Στιγμές ποιήματος στη Ριτσώνα

Οι στάχτες βρίσκονται σε μικρή αναμονή
απόκοσμη τελετουργία θανάτου.
Αλαφιασμένοι συγγενείς
σε περιβάλλον μίνιμαλ αισθητικής
ρουφούν καφέδες της παρηγοριάς
και δεν περνάει η ώρα.
Των ανθρώπων όλες οι οσμές
φούγκα με πειραγμένες νότες.
Στο διπλανό στρατόπεδο προσφύγων
-κάδρο αφαιρετικό-
μικρό κορίτσι κοιτά
ανεξιχνίαστα
μια κίσσα
πού πετάει ψηλά.
Χέρι-χέρι
και ολοένα με ρωτάς
αν μου αρέσει
η αισθητική του κήπου
οι τεφροδόχες
τα γλυπτά.
Σε κοιτώ
καθώς παρατηρείς
πόσο άτσαλα
έχει κρεμαστεί
πίνακας κακότεχνος
με πελαργό
πού κάθετα απομακρύνεται
μέσα σε σύννεφα μαβιά.
Το marketing
πανταχού παρών
σε ράφι κτιστό
κάτω από τη βιτρίνα
με τα κρουασάν
όπου αγοράζεις
με έκπτωση
βιβλία για το τραύμα.
Η ρίμα του θανάτου
ασταθής
σαν ποίημα παλαβό
πού βαριέσαι
αφόρητα
να το διαβάσεις
μέχρι τέλους.
Καλύτερα να σφραγιστεί
αν είναι εφικτό
στο πιο φτηνό σταχτοδοχείο.

 

**

 

Φωνές φωνών

 

Φώτα
φωνών
φυγοδικούν
φεύγοντας
με αρνητικό φορτίο.
Τραγούδι αχνό
να σέρνεται
άγνωστο από πού
ορίζει τα συμβάντα:
“Δεν κράτησα δεν κράτησα
σάπιο σανίδι πάτησα
γι’ αυτό και παραστράτησα”.
Προβλέψιμοι αυτοσχεδιασμοί
επείγουσα εφαρμογή
παροδικής ανάπαυλας.
Ποιος να μαντέψει
πως δεν ήμουν
στης ποίησης το εξοχικό
μεσήλικη γυναίκα
αλλά βατράχι
ικανό να ξανοιχθεί
σε ωκεάνια νερά.

 

**

Πνοή

Με ποια πνοή
να ακολουθήσει
τα διαβατάρικα πουλιά;
Κάτοικος
κοινότοπης
επαρχιακής εικονογραφίας
ας παραμείνει.
Περαστικοί
τον εντοπίζουν
να στέκεται
στην κεντρική πλατεία
με ύφος αγαθού βοσκού.
Αναρωτιέται
πώς γίνεται
κάθε σκέψη του
παροδική
να γίνεται φολκλόρ.
Τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή
το στόμα του ν’ ανοίξει
χωρίς βιασύνη περιττή.
Ζώσα ομιλία
που ποιός ξέρει
πώς θα εξελιχθεί.

 

**

 

Ιππόγρυπας

Το μάτι του ιππόγρυπα

ευθυτενώς κοιτάει

πετά κίτρινες φωτιές

σκορπά λιμνίσιο πράσινο

της λύπης τα θολά νερά

μπορεί και καθαρίζει.

Ορμά σε δρόμους έρημους

παρίες συμβουλεύει

τρέφεται με κλάματα μωρών

κρύβεται στο παλιό χαμάμ

γυρεύει λίγη συντροφιά

τη βρίσκει

πριν το χάραμα

σε αντάμωμα κρυφό

με πεινασμένη μάγισσα

ψηλά στου Θέρμου τις πηγές.

Βγαίνει ο ήλιος.

Φορά τα ρούχα της δουλειάς.