
Η καταβύθιση στο σκοτάδι
Ο ποιητής με αφορμή το μετρό κάνει μια σειρά παρατηρήσεων και δημιουργεί μια σειρά μεταφορών για τη σύγχρονη αγχώδη ζωή μας, τον φόβο του θανάτου και τη φθορά. Συνομιλεί άμεσα με τη βραβευμένη από την Ακαδημία συλλογή Μετρό της Τασούλας Καραγεωργίου (εκδόσεις Κέδρος 2004), που η καταβύθιση στο μετρό παραλληλίζεται με την εις Άδην κάθοδον (νέκυα). Αντιγράφω μερικές κομβικές λέξεις της συλλογής: καταβύθιση, σκότος, ξεψυχισμένο, άγχος, διαφυγή, θάνατος, στρατός χούλιγκαν, σιδερογροθιές, συγκέντρωση ανέργων στο κέντρο κτλ.
Αστικό το τοπίο των ποιημάτων: «παστωμέν[οι] λεωφόρ[οι]» (σ.39), «κόρνες μποτιλιαρίσματος» (σ.39), «δακτύλι[οι]» (σ.51), «μονά ζυγά» (σ.51), συνωστισμός κόσμου, και πάνω από όλα το μετρό, το σήμα κατατεθέν της πολυπληθούς πρωτεύουσας, σκοτεινό, πνιγερό, μα και αποκαλυπτικό. Όλα αυτά εκπροσωπούν ένα καταπιεστικό περιβάλλον, στο οποίο ασφυκτιά το ποιητικό υποκείμενο, είναι ένας τεχνητός και τεχνολογικός κόσμος μακριά από τη φύση του. Είναι μια «σκηνή θεατρική», με «υποκριτές δαιμόνι[ους]», σε μια διαρκή αυλαία («Είναι σκηνή», σ.13). Αισθάνεται τον υπόγειο σιδηρόδρομο σαν ένα κομμάτι της κοινωνίας μας, ένα μωσαϊκό της και σύμβολο της καταπίεσης του πολιτισμού της, κοινωνικής και τεχνικής φύσεως, κάτι που φαίνεται καθαρά από τις περιγραφές του που είναι κλειστοφοβικές, αρνητικές και καταπιεστικές. Μερικά χαρακτηριστικά επίθετα και φράσεις είναι: «Μεσαίωνα σκοτεινού» (σ.20), «νωθροί προβολείς» (σ.20), «άρρωστα τα φώτα» (σ.20), «κούφιες διαδρομές» (σ.17), «αβεβαιότητες» (σ.16), «περιορισμός» (σ.13), «κινούμενος υποχθονίως και χαμερπώς» (σ.24) και πολλά άλλα. Η φύση του ανθρώπου αισθάνεται το τρένο ως σιδερένιο άλογο, όπως το έβλεπαν οι Ινδιάνοι, που ο πολιτισμός τους ήταν άμεσα συνδεδεμένος με τη φύση και τον σεβασμό της («Ινδιάνοι», σ.42). Αλλά η γενοκτονία τους συνόδευσε τη δολοφονία της έννοιας της φύσης μέσα τους, τη βαθύτερη συναίσθηση του περιβάλλοντος, τα άγρια άλογα. Οι «ατσάλινοι τροχοί» πολτοποίησαν το φυσικό, με την ανελέητη γενοκτονία τους («Χλωμό πρόσωπο», σ.43).
Ο συρμός του τρένου είναι συχνά στη συλλογή η καθημερινότητα, η συνεχή επανάληψη, η ρουτίνα, η πορεία προς τη δουλειά και κάθε καταναγκασμό, η παρατήρηση ενός κόσμου καθηλωμένου που ξυπνά σκέψεις και συναισθήματα. Οι άνθρωποι που βλέπει σε αυτόν αποτελούν τοιχογραφία των κοινωνικών και ψυχολογικών προβλημάτων, των πόνων, των ελπίδων, των απογοητεύσεων, του οργώματος της ζωής, χωρίς όμως να γνωρίζει το backgroundαυτών που αποτυπώνονται, παρά μόνο τα αποτελέσματα, που γεννούν μια σειρά υποθέσεων και συναισθημάτων και αφήνουν ανοιχτές αναγνώσεις. Το μετρό του Στρούμπα δίνει μια ευρεία δυνατότητα κατανόησης των άλλων και του εαυτού μας, καθώς βυθιζόμαστε στην «απομόνωση» και την περισυλλογή:
Τζάμια στο τούνελ
λες, αχρείαστα
σκοτάδι πίσσα η σήραγγα
δεν έχει δα και τίποτα
να δεις απέξω.
Απέξω. Τι να το κάνεις το απέξω.
Μέσα είναι η κάθε ομορφιά.
Γιαγιάδες μ’ εγγονάκια
Έφηβοι με χαμόγελα κι αστεία
Ζευγάρια ερωτευμένων νέων
Όλο υγεία και δροσιά
Να καμαρώνεις!
(«Στη τζαμαρία», σ.48)
Έντονο άγχος εισπράττεται από τη συλλογή μέσω του περιεχομένου αλλά και με τη συνεπικουρία των εμμονικών επαναλήψεων κομβικών λέξεων, που εκφράζουν την προσκόλλησή του νου σε αξεπέραστα προβλήματα ή ψυχικές αντάρες. Επιπρόσθετα, υπάρχουν υψηλές εντάσεις σε καταστάσεις και πράγματα: «Λειψό μουντό φθινόπωρο/ Δίχως πεσμένο φύλλο/ Να λιπάνει την ψυχή/ Με κίτρινο/ Με κόκκινο/ Με ένα κάποιο χρώμα» («Δίχως πεσμένο φύλλο», σ.19). Οι τεχνικές αυτές μας μεταδίδουν συναισθήματα και σκέψεις όχι άμεσα μέσω του νοήματος των λέξεων αλλά έμμεσα διαμέσου της χρήσης τους και των σχημάτων λόγου. Θα μπορούσαν να θεωρηθούν και ως μια μορφήγλωσσοκεντρισμού. Κατά τον ίδιο τρόπο λειτουργούν και οι παρηχήσεις: «Το φως φθίνει φθινόπωρο» (ό.π. σ.19). Τα σχήματα αυτά λόγου χρησιμοποιούνται και για να δώσουν ρυθμό στον ελεύθερο στίχο της συλλογής, αλλά και σε κάποια περίπτωση χρησιμοποιεί και τη σταυρωτή ομοιοκαταληξία («Ο Απολωλώς ποιμήν», σ.38).
Η περίμετρος του άστεως, της αποξένωσης και του πολιτισμού είναι αυτή που περιορίζει και περιχαρακώνει τις ψυχές της συλλογής του Γιάννη Στρούμπα.