τόσο αδιανόητη σήμερα– να έχει διαρραγεί. Τα δέντρα στο ποίημα εμφανίζονται να συνεχίζουν το έργο τους αδιάφορα για τον ζωτικό χώρο που θα καταλάβουν. Αποδέχονται την ισότιμη θέση τους ανάμεσα στα υπόλοιπα πλάσματα της δημιουργίας και απλά αφήνουν τη ζωή να αφηγηθεί την ιστορία τους, δίχως να εκβιάζουν τις καταστάσεις. Αυτό, φυσικά, είναι στην περίπτωσή τους εύκολο μιας και, ως άλογα όντα, είναι ανίκανα να συλλάβουν την μοναδικότητά τους μέσα στον κόσμο – κάτι απ’ το οποίο ο άνθρωπος είναι αποκλεισμένος. Αυτό, φυσικά, δε σημαίνει ότι δεν μπορεί και να το προσεγγίσει, μέσα από την απέκδυση, όσο γίνεται, του εαυτού και την Αγάπη.
`
**
Άλλες φορές πάλι τα δέντρα συμμαζεύονται
γλιστρούν μαζί σε συστοιχίες και δεν τα νοιάζει
ποιο είναι ν’ απλώσει κλώνους πιο πολλούς
ποιου θα πυκνώσει πιο πολύ το φύλλωμα
ποιο θα ντυθεί καλύτερα την πάχνη·
κλίνουν ανέφελα τη γη, τον ουρανό
κι ετούτη η πλησμονή αρκεί για όλα.
Τους φανερώνει ο άνεμος από νωρίς
—η άχνα του στα φύλλα τους, το θρόισμα—
του τέλους τους την ακριβή στιγμή
κι έτσι όταν έρθει εκείνη δεν ξαφνιάζονται·
προγραμματίζουν τη ζωή τους βάσει αυτής
με μια ευφυΐα αμήχανη κι αρύθμιστη
κόντρα στην απομάγευση του κόσμου
μια οικονομία φύσης μεριμνώντας
τόσα λουλούδια, τόσο ψήλωμα
ποτέ πλεονεκτώντας
Χαίρονται
που από τον θάνατό τους είν’ ανίκανα
να δούνε παραπέρα, μόνο ξέρουνε
—μάλλον, καλύτερα, μπορούν να φανταστούν—
το νόημα του όλου που κραταιώνουνε
την τάξη τη σεπτή, τ’ όλο μυστήριο
κι η αποστολή αυτή που τα συνέχει
—αυτός ο μαραθώνιος με τ’ Άπειρο
καρπό-καρπό την χθόνια πρόνοια θρέφοντας—
τα φτάνει από μόνη της στον Θεό [….]
-Το μοτίβο του θανάτου σας απασχολεί στην ποίησή σας, μιλήστε μας γι’ αυτό..
Η ποίηση, όπως και κάθε τέχνη, προσπαθεί να καταργήσει τον θάνατο, παλεύει τον θάνατο. Πώς; Με το να αποτελεί τον κύριο διαμεσολαβητή ανάμεσα σε μας και την μόνη βεβαιότητα με την οποία συμπορευόμαστε από τη στιγμή που εξερχόμαστε από την μήτρα και αντιλαμβανόμαστε, κλαίγοντας, αυτό το τίμημα της σάρκωσης: το γεγονός πως γεννιόμαστε μελλοντικοί νεκροί. Αυτό που προσπαθώ με την ποίησή μου είναι να κατευνάσω αυτόν τον τρόμο του θανάτου, αυτό το υπαρξιακό άγχος που μας κατατρύχει. Θέλω, όταν κάποιος διαβάζει αυτά που γράφω, να νιώθει σαν πλοίο που ανοίγει τις μπουκαπόρτες του και αποβάλλει κάθε τι περιττό ή σαν σπασμένο παιχνίδι που επανασυναρμολογείται. Να αποκαθιστά, για λίγο, τη σχέση του με το άδολο, να παίρνει θάρρος και ελπίδα για κάθε πολεμόχαρο χειμώνα που θα ’ρθεί, απαιτώντας γη και ύδωρ.
`
-Τι συμβολίζει η αντίσταση των δέντρων στο σκοτάδιασμα του κόσμου;
Το σκοτάδιασμα του κόσμου είναι οτιδήποτε έπεται της απομάγευσής του. Σε έναν απομαγευμένο κόσμο, όπου η υπέρβαση και το θαύμα αποπιθανοποιούνται, όλα επιτρέπονται. Τα δέντρα στο ποίημα, μέσα από την ηθική τους, δείχνουν προς μια πιθανή διέξοδο από μια πορεία που η ανθρωπότητα φαίνεται να ακολουθεί με σπασμένα φρένα. Τα περιθώρια διαφυγής, πράγματι, ελαχιστοποιούνται εκθετικά, μα η υπέρβαση, η Αγάπη είναι αειθαλή.
`
**
Κοιτάς έξω τα δέντρα απ’ το παράθυρο
με βούληση πνευστή πώς καμπυλώνουν
ερχόμενη απ’ τα πολύ παλιά
το ένα επάνω στ’ άλλο σκύβοντας
και πώς πασχίζουν να την ακυρώσουν
—το μέσα τους ρολόι που ’χει στιφτεί
και πια δεν αφουγκράζεται τη μέρα—
σπέρνουν βαθύτερα την κοπιασμένη ρίζα
και του κορμού το κύκλιο καταπίστευμα
στο χρόνο θησαυρίζουν.
Αντιστέκονται
μ’ έναν ρυθμό ατόφιο, ολοδικό τους
με πείσμα στο σκοτάδιασμα του κόσμου.
Δίχως να ξέρουνε σκοπό ή προορισμό
μ’ υπομονή αταλάντευτη πορεύονται
σαρκάζοντας τα έργα των ανθρώπων
τις τόσο κωμικές τους μικρομέριμνες:
τον έρωτα που εύκολα υπόσχεται
μα κι εύκολα ξεχνάει όταν κρυώσει.
Δεν ξέρεις αν θαυμάζεις ή φθονείς
αυτήν τους την απλότητα μα σαν
ν’ αντιλαμβάνεσαι τη σημασία της
το ύψος της αρίφνητης σοφίας
της πείρας τής από χιλιάδες χρόνια
σα φέρνει ο νους σου αλλότριες εποχές
βαθιά μέσα στο πλήρωμα του χρόνου
μια μέρα που θ’ αναδυθούν ξανά
—όταν εσύ κι εγώ δε θα υπάρχουμε—
ο σχίνος, η σημύδα, η φλαμουριά
μια στάλα απ’ το σμαράγδι τους να στάξουνε
κι ευρύχωρη να υφάνουν εξαρχής
την έκρυθμη ανάσα αυτού του κόσμου.
– Η φύση κατέχει έναν σημαντικό ρόλο στην ποίηση. Είναι τα ασφυκτικά περιβάλλοντα που οδηγούν σε πολλά ποιήματα με κύριο θεματικό άξονα τη φύση;
Ο σύγχρονος άνθρωπος, όπως είπαμε νωρίτερα, έχει αναπτύξει μια επίκτητη ροπή στο πένθος. Η έξοδος από αυτό το πένθος ταυτίζεται, στο μυαλό του, με το περιβάλλον εκείνο το πιο ασυσχέτιστο με το άμεσό του, το γι’ αυτόν υπεύθυνο γι’ αυτό το πένθος. Θέλει από το άστυ να διαφύγει στη φύση. Εκεί που η μνήμη του άδολου, του απλού τον περιμένει να την ανα-γνωρίσει.
`
-Ποιο ποιήμα ξεχωρίζετε απο τη συλλογή;
Όλα τα ποιήματα της συλλογής έχουν μια ξεχωριστή βαρύτητα για μένα, κυρίως εξ αιτίας των βιωμάτων που τα ενέπνευσαν. Αν έπρεπε, όμως, να διαλέξω οπωσδήποτε νομίζω πως θα κατέληγα στα εξής τρία: στον «Σύντομο οδηγό για τα δέντρα» που ενίοτε χρησιμοποιώ και σαν προσευχή, στο «Ρίπτες νεραντζιών» που αποτίει έναν γλυκόπικρο φόρο τιμής στα καμώματα της εφηβείας και, τέλος, στο «Βικεντίου Βαν Γκογκ, μυροβλήτου, εγκόλπιον», λόγω της εξέχουσας θέσης που κατέχει αυτός ο μάρτυρας της τέχνης στο προσωπικό μου εικονοστάσι.
`
-Ποιοι ποιητές επηρέασαν τη γραφή σας;
 Έχω την αίσθηση ότι την γραφή μου την έχει επηρεάσει δυναμικά το γενεαλογικό δέντρο εκείνο που ριζώνει στον Σολωμό, περνάει στον Σικελιανό, διακλαδίζεται στους Ελύτη και Ρίτσο και, εν συνεχεία, θρασεύει μέσα από διάφορους ιδιοσυγκρασιακά λυρικούς ποιητές από τους οποίους θα αναφέρω επιγραμματικά τους Γιάννη Υφαντή και Ηλία Λάγιο. Αν σε αυτό το δέντρο καταφέρω να προσθέσω κι εγώ το μικρό μου κλαράκι θα είμαι πάνω από ικανοποιημένος. Μια δεύτερη πηγή, αποκλίνουσα της πρώτης, αυτή του διπόλου Καβάφη-Καρυωτάκη αλλά και των λοιπών επιγόνων τους έχει επίσης –πώς αλλιώς;– σημαντική συνεισφορά. Τέλος, δεν μπορώ να παραβλέψω τους συγγενείς μου εξ αγχιστείας (και όχι εξ αίματος, καθώς γράφω μόνο στα ελληνικά), τον νομπελίστα ποιητή από την Αγ. Λουκία Ντέρεκ Ουώλκοτ –μεγάλο μέρος από το έργο του οποίου έχω μεταφράσει– αλλά και τους κάθε λογής αιρετικούς υπερρεαλιστές.
`
Η Γεωργία Χάρδα είναι βιβλιόφιλη δημοσιογράφος