Το Γράμμα μιας ζωγράφου…

Όλο μου το είναι ανοίγει.
Κι όταν μου λες πως όλα ομορφαίνουν όταν είσαι κοντά μου, αναδύομαι.
Κι η αγάπη μας είναι σαν ένα άρωμα, σαν ένα αθάνατο ρέμα
ή σαν ξέφρενη βροχή που καρπίζει εντός μου.
Ξέρεις, ουρανέ μου, βρέχεις πάνω μου κι εγώ σαν την γη σε δέχομαι.
Πάντα θυμάμαι τις λέξεις σου.
Και τα μεγάλα όμορφα μάτια μου, σου είναι αγνότητα.
Δεν τα αρνιέσαι. Κι όταν θυμάμαι τα λόγια σου, αρχίζω και ζωγραφίζω.
Σαν να μην υπάρχει φως.
Θα ήθελα να σε ζωγραφίσω, αλλά δεν υπάρχουν χρώματα.
Υπάρχουν τόσα πολλά, στη μέθη αυτή που βιώνω, την απτή μορφή της μεγάλης αγάπης μου.
Τα μάτια σου πράσινα σπαθιά μέσα στην καρδιά και την σάρκα μου.
Κύματα ανάμεσα στα χέρια μας, θαρρώ τραγουδούνε το άπειρο.
Σε έναν χώρο γεμάτο ήχους -στη σκιά και στο φώς-.
Πάνω στη μορφή σου, οι βλεφαρίδες των λουλουδιών μου, ανταποκρίνονται και θέλουν το άγγιγμα σου. Στο χυμό των χειλιών μου, κάθε λογής φρούτα.
Αίμα ροδιού και μήλα παράνομα.
Σε πιέζω στον κόρφο μου, να ακούσεις τραγούδια που θες.
Και το θαύμα της μορφής σου διαπερνά το αίμα μου.
Δεν είναι αγάπη αυτό. Ούτε θωπεία.
Είναι η ψυχή μου που βρήκα στα διάφανα χέρια σου.
Οι κόσμοι μας σμίγουν. Τίποτα δεν συγκρίνεται με τα χέρια σου.
Τίποτα με το χρυσοπράσινο των ματιών σου.
Το σώμα μου γεμίζει με εσένα μέρες. Είσαι ο καθρέπτης της νύχτας.
Η βιολετί λάμψη του φωτός. Η υγρασία της γης.
Η φωλιά του κόρφου σου είναι το καταφύγιό μου. Τα δάχτυλά μου αγγίζουν το αίμα σου.
Όλη μου η χαρά βρίσκεται στο να νιώθω τη ζωή να αναβλύζει από εσένα και να γεμίζει όλα τα μονοπάτια των νεύρων μου που σου ανήκουν…

Και καλύτερο δώρο από ένα σου ποίημα και ένα λουλούδι, υπάρχει;…

«Φίλησε με. Χάιδεψε με. Μ’αγαπάς;»

Που είσαι;

Πού είσαι;
Εγώ ανορθώνω τον παράδεισο.
Ποτίζω τα κρίνα που σημάδεψες να μου στολίσεις στην κόμη.
Ή μάλλον στο δώμα μου.
Βωμός του κάλλους που έστησες προς τιμή μου,
να μπορώ να εμπνέομαι…
Εκεί, όπου εγώ, Ιέρεια της Ηδονής,
μπορώ και προσμένω θυσίες της καρδιάς και της ψυχής σου…
Εκεί ανάμεσα στις μυρωδιές των παλιών βιβλίων,
Στάζω το αίμα μου.
Ω σύντροφε της ψυχής μου, που είσαι;
Προσεύχεσαι εντός μου;
Στο ναό του σώματος μου, με Θεία έκσταση, και τα χέρια πλεγμένα δέεσαι;
Μήπως με καλείς στις θάλασσες των ονείρων που βάσταξες για μένα;
Εγώ ο μεγάλος αιώνας αγάπης που ήρθα να δώσω πνοή στον κόρφο σου…
Κι όπως με κοιτάς, ξεγλιστρά γύρω από την όψη μου, φωτοστέφανο λήθης…
Και πλανιούνται άγγελοι Έρωτα και ύμνοι οδύνης και θρήνοι…
Να θυμάμαι τις ώρες που έπρεπε να περάσουμε μαζί
μέσα από τα σκοτεινά δάση…
Θυμάσαι;
Εκείνο το αγνό φιλί που έπρεπε να δώσει
ο ουρανός στην θάλασσα, εκείνη την νύχτα;
Εκείνο το φιλί που φανερώνει τα ουράνια μυστικά
και τις απόκρυφες επιθυμίες;
Και εδώ άρχισε ο μακρύς στεναγμός μας.
Μέσα στο κορμί μου ολάκερο πηδάει ανήμερα η φωτιά…
Και εσύ σαν ανάσα, με φυσάς και καίς χιλιάδες δάση…
Κι αιώνια στην κλίνη της Ποίησης ενωνόμαστε…
Κι η Αγάπη κρατά στα χέρια της τα ενωμένα μας πνεύματα…
Ενωμένες ψυχές…
Με Υπακούς…
Γιατί η Ομορφιά μου σου προσέφερε γλυκόπιοτο κρασί…
Ραντίζοντας τα χείλη με θεία ευφορία…
Κι η θύμηση αυτή της άφεσης θα είναι ο Αέναος Γάμος μας…
Που είσαι, άλλε μου εαυτέ;
Είμαι ξύπνια μέσα στη σιωπή της νύχτας σου και θέλω να σε κοιμάμαι…
Να σου φέρω εγώ σαν καθάριος άνεμος,
έκσταση να γράφεις και ν’αναπνέεις…
Θωπεύεις, άραγε το πρόσωπο μου, με την μνήμη σου, μόνο;
Ναι καθρεφτίζομαι ώρες-ώρες μπροστά σου.
Γυμνωμένη με χιλιάδες τριαντάφυλλα να με πλέκουν…
Που είσαι;
Κι ο ωκεανός θρηνεί…
Ακούς;
Είναι μεγάλος ο άνεμος, τόσο μεγάλος….
Σου φέρνει την ανάσα της νιότης μου…
Τον αιώνιο πόθο…
Σου ανθίζει την όψη…
Το σκοτάδι μας ρίχνει στην αγκαλιά σου…
Πάρε το χαμόγελο μου…
Τα μάτια μου…
Να ζωντανεύει ο ουρανός μας…
Να ανασαίνεις την ευωδιά μου…
Με βέλη Σεβαστιανά, να σμίγουμε…
Που είσαι;
Ω, πως ο Έρωτας θα μας ενώνει για πάντα…
Εμενα την ολόλευκα ντυμένη, με ένα φόρεμα βρεμένο στα στήθη μου…
Κι εσένα στην θάλασσα να με περιμένεις να χαθούμε για πάντα…

Μονόλογος

Βρήκες την ανήμερη και θυελλώδη καρδιά μου, μετέωρη…
Με συνάντησες στον δρόμο σου,
σαν ξέφρενο λουλούδι που φύτρωσε στο χώμα σου, Ποιητή.
Ήρθες αστραπή και έλαμψες τον ίσκιο μου.
Μου έλειπε πάντα μια καρδιά που να πονεί για μένα.
Τα λόγια μου σε μουσκεύουν θωπεύοντας σε με τις λέξεις.
Η δίψα της αγάπης σου φλόγισε την σκέψη και τα χείλη.
Η ηλιόλουστη όψη μου αγκάλιασε τον νεκρό σου πόθο.
Μ’αγαπάς…
Θέλω να μου φέρεις από τα βουνά λουλούδια να στολίζω τα μαλλιά μου…
Κλειστό τόσο κλειστό ρόδο είμαι, στις πηγές των στοχασμών σου.
Μίλα μου. Μιλά και η δική μου καρδιά, αθώα και λατρευτή σε σένα.
Θέλω να μου σμίγεις το σύμπαν σου μέσα στο δικό μου.
Το ξέρω. Μ’αγαπάς. Τ’ακούω…
Τίποτε δεν έχει ενδιαφέρον για μένα που δεν είναι από σένα,
που δεν μιλεί για σένα.
Κι όταν τα κάτοπτρα μας αντανακλούνε τις μορφές μας,
θαρρώ πως αταίριαστα ενώνονται…
σαν τον πολύφυλλο κισσό να τινάζουνε μπουμπούκια κόκκινα…
Τα ψηλά δέντρα, ο ουρανός, η θάλασσα,
μόλις φθάνουν να χωρέσουν την εικόνα σου·
Το αίσθημα σου σαν φλοίσβος θάλλει στις λαγόνες μου.
Πονάει, υπάρχει θάνατος.
Αν μ’αγαπάς, δώσε μου το κρασί να γιάνει τα μυρωμένα μας σεντόνια. Πριν την ζωή πάρει το σκοτάδι.
Παντού να μ’αγαπάς στο φως.
Αν μοιάζω απόκοσμη, να μ’αγαπάς.
Μια τέτοια παράφορη ιδέα μας ταιριάζει έστω και λίγο.
Στην Ποίηση μας, ταιριάζει.
Εδώ να μ’αγαπάς στα σκοτεινά δάση να μου πλέκεις εγκώμια ίμερου και βαθιάς επιθυμίας…
Μακριά σαν τα αλλοτινά ταξίδια που θα κάνουμε…
Κι ο καημός σου, λιώνει γλυκά απάνω μου…
Με κοιτάνε τα μάτια σου…
Φλογερά σαν δυο μεγάλα αστέρια…
Παλεύουν δυο κόσμοι. Φωτιές δειλινών που θες να μου δώσεις.
Λαχταράς να τραγουδάς το όνομα μου…
Γλυκέ μου, υάκινθε, πλεγμένε στης ψυχής μου τ’απρόσμενο…
Με πεινάς, με διψάς ανήλεα, το ξέρω…
Αποδημείς στην αγκαλιά μου…
Ακούω την γλώσσα που μιλούν τα δυό σου χέρια,
καθώς σιγοσαλεύουνε στον λευκό λαιμό μου.
Ανατριχιάζει το δέρμα σου.
Πλεγμένοι στα δίχτυα μας, αγγίζουμε τα όνειρα.
Στα χέρια σου η αγάπη μου είναι κλεισμένη σαν κρίνο.
Η φωτιά μας ενώνει εδώ…
Μυστικά κάθε φορά.
Πληθαίνει στη σκοτεινιά το φως μας.
Αίμα μας κάνει, σαν δροσιά θαρρώ στα σωθικά μας.
Μέσα σου με έχεις…
Να μ’αγαπάς. Έλα και δώσε μου ακόμη ένα τριαντάφυλλο.
Τύλιξε τα κόκκινα χείλη μου, με άσβεστο ελπίδας.
Θέλω να ξέρεις: Κοιτάζω τον γυάλινο θόλο.
Τα κόκκινα φεγγάρια που κάρπισες μέσα μου αξάφνου…
Αγγίζω την ατάραχη στάχτη σου και την κάνω φλόγα…
Ακούω στον κόρφο σου τραγούδια…
Κι όλα με φέρνουν σε σένα…
Λες και ότι υπάρχει, Φως, Αρώματα, Λέξεις.
Είναι τρελός ο άνεμος αυτός…
Στα χείλη μας ανεβαίνει κι άλλο η ηδονή…
Κάθε μέρα ανεβαίνει το κάλλος μου…
Κι όλο επαναλαμβάνεται η Ιερή μου Προσευχή.
Και γεμίζει το κορμί μου ύμνους γυμνούς.
Και με προσκυνάς απόκρυφα…
Τρέφεται η αγάπη μας αγάλι-αγάλι…
Να μ’αγαπάς όπως μπορείς.
Να με νιώθεις σα διέγερση σ’ολάκερο το σώμα σου…
Κράτα με, ανέλπιστε πόθε.
Άγγιζε με κάθε φορά και παίρνε με…
Σκέψη απαρηγόρητη της έμπνευσης μου…
Να μπορώ να Ποιώ και να Ποιείς βαθιά μου…
Θέλω να γίνω μονάχα ένα πρωινό δική σου.
Μονάχα ο ήλιος να μας δει…
Να γεμίσει η κάμαρη με άφεσης αρώματα.
Να μ’αγαπάς. Μην με διστάζεις.
Να μ’αγαπάς, εμένα την ακόλαστη Άνοιξη.
Να αφεθείς.
Στου Έρωτα το απόρθητο κι ανέφικτο…
Αφέσου.…