Ο David Brewer αφηγείται ολόκληρη την τρομακτική και συγκλονιστική ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης, από τις πράξεις του πιο σημαντικού φιλέλληνα, του Βύρωνα, και του πιο χαρισματικού Έλληνα, του Κολοκοτρώνη, μέχρι τις μηχανορραφίες των Μεγάλων Δυνάμεων και την κορύφωση στο Ναβαρίνο, στην τελευταία ναυμαχία που έγινε ποτέ με ανοιγμένα πανιά.
[…] Από το 1750 και μετά βιβλία Γάλλων συγγραφέων, όπως του Βολταίρου, του Μοντεσκιέ και του Ρουσσό, μεταφράστηκαν πρώτη φορά στα ελληνικά, παρότι η επιρροή τους υπήρξε περιορισμένη, αφού πολλές από τις μεταφράσεις κυκλοφορούσαν μόνο σε χειρόγραφα, όχι έντυπες. Ορισμένα έργα συγγραφέων του Διαφωτισμού καταπιάνονταν ευθέως με την κατάσταση στην Ελλάδα. Το 1770, η Épitre à l’Impératrice de Russie [Επιστολή στην Αυτοκράτειρα των Ρώσων] του Βολταίρου παρακινούσε τη Μεγάλη Αικατερίνη να απελευθερώσει την Ελλάδα (κάτι που η ίδια επιχείρησε, αλλά απέτυχε να κάνει μέσω της ελληνικής εξέγερσης με επικεφαλής τον κόμη Ορλόφ), ενώ στο Tocsin des rois aux souverains de l’Europe [Συναγερμός για τους ηγεμόνες της Ευρώπης] καλούσε τους Ευρωπαίους ηγέτες να εκδιώξουν τους Τούρκους από την Ευρώπη, χαρίζοντας έτσι στην Ελλάδα την ελευθερία της. Άλλα έργα υπενθύμιζαν στους Έλληνες το ένδοξο κλασικό παρελθόν τους: για παράδειγμα, η Histoire ancienne [Αρχαία Ιστορία] του Σαρλ Ρολλέν, μεταφρασμένη στα ελληνικά ήδη από το 1750, καθώς και σε πιο ανάλαφρο ύφος το Voyage du jeune Anacharsis [Ταξίδι του νεαρού Ανάχαρση] του Ζαν-Ζακ Μπαρτελεμύ, η ιστορία του Σκύθη πρίγκιπα Ανάχαρση που ταξιδεύει στην κλασική Ελλάδα για να εκπολιτιστεί. Ακόμα πιο δημοφιλές και με ακόμα βαθύτερο νόημα για τους Έλληνες ήταν το θεατρικό έργο Harmodius and Aristogeiton [Αρμόδιος και Αριστογείτων], βασισμένο στην ιστορία των δύο αρχαίων Ελλήνων ηρώων που έχασαν τη ζωή τους προσπαθώντας να ανατρέψουν τον τύραννο των Αθηνών Ιππία, τον 6ο αιώνα π.Χ.
Ο πιο εκτενής απολογισμός στην ελληνική γλώσσα της κατάστασης στην Ελλάδα και του δρόμου προς την απελευθέρωση ήταν η Ελληνική Νομαρχία. Με υπότιτλο «Ήτοι Λόγος Περί Ελευθερίας», είχε εκδοθεί ανώνυμα στην Ιταλία το 1806. Περιλαμβάνει ένα οργισμένο υβρεολόγιο εναντίον όσων θεωρεί εχθρούς της ελευθερίας, αλλά στα νηφάλια σημεία του είναι εμφανές ότι χρωστάει πολλά στους διανοούμενους του Διαφωτισμού. Ακολουθώντας τον Ρουσσό, ξεκινάει περιγράφοντας την αρχέγονη ανθρώπινη κατάσταση ως κατάσταση πρωτόγονης ευτυχίας, όπου οι άνθρωποι διέθεταν όλες τις αρετές χωρίς κανένα ελάττωμα· αυτό πήρε τέλος όταν ο άνθρωπος, στο πλαίσιο της κοινωνίας, άρχισε να εξαρτάται από τους συνανθρώπους του κι έτσι «έχασε την αληθή ευτυχίαν, και έγινε δούλος». Όμως δεν είχαν χαθεί τα πάντα γιατί, όπως είχε υποστηρίξει ο Κοντορσέ, «Ο άνθρωπος είναι πεπροικισμένος από την φύσιν με το λογικόν […], έχει δε μίαν κλίσιν προς το βελτίον, οπού πάντοτε τον παρακινεί, εις οποιανδήποτε κατάστασιν ήθελεν είναι». Ωστόσο η βελτίωση απαιτεί καλλιέργεια της αρετής, η οποία προσδιορίζεται με φρασεολογία που θυμίζει τον Μοντεσκιέ ως ζωή προς όφελος των πολλών και προτεραιότητα πάντα στο κοινό καλό. Στη συνέχεια η Ελληνική Νομαρχία επιστρέφει στις ιδέες του Ρουσσό, δηλώνοντας ότι τα συντάγματα πρέπει να ικανοποιούν την πλειονότητα· ότι, για να μπορέσει να εφαρμοστεί ένα ικανοποιητικό σύνταγμα, πρέπει πρώτα να υπάρξει πρόοδος από την αρχική ελευθερία μέσω της αναρχίας, της μοναρχίας και της τυραννίας στη νομαρχία, την κυριαρχία του νόμου· και ότι καθένα από αυτά τα στάδια, ακόμα και η νομαρχία, το καλύτερο όλων, ακολουθεί έναν φυσιολογικό κύκλο γέννησης και θανάτου. Τέλος, η Ελληνική Νομαρχία εφαρμόζει αυτή τη φιλοσοφία στη σημερινή κατάσταση των Ελλήνων. Η τυραννία των Τούρκων πεθαίνει, υποστηρίζει. «Το οθωμανικόν κράτος την σήμερον ευρίσκεται εις τα ολοίσθια του θανάτου, και ημπορεί να παρομοιασθή εις εν σώμα ανθρώπινον, κατακρατημένον από αποπληξίαν», το οποίο «κατ᾿ ολίγον ολίγον αδυνατίζει και, τέλος πάντων, θνήσκει». Δύο ομάδες μόνο, αναφέρει, μπαίνουν εμπόδιο στον δρόμο της ελληνικής απελευθέρωσης: οι έμποροι της διασποράς, που απολαμβάνουν εύκολη ζωή στο εξωτερικό αντί να επιστρέψουν για να υπηρετήσουν την πατρίδα τους, και ο διεφθαρμένος και δουλοπρεπής κλήρος.
Η εκκλησία αντέδρασε έντονα σε αυτή την εισβολή των ιδεών του Διαφωτισμού. Η Πατρική Διδασκαλία που εκδόθηκε από το πατριαρχείο το 1798 απέκρουε τη θεωρία του Ρουσσό για την πρωτόγονη κατάσταση του ανθρώπου, επιβεβαιώνοντας ξανά την άποψη ότι ο άνθρωπος εκδιώχτηκε από τον βιβλικό παράδεισο από τον Θεό εξαιτίας του αμαρτήματός του, και θα γινόταν ξανά δεκτός εκεί στην επόμενη ζωή μόνο όταν θα είχε υπομείνει τις δοκιμασίες και θα είχε αντισταθεί στους πειρασμούς της παρούσας. Ο διάβολος, υπεύθυνος για όλους τους πειρασμούς, «εμεθοδεύθη εις τον τρέχοντα αιώνα μίαν άλλην πονηρίαν και απάτην ξεχωριστήν, δηλαδή το νυν θρυλούμενον σύστημα της ελευθερίας», αλλά «λέγεται ελευθερία το να ζη τινάς κατά τους θείους και ανθρωπίνους νόμους». Επομένως, η εντολή προς το χριστιανικό ποίμνιο ήταν «φυλάξατε στερεάν την πατροπαράδοτον πίστιν και, ως οπαδοί του Ιησού Χριστού, απαρασάλευτον την υποταγήν εις την πολιτικήν διοίκησιν». Μία ακόμα πιο άμεση επίθεση στον Διαφωτισμό εξαπολύθηκε το 1819, με την εγκύκλιο του πατριάρχη Γρηγορίου Περί των Ελληνομουσείων. Ποιο το όφελος, ρωτούσε ο πατριάρχης, «να μανθάνωσι αριθμούς, και αλγέβρας, και κύβους, και κυβοκύβους […] και άτομα, και κενά, και δίνας […] και οπτικά τινα, και ακουστικά, και μυρία τοιαύτα, και άλλα τερατώδη […] έπειτα εις τας ομιλίας των βάρβαροι, εις τας γραφάς των σόλοικοι, εις τας θρησκείας ανίδεοι […] εις τα πολιτεύματα επιβλαβείς, και άσημοι πατριώται, και ανάξιοι της προγονικής κλήσεως;» Επομένως, ο πατριάρχης έδινε εντολή στο ποίμνιό του «τας βεβήλους κενοφωνίας, και τας σαθράς αντιθέους διδασκαλίας των ειρημένων, να μισήτε, και να αποστρέφησθε». […]
**********************************