Μια παλίμψηστη ποιητική ενατένιση με μέγα φορτίο απελευθερωμένης μνήμης

 

Διαβάζοντας ως την τελευταία σελίδα του το ποιητικό έργο του Δημήτρη Κοσμόπουλου με τον περίεργο-για έναν ανίδεο περί τα καπνικά- τίτλο: «Έθνος εξαιρετικά», είχα την αίσθηση πως παρακολουθούσα, στο χώρο της ποιητικής λειτουργίας, την ερμηνεία από πολυμελή ορχήστρα ενός συμφωνικού έργου, όπου τα επί μέρους στοιχεία, αν και αυτόνομα, συνέθεταν ταυτόχρονα ένα έργο συνόλου, υψηλής έμπνευσης και απόδοσης.

Ο μαέστρος κρατά σ’ αυτή τη συμφωνία λόγου ως μπαγκέτα ένα κουτί τσιγάρων φίλτρου με ονομασία που αποτέλεσε και τον τίτλο της συλλογής αυτής, η οποία περιλαμβάνει μια παλίμψηστη ποιητική κατάθεση με πολυσήμαντες αναφορές, όπου η Ιστορία δρασκελά τις δεκαετίες και τα γεγονότα με άνεση, συνδετικά, παράλληλα, εννοιολογικά, συμβολικά και συνεκτικά με την έννοια της αγάπης και της θυσίας για πεφιλημένους χώρους καταγωγής, δράσης ή αγώνων, αυτούς που σε άλλους καιρούς αποκαλούσαμε με γνησιότητα αισθήματος «πατρίδα» και που σήμερα εξέπεσαν κάπως ένεκα της καπηλείας κάποιων.

Πέρασε η εποχή που ο καπνός ήταν ένα από τα πολυτιμότερα ελληνικά προϊόντα και το τσιγάρο αποτελούσετο συνοδευτικό εξάρτημα μιας κοινωνικής παρουσίαςτων περισσότερων ανθρώπων. Σήμερα πάντως, που έχει περιοριστεί η κατανάλωσή του εξαιτίας της ιατρικής η οποία τον καταδίκασε ως αμαρτία για την υγεία,μπήκε στο χώρο της συλλογικής μνήμης ως ατομική απόλαυση που συνέτεινε στη χαλάρωση και ως συνοδευτικό μιας γόνιμης ή ελαφρής κουβέντας. Το «Έθνος εξαιρετικά» ήταν ένα επώνυμο προϊόν, πασίγνωστο σε όλους, καπνιστές και μη, αφού ήταν και το πρώτο σε πωλήσεις για την ποιότητα και τη δημοφιλία του. Και φυσικά ήταν ένα από τα απαραίτητα εφόδια που είχε από το κράτος ένας στρατιώτης, ιδιαίτερα στο μέτωπο, και υπήρξαν πολλά στη νεώτερη ελληνική ιστορία από τη δεκαετία του 1920 που άνθησε,ως την εποχή που η κατανάλωσή του μειώθηκε δραστικά.

Γύρω από το «Έθνος εξαιρετικά» αναπτύσσεται ο πολύμορφος λόγος του ποιητή, του οποίου οι λέξεις είναι φορτισμένες με μηνύματα από την πρώτη κιόλας ανάγνωση, αλλά και με υποδόρειες επισημάνσεις, κι αυτό είναι σπουδαιότερο, διευρύνοντας την αξία και γοητεία του. Επίμονος καπνιστής ο ίδιος, ακόμη κι σήμερα, εκμοντερμισμένος όμως με το ηλεκτρονικό τσιγάρο συνεχώς σε λειτουργία, για να τιθασσεύει ενδεχομένως την νευρώδη κινητικότητά του και να ελέγχει πιθανότατα τη διαρκή πνευματική του εγρήγορση, βρήκε το ελατήριο για να κινήσει τις ευαισθησίες του, μια άγκυρα για να μπορέσει να στερεώσει από το κύμα της λήθης το μέγα απόθεμα μνήμης που βαραίνει πάνω στην εθνική συνείδηση.

Αεικίνητος και δραστήριος στη καθημερινότητά του, πληθωρικός, εκδηλωτικός, ετοιμόλογος, με έξυπνη κουβέντα, δηκτική ενίοτε, βρίσκει τον τρόπο να μεταφέρει στην ποιητική του πολλά στοιχεία από τις ιδιότητές του, ντυμένα με τον μανδύα μιας τέχνης πλούσια εκφραστικής παρά τη φαινομενική της λιτότητα και μιας τεχνικής με θαυμαστή πλαστικότητα όχι τυχαία.

Η μικρασιατική μνήμη πάει κι έρχεται στην πλειονότητα των ποιημάτων του. Η μνήμη τηςπίκρας και της θυσίας, όχι του αρχαίου και βυζαντινού κλέους και της θαυμαστής ανά τους αιώνες επιβίωσης. Μια μνήμη που συνοδεύεται εξίσου δυνατά από ανάλογες άλλες που ακολούθησαν: Του μεγάλου πολέμου, του εμφύλιου, της Κύπρου. Μια αλυσίδα δοκιμασιών από αιτίες που προκάλεσαν οι άλλοι, αλλά και από δικές μαςαφορμές. Η μνήμη είναι μεγάλη δύναμη. Αλλωστε «δεν είναι δυνατόν να καταλάβουμε την ποίηση χωρίς μια πλούσια μνήμη», κατά τον Ιρλανδό ποιητή William B. Yeats (1865-1939) τον κορυφαίο της αγγλόφωνης ποίησης του εικοστού αιώνα. Αν λοιπόν χρειάζεται για να την καταλάβουμε πόσο πιο αναγκαία είναι για κείνον που δημιουργεί. Πάνω στο ίδιο θέμα ο Γιώργος Σεφέρης έδωσε τη δική του εκτίμηση: “… η πλούσια μνήμη δεν περιορίζεταιμόνο στη μνήμη ενός μόνο ανθρώπου· είναι μνήμη και πολλών άλλων πριν απ’ αυτόν. Βαθιά μνήμη· χωρίς αυτήν δεν μου φαίνεται να υπάρχει καλλιτεχνική λειτουργία» («Δοκιμές Β’, έκδοση 1999, σ. 246).

Πυξίδα, λοιπόν, η μνήμη. Και στην ποιητική λετουργία του Δημήτρη Κοσμόπουλου πρωταγωνιστεί. Ο ίδιος γίνεται φορέας της συλλογικής μνήμης, όχι από πλευράς πολιτικής ή ιδεολογικής αφετηρίας. Η υψηλόφρονη ποιητική του κατάθεση είναι βαθιά ανθρώπινη, μαρτυρία προσωπικής και συλλογικής  αγωνίας.

Ο ερεθισμός του μυαλού μέσα από τα νοήματα, η κατάδυση στην ιστορία μέσα από τα γεγονότα, ο παραλληλισμός των αξιών μέσα από τη διαχρονική τους παράθεση, με μια ελλειπτική γραφή που δίνει τη δυνατότητα επέκτασης των μηνυμάτων μέσα και από τη σκέψη του αποδέκτη, λειτουργούν μ’ ένα τρόπο που καθηλώνει τον αναγνώστη, τον κάνει να ψάχνει, να διαπιστώνει και να ευφραίνεται τελικά από την αλήθεια και από τον τρόπο που διατυπώνεται. Μπορεί ακόμη, αν έχει την αναγκαία  ευαισθησία, να σκύψει, όπως και ο ποιητής, στα στοιχεία εκείνα, ακόμη και στις λεπτομέρειες, που συνιστούν την ταυτότητά μας και συγκροτούν την αυτογνωσία μας.

Θα δώσω ένα μόνο ολοκληρωμένο ποίημα, ενδεικτικό της όλης καταγραφής. Δεν προσπάθησα πολύ για να το επιλέξω γιατί αναπνέουν όλα στην ίδια ατμόσφαιρα. Έχει τον τίτλο «Πάροδος» (σ. 19) και την πλαγιότιτλο: «Άνθη για τα τεφρά μαλλιά 1922-2023». Έχει μια αδιόρατη μελαγχολία κι ένα κρυφό σαρκασμό.

 

Θα πούνε, τάχα, πως εμείς δεν ήμασταν ποτέ.

Θα θάψουν τη φωνή μας τόνοι διαφημίσεις.

Και των παιδιών μας τα παιδιά -αν θα ζήσεις-

πάνω στους τάφους, θα τα κάνουν χορευτές.

 

Ωχρέ της μνήμης μου καπνέ, έρημος μαραμένη

φωτογραφία από το άγριο φως κιτρινισμένη,

από τη Σμύρνη, τον Σαγγάριο, την Μενεμένη.

Μια τρύπα χλαίνη απόμεινε πάνω μας ειμαρμένη.

 

Σκεπάζει τα ορφανά κορμιά, τα σπίτια, τα βουνά

κι από τις τρύπες της φυσά της ιστορίας άμμος:

Πίνδος, Βελούχι, Άγραφα, Λιοπέτρι, Πέργαμος.

Τα εγγόνια σας θα λένε «ούτε ξέρω, ούτε τους είδα

      πουθενά».

 

Είναι και η υποψία, που φτάνει στα όρια του φόβου, για τη σκόνη του χρόνουπου κατακάθεται στα σημαντικά που είναιανεπίστροφα, ανεπίτρεπτο όχι μόνο για τον ίδιο αλλά και για το σύνολο της κοινωνίας, στην οποίαν το ατομικό «γνώθι σαυτόν» θεωρεί ότι πρέπει να έχει ισότιμη καθολική εφαρμογή. Τα ονόματα, επιπλέον, παραπέμπουν σε γεγονότα ορόσημα, επισημαίνουν δύσκολες περιόδους που άφησαν πίσω τους εμπειρίεςγια διάφορους λόγους διάτρητες, σαν την τρύπια χλαίνη που χαίνει ως πληγή έκτοτε, μια χλαίνη που καλύπτει τα πάνταωςδοκιμασία και η οποία μόνοστο χώρο της μνήμης επιβιώνει.

Ανάμεσα στα ονόματα είναι κι εκείνο του Λιοπετρίου της επαρχίας Αμμοχώστου, σ’ έναν αχυρώνα του οποίου τέσσερις αγωνιστές έδωσαν την ύστατη πολύωρη μάχη και έπεσαν όλοι τον Σεπτέμβριο του 1958, έχοντας απέναντι ως πολιορκητές τους στρατιώτες του αποικιοκρατικού καθεστώτος. Η ιστορική γραμμή που ακολουθεί ο ποιητής πάει πιο πίσω από το διπλό έγκλημα του 1974, προβάλλει και τις μεγάλες στιγμές του απελευθερωτικού αγώνα. Ο Δημήτρης Κοσμόπουλος συγκινείται ως Έλληνας και εκμυστηρεύεται ως ποιητής μπροστά στις τελευταίες Θερμοπύλες του ελληνισμού. Δεν κάνει πολιτική. Μένει μακριά από τέτοια ολισθήματα και παίρνει ευδιάκριτες αφορμές για να τοποθετήσει, έστω και με την αναφορά ενόςονόματος, την ποιητική του δάφνη. Ομνύει στη μνήμη την οποίαν θέλει να αγρυπνεί.

Μια βαθειά ως το κόκκαλο ελεγεία, αν και συνεσταλμένη σε ελεγμένους συναισθηματικά τόνους, αποτελούν αρκετά ποιήματα της συλλογής όπως στο απόσπασμα από το “Πάντα είναι Ψυχοσάββατο” (σ. 34)

 

… Έχουνε γεράσει

τα δέντρα που τον γέννησαν στου φεγγαριού το φως.

Τα δέντρα τον σκεπάζουνε κι η σιγαλιά του πρέπει.

Εκείνη η αρχαία σιγαλιά που την διψάει ο τάφος

όπως μια μυστική δροσιά, καθώς μητέρας σκέπη.

 

Σ’ ένα άλλο του ποίημα με τίτλο  “Συμβαίνει νύχτα” (σ. 30) παίρνει τη θέση της και πάλι η Κύπρος τού 1974 πλάι στη Μικρασία του 1922. Είναι στίχοι στο απόσπασμα που παραθέτω που θυμίζουν κάπως δημοτικό τραγούδι. Η παράδοση είναι στο εικονοστάσι του ποιητή:

 

Τώρα θα πω για το πουλί από μαύρο χώμα.

Έλεγε, το είδε πρώτη του φορά στρατιώτης

κάπου εκεί, ανάμεσα Εσκή Σεχίρ – Σεϊντί Γαζή.

Σε μέρος που το λέγαν Πέντε Μίλι, Μια Μηλιά, Αθαλάσσα.

Ερχότανε κι ανάδευε τα σπλάχνα του με τα φτερά

κι έπινε από τα μάτια του να δροσερέψει.

 

Με εικονοπλαστική δύναμη ζωγραφίζει με τις λέξεις ενώ η ανέλιξη των διατυπώσεών του, είτε υπάρχει ομοιοκαταληξία (την οποίαν πετυχαίνει άνετα, σαν να προκύπτει αυθόρμητα) είτε εκφράζεται σε ελεύθερο στίχο ή ακόμη όταν η διάταξη του κειμένου είναι σε πεζό, που πεζό δεν είναι, έχει μουσικότητα, μέτρο, ισορροπία, με άλλα λόγια διαθέτει εσωτερικό ρυθμό ο οποίος προσθέτει στην υποβλητικότητα της γραφής του.

 

«Ξεχέρσευε και κλάδευε και έσκαβε τ’ αμπέλια» γράφει στο άτιτλο ποίημά του (της σελίδας 10) και λίγο πιο κάτω η εικόνα αναπτύσσεται με συγγενικές έννοιες: «της σιωπήςσπορηάς του πόνου τρυγητής», παραπέμποντας σε άλλα επίπεδα.

 

Στο “Ενθύμιον Προύσης” (της σελίδας 31) όπου και πάλι η μνήμη καραδοκεί γράφει για ένα νέο που έμεινε για πάντα εκεί με μια καυτή σαν από μέταλλο περιγραφή:“Στου χρόνου το αναπόδραστο, βαρύ από σίδερο καιρού κι από χαλκό βασάνων”.

Μια άλλη περιγραφή του είναι σαν να βγήκε από παλιό παραδοσιακό τραγούδι (από τη σελίδα 14) “Κανείς δεν μένει πια εδώ. Μήτε πουλί πετούμενο, μήτε φωνή διαβάτη”.

Στο “Σκυλάδικο” (από τη σελίδα 56) στέκεται σε άσματα της πίκρας που έρχονται να δέσουν με το ξόδεμα από ανάλογες μνήμες. Τα περασμένα, παλαιά και πρόσφατα, έρχονται να συναντήσουν την καθημερινότητα τη σημερινή:

 

Γδαρμένα ράκη τραγουδιών μ’ ακολουθούν

ξεφτίδια που ένας άνεμος τα φέρνει”

 

για να καταλήξει:

 

“Αθήνα – Καλαμάτα – Κοντογόνι

κι είναι μαζί μου φίλοι και προγόνοι

στρατιώτες, πρόσφυγες, μιας λύπης συνοδοί”.

 

Στην Αθήνα ζει, στην Καλαμάτα μεγάλωσε, στο Κοντογόνι Μεσσηνίας γεννήθηκε. Οι άνθρωποι, η μοναξιά, η ορθοδοξία, η καθημερινότητα, η ξενιτειά, ο θάνατος, η συμπόνια, η φύση, τα δένδρα και τα ζώα, οι μυρουδιές, το νερό, η θάλασσα, ο τόπος, η πατρίδα, οι θυσίες είναι μερικά από τα σύνεργα που συνοδεύουν τη γραφή του και χρωματίζουν τη μνήμη μέσα από ένα ακένωτο γλωσσικό στερέωμα όπου τεντώνεται με δύναμη το τόξο της ποιητικής του έκφρασης.

Στο «Έθνος εξαιρετικά» τα νοήματα, η διαχρονικότητα, τα γεγονότα, οι δοκιμασίες, οι αρετές, αλληλοστηρίζονται και παραλληλίζονται με αριστοτεχνικό τρόπο που ενισχύει τη μαγεία των εντυπώσεων, τη γοητεία των μηνυμάτων, την ηδύτητα της γλώσσας.

Η κομψότητα και ευγένεια του λόγου συμβαδίζει με την αναλογούσα προς αυτές επιμέλεια της λεπτού γούστου έκδοσης.

 

Κώστας Σερέζης

 

 

 

**************************************

 

 

 

 

 

Fumeux fume par fumée/Fumeuse spéculation.

Solage

 

Στο θαύμα της κεράμου, ο άγιος Σπυρίδων Τριμυθούντος προσεύχεται και διασπά το κεραμίδι σε φωτιά, νερό, και χώμα, για να φέξει την ομοούσια φύση της αγίας τριάδος.

Ο Δημήτρης Κοσμόπουλος, οικοδομεί το Ἔθνος ἐξαιρετικά, με την αιθάλη των τσιγάρων που απέμεινε στους πνεύμονες του Ελληνισμού: την αρχαία, πατερική, και λαϊκή παράδοση. Το καταιθαλοῦν στοιχείο νοτίζει με άρωμα μνήμης την ραχοκοκαλιά του έργου, εξιστορώντας τα δεινά του έθνους, συχνά ανάμεικτα με το ποιητικό βίωμα.

Έτσι ο καπνός – ουδός της λήθης και της μνήμης – μεταφύεται, άλλοτε σε παρειδωλία συναισθητική:

κι ἀκούγεται ὣς πέρα τοῦ τσιγάρου ἡ μυρωδιὰ/πῶς ἀνεβαίνει τὸ πρωὶ ἀπὸ τὸ ποτάμι/ ν ̓ ἁπλώνεται φτερούγα λιβανιὰ στὰ ἔρημα μέρη, φορές-φορές παραίσθηση: καὶ τοῦ καπνοῦ του ἡ μυρωδιὰ χύνεται:«Φύγε, κλέφτη!»,

κάποτε γίνεται μεταφορά: μὲ τὴν ψυχὴ ἀναμμένη καὶ ποῦ νὰ τὴν σβήσει, κι άλλες πιστή παράθεση: ν ̓ ἀνάβεις καὶ νὰ σβήνεις τὰ τσιγάρα.

 

Πέρα από την ποιητική του ευπλασία, ο καπνός χρησιμεύει ως μέσο αναφοράς, του ποιητικού πλαισίου που γέννησε το Ἔθνος ἐξαιρετικά. Ο Ποιητής τραγουδά: αὐτὰρὈδυσσεύς, ἱέμενος καὶκαπνὸν ἀποθρῴσκοντα νοῆσαι ἧς γαίης θανέειν ἱμείρεται, και: ψυχὴδὲκατὰχθονὸς ἠΰτε καπνὸς ᾤχετο τετριγυῖα. Και ψάλλει: κατευθυνθήτω ἡ προσευχή μου ὡς θυμίαμα ἐνώπιόν σου. Και μοιρολογά: Βλέπεις εκείνη τη φωτιά, μαύρο καπνό που βγάνει; Εκεί καίγονται κόκαλα, κόκαλα αντρειωμένων.

 

Το πρώτο τσιγάρο, το ανάβει ο επώνυμος «σηματωρός» Νίκος Εγγονόπουλος, με το μότο: γιατὶ πρέπει νὰ ἔχει ὁ στρατιώτης τὰ τσιγάρα του. Ο στίχος του αναβλύζει την οσμή της Μικρῆς σουΐτας σὲ κόκκινο μεῖζον, του Γιάννη Ρίτσου: ἀδειοῦχοι στρατιῶτες καπνίζουν κάτω ἀπ᾿τὸὑπόστεγο. Κατόπιν, η πρώτη μέρα ανατέλλει.[1]

Το ιστόρημα του Ἔθνους ἐξαιρετικά, εστιάζει στο πολύπαθο του 20ου αιώνα: την απώλεια και τον ξεριζωμό που υπέστει ο ελληνικός λαός. Ο ποιητής, κοινωνός και λειτουργός του δράματος που εκπορεύει το ανθρώπινο βίωμα, το κάνει πρόσφορο και νάμα για τον αναγνώστη, προσφέροντας συνάμα χώρο, για κριτική και αναστοχασμό.

Ὁ καθεῖς καὶτὰὅπλα του, διαμήνυε ο Ελύτης. Μέχρι το κόκαλο οπλισμένος, ο ποιητής καιροφυλακτεί. Την πρώτη μέρα η προσήμανση, πως στο έργο εμφωλεύει το αυτοβίωμα. Έτσι, η μοναξιά στο παραγώνι παρηχεί με το Κοντογόνι, και η ζωή του που παφλάζει, με το χωριό του, Παπαφλέσσα[2]. Η σιωπή και οι λάμψεις, διαβιβάζουν την μνήμη και τον στοχασμό. Ενώ οι λέξεις ἐληὲς και λαγοῦ, παραπέμπουν στον αδελφικό του φίλο και αδικοθάνατο ποιητή, Ηλία Λάγιο.

Ο Κοσμόπουλος εναρμονίζει το έργο του επιστρατέυοντας μορφή «εναρμονίου μετατροπίας». Ο εναρκτήριος στίχος μὲἜθνος ἐξαιρετικὰ καὶ  Σέρτικα Λαμίας της 1ης ημέρας, μετουσιώνεται σε Ἔθνος ἐξαιρετικὰ καὶἈγρινίου  Καρέλια στην 2η. Το λένε βλέπουν τὴν  χλαίνη του μέσ ̓  ἀπ ̓ τὰ κυπαρίσσια της 1ης, γίνεται στὴν ἄκρη ἡ χλαίνη του. Τραῦμα ποὺ χαίνει κατά την 3η μέρα, κ.ο.κ..

Μα ο αρμός της ποίησης εμφαίνει και σε πήδους πιο πλατείς. Ο σταλαγμίτης της 5ης ημέρας εφάπτεται του σταλακτίτη της 12ης. Τα γυλιά της 4ης τάττονται νοερά με το σακκίδιο της 21ης. Το λεωφορεῖο της 11ης, με το λεωφορεῖο της 42ης, και τα κοκκόρια της 21ης, με τον πετεινὸ της 34ης.

Στην αρμογή της στενοτέρας κλίμακος μετέχουσες συνδράμουν οι αλλεπάλληλες παρηχήσεις: ἐληὲς- ἀμπέλια, Ἀγρινίου Καρέλια – Κάλε-Γκρότο, χλαίνη – χαίνει, βελανιδιά και βέβηλα, ἔρημος- μαραμένη, πότε ἦρθε κι ἀπὸ ποῦ/σὲ ποιόν τόπο πηγαίνει, ο σταλακτίτης και το κρύσταλλο, ἀπ ̓ ὥρα σ ̓ ὥρα – βορὰ, φωνῆς και φυλλωσιές, Πέντε Μίλι -Μιὰ Μηλιά, φιλντισένια – καρφιά, λερή -κουρελιασμένη, ζόφοςτῆςζωῆς, κ.ο.κ..

Συνυφασμένη με την παρήχηση και η ρίμα[3], χορεύει σε τετράστιχα ζευγαρωτά:

Ἀπ ̓ τὰ Βουρλὰ κι ἀπ ̓ τ ̓ Ἀδραμύττι

βαρκούλαβγαίνει μ ̓ ἕνανδύτη.

Βουτάει γιὰ κόκκαλα καὶ ροῦχα

καὶ γιὰ τὰ γράμματα ποὺ σοῦ ̓χα

 

πλεχτά:

 

Μὲ τὸν ἀέρα ἔρχεται, περνάει ἀόρατη φωνὴ στὰ φύλλα

χτενίζει τὶς ξεμαλλιασμένες στέγες, γκρέμια, σάπια παράθυρα
καὶ σκοτεινιάζει στὴν ἀκρογιαλιὰ ξεμεινεμένα ξ ύλα,

πέτρες τὴν συλλαβίζουνε στὶς χαρακιὲς τῆς σιωπῆς τους παράφορα

 

και σταυρωτά:

 

Γίνε θρύμματα καὶ σπάσε μιὰ φορὰ
ὁ χορὸς  ν ̓ ἀρχίσει τῶν κρυφῶν χρωμάτων

καὶ στὴν γλώσσα ἀρρήτων ἀρωμάτων

δῶσε μου ξανὰ τὰ ὑδάτινα φτερά.

 

Άλλοτε ζεύγη τρίστιχα λειαίνει:

 

Μαύρη πέτρα σὲ κοιτάζω στὸν βυθὸ

ριζωμένη στῆς ἄμμου τὸν φωσφόρο.

Γιὰ τοὺςἡττημένους πλέξε δῶρο

τὸν ρυθμὸ ποὺ στὰ κλαδιά του θὰ σωθῶ.

Μαῦρο, λάμψε, τὸ κερί σου νικηφόρο

δάκρυ δός μου, λύχνοτροπαιοφόρο

 

κι ανάκατα:

 

Κάποτε βρίσκει πάρκο ἢ πλατεία
μὲ χλωμὰ δέντρα, ἀναιμικὸ χορτάρι

καὶ νοιώθει —ἔστω ψέματα κι ἀστεῖα—

εὔσπλαγχνο χέριπὼς  τὸ ἔχει πάρει

 

στὰ μέρη ποὺ πρωτόμαθε τὸν κόσμο.

Σὲ μιὰ πατρίδα διάφανη, γαλήνη

στὴν χάρη, στῆς ἀγάπης τὴν σαγήνη.

 

Τ ̓ ἄκακα κλείνει μάτια καὶ τὸν δυόσμο

τοῦ ἀνέμου της τὴν πικροδάφνη ἀκούει.

Μὰ ἔρχετ ̓ ἡ κλούβα, ἡ ἁλυσίδα κρούει.

 

και εσωτερικά:

 

Γιὰ τὸ πουλί, σᾶς λέω, τοῦ Παραδείσου τώρα

μαῦρο μυρωδικό, χωμάτινο σταφύλι
κάρπιζε ἀναλαμπὴ στοῦ στήθους του τὶςπέτρες

σὲ κλῆμα τοῦ φωτός, σ ̓ ἀμπέλι σκοτεινό.

 

Φορές-φορές ελεύθερα:

 

Εἶναι ἕνας γέρος, γέρνει νὰ πετρώσει
σὰν νυχτοπούλι σκουριασμένο μὲς στὴνλύπη.

Μόνον τ ̓ ἀδέσποτα σκυλιὰ τὸν εγνωρίζουν

καὶ τὸν σιμώνουν εκουνώντας τὴν οὐρά τους.

 

Και άλλες, αφηγηματικά:

 

Στὸντοῖχο πάνω ἀπ ̓  τὸ τραπέζι, ἡ φωτογραφία σου:

«Ἐνθύμιον Προύσης, 1921». Στοῦ χρόνου τὸ ἀναπόδρα-

στο, βαρὺ ἀπὸ σίδερο καιροῦ κι ἀπὸ χαλκὸ  βασάνων, στὴν

ἀνθοστήλη, τὰ ἄνθη τοῦ φωτογραφείου, μιὰ στιγμή, εὐω-

διάζουν. Καὶ τὰ μάτια σου, φθαρμένα πιὰ ἀπὸ καιρό, κυ-

ματίζουνε παρηγορητικά. Ἐτῶν εἰκοσιένα.

 

Στο τετράστιχο: Ἀπὸ τὴν θάλασσατῆς Πύλου/χρυσὸ ἕνα μῆλο νὰ σοῦ στείλω./Πίσω ἀπ ̓ τὴν ὄψη τοῦ καιροῦ/ μοῦ δείχνεις φλέβα τοῦ νεροῦ, ο Κοσμόπουλος φυλάσσει ζώπυρο την εκφορά του ωμέγα, κι αντιλαλεί ντοπιολαλιές χωριών της επαρχίας, που αντίκεινται στις γλωσσικές, προφορικές μεταβολές του χρόνου. Προσόμοια φρουρεί, και την παλιά γραφή, όπως στις λέξεις: νοιώθει, παληὰ, κόκκαλα και ξερριζωμένο.

 

Δηλώσιμο ενδεικτικά πως βρίθει από συμβολισμούς το Ἔθνοςἐξαιρετικά: Το κόκκινο αίμα στο πακέτο της μάρκας των τσιγάρων. Η ελιά της Αθηνάς και η άμπελος του Κυρίου. Η ξυλοδεσία της σχεδίας του Οδυσσέα και του Τιμίου Σταυρού. Η χλαίνη του Οδυσσέα και του Χριστού. Η οπή στο αριστερό πλευρό, τα σταυρωμένα χέρια, τα φιλντισένια καρφιά του εσταυρωμένου. Η αριθμοσοφία που φωλεύει στην Τροία, το Νόστο, και τη Σμύρνη. Οι τροπικές μελωδίες της Αιολίδας, της Φρυγίας, και της Λυδίας. Το γεράκι, ο οιωνός του Απόλλωνα. Ο Φοίνικας που διαρκώς αναγεννάται, και το αρχαίο πουλί που έπει πτερόεντο. Το κιβώτιο του Νώε, και το καράβι της φάτνης και των συντρόφων. Ο Άργος το πιστό σκυλί, και τα σκυλάδικα της σύγχρονης Ελλάδας. Η συνομιλία με τους νεκρούς στη Νέκυια,και η προσευχή στον κήπο της Γεσθημανής.

Η πλέξη του έργου τελείται με εικόνες ζωηρές, παρομοιώσεις και μεταφορές: περνάει […] μὲ τοῦ λαγοῦ τὸ ρίγος, μὲ τὰ χέρια σταυρωμένα σὰν  ξερὰ κλαδιὰ, και τὰ χρόνια τυλιγμένα, ἀπὸ κλαρὶ σγουρό, βλέπω μιλᾶνε —ὅπως μοῦ ̓λεγες— οἱ πεθαμένοι,γιατὶ ̓ναι δίσκος ἡ σελήνη ἱερὸς / ὅπου ἀποθέσαν οἱ οὐρανοὶ τὴν Κάρα τὴν Τιμία[4].

Ο ποιητής επικαλείται την μούσα την αρχαία, και την πατερική: το ομηρικό —παρακαλῶ σε— τὸ τραγούδι μου ν ̓ ἀνάψει ζωηφόρο/Ἀλλά, ψυχή μου, ὅ,τι σ ̓ ἀνάθρεψε στοχάσου[5], και το ορφικό νερὸ τῆς λησμονιᾶς. Τα εδάφια της Παλαιάς «χοῦς εἶ καὶ εἰς χοῦν ἀπελεύσει», και της Καινής Διαθήκης “Νερό”, μοῦ λέγανε, “νερό”.

Φορές σκαλίζει την Λαογραφία: Τρία καράβια πᾶνε Σμύρνη καὶΚορδελιό (Παραδοσιακό), γιατὶ στ ̓ ἁλώνια τὸν γονάτισε τὸν  χάρο (Δημοτικό), Γυρεύω[…] τὸν ἀστέρα (κάλαντα Χριστουγέννων)[6].

Και άλλες την ποίηση, την δικιά του και των δασκάλων του: μὲἜθνος ἐξαιρετικά/μοῦ ἱστοροῦσε γιὰ τὸν ποταμὸ Σαγγάριο (Κοσμόπουλος), Μελισσουργός/χειμώνιασε, θὰ μᾶς ἀφήσουν τὰ πουλιά (Δροσίνης), τὸ αἷμα ποὺ ξεχειλίζει ὁ Σκάμανδρος (Σεφέρης), ἀπὸ τὸν κῆπο τοῦ βυθοῦ (Ελύτης), περνάει καὶ τώρα μέσα ἀπὸ ἐληὲς  κι ἀμπέλια (Ρίτσος), χαράματα θὰ ̓ρθεῖ παληὸ λεωφορεῖο/ ὁ εἰσπράκτορας θὰ μπήξει τὶςφωνὲς (Γκάτσος), κ.α.

Η δομή του Ἔθνους, μπολιάστηκε με γνώρισμα επικό και τραγικό: Το ποίημα χορεύει, αφηγείται, τραγουδά, και παρακαταλογεί. Άλλοτε στα κρυφά, κι άλλοτε στα κρυφότερα. Ο ποιητής υποτιτλίζει μέρη του έργου με κατά ποσόν όπως: δίκην προοιμίου, Πάροδος, Σταθμός/ Στάση, Fuga (έξοδος), κ.α..

Στα κατά ποιόν, εξόν του μύθου (της πλοκής), δεσπόζει το ήθος του ποιητή. Στη σύνοψη, ο Κοσμόπουλος καταθέτει στεφάνη στους αθώους, του μάταιου πολέμου. Καθώς το άξιο του δικαίου, εμφαίνει καθαρά στην 2η ηχογράφηση, που ο ίστωρ αφηγείται, πώς γλύτωσε τον βιασμό χανούμισσα μικρή, από «δικούς μας» πεχλιβανήδες. Ο ποιητής, δεν ψελλίζει μπροστά στην προδοσία: «Μᾶς πουλήσανε τότε κι ἐκεῖνοι», κι απαριθμεί της ιστορίας τα στερημένα ονόματα: «Λυκοῦργος… Ἐσκὴ Σεχίρ… Πανάγος… Προύσα… Δημήτρης… Δρέπανο… Γιάννης, Νικόλας… Ντικελί…».Δίχως να λησμονεί την χρεία για την εις  εαυτόν κριτική: ἀλλὰ κι ἐγὼ καὶ οἱ φορτηγατζῆδες/ ἄναυδοι καὶ τρεμάμενοι μπανιστηρτζῆδες/ δίνουμε τὸ αἷμα μας, σοῦ τάζουμε παλάτια.

Στο έργο του, ο χρονος εκφαίνει κυκλικός (δίκην προοιμίου), εποχικός (Χειμωνιάτικο, Ἰούνιος), ημερολογιακός (†7.1.2023, ἡλιοστάσιο), ανάδρομος (καιρὸ μετά, στὸν Συναξαριστὴ […], εἶδα, Ἰουνίου δεκάτη, μνήμη τοῦ Ἁγίου Τιμοθέου Ἐπισκόπου Προύσης), αφηγηματικός (Ἰούνιο τοῦ ̓93, μοῦ ̓λεγε αὐτά), ιστορικός (στὴν Προύσα ξεκαλοκαιριάσαμε τὸ 1921), συμβολικός (Σαββάτο, τρίτολάλημα τοῦ πετεινοῦ […]ἦρθε τὸ μαντάτο), ανακλητικός (Στὸν τοῖχο πάνω ἀπ ̓  τὸ τραπέζι, ἡ φωτογραφία σου: «Ἐνθύμιον Προύσης, 1921»), κι εκφέρεται σε α΄ (πῶς νὰ μιλήσω γιὰ τὸν γέρο), β΄ (μοῦ δείχνεις φλέβα τοῦ νεροῦ ), και γ΄(ἀτμίζει ἡ γῆ) ποιητικό πρόσωπο.

Υστερολογώντας, το Ἔθνος ἐξαιρετικά στέκει ψηλά, σωστός ποιητικός άθλος. Στα δέκα περίπου χρόνια που διήρκεσε η συγγραφή του, ο Δημήτρης Κοσμόπουλος παρέμεινε πιστός και οπλισμένος ποιητής, κληροδοτώντας πολιτιστικό τεκμήριο βαθιάς συγκινησιακής φόρτισης. Η πολύτροπος επίνοια του έργου του, σέβεται και δικαιώνει τον χρόνο του αναγνώστη, και ως φέρελπι αναζωπυρώνει, την παλιγγενεσία του απολεσθέντος πνεύματος.

 

`

 

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

 

  1. Η εικασία πως τα 42 μέρη του έργου, αριθμημένα με λατινικούς χαρακτήρες, αντιστοιχούν σε ημέρες (χωρίς αυστηρό προσανατολισμό), εκπορεύεται από συστάδα στοιχείων: α) Ο ποιητής, στην απαρχή του ΧΧ, μας παραθέτει τον στίχο: γυρίζω μέρα, γυρίζω σελίδα. β) Ο αριθμός τους εγγίζει τον αριθμό των ημερών που εκτυλίσσεται η Οδύσσεια. Κάποιες φορές, μάλιστα, θαρρείς τον κατοπτρίζει. Για παράδειγμα, τα μέρη ΧΧΧΙ και ΧΧΧΙΙ, ομοιάζουν με την άφιξη του Οδυσσέα στο νησί των Φαιάκων. γ) Τα μέρη VI, ΙΧ, υποτιτλίζονται ημερολογιακά. Ενώ το VI, μυρίζει Μεγαλοπαράσκευο. δ) Ο ποιητής αξιοποιεί συχνά το μέσο της παρήχησης των λέξεων (μέρος/ημέρα).
  2. Ο Δημήτρης Κοσμόπουλος γεννήθηκε στο Κοντογόνι (Παπαφλέσσα) Πυλίας στη Μεσσηνία.
  3. Εικόνες στο ποίημα σπαρμένες, όπως: νὰ τοῦ πλέξετε τραγούδια, σταυρωμένα σὰν ξερὰ κλαδιὰ, κλαρὶ σγουρό, κισσοὶ τυλίγουνε τὶς κάμαρες καὶ φθόγγοι, θαρρείς πως κατοπτρίζουν την στιχουργική του ποιητή.
  4. Ο στίχος διάφανα αντηχεί το ανδαλουσιανό cante jondo: Cerco tiene la luna/Mi amor ha muerto. Ενώ, η σιγαλιά που χτίζει ο Κοσμόπουλος στην ιερή τούτη σκηνή, κλονίζεται βίαια από ένα φορτηγό που γκαζώνει με 200 (χρόνια;).
  5. Ο στίχος θυμίζει έντονα το τέτλαθι δή, κραδίη· καὶ κύντερον ἄλλο ποτ᾽ ἔτλης, και ίσως συνδέεται με την 42η μέρα.
  6. Η λέξη παρίας ετυμολογείται από την λέξη paṟaiyaṉ που σημαίνει τυμπανιστής στα ταμίλ.

 

 

Δημήτρης Ρόντσης