
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ο Φερνάντο Πεσσόα, ο μεγάλος της λουζιτανικής λογοτεχνίας, δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις.
Επέλεξα να ανθολογήσω και να μεταφράσω 28 ποιήματα του από τα οποία τα πρώτα δέκα προέρχονται (σε μετάφραση από το πρωτότυπο στα πορτογαλικά) από την συλλογή του Poemas de Alberto Caeiro, (Visor, Madrid 1984) τα επόμενα τρία (επίσης σε μετάφραση από τα πορτογαλικά) από την συλλογή του Mensagem (Virtual Books Online, 200/2003), και δεκατέσσερα από την δίγλωσση (πορτογαλικά-ιταλικά) ανθολόγηση Poesie di Fernando Pessoa (cura di A. Tabacchi e M. J. de Lancastre, Ed. Adelphi, Milano 2013). Επίσης περιλαμβάνω σε πρωτότυπη μετάφραση και το ποίημα Hora absurda (Παράλογη ώρα) δημοσιευμένο το 1916.
Αναγκαστικά λόγω έκτασης θα αναρτηθούν μόνο κάποια από αυτά σε τρείς συνέχειες.
Ένα κριτήριο στην επιλογή μου ήταν η αναδυόμενη από την ποίηση του φιλοσοφική στάση του Πεσσόα στην οποία, ασχολούμενος ο ίδιος εκτεταμένα με την φαινομενολογική φιλοσοφία, μπόρεσα να διακρίνω σαφείς φαινομενολογικές επιρροές στην θεώρηση των πραγμάτων και του κόσμου κάτι το οποίο δεν νομίζω ότι έχει επισημανθεί από τους μελετητές του. Εξ άλλου, μην ξεχνάμε, ο Πεσσόα ήταν ένας μεγάλος λογοτέχνης αλλά και ένας εμβριθής διανοούμενος.
Στην λογοτεχνική του πορεία χρησιμοποίησε κατά καιρούς διαφορετικούς ετερώνυμους (όπως τους ονόμαζε) χαρακτήρες, εβδομήντα συνολικά (!) από τους οποίους τρεις είναι οι πιο γνωστοί και καθιερωμένοι, o Alberto Caeiro, o Álvaro de Campos και ο Ricardo Reis, οι οποίοι προσωποποιούν σαν ανεξάρτητες περσόνες διαφορετικές πτυχές της φιλοσοφικής, ιστορικής και ποιητικής του συγκρότησης.
Προτείνω να μπούμε λοιπόν στο ποιητικό σύμπαν του Πεσσόα έχοντας πάντα κατά νου ότι η ποίηση δικαιώνει το όνομα της και την θέση της στην λογοτεχνία κυρίως στον βαθμό που ταξιδεύει την φαντασία στον χώρο του ονείρου και των πόθων που ξεκινούν από τις παραστάσεις και τις εικόνες της παιδικής ηλικίας μέχρι τις έξεις, τα πουργκατόρια αλλά και τις ηδονικές παννυχίδες της νεανικής και ενήλικης ζωής μας. Και όλα αυτά μέσα από ένα ανελέητο παιχνίδι λέξεων, εκφράσεων, εικόνων, υπαινιγμών, καταφάσεων και αναιρέσεων που αναλύουν και συνθέτουν ταυτόχρονα αυτή τη συνεχή ροή του μυστηρίου που λέγεται ζωή και μέθεξη στη ζωή σ’ όλες τις φανερές και μυστικές διαστάσεις της.
Στάθης Λειβαδάς
Πάτρα, 8/4/2024
*******************************************************************************************
Poemas de Alberto Caeiro
O GUARDADOR DE REBANHOS (Ο ΒΟΣΚΟΣ)
I
Ποτέ δε φύλαγα κοπάδια,
Αλλά είναι σα να τα φύλαγα.
Η ψυχή μου είναι σαν ένας βοσκός,
Ξέρει τον ήλιο και τον αέρα
Και χέρι την παίρνουν οι εποχές
Ν’ ακολουθεί και να βλέπει.
Ακέρια της φύσης η γαλήνη χωρίς ανθρώπους
Έρχεται δίπλα μου να καθίσει.
Μένω ωστόσο θλιμμένος σαν ένα δειλινό
Μέσα στη φαντασία μας,
Όταν κρυώνει στο βάθος της κοιλάδας
Και νοιώθει ότι η νύχτα εισβάλει
Σαν μια πεταλούδα από το παράθυρο.
Αλλά η θλίψη μου είναι σιωπηλή
Γιατί είναι δίκαιη και φυσική
Κι είναι αυτό που πρέπει να μένει στην ψυχή
Όταν κιόλας σκέφτεται ότι υπάρχει
Και τα χέρια μαζεύουν λουλούδια χωρίς να το προσέχει.
Μ’ ένα σούσουρο κουδουνίσματα
Πέρα από την κούρβα του δρόμου
Οι σκέψεις μου είναι χαρούμενες,
Μόνο που με χαλάει να ξέρω ότι είναι χαρούμενες,
Γιατί, αν δεν το ήξερα,
Αντί να είναι χαρούμενες και θλιμμένες,
Θα ήταν χαρούμενες και όλβιες.
Άβολη ’ναι η σκέψη σα να πηγαίνεις στη βροχή
Όταν θεριεύει ο άνεμος και νομίζεις ότι πιότερο βρέχει.
Δεν έχω φιλοδοξίες, ούτε πεθυμιές.
Ούτε φιλοδοξία μου να είμαι ποιητής.
Είναι ο τρόπος μου να ‘μαι μοναχικός.
Κι αν θέλω πότε-πότε,
στη φαντασία, να είμαι ένα αρνί
(ή όλο το κοπάδι
Για να ξεχύνομαι στις απλωσιές
Και μες τη καλή χαρά συνάμα),
Είναι μόνο γιατί νοιώθω αυτό πού γράφω το λιόγερμα,
Ή όταν ένα σύννεφο περνά το χέρι του πάνω από το φως
Και μια σιωπή διατρέχει τη χλόη.
Όταν νοιώθω να γράφω στίχους
Ή, περνώντας τους δρόμους ή τα σοκάκια,
Γράφω στίχους σ’ ένα χαρτί που είναι στη σκέψη μου μέσα,
Νοιώθω τη γκλίτσα στα χέρια
Και βλέπω το απείκασμα μου
Στην κορυφή ενός λόφου,
Αγναντεύοντας το κοπάδι μου και θωρώντας τους λογισμούς μου,
Ή αγναντεύοντας τους λογισμούς μου και θωρώντας το κοπάδι μου,
Και γελώντας απροσδιόριστα σαν κάποιος που δεν καταλαβαίνει γρι
αυτά που λέει
Και που πως καταλαβαίνει προσποιείται.
Χαιρετίζω όλους όσοι με διαβάζουν
Βγάζοντας τους το καπέλο
Όταν με βλέπουν στην εξώθυρα μου
Τότε που το ταχυδρομείο φτάνει στη κορυφή του λόφου.
Τους χαιρετάω και τους θέλω ήλιο,
Και βροχή, όταν γυρεύουμε βροχή,
Κι έχουνε στα σπίτια τους
Κάτω απ’ το ανοιχτό παραθύρι τους
Μια αγαπημένη καρέκλα
Εκεί που κάθονται, διαβάζοντας τους στίχους μου.
Και διαβάζοντας τους νοιώθουν
Ότι είναι κάτι φυσικό –
Για παράδειγμα, το δέντρο το αιωνόβιο
Στη σκιά του που τα παιδιά
Κωλοκάθουνταν, από το παιχνίδι αποκαμωμένα,
Και σκούπιζαν το καυτό μέτωπο του ιδρώτα
Με το μανίκι του γδαρμένου ρούχου.
ΙΙ
Το βλέμμα μου είναι διάφανο σαν ηλιοτρόπιο.
Έχω το συνήθειο να βγαίνω στους δρόμους
Κοιτώντας δεξιά κι αριστερά
Και κάποτε κοιτώντας και πίσω …
Κι αυτό που βλέπω κάθε στιγμή
Είναι εκείνο που δεν είχα δει ποτέ πριν
Και ξέρω καλά να το αναγνωρίζω …
Ξέρω να μένω απόλυτα έκθαμβος
Όπως ένα βρέφος που, στη γέννα του,
αντιλήφτηκε ότι πράγματι γεννήθηκε …
Νοιώθω ότι γεννιέμαι κάθε στιγμή
Για την αιώνια αναγέννηση του Κόσμου …
Πιστεύω στον κόσμο σαν το νεκρολούλουδο.
Γιατί τον βλέπω. Αλλά δεν τον σκέφτομαι
Γιατί σκέψη είναι η όχι κατανόηση …
Ο Κόσμος δεν φτιάχτηκε για να τον σκεφτόμαστε
(σκέφτομαι σημαίνει ασθένεια της όρασης)
Αλλά να τον κοιτάμε και να τον συμφωνούμε …
Εγώ δεν έχω φιλοσοφία: έχω αισθήσεις …
Αν μιλάω για τη φυσικότητα δεν είναι γιατί ξέρω
αυτό που είναι,
Είναι γιατί την αγαπώ, και την αγαπώ γι αυτό,
Γιατί αυτός που αγαπάει ποτέ δεν ξέρει αυτό που αγαπάει
Ούτε ξέρει γιατί αγαπάει, ούτε τι είναι ν’ αγαπάς …
Αγάπη είναι η αιώνια αθωότητα,
Και η μοναδική αθωότητα είναι η απουσία σκέψης …
IΙΙ
Ευτυχείς αυτοί πού δε συλλογιούνται,
γιατί η ζωή είναι γενιά τους
και αφειδώλευτο καταφύγιο!
Ευτυχείς αυτοί πού πράττουν
όπως το ζώο πού έχουν μέσα τους!
Καλύτερα, από παιδιά,
να έχεις απλά πίστη,
πού σημαίνει
να μη ξέρεις ποιος είσαι
ή τι θέλεις.
Ευτυχείς αυτοί
πού δεν σκέφτονται,
γιατί είναι όντα,
και όντα σημαίνει να πιάνεις
ένα χώρο
και την συνείδηση να ακουμπάς
σε ένα μοιράδι.
ΙV
Τα έσπασα με τον ήλιο και τα’ αστέρια.
Αφήνω τον κόσμο να φύγει.
Πήγα μακριά και πλέρια με ένα γυλιό
πράματα πού ξέρω.
Έκανα το ταξίδι, ψώνισα τα άχρηστα,
βρήκα το ακαθόριστο,
κι η καρδιά μου είναι ίδια αυτό πού ήταν:
ουρανός και έρημος.
Απότυχα σ’ αυτό πού ήμουν,
σ’ αυτό πού ήθελα,
σ’ αυτό πού ανακάλυψα.
Ψυχή δεν μού απόμεινε
για ν’ αψηλώσει το φώς
ή το σκοτάδι να πυκνώσει.
Δεν είμαι τίποτα παρά μια ναυτία,
μια οπτασία,
τίποτα παρά μια πεθυμιά.
Είμαι κάτι πολύ μακρυσμένο,
και συνεχίζω να φεύγω
ίσα γιατί το εγώ μου
νοιώθει τόσο οικεία και τόσο γήϊνα,
κολλημένο σαν ρόχαλο
σ’ ένα αρμό του κόσμου.
V
Διάβασα κανά-δυό λέξεις
του βιβλίου
ποιητή μυστικιστή
και γέλασα σαν κάποιον
πού έχει κλάψει πολύ.
Οι μυστικιστές ποιητές
είναι φιλόσοφοι αρρωστημένοι
και οι φιλόσοφοι άνθρωποι σαλεμένοι.
Γιατί οι μυστικιστές ποιητές λένε
ότι τα λουλούδια αισθάνονται
κι’ ότι οι πέτρες έχουν ψυχή
κι’ ότι τα ποτάμια εκστασιάζονται
κάτω απ’ το φεγγάρι.
Αλλά αν αισθάνονταν
τα λουλούδια δε θα ‘ταν λουλούδια
θα ήταν πρόσωπα˙
Κι’ αν οι πέτρες είχαν ψυχή,
θα ήταν πράγματα ζωντανά,
δεν θά ’ταν πέτρες˙
Κι’ αν τα ποτάμια εκστασιάζονταν κάτω
από το φεγγάρι
τα ποτάμια θα ήταν
κάποιοι κρονόληροι.
Σίγουρα να μη ξέρεις πρέπει
τι είναι τα λουλούδια
και οι πέτρες και τα ποτάμια
μιλώντας για τα αισθήματα σου.
Το να μιλάς για την ψυχή της πέτρας
του λουλουδιού και του ποταμιού
είναι το να μιλάς
για σένα τον ίδιο
και τούς σφαλερούς συλλογισμούς σου.
Δόξα τον Θεό πού οι πέτρες
είναι μόνο πέτρες
και τα ποτάμια δεν είναι παρά ποτάμια
και τα λουλούδια μόλις λουλούδια.
Όσο για μένα γράφω τα κείμενα
των στίχων μου
και είμαι ευχαριστημένος
γιατί ξέρω και καταλαβαίνω
την φυσικότητα από τα έξω˙
και δεν τη ξέρω από τα μέσα
γιατί η φυσικότητα εσωτερικό δεν έχει˙
αλλιώς δεν θα ’τανε φυσικότητα.
VI
Αν θέλουνε να πιάνομαι με τον μυστικισμό,
εντάξει: τον έχω
Είμαι μυστικιστής αλλά μόνο με το σώμα.
Η ψυχή μου είναι απλή και δε σκέφτεται.
Ο μυστικισμός μου είναι
το να μη θέλω να γνωρίζω.
Να ζω και να μην τον σκέφτομαι.
Δε ξέρω τι είναι η φυσικότητα: Την τραγουδάω.
Ζω στη κορυφή ενός γήλοφου
σε ένα μοναχικό ασβεστωμένο σπίτι
και αυτός είναι ο ορισμός μου.
VII
Υπάρχει πολλή μεταφυσική
στο τίποτα να μη σκέφτεσαι.
Τι σκέφτομαι για τον κόσμο;
Να ήξερα τι σκέφτομαι για τον κόσμο!
Αν δεν ήμουνα στα καλά μου
θα τόνε σκεφτόμουνα.
Τι ιδέα έχω για τα πράγματα;
Τι γνώμη έχω για αιτίες και αποτελέσματα;
Τι διαλογίστηκα για Θεό και ψυχή
και την δημιουργία του κόσμου;
Δεν ξέρω. Για μένα οι σκέψεις γι’ αυτά
είναι να κλείνω τα μάτια και να μη σκέφτομαι.
Είναι να τραβώ τις κουρτίνες
του παραθύρου μου (αν και δεν έχει κουρτίνες).
Το μυστήριο των πραγμάτων;
Να ήξερα τι είναι μυστήριο!
Το μόνο μυστήριο είναι
ότι υπάρχει κάποιος
πού σκέφτεται το μυστήριο.
Αυτός πού στέκεται στον ήλιο
και κλείνει τα μάτια
αρχίζει να μην καταλαβαίνει
το φώς τι είναι
και να σκέφτεται πράγματα
στην πλησμονή της κάψας.
Ανοίγει τα μάτια και βλέπει τον ήλιο
και να σκεφτεί πλέον
τίποτα δεν μπορεί
γιατί το φώς του ήλιου
αξίζει πιότερο από τις σκέψεις
όλων των φιλοσόφων
και όλων των ποιητών.
Το φώς του ήλιου
δεν ξέρει αυτό πού κάνει
και γι’ αυτό δε σφάλλει
όντας ωραίο και απλό.
Μεταφυσική;
Τι μεταφυσική έχουν εκείνα τα δέντρα;
Αυτή του να είναι πράσινα και θαλερά
του να έχουνε κλαδιά
και να δίνουνε φρούτα στην εποχή τους
πού δεν μας κάνει να σκεφτόμαστε
ότι δεν ξέρουμε να τα ανταποδώσουμε.
Ωστόσο ποια καλύτερη μεταφυσική
από τη δική τους
πού είναι το να μη ξέρουν
γιατί ζουν
ούτε το να ξέρουν
ότι δεν το ξέρουν;
«Εσωτερική συγκρότηση των πραγμάτων»…
«Εσωτερικό νόημα του σύμπαντος»…
Όλα σφαλερά πού τίποτα
δε θέλουνε να πουν.
Απίστευτο πού μπορεί
να σκέφτεσαι για τέτοια πράγματα.
Είναι σα να σκέφτεσαι
για αιτίες και σκοπούς
όταν χαράζει η αυγή
και μέσα από τα φυλλώματα
ένα ’χλιό χρυσαφί
διαλύει το σκοτάδι.
Το να σκέφτεσαι
το εσωτερικό νόημα των πραγμάτων
είναι παραπανίσιο,
όπως το να σκέφτεσαι την υγεία
ή το να πίνεις με ένα ποτήρι
από το νερό μιας πηγής.
Το μόνο εσωτερικό νόημα των πραγμάτων
είναι ότι δεν έχουνε κανένα
εσωτερικό νόημα.
Δεν πιστεύω σε Θεό
γιατί ποτές δεν τον είδα.
Αν ήθελε να τόνε πιστεύω
θα ερχότανε το δίχως άλλο
να μού μιλήσει
και θα ‘μπαινε μέσα από τη πόρτα μου
λέγοντας μου: Είμαι εδώ!
(Ίσως είναι γελοίο στ’ αυτιά εκείνου
πού μη ξέροντας τι είναι να κοιτάς
ίσια τα πράγματα
δεν καταλαβαίνει αυτόν
πού μιλάει γι’ αυτά
με τον τρόπο της έκφρασης
πού η όψη τους παραπέμπει).
Όμως αν ο Θεός, είναι τα λουλούδια
και τα δέντρα και τα βουνά
κι’ ο ήλιος και το φεγγάρι,
τότε τόνε πιστεύω,
τότε τόνε πιστεύω
για κάθε λεπτό
κι’ όλη μου η ζωή
είναι προσευχή και λειτουργία
και ευχαριστία με τα μάτια
και τα αυτιά.
Αλλά αν ο Θεός είναι
τα λουλούδια
και τα δέντρα και τα βουνά
κι’ ο ήλιος και το φεγγάρι,
γιατί τον λέμε Θεό;
Τον λέω
λουλούδια
και δέντρα και βουνά
και ήλιο και φεγγάρι˙
Γιατί αν ήτανε καμωμένος
για να τον έβλεπα
λουλούδια
και δέντρα και βουνά
και ήλιο και φεγγάρι,
αν μού εμφανιζότανε
λουλούδια
και δέντρα και βουνά
και ήλιος και φεγγάρι,
είναι γιατί θα ήθελε
να τόνε ξέρω
για λουλούδια
και δέντρα και βουνά
και ήλιο και φεγγάρι.
Γι’ αυτό και τον υπακούω
(Τι περισσότερο ξέρω εγώ για τον Θεό
απ’ ότι ο Θεός για τον εαυτό του;)
τον υπακούω ζώντας, αυθόρμητα,
σαν κάποιος πού ανοίγει τα μάτια
και βλέπει,
και τόνε λέω λουλούδια
και δέντρα και βουνά
και ήλιο και φεγγάρι
και τον αγαπάω
χωρίς να τον σκέφτομαι
και τόνε σκέφτομαι
βλέποντας και ακούγοντας
και βαδίζω πάντοτε
δίπλα του.
VIII
Να σκέφτεσαι τον Θεό είναι να απειθαρχείς στον Θεό
Γιατί ο Θεός ήθελε να μην τον ξέραμε
Γι’ αυτό και δε μας φανερώθηκε…
Ας είμαστε απλοί και ήρεμοι
Σαν τα δέντρα και τα ρυάκια
Κι ο Θεός αρέσκεται να μας κάνει
Ωραίους σαν τα δέντρα και τα ρυάκια
Και την πρασινάδα να μας χαρίζει της άνοιξης του
Κι ένα ποτάμι που πρέπει να πορευτούμε όταν κιόσουμε! …
IX
Από το χωριό μου βλέπω όσο από τη γη να δεις μπορείς το σύμπαν
Για τούτο το χωριό μου είναι τόσο μεγάλο όσο οπουδήποτε στη γής
Γιατί είμαι στο μπόϊ αυτού που βλέπω
Και όχι στο μπόϊ το δικό μου …
Στις πόλεις η ζωή είναι πιο μικρή
Απ’ ότι εδώ στο σπίτι μου στην κορυφή τούτης της αψιλωσιάς.
Στην πόλη τα μέγαρα κλειδαμπαρώνουν τη θέα,
Κρύβουν τον ορίζοντα, αποδιώχνουν τη ματιά έξω απ’ όλο τον θόλο,
Μας μικραίνουν γιατί μας παίρνουν αυτό που τα μάτια μας
μπορούν να μας προσφέρουν,
Και μας φτωχαίνουν γιατί ο πλούτος ο μοναδικός μας είναι το βλέμμα.
X
Μπαίνω μέσα και κλείνω το παράθυρο.
Μού φέρνουν το κηροπήγιο
και μού λένε καληνύχτα.
Και η φωνή μου αναγαλλιάζει στην καληνύχτα.
Μακάρι η ζωή μου
να ήταν πάντα τούτο:
η μέρα γεμάτη ήλιο,
ή μιας απαλής βροχής,
ή κατακλυσμική
σαν να τελεύει ο κόσμος,
το βράδυ γλυκό
και τα ασκέρια πού περνούν
να κοιτάνε με περιέργεια
το παράθυρο,
η τελευταία μειλίχια ματιά
στη γαλήνη των δέντρων
και μετά,
με κλεισμένο το παράθυρο
και το κερί σβηστό,
χωρίς τίποτα να διαβάζω
χωρίς τίποτα να σκεφτώ,
χωρίς ύπνο,
να νοιώθω τη ζωή
να κυλάει μέσα μου
όπως ένα ποτάμι στην κοίτη του,
και εκεί έξω
μια μεγάλη σιωπή
σαν ένας θεός πού κοιμάται.