Το αλφάβητο

Οι παύσεις μου,
πλεούμενο γερό, αβύθιστο,
εκβάλλουν στις δικές σου τις λέξεις,
μέσα σ’ εκείνες τις ξαφνικές τρικυμίες
του άλφα, του όμικρον και του ωμέγα σου
Πλέω σιωπηλά στην άγρια θάλασσα σου
-για λίγο πια-
κι έπειτα ανεβαίνω πάλι το ποτάμι,
εκεί που δεν μπορείς να φτάσεις
με το αλφάβητο και μόνο:
στην πηγή.

Το είδωλο

Πολεμούσε μόνη στην έρημο
με τους αντικατοπτρισμούς της

Αόρατοι εχθροί παντού
Στέρευαν οι πηγές στο πέρασμά της
Διψούσε

Ένα καραβάνι τη λυπήθηκε και της έδωσε νερό
Ήπιε και μετά τους σκότωσε όλους
Νίκησε πάλι, μα ακόμα διψούσε

Ασήκωτα γίναν τα όπλα
άκαρπα τα βήματα
δίχως ίχνη
Όμως, συνέχισε να πολεμά

Ώσπου έφτασε σε μια όαση
Έσκυψε να πιεί νερό
μα τη σκότωσε το είδωλό της.

Κατάλυμα

Τον είδα

Ήταν εκεί, αυτός ο ίδιος
στο δάσος που αγαπούσε τόσο,
με ήλιο και βροχή, με φως και σκοτάδι
ώσπου έγινε σκιά – για τον ανελέητο ήλιο
στέγη – για την καταιγίδα
δροσιά – για την ξηρασία
αύρα εσπερινή – για τους ζείδωρους ανέμους

Τον κοίταζα
Στον πηγαιμό και στον μισεμό
στον χαιρετισμό και στον αποχαιρετισμό

Ήταν εκεί – φωτεινή κουκίδα
μέσα στου δάσους τη σιωπηλή νύχτα
είχε γίνει πια
κατάλυμα.