
Η κούραση μιας γενιάς
Πλέον τον βλέπω σε αποχρώσεις σέπια
καθόλου όμως δε χρειάζομαι βοήθεια.
Θυμάμαι καθαρά που ήταν σίγουρος.
Ατένιζε το καλοκαιρινό τοπίο της Θεσσαλίας
προσμένοντας ν’ ανοίξει όπου να’ ναι η αυλαία
και επιτέλους μετά από τόσα βάσανα
θα ξεκινούσε το μεγάλο χορικό σε δωρική διάλεκτο
προάγγελος κι αυτό της νέας μεγάλης περιπέτειας:
μια νέα reconquista προς τη δύση
μια βακχική εκστρατεία για την Ινδία.
Θυμάμαι καθαρά, ήταν ακμαίος
ακατάβλητος, ανέβαινε βουνά, εξερευνούσε
διάβαζε, έγραφε για τις επόμενες γενιές
κι όλο με κάτι ασχολούνταν: συμμετείχε,
αυτό έκανε, αυτός ήτανε κάποτε ο πατέρας μου.
Πέρασαν δύο χιλιάδες Κυριακές της πλήξης
και η αυλαία παρόλα αυτά δεν άνοιξε.
Τα βιβλικά σημεία, που γύρω εμφανίζονταν συνέχεια
στο τέλος καταφέραν το σκοπό τους.
Πότε κατάλαβε πως πίσω απ’ την κουρτίνα τη βαριά
κανείς δεν είχε στήσει δράμα;
Δεν υπήρξε μια στιγμή επιφοίτησης, δεν είδαμε
μια ηρωική έξοδο προσωπικής εξέγερσης.
Πως πλέον διάβαζε μόνο ρομαντικούς το είχα παρατηρήσει
(Φον Κλάιστ, Χόφμαν και Χαμίσο, απ’ το πρωτότυπο)
δεν ήμουν όμως έτοιμος τη μέρα που μου χάρισε τον Όμηρο
που μελετούσε συνεχώς απ’ όταν ήμουν μωρό.
“Δεν υπάρχει τίποτα εδώ. Πάρτο!
Θα σου’ λεγα να το πετάξεις, όμως ξέρω:
εσύ είσαι καθωσπρέπει και θα φρίξεις”.
Άλλη εξήγηση δεν έδωσε.
Μόνο που τώρα βρήκα στα χειρόγραφά του
ένα σημείωμα για εκείνη την ημέρα
“Να πω στους γιους μου, να μην ξεχάσω να πω στα παιδιά
ο άγγελος, που κάθε παραμονή του Πάσχα
μας έμαθαν να περιμένουμε κρατώντας την ανάσα
(πόσα υπέφερα! Τι μας τραβούσανε παιδιά στις εκκλησίες;)
δεν υπάρχουν χαρμόσυνα νέα για να ‘ρθεί.
Αυτά είναι φαντασίες για χιλιαστές”.
Κυριακή
Τώρα δε μιλάω πια, μόνο συμφωνώ
σε ό,τι κι αν πουν οι φίλοι.
Και οι μέρες κυλούνε πλέον ήσυχα
και τα παιδιά μας γελούν στους παιδότοπους.
Ένα γλυπτό στην έρημο οι σκέψεις
και ο τάφος μία μέρα πιο κοντά.
Επίγραμμα
Κάποτε ήταν παιδί
Κάποτε ήταν καλύτερος.
Μα ο τάφος τον απέδειξε εφήμερο
και ο κόσμος συνεχίζει προς τον όλεθρο.
Παγκόσμια Ιστορία της Μοναξιάς
(αναλογιζόμενος το Γιώργο Χειμωνά, μια φράση του)
Η ιστορία του ανθρώπου είναι η ιστορία της μοναξιάς του.
Είναι ο τεράστιος όγκος κι η ωκεάνια έκτασή της
που κάνουν όποιο γενναίο τη δει ν’ απελπιστεί.
Που κάνουνε να θυμηθεί
πως όλη του η ζωή υπήρξε κατά κόρον
ατέλειωτες περίοδοι μοναξιάς
κι ελάχιστο απ’ οτιδήποτε άλλο,
αφού ακόμα κι όταν περιστοιχίζονταν από κόσμο
και πάλι μόνος ήταν,
κωφάλαλος ανάμεσα σε πλήθος που βουίζει.
Και θα τρομάξει μόλις νιώσει για καλά
πως όλες τις φορές που κι εκείνος φλυαρούσε,
με αυτή του την ενέργεια, εκφέροντας το λόγο
τις πύλες σφράγιζε ερμητικά στους γύρω,
τον εαυτό του σφράγιζε με βιβλικό σημάδι.
Με το σημάδι θα γυρνά λοιπόν
και θα κατηφορίζει στις κοιλάδες των ανθρώπων
στις πεδιάδες που είναι ανάμνηση
της νιότης του. Θ’ αναζητά την είσοδο
στο σπίτι που ποτέ δε θα τον δέχονταν,
θα περιμένει ως το τέλος για έναν ήχο
μια άρθρωση που να τελειώνει όλες τις φράσεις
όλο το παραλήρημα μίας ζωής στην αφροσύνη.
Θα δει χιλιάδες δειλινά στο πέλαγος
που οδηγεί πίσω στο σπίτι του, προσμένοντας
για κάποιο πλοίο, μία σχεδία,
έστω ένα κάλεσμα απ’ τα σύννεφα.