Μέρος Α΄: Νίκος Καββαδίας, Του πολέμου/ Στο άλογό μου, εκδόσεις Άγρα, 2021 (Ι΄ Ανατύπωση)

Ο Νίκος Καββαδίας (1910-1975) με την έναρξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου έφυγε για το Αλβανικό Μέτωπο, όπου χρησιμοποιήθηκε στον Σταθμό Υποκλοπής της ΙΙΙ Μεραρχίας ημιονηγών και τραυματιοφορέων. Ο Παναγιώτης Κοκκόλης αναφέρει για τον Καββαδία: «Τον βλέπω μια φορά που πηγαίναμε για τη Βενετία ν’ ακουμπάει στην κουπαστή και να κοιτάει με τις ώρες τα βουνά της Αλβανίας. «Τι κοιτάτε, κύριε Νίκο, τόσο απορροφημένος;» «Σ’ αυτά τα βουνά το 1940 υπηρέτησα μουλαράς».[1] Σε αυτή την περίοδο της ζωής του και στις εμπειρίες του από το Μέτωπο αναφέρονται δύο μικρά πεζά κείμενά του, από τα ελάχιστα που έγραψε. Το πρώτο με τίτλο «Του πολέμου»[2] δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην εφημερίδα Αυγή στις 26 Οκτωβρίου 1975, ενώ το δεύτερο με τον τίτλο «Στο άλογό μου» δημοσιεύτηκε το 1945 στον τόμο Το Θαύμα της Αλβανίας απ’ τη σκοπιά της ΙΙΙ Μεραρχίας του Ξένου Ξενίτα[3].

Στο αφήγημα «Του πολέμου», το οποίο γράφτηκε σε μία μέρα και φέρει την ημερομηνία 3 Ιανουαρίου 1969, ο αφηγητής, ένας στρατιώτης, σε πρώτο πρόσωπο περιγράφει ένα περιστατικό κατά το οποίο χάθηκε στο Αλβανικό Μέτωπο, κατά τη διάρκεια της πορείας του προς το Δέλβινο[4], όταν το μουλάρι του που κουβαλούσε υγειονομικό υλικό, εξουθενωμένο, σωριάστηκε στην αυλή ενός εχθρικού αλβανικού σπιτιού, όπου οι κάτοικοι είχαν ταχθεί με τους Ιταλούς.

Αμέσως, ο αφηγητής – συγγραφέας αποκαθιστά την αλήθεια του θέλοντας να δείξει ότι βρέθηκε από σύμπτωση στη στεριά και ποτέ δεν πρόδωσε τη θάλασσα.

Σκεφτόμουνα τη θάλασσα, τη σιγουριά της, το γιατί ποτέ δεν τη φοβήθηκα. Να πνίγεσαι στη θάλασσα, μουρμούριζα, είναι φυσικό – στη στεριά είναι κάτι που ʼχει μέσα του μπαμπεσιά. Ένιωθα την ατίμωση ενός θανάτου από γλυκό νερό, μέσα στη λάσπη. (σ. 10)

Ο οικοδεσπότης, ένας Αρβανίτης του Νότου, στην αρχή αρνείται καχύποπτα και έπειτα τον φιλοξενεί με επιφύλαξη, μέχρι που ο αφηγητής βλέπει μια φωτογραφία του γιου του σταλμένη από την Αργεντινή και προφασίζεται ότι τον έχει γνωρίσει, για να κερδίσει την εύνοια του γέρου οικοδεσπότη. Έχοντας κάποιες γνώσεις για τη ζωή στην Αργεντινή, δίνει ψευδώς κάποια χαρακτηριστικά του γιου και ο γέρος από την ανάγκη του να πιστέψει, πιστεύει τελικά τον αφηγητή – στρατιώτη. Όταν ο γέρος τον εμπιστεύεται, τον πηγαίνει σε ένα δωμάτιο που κείτεται ο μεγάλος του γιος λαβωμένος, ο οποίος πολεμούσε στο πλευρό των Ιταλών. Ο γέρος δικαιολογείται:

Οι Τόσκοι[5] αγαπάμε τη Ρωμιοσύνη. Οι βουνίσιοι, οι Γκέκηδες[6], σας οχτρεύονται. Εκείνοι πήγαν με το θέλημά τους στους Ιταλούς. Εμείς με το ζόρι. (σ. 25)

Ο αφηγητής περιποιείται το τραύμα του γιου και συνομιλεί με τον γέρο, που του προσφέρει φαγητό. Την επομένη, φεύγει με το μουλάρι του συνεχίζοντας την πορεία προς το Δέλβινο.

Πρέπει να σημειωθεί ότι, αν και το περιστατικό φαίνεται να είναι αληθινό, ο Καββαδίας το αφηγείται εδώ ίσως με κάποιες παραλλαγές ή και με προσθήκη κάποιων μυθοπλαστικών στοιχείων, γι’ αυτό και στο τέλος προειδοποιεί τον αναγνώστη:

[…] Που αρχινάει ο μύθος, που φτάνει η αλήθεια, που η αλήθεια κόβει το μύθο… που τελειώνει… που ξεπερνάει… Με τέτοιο τροπάρι, στις δύο είχα φτάσει στο Δέλβινο[7]. (σ. 31-32)

Το δεύτερο αφήγημα, «Στο άλογό μου», γράφτηκε, πολύ πιο πριν από το προηγούμενο, στο χωριό Κούδεσι κοντά στη Χειμάρα τον Μάρτιο του 1941 και είναι μια σύντομη τρυφερή αποστροφή, ένας μελαγχολικός κουβεντιαστός μονόλογος στο άλογο που τον συνόδευε στον πόλεμο στην Αλβανία και έχασε εν ώρα υπηρεσίας. Το κείμενο αναδεικνύει την αγάπη του Καββαδία για τα ζώα και τη βαθιά του ευαισθησία.

Το να γράψει κανείς σ’ έναν άνθρωπο, είναι ίσως εύκολο στους πολλούς. Το να γράψει σ’ ένα ζώο, είναι αφάνταστα δύσκολο. Για τούτο φοβάμαι. Δε θα τα καταφέρω.

Τα χέρια μου έχουνε σκληρύνει από τα λουριά σου, κι η ψυχή μου από άλλη αιτία. Όμως πρέπει. Αισθάνομαι την ανάγκη. Γι’ αυτό θα σου γράψω. (σ. 35)

Η παρουσία ζώων, κυρίως γάτας ή μαϊμούς, είναι συχνή στο έργο του Καββαδία διασκεδάζοντας τη μοναξιά του ναυτικού και συμπληρώνοντας το πορτρέτο του ποιητή – ναυτικού.

Εκτός από τη βιωματική διάσταση και τη λογοτεχνική μαεστρία, η οποία έγκειται, κυρίως, στη λιτότητα και απλότητα του λόγου, στα δύο αυτά αφηγήματα ξεχωρίζουν δύο σημεία. Πρώτον, η αγάπη του Καββαδία για την τέχνη Στο πρώτο αφήγημα «Του πολέμου», όσο ο αφηγητής – στρατιώτης βρίσκεται στο σπίτι του γέρου παρατηρεί μια λιθογραφία του Gustave Doré[8], κρεμασμένη στον τοίχο σε ένα κάδρο χωρίς τζάμι, και όταν φτάνει η ώρα του αποχωρισμού:

Έβγαλε κάτι από τον κόρφο του. Ήταν το κόνισμα. Μου το προτείνει χωρίς να μιλάει.

Αρνήθηκα ανασηκώνοντας τα φρύδια μου.

– Για μένα, του ʼπα, η δύναμή της είναι η τέχνη της. Εσύ, με την πίστη σου, την κάνεις κι αποχτάει δύναμη.

– Κατάλαβα, μουρμούρισε. Θα ʼπρεπε να σου δώσω κείνη την παλιατσαρία, που ʼταν κρεμασμένη στον τοίχο. (σ. 31)

Αναφορές σε ζωγράφους και εικαστικά έργα συναντώνται και στη Βάρδια και στα ποιήματά του, επιφυλάσσοντάς τους μια εξέχουσα θέση στο έργο του και αποδεικνύοντας τη γοητεία που του ασκούσαν αλλά και την αγάπη του για την τέχνη.

Δεύτερον, η αιώνια και εμμονική απορία του Καββαδία για το αν εμείς οδηγούμε τη ζωή μας ή μας οδηγεί εκείνη. Έχει εκφραστεί στη Βάρδια «Τα πάμε τα καράβια ή μάς πάνε;»[9] και, πιο υπαινικτικά, στο Kuro Siwo «ο μπούσουλας είναι που στρέφει ή το καράβι;»[10], ενώ είναι παρούσα και στα δύο αφηγήματα. Το «Του πολέμου» ξεκινά ως εξής:

Κείνο το χειμώνα σαλαγούσα ένα φορτωμένο μουλάρι στους κατσικόδρομους της παραλιακής Αλβανίας. Λένε πως το ζώο με πήγαινε και με κυβερνούσε. Το ίδιο μου κάνει. (σ. 9)

Και «Στο άλογό μου» γράφει:

Θυμάσαι τη νύχτα με τη βροχή; Ανελέητα κι οι δυο μουσκεμένοι, προχωρούσαμε μέσα στη νύχτα. Μόνοι. Σε οδηγούσα ή με οδηγούσες; (σ. 37)

Αξίζει να σημειωθεί, καταληκτικά, ότι για την πολύτιμη εμπειρία του στο μέτωπο ο Καββαδίας μιλά και στη Βάρδια:

[…] Στην Αλβανία. Είχα χάσει τη μονάδα μου δυο μέρες. Μουσκεμένος, νηστικός κι ατσίγαρος. Είχε ξημερώσει. Μια μέρα χαρά θεού. Αγίου Νικολάου. Ο ήλιος έπαιζε πάνω στο βρεγμένο πράσινο. Περπατούσα σέρνοντας ένα πεινασμένο μουλάρι. Ξαφνικά, βλέπω ένα φαντάρο να μου κόβει το δρόμο.

« – Πώς είσ’ έτσι;» μου κάνει.

« – Πώς θες να ʼμαι; Μήπως απάντησες την τρίτη μοίρα τραυματιοφορέων;» του λέω.

« – Ναι. Έχει κατασκηνώσει τρεις ώρες μπροστά, στο μοναστήρι της Πέπελης[11]. Όπως πας, όλο ίσα.»

Έκανα να φύγω.

« – Στάσου», μου λέει.

Άνοιξε το σακίδιό του και μου ʼκοψε ένα κομμάτι κουραμάνα. Κίνησε να φύγει, μα ξαναγύρισε. Άνοιξ’ ένα κόκκινο πακέτο νούμερο δέκα και μου ʼδωσε ένα τσιγάρο. Το ʼπιασα στο χέρι μου και το κοιτούσα. Στην παλάμη μου ʼβαλε άλλο ένα κι έφυγε γρήγορα. […][12]

Στο περιστατικό αυτό και στο ίδιο μουλάρι ο Καββαδίας αναφέρεται και στα δυο μικρά πεζά, Του πολέμου/Στο άλογό μου, τα οποία εκδόθηκαν για πρώτη φορά μαζί σε βιβλίο πολύ αργότερα, το 1987, από τις εκδόσεις Άγρα με τη φροντίδα της αδερφής του Τζένιας Καββαδία. Την εν λόγω έκδοση εκτός από οχτώ φωτογραφίες του ποιητή, συμπληρώνει βιογραφικό σημείωμα του ποιητή γραμμένο από την αδερφή του, το οποίο επιγράφεται ως «Σύντομο βιογραφικό. Τα πρώτα χρόνια». Για τη συμμετοχή του Καββαδία στον πόλεμο γράφει: «Πήρε μέρος στον Αλβανικό και γύρισε από τους τελευταίους με τα πόδια, ταλαιπωρημένος, αδύνατος, τρώγοντας ό,τι του ʼδίναν οι νοικοκυρές στα χωριά απ’ όπου περνούσε.» (σ. 57-58)

Μέρος Β΄: Νίκος Καββαδίας, Λι, εκδόσεις Άγρα, 2022 (Η΄ Ανατύπωση)

 Το 1968 ο Νίκος Καββαδίας ταξιδεύει στην Κεφαλονιά μετά από 35 χρόνια απουσίας. Ανήμερα Χριστούγεννα γράφει το μικρό πεζό Λι, το οποίο εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1987 από τις εκδόσεις Άγρα. Το 1994 η Βελγίδα Marion Hansel βάσισε στο Λι την ολλανδο – αγγλική ταινία «Between the devil and the deep blue sea» με την οποία εκπροσώπησε το 1995 τη χώρα της στο Φεστιβάλ των Καννών με πρωταγωνιστές τους Στήβεν Ρία (στον ρόλο του ασυρματιστή Νίκου) και Λινγκ Τσου (στον ρόλο της νεαρής κινέζας Λι). Το ιδεόγραμμα του ονόματος Λι, που εμφανίζεται στο εξώφυλλο και στο εσωτερικό του βιβλίου σε διάφορες παραλλαγές, καλλιγραφήθηκε από τον Κινέζο ηθοποιό και ζωγράφο Tielin Zhang το 1987 ειδικά για την έκδοση της Άγρας. Η ιστορία της Λι είναι ένα από τα ελάχιστα πεζά κείμενα που έγραψε ο Καββαδίας και εκτείνεται σε περίπου 50 σελίδες μικρού μεγέθους (12×17).

Ο Καββαδίας στο έργο του αναφέρεται συχνά στην Κίνα και αυτή η συνεχής επιστροφή στην Κίνα μόνο τυχαία δεν είναι. Ο Φίλιππος Φιλίππου γράφει: «Η Κίνα για τον Καββαδία ήταν σαν δεύτερη πατρίδα. Εκεί γεννήθηκε, μεγάλωσε και μάλιστα έμαθε και λίγα κινέζικα. Θυμόταν αμυδρά τα παιδικά του χρόνια και συχνά αφηγούνταν κάποια αναμνήσεις του από την παλιά Κίνα, στην οποία είχε πάει ως ναυτικός […] Γνωρίζοντας την αγάπη του για την Κίνα, οι φίλοι του τον αποκαλούσαν χαϊδευτικά «Κινέζο», και αυτός το δεχόταν με τη συνηθισμένη του πραότητα. Φυσικά δεν παρέλειπε να τονίζει ότι, όπως όλοι οι θαλασσινοί, δεν έχει πατρίδα».[13]

Και για το Λι, ο Φιλίππου γράφει: «Το 1968, δηλαδή την περίοδο που η Πολιτιστική Επανάσταση βρίσκεται στο απόγειό της, γράφει τη νουβέλα Λι με χώρο δράσης το Χονγκ Κονγκ. Εκεί βάζει τη μικρή Κινέζα να θυμηθεί την πάλη του κινεζικού λαού κατά των Άγγλων. […] Ο Καββαδίας αναφέρεται στον πόλεμο των Μπόξερς, το 1898, τότε που τα ριζοσπαστικά στοιχεία της Κίνας εξεγέρθηκαν κατά των ξένων (ιδίως κατά των Άγγλων και των Γερμανών) εξαιτίας της προκλητικής τους συμπεριφοράς έναντι του ντόπιου πληθυσμού. Το 1899 σκότωσαν έναν Άγγλο ιεραπόστολο και το 1900 τον Γερμανό πρεσβευτή. Στο Τσιλί, το Σανσί και τη Μαντζουρία άρχισαν οι φόνοι των χριστιανών αδιακρίτως, αλλοδαπών και Κινέζων. Θορυβημένες οι μεγάλες δυνάμεις έστειλαν στρατεύματα στο Πεκίνο, το κατέλαβαν και το κατέστρεψαν. Ακολούθησε μια ατιμωτική συνθήκη, και η Κίνα έγινε υποχείριο των ξένων. Οι Άγγλοι συμπεριφέρονταν πλέον σαν σε κατακτημένη χώρα.»[14]

Το αφήγημα διηγείται τη σύντομη συνάντηση του αφηγητή – ασυρματιστή με μια μικρή δεκάχρονη Κινεζούλα, στην οποία ο πρώτος δίνει το όνομα Λι, όταν το πλοίο του φούνταρε ανάμεσα Καουλούν[15] και Χονγκ Κονγκ και περίμεναν να το παραδώσουν στους καινούργιους αγοραστές και να φύγουν. Το κείμενο εισάγει ευθύς εξαρχής τον αναγνώστη στο κλίμα, στις συνθήκες, τα έθιμα και στη φιλοσοφία του τοπικού πολιτισμού, που επικρατούσαν πριν πολλά χρόνια στην Κίνα και, συγκεκριμένα, στα Σαμπάν (πλωτές κατοικίες) με τα γιόγκα (Κινέζικα καΐκια) ολόγυρα. Είναι συγκλονιστική η περιγραφική απλότητα και λιτότητα του αφηγήματος, το οποίο κυλά διηγούμενο τη βαθιά ανθρώπινη σχέση που απέκτησε ο ασυρματιστής του πλοίου με τη μικρή Λι, η οποία ήταν διατεθειμένη να δουλέψει για εκείνον, προκειμένου να πάρει σε αντάλλαγμα οτιδήποτε της έδινε ο ναυτικός. Ο νους της ήταν πάντοτε στην πάμφτωχη οικογένειά της και στο έξι μηνών αδελφάκι της, του οποίου είχε ουσιαστικά αναλάβει την ανατροφή και το είχε συνεχώς μαζί της.

[…]

– Τι θέλεις; ρώτησα.

– Να σε δουλέψω όσο μείνετε, μου απάντησε με χελιδονίσια εγγλέζικα.

– Τι ξέρεις;

– Σάρωμα, σφουγγάρισμα. Μαντάρω και κάλτσες.

Τα χέρια της μιλούσαν. Σου ʼδινε να καταλάβεις με χειρονομίες.

– Θα μου δίνεις φαΐ για μένα και τον αδερφό μου. Δεν τρώμε πολύ. Δε θα σου στοιχίσει.

Την έπιασα να κοιτάζει λαίμαργα ένα πιάτο με αυγά που βρισκόταν στο τραπέζι. Της έδωσα τέσσερα. Έβαλε δύο στις τσέπες και κράτησε τ’ άλλα δύο στα χέρια. Κίνησε να φύγει.

– Πού πας;

– Στο Σαμπάν, στο σπίτι μου.

– Πώς θα κατέβεις την ανεμόσκαλα;

– Έλα να δεις.  

[…][16]

Η μικρή Λι δεν έχει βγει ποτέ έξω από τον πλωτό τόπο που ζει, δεν έχει δει ποτέ το Χονγκ Κονγκ, εντούτοις ξέρει καλά το μέρος ακούγοντας ιστορίες και παραμύθια για αυτόν από τον δάσκαλο και τον παραμυθά που έρχεται στα Σαμπάν κάθε εφτά μέρες. Η συμπεριφορά, η διακριτικότητα, η ευγένεια και η φαντασία της Λι αναδύονται έντονα μέσα από την τόσο λιτή και απογυμνωμένη από περιττά εκφραστικά μέσα γραφή του Καββαδία.

Ο αφηγητής αφήνεται στα χέρια και στο μυαλό της μικρής Λι, η οποία παραμυθητικά τον ταξιδεύει και του γνωρίζει τον τόπο της. Την ανάπτυξη της αφήγησης πυροδοτεί η πρόσκληση του ναυτικού – ασυρματιστή να σεργιανίσουν μαζί με τη Λι την πολιτεία του Χονγκ Κονγκ. Η μικρή Λι, που ποτέ μέχρι τότε, δεν είχε πατήσει στεριά, με θαυμαστή αξιοπρέπεια, ωριμότητα και σθένος πορεύεται πλάι στον αφηγητή και με μια παράδοξη για την ηλικία της συνειδητότητα κλείνει οικογενειακές εκκρεμότητες μεταφέροντας μηνύματα πρώτα στον μεγάλο αδερφό και τον πατέρα της και τέλος στην αδερφή της. Έπειτα η μικρή Λι απολαμβάνει τη βόλτα της στη μεγαλούπολη, όσο την αφήγηση εμποτίζουν τα κινέζικα εξωτικά τοπωνύμια και φαγητά, η κινέζικη νοοτροπία, η παρακμιακή και περιθωριακή, ενδεχομένως, εξεικόνιση της πολιτείας, όπου οι ναρκέμποροι, οι πόρνες και οι λαθρέμποροι τίθενται σε πρώτο πλάνο, ως εκ των ων ουκ άνευ περσόνες για την ταυτότητα του τόπου και την εγκυρότητα της αφήγησης.

Μετά από λίγες μέρες ήρθε το όρντινο[17] της αναχώρησης. Μια αναχώρηση πικρή, μελαγχολική μετά από αυτή την απροσδόκητη εμπειρία. Η γραφή του Καββαδία πάντα βιωματική και εναργής αποδίδει την εμπειρία του με αισθαντικότητα και σεβασμό, ενώ ξεδιπλώνει υποβλητικά τη σοφία, την πείρα της ζωής που έχει κατακτήσει η μικρή Λι για τους ανθρώπους και τη ζωή. Μια ζωή γεμάτη βάσανα και δυσκολίες, φτώχεια και κακοπέραση. Αλλά και μια ζωή ζηλευτή, πλούσια σε περηφάνια, αξιοπρέπεια και ανθρωπιά.

Στο τελωνείο του Πειραιά ένας ελεγκτής ψάχνοντας τις αποσκευές μου, βρήκε στο πάτο ενός σάκου που δεν είχε ανοίξει από την ημέρα που αφήσαμε το καράβι ένα μικρό δέμα από στρατσόχαρτο. Το άνοιξε. Ξετύλιξε με προσοχή μια μικρή παλιά παντιέρα που ʼχε στο μάκρος της ένα Δράκοντα κεντημένο με χρυσοκλωνά[18] ξεφτισμένη.

Τη χαρακτήρισε «αντικείμενο άνευ αξίας» και την ξανάβαλε στη θέση της.[19]

Η Λι είναι υπαρκτό πρόσωπο. Ο Φιλίππου γράφει ότι «ο Καββαδίας μεγάλωσε μαζί της στη Μαντζουρία και την είχε πάντα στη μνήμη του, σαν ένα από τα αγαπημένα πρόσωπα της παιδικής του ηλικίας. Αργότερα, όταν έφτασε η ώρα, τη μετέτρεψε λογοτεχνικά, κατά τη συνήθειά του»[20] και παραθέτει ένα απόσπασμα από τις λίγες συνεντεύξεις του ποιητή:

«… Κινέζα ήταν η πρώτη γυναίκα που με χάιδεψε… ένα κοριτσάκι… Λε, τ’ όνομά της. Ήταν το κορίτσι που ʼχε η μάνα μου να με φροντίζει, όταν έβγαινε με τον πατέρα. Οι Κινέζες είναι στοργικές, με μια εσωτερική αρμονία που εκδηλώνεται σε κάθε τους κίνηση…»[21]

Αυτά τα τρία μικρά πεζά κείμενα συμπυκνώνουν και συμπληρώνουν τη φιλοσοφία και την ποιητική του Νίκου Καββαδία, έτσι όπως εκείνες αναπτύχθηκαν εκτενέστερα στα ποιήματά του και στη Βάρδια.

 ****************************************************************

*Ο Δημήτρης Μπαλτάς είναι φιλόλογος, ποιητής, υποψήφιος διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας.

[1] Απόσπασμα από την αφήγηση του Παναγιώτη Κοκκόλη με τίτλο «Η βόμβα! Η κόρη! Ο οίνος!» στο Μήτσος Κασόλας, (2010), Νίκος Καββαδίας. Ο δαίμονας χόρευε μέσα του, Αθήνα:Καστανιώτης, σ. 110-113.

[2] Το συγκεκριμένο διήγημα του Καββαδία δραματοποιήθηκε για την τηλεόραση το 1977 σε σκηνοθεσία Χρήστου Παληγιαννόπουλου και η ταινία διάρκειας περίπου 40 λεπτών είναι κατατεθειμένη στο αρχείο της ΕΡΤ.

[3] Ο Ξενοφών Άκογλου ή Άκογλους (1895-1961) ήταν Έλληνας λογοτέχνης, λαογράφος και στρατιωτικός, περισσότερο γνωστός με το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Ξένος Ξενίτας. Κατά τη διάρκεια του πολέμου της Αλβανίας συνεργάστηκε με το περιοδικό Νεοελληνικά Γράμματα ως ανταποκριτής. Το 1945 εξέδωσε το βιβλίο Το θαύμα της Αλβανίας απ’ τη σκοπιά της ΙΙΙ Μεραρχίας, το οποίο βασίστηκε στις ανταποκρίσεις του από το μέτωπο κατά τη διάρκεια του πολέμου.

[4] Δέλβινο: πόλη της Ν. Αλβανίας κοντά στους Αγίους Σαράντα.

[5] Τόσκοι: νοτιοαλβανικό φύλο.

[6] Γκέκηδες: βορειοαλβανικό φύλο.

[8] Gustave Doré (1832 – 1883): Γάλλος ζωγράφος, γλύπτης και χαράκτης.

[9] Βλ. Νίκος Καββαδίας, (2023κα΄), Βάρδια, Αθήνα:Άγρα, σ. 124.

[10] Το ποίημα περιλαμβάνεται στη συλλογή Πούσι (1947). Εδώ βλ. Νίκος Καββαδίας, (2020κδ΄), Πούσι, Αθήνα:Άγρα, σ. 11.

[11] Πέπελη: χωριό της Β. Ηπείρου κοντά στα ελληνοαλβανικά σύνορα, στην επαρχία Αργυροκάστρου. Βλ. και Γιώργος Τράπαλης, (2010), Γλωσσάρι στο έργο του Νίκου Καββαδία, Αθήνα:Άγρα.

[12] Από την έκδοση Νίκος Καββαδίας, (2023κα΄), Βάρδια, Αθήνα:Άγρα, σ. 48-49.

[13] Βλ. Φίλιππος Φιλίππου, (2010β΄), Ο πολιτικός Νίκος Καββαδίας, Αθήνα:Άγρα, σ. 95-100.

[14] Βλ. ό.π., σ. 101.

[15] Καουλούν: περιοχή της Κίνας, απέναντι από το Χονγκ Κονγκ.

[16] Νίκος Καββαδίας (1987Α, 2022Η), Λι, Αθήνα:Άγρα, σ. 12-13. Σημ.: Τα αποσπάσματα που παρατίθενται εδώ προέρχονται από την Η΄ ανατύπωση (Απρίλιος, 2022) του έργου.

[17] όρντινο: <ιταλ. ordine: παραγγελία, διαταγή. Βλ. και Γιώργος Τράπαλης, (2010), Γλωσσάρι στο έργο του Νίκου Καββαδία, Αθήνα:Άγρα.

[18] χρυσοκλωνά: χρυσή κλωστή.

[19] Νίκος Καββαδίας (1987Α, 2022Η), Λι, Αθήνα:Άγρα, σ. 50.

[20] Βλ. Φίλιππος Φιλίππου, (2010β΄), Ο πολιτικός Νίκος Καββαδίας, Αθήνα:Άγρα, σ. 101.

[21] «Νίκος Καββαδίας, ο αρμενιστής φιλόσοφος», συνέντευξη του ποιητή στη Φλέρυ Κούβελα – Τασσιάκου για το περ. Γυναίκα, αρ. 736, 29 Μαρτίου 1978, σ. 40-42. Εδώ στο Φίλιππος Φιλίππου, (2010β΄), Ο πολιτικός Νίκος Καββαδίας, Αθήνα:Άγρα, σ. 101-102.