Ο Δημήτριος Ε. Σολδάτος, Λευκάδιος ποιητής, τιμημένος από την Ακαδημία Αθηνών και δη από τη μεγαλύτερη μορφή της σύγχρονης ελληνικής ποίησης, παρουσιάζει σε έναν ογκώδη τόμο έμμετρη και ομοιοκατάληκτη χολέρα: τα «άπλυτα» του λογοτεχνικού σιναφιού. Δε χρειάζεται, βέβαια, να είναι κανείς λογοτέχνης για να εικάσει τα άπλυτα του σιναφιού. Ξιπασιά, αμοιβαίες εξυπηρετήσεις, βραβεύσεις και επιβραβεύσεις παρακοιμώμενων και συγγενών, μηχανορραφίες, αγοραστοί τίτλοι, αγοραστές διακρίσεις, στημένοι διαγωνισμοί, δαφνοστεφείς παραλογοτέχνες, λογοκλόποι μέχρι την απροκάλυπτη παραφροσύνη, κατευθυνόμενοι δημοσιογράφοι… ατέλειωτη και κουραστική η λίστα του λογοτεχνικού εξευτελισμού, ιδιαίτερα εν τη απουσία σοβαρής και ανεξάρτητης κριτικής αλλά, κυρίως, κυριότατα, αναγνωστών.

Δεν προτίθεμαι να κάνω κριτική στον Σολδάτο. Ο άνθρωπος αντίς για αίμα έχει χαρτοπολτό─ κάποτε πήγε στην κυριολεξία να τον πνίξει ένα ρολό χαρτί καθώς, τυλιγμένο γύρω από το λαιμό του, το μετέφερε με τη μοτοσικλέτα του στο τυπογραφείο όπου τυπώνονταν τα ποιήματά του, για να συνεχίσει η εκτύπωση. Η γνώμη μου, άλλωστε, για τις ικανότητές του δε διαφέρει από εκείνη της πρωθιέρειας της ποιήσεως, Κικής Δημουλά: ο Σολδάτος και την ανατρεπτικότητα μπορεί να υπηρετήσει και το αιφνίδιο ράγισμα και τον ελεύθερο στίχο και κάθε κορσέ οποιασδήποτε φόρμας.

Τούτο, όμως, δε με εμποδίζει να καταθέσω τον προβληματισμό μου: ποιος ο λόγος ύπαρξης ενός τέτοιου βιβλίου; Το ξεμπρόστιασμα, θα μπορούσε κάποιος, ίσως και ο ίδιος, να απαντήσει. Αν, όμως, είναι το ξεμπρόστιασμα το ποιητικό κίνητρο και το ποιητικό όραμα, τότε πώς εξυπηρετείται από τις αναφορές σε πραγματικά πρόσωπα ή καταστάσεις; Τί ακριβώς μας προσφέρει η γνώση ότι ο Παστάκας δεν απάντησε ποτέ στο γράμμα του Σολδάτου ή ότι ο Ευθυμιάδης έσβησε τον Σολδάτο από κάποιο μέσο κοινωνικής δικτύωσης;

Μια κουτσομπολίστικη τέρψη, ίσως, μια ταπεινή απόλαυση εφόσον οι καταστάσεις αποδίδονται με το σολδάτειο σφρίγος και πνεύμα─ αλλά μέχρι εκεί.

Τριακόσιες σελίδες διατρέχει με σάτιρα ο Σολδάτος, ρωμαλέος, τεχνίτης σωστός, ευφάνταστος ριμαδόρος, δηκτικός, ανυποχώρητος, για να μας πληροφορήσει για τις κλίκες, τα πετίτ περιττώματα που με το κατάλληλο πρόμο ανάγονται σε τομές της ποιήσεως, τις μικροκακίες, τις μικροπρέπειες, τις αναισθησίες του ενός και του άλλου μα και τα διαπλεκόμενα συμφέροντα που αναστομώνονται ολούθε, όμως για την ταμπακέρα δε μας λέει Ιησούν Χριστόν.

Γιατί από τα blogs, το youtube, το facebook δεν ξεπήδησε ένας Παντελίδης, ένας τράπερ ποιητής, που τον τραγούδησαν γκραφιτωμένοι τοίχοι, που τον προσκύνησαν συνθέτες και εκδότες και δισκογραφικές εταιρείες, που επέβαλε την παρουσία του στα πράγματα αντί να αφήσει τα πράγματα να του επιβληθούν;

Νομίζει ο Σολδάτος ότι μας έλειψαν τα μέσα; Γελάει ο Αλεξανδρινός των μονοφύλλων και η όλη Αλεξάνδρεια μαζί του με την γκρίνια μας. Ένα ποίημα αληθινό στο facebook έπρεπε να έχει δέκα, είκοσι χιλιάδες κοινοποιήσεις μέσα σε λίγα λεπτά, να πηγαίνουν τον ποιητή στο φρέσκο ως υπαίτιο για εκατομμύρια σμπαραλιασμένα ανευρύσματα και ποταμώδη εγκεφαλικά.

Δε γράφουμε, όμως, τέτοια ποιήματα. Είμαστε οι ελάσσονες των πέντε ή δέκα λάικς. Το χειρότερο: δεν αγαπούμε την ευθύνη. Να πούμε εμείς, εμείς φταίμε που συνεχίζουν και χτυπούν οι καρδιές αφού μας διαβάσουν, μήπως και σηκωθούμε λίγο ψηλότερα.

Ας είναι.