II – ΣΧΕΔΟΝ ΕΠΙΚΟΥΡΕΙΟ

Κανένα τέλος δεν προδίδει πώς θα σε δεχθεί:
μασκαρεμένο στο χρωματιστό πλακάκι
που απέφυγες να δρασκελίσεις
σε μιαν ακούσια ανάπαυλα ενός ψυχαναγκασμού,
κλαδεύοντας τα πεπρωμένα σου

την ώρα ενός κατά πολλούς αθώου βανδαλισμού
—μιας σιωπηλής εξέγερσης στη σύνολη ευταξία—
τσακίζοντας
ένα φυγόπονο αυτί στην κόχη της σελίδας σου
σα δεκανίκι σε μια μνήμη που αλυχτά
κάτω απ’ τις υστερίες του επιούσιου,
ή σε μια στιγμή που ο θάνατος εκλείπει αναιδώς
απ’ το κέντρο της σκέψης σου
λαίμαργα καταπλέοντας
κήπους μαγιάτικους
– τα δάχτυλα ν’ αρπίζουν
επικηρυγμένα κιγκλιδώματα γλαδιόλες

Ναι όσο κι αν μοιάζει κυνικό, το διάφραγμα
—αυτή η μυστήρια συναρμογή
ιστών και τενόντων
της οποίας η αναπνοή
είναι μάλλον απλή παρενέργεια—
φαίνεται να χαλαρώνει απρόσμενα
όπως κι απρόσμενο θα είναι ό,τι ακολουθεί:
αν λόγου χάρη θα επιπλέεις ανεπίγνωστα μέσα στη
μοναξιά
ή αν θά ’χεις άραγε άκρα ή μάγουλα
– ένα αυτοσχέδιο αποκούμπι πανικού
να τσιμπηθείς και να ξυπνήσεις

Μπορεί βεβαίως κι οι δυνατότητες
να ’ναι μόνο συναρπαστικές
κι αντί γι’ ανάμεσα
απλώς σε δυο κροτάφους
αίφνης να μπορείς
να ταξιδέψεις οπουδήποτε
ίσως επιδιδόμενος σ’ ένοχες απολαύσεις
τύπου να επισκέπτεσαι αφανής τους λατρεμένους σου
σφυρίζοντας σαδιστικά τ’ όνομά σου στ’ αυτιά τους
πιέζοντας ένα άλφα στερητικό πάνω στη λήθη τους
σαν patch νικοτίνης

Κι όμως, τα όρια είναι πάντοτε εκεί
ενθύμια της αναπηρίας μας·
ποτέ γραφτό τα χέρια μας να τ’ ασπαστούν
ποτέ γραφτό να βυθιστούνε μέσα τους
να γίνουν προεκτάσεις το ένα του άλλου όπως οι εραστές

Σαν επικάθεται η σκόνη
κι οι αδειανές σου κόγχες αντικρίσουν το Θεό
μειλίχια ν’ αλλιεύει τον ζυγό
απ’ την αρχαία ποδιά του
ή ν’ αναδεύει μ’ έναν δείκτη αδιάφορο
μες στο θαμπό ποτήρι του την ύπαρξη
η επίγνωση θα σε κωφώσει σα καμπάνα:
ο θρίαμβος του σκουληκιού θά ’χει περατωθεί
κι εσύ δε θά ’σαι παρά η άδοξη

στάχτη ενός βεγγαλικού
ένα χνώτο λιγότερο
στο τιτάνιο κρύσταλλο της ζωής
Όχι, κανένας δεν αποχωρεί
μακάρια γλιστρώντας πάνω από τη θάλασσα
με τα χιλιάδες λέπια της στο δειλινό να εκρήγνυνται
κρεμάμενος από τα καλοκάγαθα φτερά ενός σεραφείμ
ενόσω πέραθε ανατέλλει άπειρα ψηλό το Καθαρτήριο
ή αναγκασμένος ν’ ανεχθεί τον βίο του στο fast-forward
την ίδια κι απαράλλακτη τριμμένη επιθεώρηση
σπαρμένη άβολο χιούμορ και φτηνά κλισέ
και βεβιασμένα χάχανα απ’ το κοίλον

Μόνο μια χωλή μπαλαρίνα
φέρνοντας άχαρες πιρουέτες
σ’ ημιφώτιστο πάλκο
κι ύστερα Τίποτα·
μια πληροφορία συγκεχυμένη
ένας πολτός
όπως τα χιόνια της τηλεόρασης

μ’ ό,τι ενδιαμέσως τραύλισες
μια τσάκιση στην κόγχη μιας σελίδας
που κανείς δε θα νοιαστεί να ξαναστρώσει

— Είθε μόνο η τσάκιση αυτή
να υπαινίσσεται επαρκώς
πως υπήρξες.

***

 

 

IV – ARS POETICA

κάθε ον προέρχεται από το ωραίο και το αγαθό
υπάρχει μέσα στο ωραίο και αγαθό
και επιστρέφει στο ωραίο και αγαθό.
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ Ο ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ, Περί θείων ονομάτων

 

Κάποτε θα γυρίσουμε στο ποίημα
ως ελιγμό ευκαιριακό ή ως σιγαστήρα
σε σκέψεις όπως φερ’ ειπείν:
αν η μεγαλόδωρη αντλία της καρδιάς αυτομολήσει
και σιγήσει τη φιλότιμή της άρδευση
αν κάτι αλλάξει αδόκητα στο pH των κυττάρων
ή αν χρόνια ναρκωμένοι πολύποδες αφυπνιστούν
επισπεύδοντας το στοίβαγμα

Κάποτε θα γυρίσουμε στο ποίημα
ως (επ)ανάσταση:
κάτω απ’ το δέρμα μας θα πάλλεται αξεδίψαστα ο σφυγμός
πασχίζων του ουρανού το λάπις λάζουλι
στις φλέβες μας θα ξενυχτάν οι φούγκες των φιλιών
εξόδιες γδέρνοντας πληγές στην εγγενή μας πλήξη·
μες στα βραχώδη στενορύμια της ψυχής
τα λόγια μας ίδια αρτεσιανά
θ’ αφρίζουν κάλυκες που θα μας δικαιώνουν
θύρσους πολύχρωμους προτάσσοντας σε κάθε σκοτασμό
εωσότου πίσω στο στερέωμα να εκβάλουμε:
ενα ακόμα αποσιωπητικό
στις φρυκτωρίες των άστρων

Κάποτε θα γυρίσουμε στο ποίημα
ως ενδεχόμενο:
δίχως κανένα χώρο ή χρόνο να μας υποτάσσει
μ’ εξάντα κι αστρολάβο αχρηστευμένα
θ’ αποκαθάρουμε με φως τα τραύματά μας
τους φόρους-όρους του κορμιού, τις εντροπίες
– τα σύνορα που μας χαρτογραφούν·
με τις ουλές της Πίστης για παράσημα
θ’ αναδυθούμε υπέροχοι
πάνω απ’ τ’ Αναγκασμένο

Κάποτε θα γυρίσουμε στο ποίημα
ως πλησμονή:
ντυμμένοι μια χρυσόσκονη παρμένη απ’ τα μικράτα μας
σοφά αφελείς, ολάνοιχτοι προς τη συναρπαγή
θ’ ανακαταλαμβάνουμε μια θέση στην αθωότητα
– τα μάτια μας θ’ αποκαθίστανται
στο πρώτο άνοιγμά τους·
ρούχο φθαρμένο θα μαντάρουμε την ομορφιά
καίτοι αναπάντητοι από τ’ άφθαστα υπερώα
θα βρίσκουμε έναν ώμο προσηνή
ένα άγγιγμα στην αχανή σιωπή
τον χρόνο μας μαθαίνοντας ν’ αθροίζουμε
στις συναθροίσεις των χεριών μας

Κάποτε θα γυρίσουμε στο ποίημα
ως πνοή
καινή επάνω στο κενό μας
στις πιο ευάλωτες στιγμές, μωλωπισμένοι
κι αυτό θα μας καθίσει σαν παιδιά
στα γόνατά του που ξεχάσαν την αλφάβητο
και με ηχείο τα σκαμμένα μας κορμιά
χορδές τα αιμόφυρτα μαλλιά μας
θ’ αρπίσει την αρχέγονη άλγεβρά του:
πως το μηδέν —αν ξέρεις πώς να το ζουλάς—
μπορεί πανεύκολα να ιδωθεί και ως άπειρο
ή πως με δάχτυλα πλεγμένα Εγώ κι Εσύ
είμαστε ανεπανάληπτα στη Γη
συνώνυμ@ του θαύματος.

Κανένα δάκρυ δεν αντισταθμίζεται

 

 

***

ΠΑΡΑΜΙΛΗΤΟ ή ΥΠΝΟΒΑΣΙΑ

Όταν αχνίζουν οι σκιές των πεθαμένων
και σε χτυπά στ’ αφύλαχτο η αλήθεια
γλιστρά το σούρουπο απ’ τους φανοστάτες·
σέρνεται απ’ τους σωλήνες, τα θεμέλια
κι ακονισμένο στα σκεπάσματα τρυπώνει
σφάζει τον ύπνο σου στο γόνατο
μιλά, μιλά, μιλά – δε σου χαρίζεται

Όταν αχνίζουν οι σκιές των πεθαμένων
και σε χτυπά στ’ αφύλαχτο η αλήθεια
των εραστών σιμώνουν τ’ απεικάσματα·
στήνουν χορό πάν’ απ’ το προσκεφάλι σου
μπήγουν κρύσταλλα νύχια ως το μεδούλι
κι ακάλεστα μες στ’ όνειρο εισβάλλουνε
σα βδέλες το ξημέρωμα βυζαίνοντας

Όταν αχνίζουν οι σκιές των πεθαμένων
και σε χτυπά στ’ αφύλαχτο η αλήθεια
φορά η μέρα το δικό της πρόσωπο
– όχι σα μονοκοντυλιά πάνω στο ζόφο
παρά σαν εκδορά προσωρινή
στην άβυσσο την άτρωτη του κόσμου.

Ο ένας του άλλου τα πλευρά
θ ’αναμετρά για να νυστάξει

 

**

ΓΕΝΕΘΛΙΟ

Σαν άλως κάποιας κάποτε αφέλειας
εμβρόντητο το φως φυλλοροεί
κι εγώ αναλογίζομαι, κοιτώντας
αυθαίρετες ρωγμές του ταβανιού,
άλλους καιρούς φουριόζοι που αποχώρησαν
κι όσους θα βρίσκουμε όλο και πιο ελλιπείς
περνώντας απ’ τα τσέρκια της στιγμής
– κείνα τα επίβουλα, προκρούστεια τσέρκια
που ακραίες επιθυμίες δεν ανέχονται
και πάντα περισσεύει η απαντοχή
(σαν το πουκάμισο το δανεικό
ή το σακάκι από κασμίρι το επικήδειο
που μπάνισε το μάτι τυμβωρύχου
μα ήτο ο μακαρίτης αψηλός)
κι όταν παραστρατείς από τις ρήτρες τους
μια ντροπιασμένη αίσθηση, μια τύψη
τον ύπνο σου αλέθει ως το ξημέρωμα

Κι εκεί καθώς, στ’ αμφίβολο, στεκόμουν
θαρρείς αποκομμένος απ’ τους άλλους
μου εαυτούς που ακόμη ανενεργοί
το πράσινο προσμένουν φως της αύριον
ν’ ανάψει για να με διαδεχθούν
σ’ αυτό το μεροδούλι ως τη ματαίωση
ή απ’ όσους την ειρκτή τους ήδη εξέτισαν
—αγάλματα στο μαυσωλείο του χθες—
μα ωστόσο μέρα-νύχτα επαγρυπνούν
του χρόνου ο ποταμός μη βρει την όπισθεν
το βλέμμα μου για να ξαναενδυθούν
κατόρθωσα παραμυθία να βρω
σε μια μου αυθόρμητη έμπνευση να ψάξω
ένα γνωστό τραγούδι κουβανέζικο
—έν’ από τα πολλά τραγούδια του είδους
που μ’ ένα φθόγγο μόνο μουσικό
είναι ικανά μιαν ευφορία να προφασίζονται
και λήθη να προσφέρουν περιπόθητη
σ’ αυτούς που νιώθουν κάπως σα να εξέχουνε
απ’ της ζωής τα είθισται, τα δει—

Τι μ’ ώθησε απ’ όλες να διαλέξω
αυτών των πλανοδίων την εκτέλεση
ποτέ ειλικρινά δεν το συνέλαβα:
ένας χωλός, ράθυμος κιθαρίστας
ένας παράφωνος νέγρος μπασίστας
ο τρίτος σόλαρε —τα οζώδη δάχτυλά
του αγκομαχούσαν πίσω απ’ το ρυθμό—
κι ο έσχατος στην άκρη κουτσοδόντης,
αυτός ταλαιπωρούσε δυο μαρίμπες
παράλληλα και μέσα απ’ των δοντιών του
τ’ απαράμιλλα σφυρίζοντας κενά
μιμούνταν τα στολίδια ενός πνευστού —
κι ὅμως ἦταν ἡ ἀνοσία αὐτῶν
των αθεράπευτα εγκόσμιων compañeros
σε ό,τι άλλο από τις νότες τις αφρόντιστες
που απ’ τ’ αργασμένα ανέτελλαν κορμιά
κι από τα ηχεία επίκοιζαν τη νύχτα
που επέτρεψαν μια ελάχιστη στιγμή
—μια ελάχιστη μα υπέρπυκνη στιγμή
που βάστηξε όσο βαστά ένα βίντεο—
τους άσπονδούς μου φίλους να ξεχάσω
– όλους τους υποδόριους συγγενείς μου
μες στις ρωγμές της ώρας που προσμένουνε
(ναι, αναγνώστη, ορθώς το μάντεψες
θα κινηθούμε πάλι κυκλικά!)
μια σύμφυση γενέθλια να ’ρθει
ή κάποια μοίρας πέδηση απρομάντευτη
που έλλογο κι άλογο συναιρεί
και τη φθορά μ’ Αλήθεια εξαργυρώνει

Εκεί, λοιπόν, μετέωρος στεκόμουν
μια νύχτα που ανυπόμονα σκοτείνιαζε
στων είκοσι κι οχτώ το προκατώφλι
κι ακούοντας μια παράφωνη ορχήστρα
πλανόδιων μουσικών από την Κούβα
τον επαχθή διασκέδαζα εγκλεισμό
τους άλλους μου εαυτούς και τις ρωγμές τους
el cariño quetetengo τραγουδώντας
κι έπειτα no telo puedo regar.