«Η γνήσια ποιητική γλώσσα, φέρει εκείνο το «εξαίφνης» μιας αποκάλυψης, γιατί αμηχανεί μπροστά στην ύπαρξη. Με άλλα λόγια είναι η γλώσσα που απορεί, δηλαδή δεν έχει πόρο, πέρασμα, είναι η γλώσσα της ένδειας, της δυσκολίας να μιληθεί το ανθρώπινο, γι΄ αυτό μεταμορφώνεται σε γλώσσα μηχανόεσσα, εφευρετική, επινοητική, πανούργα. Έτσι ο ποιητής, καταντά ένας εμμανής της μητρικής γλώσσας»
Η Ματίνα Μόσχοβη γεννήθηκε στον Πειραιά. Σπούδασε τραγούδι και θέατρο. Συμμετείχε σε συγκρότημα πολιτικού τραγουδιού με εμφανίσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Στο θέατρο συμμετείχε σε πλήθος παραστάσεων κλασσικού και σύγχρονου ρεπερτορίου. Τα τελευταία χρόνια έχει επικεντρωθεί στην διδασκαλία γραφής και συνανάγνωσης δημιουργώντας το εργαστήριο Εαρπηγών. Από το 2016 συμμετέχει στην ομάδα καθηγητών-συμβούλων του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου, διδάσκοντας δημιουργική γραφή στο μεταπτυχιακό τμήμα.
Μιλάει στο Ποιείν για τη νέα της ποιητική σύνθεση με τίτλο «Αηδονία» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αρμός. Αναφέρεται στο ποιητικό φως που δεν έρχεται έξωθεν αλλά έσωθεν και στο μεγαλείο του ανθρώπου, τη δυνατότητά να υπερβεί την τραγικότητά του.
-Μιλήστε μας για τον τίτλο της νέας σας ποιητικής σύνθεσης και τον συμβολισμό της
Η Αηδονία είναι αποτέλεσμα μιας «μάχης». Εναντίον της βαρύτητας. Είναι ο αγώνας να παραμείνει κανείς εντός του σταδίου, αγωνιζόμενος μαζί με τους συνανθρώπους του, με όρθια ψυχή. Είναι η προσπάθεια να μην συνθλιβεί: από την φρίκη, την θλίψη, την αδικία, την έννοια του κακού σε όλες τις εκφάνσεις της, μέσα του και γύρω του. Είναι η αντίσταση στο αυτοκαταστροφικό και καταστροφικό μένος του είδους μας.
Άρα όταν μιλά το ποιητικό υποκείμενο π. χ στο α΄ ενικό πρόσωπο, θα ήταν ορθό από την πλευρά του αναγνώστη ή της αναγνώστριας, να διακρίνουν σ΄ αυτό το α΄ ενικό όχι τον ποιητή ή την ποιήτρια αλλά την αναγωγή σε κάτι ευρύτερο και καθολικότερο, σε ένα «εμείς» που εμπεριέχει την εμπειρία του υπάρχειν. Στον βαθμό βέβαια που αυτό έχει επιτευχθεί στο ποιητικό έργο.
Κάποια νύχτα, διαβάζοντας, συναντήθηκα με την λέξη «αηδονία». Με συνεπήρε. Την ερμήνευσα όχι ως α στερητικό ηδονία, αλλά σαν την χαρμολύπη που μας γεννά το τραγούδι του αηδονιού. Βέβαια όπως αναφέρεται και στον σύντομο πρόλογο του βιβλίου, η αηδονία είναι φιλοσοφικός όρος που δηλώνει μια μέση κατάσταση μεταξύ αλγηδόνας και ηδονής, πόνου και ευχαρίστησης. Ο όρος αποδίδεται στην Κυρηναϊκή Σχολή και μάλιστα στον ιδρυτή της Αρίστιππο (435-355 π. Χ) μαθητή του σοφιστή Πρωταγόρα και του Σωκράτη.
-Η ποιητική σας σύνθεση χωρίζεται σε τέσσερις ενότητες: 1 Απάγγειλον, 2 Άλγος, 3 Ηδονή, 4 Απάγγειλον. Ποια η σημασία τους;
Η ερώτησή σας ουσιαστικά ζητεί ερμηνεία της Αηδονίας. Είναι κάτι που ευχαρίστως αναλαμβάνω για έργα άλλων ποιητών και συγγραφέων, εδώ όμως αμηχανώ… Ας είναι.
Ο αριθμός τέσσερα στο Λεξικό των Συμβόλων μεταξύ άλλων, δηλώνει και το σύμβολο της Γης, της δικαιοσύνης, αλλά και τους τέσσερεις βραχίονες του σταυρού. Το τέσσερα είναι η περίφημη τετρακτύς των Πυθαγορείων. Όμως για μένα είναι το μάγμα του γίγνεσθαι. Η διάπυρη ύλη που δημιουργεί τα εκρηξιγενή πετρώματα εντός αυτού που εξελίσσεται αενάως.
Μετά το Απάγγειλον ακολουθεί η προτροπή: Μή επί παντί λυπού. Μη λυπάσαι για τα πάντα. Το να απαγγείλει κανείς σημαίνει ότι διαβάζει ή εκφέρει από μνήμης ένα ποίημα εν προκειμένω, αποδίδοντας με την φωνή του (με το χρώμα που είναι τα φωνήεντα και την γραμμή που είναι τα σύμφωνα) την ουσία του. Η προτροπή λοιπόν σε αδρές γραμμές: αντί να λυπάσαι για τα πάντα, σε καλώ συνοδοιπόρε μου να μπούμε μαζί στον μυστικό κόσμο της σύνθεσης. Εκείνον που δεν είναι ή πόνος ή ευχαρίστηση αλλά η διαλεκτική αυτών, μαζί με κάτι ακόμη. Σε καλώ να συζεύξουμε αντί διαζεύξουμε. Σε καλώ να συλλάβουμε τον σύνδεσμο «και» που ενώνει τα πάντα. Και τον ενδιάμεσο χώρο. Δηλαδή αυτό το μεταξύ, που δεν είναι ούτε άλγος ούτε ηδονή. Και τι είναι τότε θα ρωτήσετε εύλογα. Είναι ένα πέρασμα. Ένα πάσχα. Είναι το σημείο εκείνο που μπορεί να μας οδηγήσει στην ολική κατάφαση. Δηλαδή στο φως. Εκεί όπου όλα ενωμένα, σφιχταγκαλιασμένα, παρ΄ όλες τις αντιφάσεις τους, αναβαπτίζονται στην ιερότητα της ζωής.
Εξάλλου έχω την εντύπωση πως δεν υπάρχει αληθινή πνευματικότητα χωρίς κατάφαση στο φως.
Ακόμη και σ’ εκείνες τις ιστορικές περιόδους που χορεύουμε πάνω από το μηδέν (τις περισσότερες κοντολογίς) οι ενορατικές συνειδήσεις, εκείνες που έχουν την δωρεά να βλέπουν αυτό που εμείς όλοι (δηλαδή οι περισσότεροι) αδυνατούμε να δούμε, μας προϊδεάζουν με το έργο τους, το καλλιτεχνικό, το επιστημονικό κ. λ π.
Η ολιστική θεώρηση του κόσμου και της πορείας του ανθρώπου πάνω στον γαλάζιο πλανήτη μας, ίσως είναι ανέφικτη. Τα τραύματά μας, συλλογικά και ατομικά, μας έχουν οδηγήσει αφενός στην αυτολατρεία, την εγωπάθεια, τον ναρκισσισμό και αφετέρου στην απέχθεια προς τους άλλους. Φοβάμαι ότι έχουμε φτάσει σε σημείο τέτοιας αποστροφής, ώστε θα θέλαμε κάθε τι που μας ενοχλεί να μην υπάρχει. Οι ποιητές, οι φιλόσοφοι, οι αδιάφθοροι επιστήμονες, μίλησαν με όλους τους τρόπους γι΄ αυτό πριν και μετά τους δύο Πολέμους. Θα έπρεπε να αλλάξει η οντολογία μας για να αλλάξει η στάση μας. Η Ιστορία, όπως αντιλαμβανόμαστε «δεν είναι απλή συσσώρευση ή διαδοχή γεγονότων, αλλά την κινεί η δύναμη που παράγει το άθροισμα ουτοπίας και πραγματικότητας» όπως λένε οι φιλόσοφοι.
Αυτό είναι μέρος της προβληματικής της Αηδονίας. Μόνον που δεν τελειώνουν εδώ τα πράγματα. Ορθώνεται ένα επίμονο, σιγανόφωνο, απροσμάχητο: «Ε λοιπόν όχι!» αυτό ονομάζω «μάχη». Εγείρεται μία μορφή αντίστασης που δεν αποδέχεται ως μοναδική πραγματικότητα το χάος, το μηδέν, την σήψη και το αίσθημα ναυτίας απέναντι στο υπάρχειν.
-Ξεχώρισα τους παρακάτω στίχους:
Είμαστε μόνον μια εικόνα
Σε καμπύλο κάτοπτρο
Η έλξη μας κρατά για λίγο
Μετέωρους
Και η χάρις
Στο Φως
-Πόσο ευδιάκριτο είναι το φως στην ποίηση; Κατορθώνει να διώξει τα σκοτάδια;
Θέλει κουράγιο να αντικρύσει κανείς το φως. Ας θυμηθούμε τον πλατωνικό μύθο του Σπηλαίου. Η εκζήτηση του φωτός είναι μύχιο αίτημα της ύπαρξης. Με άλλα λόγια το φως δεν έρχεται έξωθεν αλλά έσωθεν. Αλλάζει ο παρατηρητής μαζί με το παρατηρούμενο. Φωτιζόμαστε φωτίζοντας.
Μπορεί το φως της ποίησης να είναι ευδιάκριτο σ΄ εκείνον τον δέκτη, που δεξιώνεται το έργο την ανοιχτή στιγμή του. Τότε που το έχει ανάγκη. Εξάλλου κάθε έργο εκπέμπει διαφορετικό φως. Από «το αγγελικό και μαύρο φως» όλη την γκάμα έως το εκτυφλωτικό φως. Το φως είναι ένα αίνιγμα που νομοθετεί. Ένας φίλος λέει: από το έργο ο καθένας μας παίρνει αυτό που μπορεί, αυτό που θέλει, αυτό που αντέχει. Τόσο η ζωή όσο και η τέχνη είναι πολύπλοκα φαινόμενα. Όταν ακούω πολλές φορές ορισμούς περί απλότητας μπαίνω στον πειρασμό να προσθέσω κι εγώ τον δικό μου: το απλό δεν είναι παρά η κοπιώδης απόληξη του πολύπλοκου.
-Στην ενότητα «Ηδονή» γράφετε:
Τι αξίζει το όνειρο
Χωρίς διακινδύνευση;
Το νησί
Χωρίς θάλασσα;
Η μετάνοια
Χωρίς συντριβή;
Τι αξίζει η ελευθερία
Χωρίς μάχες;
– Η ποίηση μας βοηθάει να μείνουμε ζωντανοί , να νιώσουμε την πραγματική ελευθερία;
Ο άνθρωπος είναι διάτρητος από λέξεις. Οι λέξεις μορφοποιούν την ψυχή του και η ψυχή του μορφοποιεί τις λέξεις. Γεννιόμαστε εκφέροντας άπλαστους ήχους, πεθαίνουμε με τα τελευταία αναθήματα λέξεων, μέσα σε ανάσες ηχηρές ή άηχες. Είμαστε οι ιθαγενείς της γλώσσας. Και η Γλώσσα η ποιητική είναι το μυχιότατο σώμα της κοινότητας. Είναι το σημείο εκείνο, που καταφθάνουν οι λέξεις κατάκοπες από την πολυχρησία των φθαρτών χειλέων, για να αναβαπτισθούν στην «άλλη» φύση τους: εκείνης του εκθαμβισμού, ή της απογύμνωσης, της αιώρησης ή της πτώσης, του θραύσματος και του αινίγματος, φωταγωγημένες πάντα από το βιωμένο και το ακατανόητο. Η γνήσια ποιητική γλώσσα, φέρει εκείνο το «εξαίφνης» μιας αποκάλυψης, γιατί αμηχανεί μπροστά στην ύπαρξη. Με άλλα λόγια είναι η γλώσσα που απορεί, δηλαδή δεν έχει πόρο, πέρασμα, είναι η γλώσσα της ένδειας, της δυσκολίας να μιληθεί το ανθρώπινο, γι΄ αυτό μεταμορφώνεται σε γλώσσα μηχανόεσσα, εφευρετική, επινοητική, πανούργα. Έτσι ο ποιητής, καταντά ένας εμμανής της μητρικής γλώσσας. Κάποιος που κρατιέται με το ένα χέρι από τον κρημνό του μεγάλου Τίποτα και φοβερίζει το αδύνατο να γίνει δυνατό. Κάποιος που χειροδικεί εναντίον αυτού που ονομάζουμε «ανθρώπινη πραγματικότητα» προκειμένου να της αποσπάσει ένα τέμενος ελευθερίας.
-Ξεχώρισα τους παρακάτω στίχους από την ενότητα «Ηδονή»:
Τι αξίζει το όνειρο
Χωρίς διακινδύνευση;
Το νησί
χωρίς θάλασσα;
[..]Ο έρωτας
Χωρίς μύηση;
Η μάχη
Χωρίς ανδρεία;
-Πώς συνδέεται ο έρωτας , η μάχη, το όνειρο και η θάλασσα στην ποίηση;
Ο Σαίξπηρ λέει: Είμαστε από την ύλη που είναι φτιαγμένα τα όνειρα και τη ζωή μας την περιβάλλει ολόγυρα ύπνος. Ο Φάνης, προσωποποίηση του Δημιουργού Έρωτα είναι η πρωταρχική θεότητα στην Ορφική θεογονία. Είναι γέννημα της Νύχτας και ξεπήδησε από το «κοσμικό αυγό». Ονομάσθηκε Φάνης ή Έρως γιατί φανέρωσε ό,τι μέχρι εκείνη την στιγμή ήταν κρυμμένο. Η θάλασσα είναι η πηγή κάθε ζωής, είναι η anima mundi (η ψυχή του κόσμου). Στην μάχη αναφερθήκαμε. Όλα επομένως ανάγονται στο Ένα, στην ουσία, στο αδιαίρετο και το σπερματικό εκεί από όπου αναδύεται η πολλαπλότητα για να επιστρέψει στο Ένα.
-Πόσο δύσκολη είναι τελικά η σύλληψη ενός ποιήματος; Χρειάζεται ένα δυνατό συναίσθημα ή ακόμη και μια τραυματική εμπειρία για να γραφτεί ένα ποίημα;
Το ζήτημα δεν είναι αν είναι δύσκολη ή όχι η σύλληψη ενός ποιήματος. Το κρίσιμο σημείο είναι να υπερβείς τα κύματα της ματαιότητας, την ανασχετική σκέψη «και τι νόημα έχει ένα ακόμη ποίημα;» Με τον καιρό τα κύματα γιγαντώνονται. Όμως οι ποιητές και οι ποιητικοί άνθρωποι είναι παράκτιοι. Δύσκολα γίνονται ηπειρωτικοί. Αισθάνονται πάντα το ρίγος του ωκεανού και αυτό δεν σε αφήνει ποτέ «ήσυχο». Τα τραύματά του ο άνθρωπος έχει την δυνατότητα να τα μετουσιώσει. Αν δεν αποτελούν υπαρξιακές οπές όπως τα ονομάζω, τότε συντελείται αυτό που γράφει ο Σολωμός «Το χάσμα π΄ άνοιξε ο σεισμός/ευθύς εγιόμισ΄ άνθη». Αυτό είναι το μεγαλείο του ανθρώπου. Η δυνατότητά του να υπερβεί την τραγικότητά του.
-Αγαπημένο σας ποίημα από τη σύνθεση;
Αγαπώ ποιήματα αμέτρητων ποιητών. Στην βιβλιοθήκη μου επειδή δεν ξέρω πού να τοποθετήσω τα δικά μου, τα έχω βάλει σε ένα κουτί. Δεν λειτουργώ με αυτούς τους όρους. Χαίρομαι φυσικά που υπάρχουν, που έχουν δει το φως, δεν θα τα εξέδιδα αλλιώς, όμως το σημαντικό για μένα είναι η δυνατότητα συνομιλίας με τους άλλους.
-Τι σημαίνει η ποίηση για εσάς;
Η ποίηση είναι η βαθιά ενικότητα της συλλογικής ψυχής.
-Ποιοι ήταν οι ποιητές που επηρέασαν τον ποιητικό σας λόγο;
Α φοβάμαι πως θα κούραζα τους πάντες αν απαριθμούσα ποιοι ποιητές με έχουν επηρεάσει.
Ό,τι αγαπάμε, ό,τι αποκαλύπτεται στα μάτια μας, ό,τι μας συγκινεί, ό,τι μας αφυπνίζει, ό,τι ζει μέσα μας και διατρέχει την καθημερινότητά μας, ό,τι ανθίζει σαν το εντελβάϊς και τον ελίχρυσο σε αφιλόξενα μέρη, μας επηρεάζει. Ενδεικτικά αναφέρω: τον ποιητή των ποιητών τον Όμηρο, όπου όλα εκεί είναι θεοειδή, την τραγική ποίηση βεβαίως που ανενδοίαστα ομολογώ ότι λατρεύω, τους αρχαίους λυρικούς ποιητές, την εκκλησιαστική ποίηση, την δημοτική ποίηση και δη τις παραλογές, τους κλασσικούς με τον Σαίξπηρ που τον έχω «στης καρδιάς μου την καρδιά» και τους μοντέρνους ποιητές και ποιήτριες. Η ελληνική ποίηση νομίζω πως είναι λόγος μεγάλων πτήσεων και σπάνιας ποιότητας λόγω της διαστρωμάτωσης της γλώσσας μας.
-Είναι η ποίηση μια παρηγοριά ή είναι κάτι άλλο;
Η ποίηση όπως και η ζωή εισχωρεί στο μυστήριο, μέρος του οποίου είμαστε κι εμείς οι ίδιοι. Μακάρι να μυηθούμε στο ποιητικώς υπάρχειν και να σπουδάζουμε το φως γνωρίζοντας παράλληλα την ένταση και την ισχύ του σκότους. Έτσι ώστε να ψιθυρίζουμε με τον ποιητή «Όλο μόχθους/ κι όμως ποιητικά κατοικεί ο άνθρωπος πάνω στη Γη».
*Η Γεωργία Χάρδα είναι βιβλιόφιλη δημοσιογράφος
Τα τραυματα των ανθρωπων συλλογικα και ατομικα που προερχονται απο τους τροπους διαπαιδαγωγησεως, βιοπορισμου τους¨ κονιορτοποιωντας την αυτοπεποιθηση, αυτοεκτιμηση των ανθρωπων, αφου τους οδηγησουν στην απεχθεια του εαυτου τους, νοιωθοντας, οτι υστερουν εναντι των αλλων, απεχθανονται τους αλλους, απειλουμενοι απο το οποιο εν δυναμει προτερημα των αλλων.