Η μετάνοια ως αφήγηση. Μικρές οπές σκέψης για ένα αδύνατον κείμενο.

 

 

“ Στέργειν μὲν ἡμᾶς, ὡς ἀκίνδυνον φόβ
Ρᾶον σιωπήν. Τ
πόθ δέ, Παρθένε,
Ὕμνους ὑφαίνειν συντόνως τεθηγμένους,
Ἐργῶδες ἐστίν. Ἀλλὰ καί, μῆτερ, σθένος,
Ὅση πέφυκεν ἡ προαίρεσις δίδου.“

Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός

 

Βουβή εβδομάδα και εγώ τολμώ να γράψω, και μάλιστα για ένα αδύνατον κείμενο. Συγχωρέστε με, αλλά το τολμώ ακριβώς γι΄αυτό: γιατί οι μέρες είναι τέτοιες και το κείμενο αδύνατον. Και επειδή έχω την αίσθηση ότι ενίοτε η γραφή είναι πιο σιωπή απ΄τη σιωπή. Μιλώ για την αξία της σιωπής, όταν αυτή είναι «χρυσός» και, προφανώς, δεν είναι πάντα, ειδικά όταν, ενώ από καλή συντυχιά έχεις γίνει κοινωνός ενός δώρου που απευθύνεται σε όλους, εσύ το κρατάς για τον εαυτό σου.

Έτσι, λοιπόν, παρότι βρίσκομαι σε απορία, τολμώ να μοιραστώ κάποιες πολύ μικρές οπές σκέψης για ένα ορθάνοιχτο και εν εικόνι διαπορευόμενο κείμενο στην άδολη περιοχή του αδύνατου, εκεί που «τα πάντα δυνατά τω πιστεύοντι». Για το ποιος είναι αυτός ο πιστεύων και πόση ερωτική τρέλα τού ξεχειλίζει, ώστε αμετανόητος να καταπιάνεται, όντας ασθενής, με τα αμήχανα, για να τα διηγείται παράφορα ώσπου παράφορα να τα πάθει, ας αφήσουμε, προσώρας, να μας προετοιμάσει καταλλήλως ο άγιος Ιωάννης Ο Δαμασκηνός, του οποίου σχετικό χωρίο από τον χριστουγεννιάτικο ιαμβικό του κανόνα προέταξα, πολλαπλώς σκόπιμα, όπως, ενδεχομένως, αναφανεί καθοδόν.

Ο λόγος για το δεύτερο βιβλίο του μεγαλεπήβολου και πολύτομου μυθιστορηματικού εγχειρήματος του ευρηματικού Κύπριου λογοτέχνη Κυριάκου Μαργαρίτη, υπό τον τίτλο Νέα Κρόνακα, δεύτερο κατά σειρά και της τριλογίας: Εννέα, Σαμψών, Συμβάν ΄74 (υπό έκδοση), που κυκλοφόρησε τέλη Νοεμβρίου του 2023, δώρο χριστουγεννιάτικο και αμφιλαφές, όπως το μυστήριο της Ενσάρκωσης που αποτελεί τον πυρήνα της αφήγησής του. Σκοτεινό και εν τω άμα αποκαλυπτικά φωτεινό: η αυτοπροσωπογραφία ενός έκπτωτου κόσμου εν ετέρα μορφή. Πρόκειται για την αφήγηση της Ιστορίας από την πτώση της στον ευαγγελισμό της Μεταμόρφωσής της, από το πονηρόν του χρόνου της στον εσχατολογικό Χρόνο ως αδιάψευστο παρόν στο Ένα Σώμα της Βασιλείας, από τη χώρα του Ποτέ στη χώρα του Νυν και του Πάντοτε. Για την αφήγηση ως προσωπική και συλλογική περιπέτεια από το μηδέν της ουσίας μας στο άπειρο της εικόνας μας, εκεί που τελειώνει η περίκλειστη ιστορία του ανθρώπου και ξεκινά το συναρπαστικό ενδεχόμενο της ιστορίας του Θεανθρώπου, σε ένα σπίτι με ορθάνοιχτη τη θύρα στο φως, την Εκκλησία. Εκεί, δηλαδή, που ελεύθερα αρχίζει ένας συναρπαστικός διάλογος, που δεν τελειώνει ποτέ, με τον έναν και απλούν ανεκλάλητο Έρωτα, τον μοναδικό Ηγαπημένο, γενάρχη πολλαπλών ενσαρκώσεων, «κατάλυμα ανθρωπίνων ερώτων», ευρηματικό επινοητή πλήθους μεταμορφώσεων.

Η Ενσάρκωση είναι η αρχή της αληθινής Ιστορίας, η Ανάσταση η φυσική της συνέχεια, ενώ η μωρία και το σκάνδαλο του Σταυρού ο μέγας δρόμος, εν μέσω ακανθών, από τον βόρβορο στα άστρα, ο πιο οδυνηρά φωτεινός σε μια selva oscura, ένα γλυκόπικρο φλυτζάνι τσάι πάνω από την άβυσσο, Η κάθοδος στον Άδη– με μόνη κρίση και μόνον Κριτή την Αγάπη-και η νέκρωσή του με την αστραπή της Θεότητος. Ο αφηγητής – συγγραφέας μας πληροφορεί: Ό,τι κι αν γράψω, θα είναι ακρόαση αυτής της στιγμής.

Να γιατί, μέρες βουβές, εγώ αποφασίζω δυο λόγια να ψελλίσω: σιωπηλός το επιτάσσει ο Καιρός. Να γιατί και ο Κυριάκος Μαργαρίτης καταπιάνεται με το εργώδες της ύφανσης του σειριακού κυπριακού του μυθιστορήματος, τη Νέα Κρόνακα: από τον πόθο αυτής της βουβής μουσικής. Προφανώς, μιλάμε για πράγματα μη μετρήσιμα, « ένα τίποτα, που ωστόσο είναι το παν», που λέει και ο Ελύτης.

Επανέρχομαι στον Σαμψών και αντιγράφω: Στον θείο έρωτα, στην ατέλειωτη πάλη του, η άμιλλα που ζητά να φτάσει όλο και πιο κοντά στον Ηγαπημένο δεν πάει να ξεπεράσει κανέναν αντίζηλο, αντιθέτως: τον Ηγαπημένο διακρίνει στον κάθε έναν αντίζηλο, κι εκεί αναπαύεται, στη σκιά των τύπων Χριστού. Έτσι αυξάνεται ο ζήλος. Ο θείος έρωτας είναι ζηλωτής. Παράφορος. Με τέτοια παραφορά αποθέτω τον τόμο Σαμψών κάτω από τον τόμο Εννέα, και προσεύχομαι να τον επισκιάσουν με χάρη τα παιδιά της ΕΟΚΑ, οι άγγελοι που συγκροτούν τα Φυλακισμένα μας Μνήματα. Μιλώ για τον Επιτάφιο ή: εγκωμιάζω». Με τέτοια παραφορά «μου ήλθαν δάκρυα. Άρχισα μαντηλάκι να υφαίνω». (Δανείζομαι το στίχο του Τσέλαν αυτούσιο, σε πρώτο πρόσωπο, γιατί μου το επιτρέπει ο αφηγητής, μάλλον με παρωθεί, όπως ενδεχομένως να μπορέσω να εξηγήσω σε λίγο). Από την ύφανση των ύμνων του Δαμασκηνού στην ύφανση του μαντηλιού του Τσέλαν. Εκεί με πηγαίνει συνειρμικά Ο Σαμψών, καθώς η αφήγησή του, τρόπον τινά, είναι η ιστορία ενός μαντηλιού και σκέφτομαι πόσο ωραία τα παίγνια της γλώσσας, όταν η κυριολεξία είναι πιο μεταφορά απ΄ τη μεταφορά ή, μάλλον, όταν κυριολεξία και μεταφορά ενδιασφίγγονται σε έναν γλωσσικό εκκλησιασμό!

Τον ιστορικό καμβά του βιβλίου (ή το μαντήλι που είναι το βιβλίο) αποτελεί, ασφαλώς κι εδώ, η νεώτερη ιστορία της Κύπρου, με κεντρικό ήρωα αυτή τη φορά τον πασίγνωστο Νίκο Γεωργιάδη, τον επονομαζόμενο «Σαμψών», ένα αμφιλεγόμενο πρόσωπο, μια πολύπλευρη προσωπικότητα, με πολυτάραχη ζωή και δράση και καθοριστικό ρόλο στην πολιτική ζωή της νήσου και τις ανοιχτές πληγές της που, από αμηχανία και ενοχή, συνωθούμε στη λέξη «Κυπριακό». Με εμφανή κεντρικό ήρωα τον Σαμψών και τις πολλές εκδοχές του, αυτές που του αποδίδουμε και αυτές που ο ίδιος ενσάρκωνε, όπως συμβαίνει με τον καθέναν από μας, ο Κυριάκος Μαργαρίτης, σε ένα πρώτο επίπεδο, ανοίγοντας και ξύνοντας πληγές, διατρέχει την πιο κρίσιμη, ίσως, εποχή της πρόσφατης κυπριακής ιστορίας, οριοθετούμενη από τη δράση του ήρωα στη δεκαετία του ΄60 ως τον ρόλο του στο πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου και την ολιγοήμερη Προεδρία του, τα έργα και τις ημέρες του μετά την εισβολή, τη σύλληψή του, την καταδίκη του σε εικοσαετή κάθειρξη, την ασθένεια και τη μετάβασή του στην Ευρώπη, την απονομή χάρης το 1992, την κατοπινή δημοσιογραφική δράση του, τις συνεντεύξεις και τις τηλεοπτικές εμφανίσεις του, την τελευταία νόσο και την εκδημία του το 2001. Κύριος μοχλός της αφήγησης η συνέντευξη του Νίκου Γεωργιάδη στον δημοσιογράφο Γιώργο Ηλιάδη στο Παρίσι το 1986, μια χειμωνιάτικη νύχτα.

Με «υλικά» εφόδια μια σειρά από φακέλους, που εν πολλοίς καταγράφονται στο Υστερόγραφο του βιβλίου, και με ένα κομποσχοίνι που δεν καταγράφεται, γιατί συνέχει το όλον, ο Κυριάκος Μαργαρίτης σκηνοθετεί μια πολυεπίπεδη αφήγηση, σε φυσική συνέχεια του Εννέα, για να γράψει ένα βιβλίο που απευθύνεται σε όλους, αλλά, πολύ φοβάται, όχι σε αυτούς που έχουν δίκιο. Επίμονα μας προλαμβάνει: Γι΄αυτό δεν θα κουραστώ να παρακαλώ: Μη με διαβάζετε / όταν / έχετε / δίκιο. Αδίκως κουράζεστε, αδίκως κοπιάζετε. Μετά απ΄αυτό, νομίζω, αρχίζει να γίνεται κατανοητό τι σημαίνει «γράφω ένα αδύνατον κείμενο». Αφού, λίγο πολύ, όλοι μας έχουμε δίκιο, μήπως το βιβλίο αυτό είναι καταδικασμένο να μείνει αδιάβαστο ή μισοδιαβασμένο και αδιάβατο; Ή μήπως απευθύνεται στον Κανένα και ελπίδα να το διαβάσει και να το απολαύσει, και πολύ περισσότερο να το γράψει, έχει ο Κανείς; Και, αν έτσι έχουν τα πράγματα, πώς γίνεται κάποιος «ο Κανένας»;

Νομίζω πως το περιεχόμενο και η μορφή αυτού του έργου, στην αρραγή τους ενότητα, αυτό το «πώς» αφηγούνται, δηλαδή την κένωση ή τη μετάνοια ή τη μεταμόρφωση ή … εν τέλει την ένωση. Ας τα πάρουμε ανάποδα: το πώς γίνεσαι Ένα με όλους τους άλλους από Αγάπη, όταν από Αγάπη γίνεσαι Κανένας. Αυτό, λοιπόν, επιχειρεί ο αφηγητής-συγγραφέας και στον δεύτερο τόμο του κυπριακού του μυθιστορήματος, με εμφανώς, όμως, εδώ, μεγαλύτερες τις προκλήσεις για τον ίδιο και για όλους μας: η κατάβαση στον Άδη είναι ανελέητη και η Κύπρος κλυδωνίζεται, μαζί και σύμπασα η υφήλιος, μαζί και η προσωπική μας «Κύπρος», που πάντα τη στενεύουμε στην επίδειξη ισχύος μας και στα άπειρα προσωπεία μας: Αυτή η εκκρεμότητα είναι το μόνο που με τρομάζει. Η αδύνατη αφήγηση, η αγωνία να πεις φωτεινά το σκοτάδι. Να το πιεις…

Αλλά «ψαρεύοντας έρχεται η θάλασσα», που λέει κι ο ποιητής, ή «τρώγοντας ανοίγει η όρεξη», που λέει κι ο λαός, για να προσθέσουμε πως μετανοώντας, μέσα από την οδό του πένθους και τη χαρμολύπη, που στάλες στάλες συνάζει, έρχεται η Αφήγηση και τανάπαλιν, κυρίως το δεύτερο: Η Κυριακή λοιπόν ξημερώνει. Κρατήστε, ωστόσο, την αγρυπνία της. Δίχως μετάνοια, δεν γίνεται αφήγηση. Αλλά η αφήγηση είναι ήδη η μετάνοια της. Εδώ τη διηγούμαι εις ζωήν του μέλλοντος αιώνος και βάζω επιτέλους αρχή-αμήν: η Αγάπη ξεπερνά και τον Άδη.

Στο σημείο αυτό επανέρχομαι στον ιαμβικό κανόνα του Ιωάννη του Δαμασκηνού, για να αναφανεί πώς μια εξύμνηση ή μια αφήγηση μπορεί να είναι καρπός μιας μετάνοιας εν εξελίξει, καθοδόν δηλαδή της ύφανσης του κειμένου, όταν ο πόθος της (της μετάνοιας) είναι γνήσιος, είναι δηλαδή ανομολόγητος καημός προσωπικής συντριβής και συνάμα πόθος ερωτικής συνάφειας, ερωτικού διαλόγου, κόμποι προσευχής. Με ποιον; Μα με τον Έναν και Απλούν, που ξέρει να γίνεται Κανένας και Ένα με τη Μητέρα Του και κάθε έναν ξεχωριστά από μας και με όλους μαζί, μας λέει ο Σαμψών. Είναι εκεί που επιδίωξη και αποτέλεσμα συμπίπτουν: η προσευχή, προκειμένου να ευοδωθεί η γραφή του ύμνου ή της αφήγησης, γίνεται ένα και το αυτό με τον ύμνο και την αφήγηση.

 

 

 

Ο Κυριάκος Μαργαρίτης επιχειρεί ένα αδύνατον κείμενο, όχι γιατί είναι ανυπέρβλητα δύσκολο να πεις το σκοτάδι, αλλά γιατί είναι ανυπέρβλητα δύσκολο να πεις και να πιεις το Φως, που εν Αγίω Πνεύματι κρύβεται πίσω απ΄το σκοτάδι και απο-καλύπτεται μπρός του. Να μιλήσεις για τη Θεανθρωπία, να μιλήσεις για την Αγιότητα, που θα πει να τις φανερώσεις, γιατί τις πάσχεις. Γι αυτό παίρνει το κομποσχοίνι του και κάνει προσευχή, που θα πει γράφει, με τόσο σκοτάδι και άλλη τόση ελπίδα: Όσα γράφω είναι αυτή η επίκληση. Η προσευχή. Για τα υπόλοιπα έχει ο Θεός, δηλαδή ο διαρκώς κενούμενος και συγκαταβαίνων Παραλήπτης, ο εν αρχή πάντα Αποστολέας.

Έτσι, ο αφηγητής-συγγραφέας ξεκινά από το τέλος του κόσμου να γράψει μια ερωτική επιστολή σε Κείνον που είναι «τα πάντα και εν πάσι», σε Κείνη που τον γέννησε, σε κείνους τους πανανθρώπους που τον μιμήθηκαν και τον μιμούνται και ζωοποιούν τον Σαμψών του, αλλά και σε όλους ανεξαιρέτως, με πρώτον τον κυοφορούμενο αληθινό εαυτό του, που μέσα στα ερείπια τον γεννά η Αφήγηση και που, με τη σειρά του, γεννά, μέσα στην περιπέτεια της μετάνοιάς του, την αφήγηση: Όλα είναι ακόμη να γίνουν. Ώσπου να μοιάσω στον Λόγο, ξέρω ότι θα μοιάζει ο Λόγος με εμάς. Θα μετρά την απόσταση, με σπιθαμές και πληγές, με ένα πένθος που διαρκεί ως το τέλος του κόσμου. Που είναι το καθ΄ημέραν τέλος του κόσμου.

Και έτσι όλοι μας, εκκλησιαζόμενοι μέσα στο κείμενο και δια του κειμένου, γινόμαστε δυνάμει, ενίοτε και ενεργεία, οι ήρωες, οι αφηγητές και οι αναγνώστες του βιβλίου. Μας φιλοξενεί, δια της Χάριτος, ο άγιος Σαμψών ο Ξενοδόχος, σε ένα απέραντο σπίτι που γίνεται για μας το κείμενο, ένας τόπος και ένας τρόπος συμφιλίωσης, συγχώρεσης και ευγνωμοσύνης, μετά τη μονομαχία του Θανάτου με τη Ζωή και τη αυτοθυσιαστική νίκη της δεύτερης. Οι ατομικές περιπτώσεις και αστοχίες δεν έχουν και τόση σημασία ούτε και οι ατομικές μονομαχίες, εκτός κι αν πρόκειται για την πάλη με τον ίδιο μας τον εαυτό. Ο γέροντας Ιωσήφ ο Βατοπαιδινός, «το βαρύ πυροβολικό» του βιβλίου, το διαβεβαιώνει πολλαπλώς: «Λοιπόν», λέει ο γέρων Ιωσήφ, «εμείς είμεθα οι φορείς της μετανοίας. Τι σημαίνει, όμως, μετάνοια; Μετάνοια, ετυμολογικά, σημαίνει ανάκληση του νου». Αλλά αυτή είναι μόνον η αρχή, καθότι, μετά την ανάκληση, τότε και μόνον τότε, αρχίζει η αληθινή μετάνοια, που «είναι ακριβώς αυτή, αφού κατορθώσουμε να βάλουμε σε θέση τα πράγματα, να σκεφθούμε ότι είμεθα «κατ΄εικόνα και ομοίωσιν» Θεού, είμεθα αθάνατα, αιώνια, αείζωα όντα, δεν είμεθα θνητοί»… «Ο άνθρωπος, παιδί μου, είναι αθάνατος!»

Ποιος είναι τόσο παλαβός από Έρωτα για να σκορπάει αφειδώς τέτοια δώρα; Ποιος, επιτέλους, είναι ο Αφηγητής της Αφήγησης; Σίγουρα είναι Κάποιος που δεν ζει για να αφηγηθεί ούτε, όμως, και το αντίθετο. Αυτά είναι ακόμη για τον χρόνο που κείται στο πονηρόν. Είναι Κάποιος για τον οποίο μόνο αποφατικά μπορούμε να ψελλίσουμε μινυρίσματα καρδιάς, επ΄ελπίδι, Αυτός που ενεργεί το Ομοούσιόν του χωρίς τις καθυστερήσεις του πονηρού αλλά, ταυτόχρονα, τόσο φιλάνθρωπα οικείος μας, τόσο ένα με μας: Τούτων δοθέντων, ξεκάθαρα μπορούμε να πούμε ότι ο αληθινός Τζόκερ είναι ο νέος μαραγκός Ιησούς, αφηγητής ιστοριών και περιπατητής στα νερά. Στο κενό του μνημείο, η απουσία διαγράφει ανέσπερο γέλιο, ένα χαμόγελο σε ένα κομμάτι πανί. Και πιο κάτω: Συγχωρέστε με (είπα), αλλά εγώ θα επιμείνω στον Τρίνιτι, που είναι ο Τζόκερ, το χαρτί στο μανίκι μου. Το παίζω τώρα, παίζοντας τον Νίκο Σαμψών. Με τι αγάπη που τον σκοτώνει- με τι αγάπη σκοτώνεται για τον Νίκο Σαμψών! Αυτό το χαμόγελο χαράζει την Ιστορία, και την κόβει στα δύο. Η ημέρα εγγίζει. Η ένατη μέρα είναι εδώ.

Κι εδώ ακριβώς είναι που η εξήγηση του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου για την Ενσάρκωση και τη σταυρική θυσία του Υιού και Λόγου αποκτούν μια αφοπλιστική προοπτική βέβαιας ελπίδας: αν αυτή η συγκατάβαση έγινε «δια το αγιασθήναι τω ανθρωπίνω του Θεού τον άνθρωπον», τότε πραγματικά η Ιστορία κόβεται στα δυο και πάντα είναι έτοιμη να ξαναρχίσει και ξαναρχίζει – η Κύπρος, «Νήσος Αγίων», το γνωρίζει πολύ καλά αυτό- ως πιθανότητα της Ιστορίας του Θεανθρώπου, συνεχής πολυεπίπεδος και πολύμορφος συναρπαστικός διάλογος μεταξύ ολόκληρου του Θεού και ολόκληρου του ανθρώπου, με απόδοση απόλυτης τιμής εκ μέρους του πρώτου στη σωματικότητα, στην υλικότητα, στην ιστορικότητα και τον πολιτισμό του δεύτερου. Με αληθινό εναγκαλισμό.

Αυτή τη μετάβαση- μεταμόρφωση από την Ιστορία του ανθρώπου, τη πιο συναρπαστική ιστορία εγκλήματος, στην Ιστορία της Θεανθρωπίας, αλλιώς Μυθιστόρημα, τη πιο συναρπαστική ιστορία αγάπης, ευαγγελίζεται στο πολύτομο κυπριακό του μυθιστόρημα ο Κυριάκος Μαργαρίτης· αυτή την άρρητη και μόνη αληθινή Ένωση, του Λόγου με τη σάρκα εν προσώπω Ιησού Χριστού, που μόνον εντός της μπορούν να αληθεύσουν και όλες οι άλλες. Μέσα σε αυτή την ερωτική πλήρωση τίποτε δεν εγκαταλείπεται. Όλα είναι ψηφίδες που, μεταμορφωνόμενες εν αγίω Πνεύματι, αποκαθιστούν την εικόνα του Προσώπου Του, και τη δική μας, όπως ποιητικά, δηλαδή ρεαλιστικά, μας αποκαλύπτεται στην ταυτολογία του Ιερού Μανδηλίου και στον Θεομητορικό εικονισμό του Θεανθρώπου. Σε μια τέτοια προοπτική μεταμόρφωσης, η λογοτεχνία γίνεται Λογοτεχνία, τέχνη δηλαδή του Ενσαρκωμένου Λόγου, από δόξης εις δόξαν συνάντηση ερωτική Θεού και ανθρώπου, όπου καμία ιδεολογία και καμιά ειδολογία δεν στέκονται εμπόδιο για την πολυπρισματική ένωση τέχνης και ζωής· απλούστατα, γιατί το κενό έχει πληρωθεί Αληθείας.

Με οδηγό την ανεπανάληπτη άσκηση ελευθερίας που μας διδάσκει το Ομοούσιο, και πρώτη διδάξασα, παντοτινά Πρώτη σε τούτον τον γλυκόπικρο κόσμο, την Πλατυτέρα, Οδηγήτρια, Παντάνασσα, Κυπριώτισσα, Γαλακτοτροφούσα και Καταφυγιώτισσα – η Άνω Κύπρος ξέρει, μαζί της και ο ακάλυπτος Αόρατος στο Τρόοδος – Ο Κυριάκος Μαργαρίτης υφαίνει αριστουργηματικά μιαν αδύνατη ευχή, με όλα του κόσμου τα καλούδια συναγμένα σε όλα του κόσμου τα ερείπια και τα σκύβαλα. Ξύνει και σκάβει πληγές, για να τις δει να ανθίζουν. Σκάβει και σκάβει, για να χαλάσει, και στα θεμέλια να βρει την Εκκλησία. Ο Νίκος Γ. Πεντζίκης, θαρρώ, από την άλλη όχθη του κλείνει το μάτι. Συμφωνεί γι΄αυτή τη μετάνοια που διαλύει και ενώνει τα είδη σε νέο ύφος: ώριμα μεικτό, πλήρες παιδικής χάριτος και γεροντικής σοφίας. Ένα ύφος που ασκείται εικονολογικά, και αδιαλείπτως εν μετανοία, στον αποφατισμό μιας γλώσσας πραγματολογικής, στη δωρεά της «πάχυνσης» του Λόγου σε ένα λεπτό και παντοδύναμο «ιώτα», σε μια στενή και τεθλιμμένη οδό, στη στενωπό ενός ιλιγγιώδους, εκκρεμούς στα βάραθρα μικρού γεφυριού που προσκαλεί στην ευχαριστιακή διαπεραίωση, στη ρεαλιστική μεταμόρφωση μιας πράξης- από το να «πω το Φως» στο να «το πιω» – αλλιώς, στην ομοούσια εν Χριστώ σύναψη του αδύνατου κείμενου με το αδύνατον έργο· εκεί, όπου τα πάντα καινά! Κι ας είμαστε ακόμη στην αρχή ή, ίσως, ακριβώς γι αυτό: Το βιβλίο αυτό, οσοδήποτε άθλιο ή αμετροεπές, ιστορεί, ωστόσο, την αληθινή τροπή των πραγμάτων. Την ιστορεί επειδή την εύχεται, και για όσο την εύχεται. Αλλά στην ευχή ανασαίνει η εκπλήρωση· αλλά η ευχή είναι η εκπλήρωση της. Θέλω να πω: Η Ένατη Ημέρα είναι η προσδοκία της. Το αδύνατον έργο τελεσφορεί στην αρχή.

Μεγάλη Δευτέρα, λίγο πριν από την Ακολουθία του Νυμφίου, τελεσφορώ κι εγώ τούτα τα λόγια στην αρχή τους, στους ύμνους του αγίου Ιωάννη του Δαμασκηνού, δηλαδή στην Ενσάρκωση, και τα προσφέρω ως μικρό αντίδωρο στον Κυριάκο Μαργαρίτη, στον Σαμψών και στον αναγνώστη του: Χριστός Ανέστη, χαρά μου!

The rest is noise…