Μαγδαληνή,σινική μελάνη, χρώματα γκουάς και φύλλο χρυσού, Ειρήνη Πέννα

 

 

 

Με τη χρήσιμη λάμψη της άγνοιας

ένιωσε να την αγκαλιάζει

καθώς άφηναν πίσω τους την ακτή

και το πορτρέτο του

ατελές στο ηλιοβασίλεμα,

ώρα που παραμιλούσαν

τα φύλλα στις λεύκες,

οι άλυτοι πόθοι στο στήθος

τα γλαροπούλια στα καΐκια.

Ώρα που ψηλαφώντας

το περίγραμμα της ανάμνησης

πότε στο μενταγιόν

και πότε στο λακάκι του λαιμού

ένιωθε

μαζί με τους κόμπους στα δάχτυλα

τις βέβηλες οπλές της τρέλας

να πλησιάζουν, μα χωρίς να απειλούν

τώρα πια.

«Τώρα πια ούτε πίστη,

ούτε εμπιστοσύνη, τώρα ελεύθερη»,

συλλάβισαν τα χείλη.

Μια πεταλούδα

έπαιξε στα ψέματα

με το γέρικο αδέσποτο

στον όρμο σωροί δίχτυα

φορτωμένη αλισάχνη

η θαλάσσια αύρα

προανάγγειλε φόβο και βροχή

δυο πυγολαμπίδες σε ερωτικό κρεσέντο

πανηγύριζαν κυριολεκτικά,

μπροστά στα μυωπικά της γυαλιά

οι πρώτες ψιχάλες βαριές,

τα έβγαλε, τα σκούπισε

στην ανάποδη της μπλούζας

τα ξαναφόρεσε,

κάπως αμήχανα ύψωσε τα χέρια

λύγισε τα γόνατα,

λύγισε.

 

«Μαγδαληνή», είπε

τόσο φυσικά

ως να απαντούσε

στην ερώτηση «πώς σε λένε;»

Σίγουρη πως το όνομά της

ασκούσε κάποια μαγεία

επανέλαβε δεύτερη φορά

κοιτάζοντας τον ουρανό

«Μαγδαληνή», ύστερα

με τη συγκίνηση της σιωπής

λύθηκαν τα δάκρυα.

 

Κι όμως, λίγες στιγμές

πιο πριν ο άνεμος

σκορπίζοντας

τις χιμαιρικές μορφές

είχε καταφέρει να την κάνει

να παρελάσει στα βότσαλα

με όλα τα φανταχτερά

μαντίλια της ζωής

χωρίς εκείνη

την πένθιμη αναμονή

και τις ματαιωμένεςελπίδες.

 

Σε λίγο θα νύχτωνε,

μέσα της, έξω; τι σημασία είχε

μπέρδευε ακόμη καλές προθέσεις

και εντιμότητα,

ήξερε πως εκείνος

έμοιαζε με χορδιστή πιάνου

που όσο κι αν γνώριζε καλά

τα σπλάχνα του,

τι κρίμα

δεν γνώριζε να παίξει…

Διέξοδο στις ασφυκτικές σκέψεις

το σκάκι, μαζί του,

μόνο μαζί του,

εκείνος είχε ορίσει πως

αυτό το παιχνίδι είναι η λύση,

η λύση της.

Ύστερα από μια παρτίδα

της έμεναν

τα άσπρα και τα μαύρα τετράγωνα

της σκακιέρας,

ίδια με αυτά στο πάτωμα

που είχαν κυλιστεί γυμνοί.

Έμοιαζε να βύθιζε τα πινέλα της

μια στο σκοτάδι και μια στο φως,

άλλοτε σκόρπιζετα πιόνια στον καμβά

επιχρυσωμένα με ψεύτικο χρυσό,

ή ραγισμένα,

εκεί που το λογικό με το άλογο

σμίγουν,

κι άλλοτε της άρεσε

να τα βάζει σε τάξη

να τους δίδει σώμα, ανθρώπινο,

να τα οδηγεί στο σταυρό

χωρίς να ξέρει ποτέ

αν μπορούσε να τους υποσχεθεί

ανάσταση.

 

Μαγδαληνή, η νέα,

υπερήφανη όσο και η παλιά

για τις δικές της πληγές,

«ο έρωτας είναι αφρός,

φυσαλίδες που σκάνε στα βράχια»

έτσι ψιθυρίζοντας

μ’ ένα σκουριασμένο καρφί στην καρδιά

τυλίχτηκε στην ομίχλη της μνήμης.

 

Αντίφωνα οι παλιοί λυγμοί

γύρευαν

ακοή ν’ αξίζει.

Από τη ζωή, μόνο τη γύρη

είχε τρυγήσει,

κι από τηνκάθε πλάνη

όποτε επέστρεφε

με το βλέμμα σκυφτό

ένας αφανισμός θέριζε το χρώμα

αυτό που παίρνει η αγάπη,

μια φορά μόνο

στον κήπο της Γεσθημανής

ή στο πεδίο της μάχης,

έπειτα κούρνιασε

στην ψυχή, ο αφανισμός.

Άνοιξε πρώτα το παράθυρο,

μετά τα δυο της χέρια

διάπλατα,

μα δεν κατάφερε να πετάξει,

η Μαγδαληνή, η νέα,

με την ψευδαίσθηση

πως είχε κι αυτή πολύ αγαπηθεί

έφυγε.