Κελύφια
[Cáscaras]
1.
Τ’ όνομα των πραγμάτων που είναι ψέμα
κι είν’ ευλογία, η φορεσιά
που σκεπάζει το κορμί τ’ αγαπημένο
για να μην πεθάνουμε από το κρύο
πριν απ’ την ώρα μας, τα τρία-τέσσερα ποτηράκια
που μας ξαλεγράρουνε σαν μπούμε
σε κείνα τα κτίσματα τα γεμάτα αίμα και θρήνο,
το κρασί και τα γελάκια,
η σφραγίδα και το σκέπασμα,
η προσοχή στο φάκελο που μέσα του φυλάει
προδοσία ή αγάπη, χρήμα ή παγίδα,
η τεράστια ουλή που τη βαθιά πληγή κρύβει,
είναι το ελάχιστό μας καταφύγιο.
Συνδικάτα και συνεταιρισμοί,
σύνδεσμοι κι ανταγωνισμοί,
τούτοι οι επίδεσμοι οι σφιχτοί που σκεπάζουμε
τα μάτια μας για να μην τυφλωθούμε,
το μάταιο γλυκάκι της μιας μέρας και της άλλης μέρας
που μας γαργαλάει τον ουρανίσκο
για να μη βρει το δόντι τον πολτό
τον μοιραίο – δόλωμα είναι
φαρμακερό και σπλαχνικό. Οι φύλακες
αγρυπνούν. Ποτέ, ποτέ
δεν θα προδώσουν το παρασύνθημα που οδηγεί
στον φοβερό τον οπλισμό: την αλήθεια που σκοτώνει.
*
2.
Ανάμεσα στην επιχείρηση και τον επιχειρηματία,
στην ευημερία και την ηδονή,
στο λάθος που υποσχέσεις δίνει και την άλλη
την επιστήμη την παράωρη –
με την παρηγοριά τη σκληρή
της λέξης, που καταλήγει σε χλευασμό,
ή σε άνεμο
γεναριάτικο, ή σε καθαρό
ακρωτηριασμό – όχι σε τραγούδι:
μέσα σε κόσμο που ’ναι μοναχά
όχλος κι όχι λαός,
πού να βρεθεί ευκαιρία για έρωτα,
για στοχασμό ελεύθερο, ή -έστω-
για θλίψη βαθιά, για αληθινή οδύνη;
Η κάσκα κι η μάσκα,
στρατόπεδα, αγορές και στοές,
διπλώματα και πατέντες, φωτοστέφανα και φορεσιές αστραφτερές,
το ψέμα το πιο απροκάλυπτο:
κείνο της ελευθεριάς την ώρα που γίνονται διπλές
οι σκοπιές –
αξίζει να δίνεις ζωή σε τόση
νιότη ταπεινωμένη, σε τόση πίστη φθαρμένη;
Όμως εσύ κάψ’ τα, κάψε
τα γράμματα όλα και τα πορτραίτα,
τ’ αχυρόσπιτα του χρόνου, της παιδικότητας τη βρώμη.
Το χώμα το πιο χέρσο
είν’ εκείνο της απάρνησης. Ποιος θα το μπορούσε
να σχηματίσει απ’ του Ιούνη τη βροχή
ένα πρόσωπο, θα πεις. Κάνε ησυχία
και συνέχισε κι αν ακόμα
κείνο το πρόσωπο είν’ από βροχή –
δάγκωσε το κελύφι το σκληρό,
δάγκωσέ το ακόμα κι αν ποτέ δεν φτάσεις
ως τον πυρήνα, κει που ωριμάζει ο καρπός.
Από τη συλλογή Alianza y condena (1965)
********************************************************************************************************
Ο Claudio Rodríguez θεωρείται ως ένας από τους κορυφαίους Ισπανούς ποιητές της Γενιάς του 1950, μαζί με συνοδοιπόρους όπως ο Francisco Brines, ο Ángel González, ο José Ángel Valente. Με την ενθάρρυνση του σπουδαίου (μετέπειτα νομπελίστα) ποιητή της Γενιάς του 1927, Vicente Aleixandre, ο Ροδρίγεθ καθιερώθηκε νεότατος στα γράμματα: το 1953 έλαβε το σημαντικό βραβείο Adonáis για το πρώτο του ποιητικό βιβλίο. Ο ήδη καθιερωμένος ποιητής José Hierro, μέλος της επιτροπής για τη βράβευση, είπε τότε τα παρακάτω λόγια για τον 19χρονο ομότεχνό του: «Μας μίλησε για κάτι πολύ κοντινό […]. Κι όμως, αναφέρεται σε κάτι βαθύτερο, πιο φορτισμένο. Είναι ένας μάγος, που πρώτα λέει οτιδήποτε κι ύστερα το υψώνει σε σύμβολο…».
Η ποίηση του Ροδρίγεθ, στοχαστική αλλά και νευρώδης, επιστρατεύει -ειδικά στα εκτενέστερα στιχουργήματα- έναν ποταμό από συμβολισμούς, με τρόπο ενίοτε παραληρηματικό. Για τον Ροδρίγεθ, η ποίηση είναι όραμα, υπέρβαση και αποκάλυψη.-