he who understands baboon would do more towards metaphysics than Locke

Charles Darwin, Notebook M

 

 

ΠΡΟΤΟΥ γραφτεί το βιβλίο αυτό γεννήθηκε μέσα μου τρεις φορές. Η πρώτη ήταν όταν παιδί έβλεπα τον οδηγό των βρικολάκων στο φιλμ Fright Night II να καταπίνει έντομα, σκώληκες και άλλα ζωντανά, μουρμουρίζοντας αμέσως μετά τη βρώση τους την επιστημονική τους ονομασία. Η δεύτερη, όταν φοιτητής μελετούσα ζωολογία και διάβαζα για τους θαλάσσιους υδροβάτες, τα έντομα που ζουν στην ανοιχτή θάλασσα περπατώντας πάνω στο νερό. Η τρίτη, όταν συνειδητοποίησα ότι η φύση είναι η αλήθεια, κι ότι εγώ είμαι καμωμένος για να κρύβω μιαν αλήθεια μες στην αλήθεια. Είναι αλήθεια ότι υπάρχουν σαύρες που πετούν αίμα από τα μάτια τους˙ είναι αλήθεια ότι υπάρχουν αράχνες που τρώνε το ταίρι τους αφού σμίξουν μαζί του˙ είναι αλήθεια ότι υπάρχουν πεταλούδες που ξεδιψούν με τα δάκρυα των κροκοδείλων─ κι η Συστηματική Βιομυθολογία είναι η αλήθεια μου μες στις αλήθειες αυτές: της σάρκας μου ο μύθος.

Για  την Ελισάβετ και την Βικτώρια που με κρατάνε ζωντανό.

Meleagris gallopavo

«Μ’ αγαπάς;», ρώτησε η Ιουλιέτα, μια παχιά και ερωτοχτυπημένη γαλοπούλα, τον Ρωμαίο, τον αρραβωνιαστικό της. «Σε λατρεύω, καρδιά μου!», είπε ο Ρωμαίος. «Κι αν δεν είχα τα πλουμιστά φτερά μου;», ρώτησε η Ιουλιέτα, «θα μ’ αγαπούσες και τότε;». Αρέσκονται σε τέτοια παιχνίδια οι ερωτευμένοι, θέλουν να είναι βέβαιοι ότι ο έρωτάς τους είναι τόσο αγνός και άπειρος όσο τον νιώθουν, και δεν μπορεί καμιά δύναμη του σύμπαντος να τον φθείρει. «Φυσικά!», απάντησε μελωμένος ο Ρωμαίος. «Κι αν έλειπαν και τα φτερά και η ουρά μου, θα μ’ αγαπούσες και τότε;», επέμεινε στη διερεύνηση η Ιουλιέτα. «Τότε θα σ’ αγαπούσα ακόμη πιο πολύ!», αποκρίθηκε με φανατισμό ο αρραβωνιαστικός της. «Κι αν τα καλλίγραμμα πόδια μου έλειπαν κι αυτά, δε θα χανόταν ούτε τότε η αγάπη σου για μένα;», ρώτησε ναζιάρικα η γαλοπούλα. «Αν μπορώ το πρόσωπό σου να κοιτάζω, που μοιάζει με το φως στον ξάστερο ουρανό, ήλιε μου, τότε δεν έχω ανάγκη από τίποτε άλλο!». Ένθερμη λίαν η δήλωση ήταν του ερωτευμένου, την άκουσε αυτή η αόρατη δύναμη που ακούει τις δηλώσεις και τις δοκιμάζει την επόμενη στιγμή, σα να υπάρχει. Το επόμενο πρωινό ο Ρωμαίος αναζήτησε παντού την Ιουλιέτα, αλλά δεν τη βρήκε πουθενά. Παγωμένο ρίγος απλώθηκε στο δέρμα του και μούδιασε το ράμφος του. Η στέρηση του έρωτα δε μοιάζει με καμιά άλλη, χτυπά όλα τα κύτταρα με έναν υπόκωφο πόνο που κανείς δεν μπορεί να παραδεχθεί εκτός από αυτόν που τον νιώθει. Ο Ρωμαίος συνέχισε να ψάχνει με απύθμενη μανία, η ανάγκη του να νιώσει την αγάπη του τον είχε πανικοβάλλει. Σε ένα δωμάτιο ─μήτε που κατάλαβε πώς βρέθηκε μέσα σε αυτό─ αντίκρυσε ένα αποτρόπαιο θέαμα. Το κεφάλι της αγαπημένης του Ιουλιέτας πάνω σε ένα ξύλο. Ο Ρωμαίος, όμως, δε συνειδητοποίησε τι έβλεπαν τα μάτια του. Η καρδιά του φτερούγισε όπως ποτέ πριν μέσα στο στήθος του, τίναξε τα φτερά του από αληθινή ευτυχία και έτρεξε για να νιώσει την αγαπημένη του. «Κοίτα!», είπε μια μύγα στο σύντροφό της, «ο Ρωμαίος νομίζει ότι αυτό το κεφάλι πάνω στο ξύλο είναι η αρραβωνιαστικιά του! Τελικά καλά το λένε ότι ο έρωτας αποβλακώνει εντελώς όλα τα ζωντανά!». «Κυνική σε βρίσκω», σχολίασε ο αρσενικός, «εσύ όταν ερωτεύτηκες ήσουν καλύτερη;». «Εντάξει, όλοι τα έχουμε περάσει, αλλά δεν κάναμε έτσι!», απάντησε ενοχλημένη η μύγα, «δε θα έκανα, δα, έρωτα με το κεφάλι σου πάνω σε μια οδοντογλυφίδα!». «Εγώ θα έκανα έρωτα και με την ανάμνησή σου και μόνο!» είπε αυτάρεσκα ο αρσενικός, που πάντα ήθελε να υπενθυμίζει στη θηλυκιά του ότι ο έρωτάς του για κείνη ήταν ισχυρότερος από τον δικό της˙ διασκέδαζε, έτσι, τον πόνο του ότι η μύγα είχε συμβιβαστεί μαζί του επειδή δεν είχε βρει κάποιον καλύτερο. Καθώς οι μύγες συζητούσαν, ο Ρωμαίος κοιτούσε βαθιά μες στο πρόσωπο την αγαπημένη του, μην μπορώντας να αρθρώσει λέξη από την ευτυχία που ένιωθε και την αγωνία που είχε περάσει. Κατόπιν θέλησε να της κάνει έρωτα γλυκό, μην παίρνοντας στιγμή το βλέμμα του από το δικό της. Στιγμή δεν κατάλαβε πως το σώμα της έλειπε.

Pygoscelis adeliae

Oι πιγκουΐνοι έφθασαν με ενθουσιασμό στο παγωμένο χείλος του υψώματος. Ήθελαν όλοι τους να σαλτάρουν μέσα στο νερό, αλλά φοβούνταν ότι μπορεί να μην επιβιώσουν της πτώσης. Κι όπως συνήθως συνέβαινε σε τέτοιες περιπτώσεις, κι εφόσον κανείς τους δεν ελάμβανε την απόφαση να διερευνήσει εθελοντικά αν το σάλτο ήταν ασφαλές, ο όχλος έσπρωξε τον Λάμπη με το ζόρι. Ο φουκαριάρης ο Λάμπης προσγειώθηκε ατσούμπαλα στα παγωμένα ύδατα. Σαστισμένος από τη βάρβαρη συμπεριφορά των συντρόφων του, άρχισε να κουνά τα χέρια και τα πόδια του για να επιπλεύσει και να κολυμπήσει. Όση ώρα προσπαθούσε, οι πιγκουΐνοι είχαν γείρει τα κεφάλια τους θέλοντας  να διαπιστώσουν αν ο Λάμπης θα τα καταφέρει. «Είσαστε δολοφόνοι!» φώναξε στην αγέλη ο Μηνάς, που ’ταν από μικρός επαναστάτης και ανέκαθεν έβρισκε κάποιο σκοπό για να αγωνιστεί υπέρ του. «Πετάτε ένα συντροφό μας στο νερό, αδιαφορώντας αν θα ζήσει ή θα πεθάνει, για να βεβαιωθείτε ότι θα είστε εσείς ασφαλείς βουτώντας!», ούρλιαξε εκνευρισμένος ο ακτιβιστής πιγκουΐνος. «Για κοιτάξτε έναν αγωνιστή!», φώναξε ο Αριστείδης, ένας πιγκουΐνος που φημιζόταν για το αίσθημα του δικαίου του. «Τόσον καιρό διαβαίνουμε στα χείλη των παγωμένων υψωμάτων κι ούτε μια φορά δεν προσφέρθηκε να κάνει εθελοντικά ο ίδιος τη βουτιά, για να γλιτώσει ένα σύντροφό του από το πέσιμο!», είπε, «μόνον αρνείται να σκύψει το κεφάλι του για να δει αν όντως επιβιώνει ο ριγμένος, περιφρονώντας τον τρόπο μας να εξασφαλίσουμε τη σωματική μας ακεραιότητα! Φυσικά, όταν βουτάμε εμείς, ακολουθεί κι αυτός, κι ύστερα μας κουνά επιδεικτικά το δάχτυλο της ηθικής! Τέτοιον ακτιβισμό να τον βράσουμε!». Μεγάλη ντροπή ένιωσε ο Μηνάς, αλλά δε θέλησε να τη δείξει αποκρινόμενος: «ορισμένοι εδώ πέρα νομίζουν ότι το να είσαι αγωνιστής σημαίνει να είσαι και κορόιδο! Ε, λοιπόν, σας πληροφορώ ότι εγώ δεν είμαι καθόλου κορόιδο, κι ούτε θα προσφερθώ ποτέ εθελοντής να πέσω από απόκρημνα υψώματα σε παγωμένα, άγνωστα ύδατα, για να προστατεύσω τη δική σας βάρβαρη ζωή. Αυτό, όμως, δε μου απαγορεύει καθόλου να σας κράζω που συμπεριφέρεστε κατά αυτόν τον τρόπο στους συμπιγκουΐνους μας!». Το πλήθος δεν είπε τίποτα. Βούτηξαν όλοι στα νερά που πρώτος δοκίμασε ο Λάμπης και κολύμπησαν χαρούμενοι και δραστήριοι, ψαρεύοντας και παιχνιδίζοντας. Είναι ένα χάρμα οφθαλμών οι πιγκουΐνοι να τους βλέπεις, μοιάζουν με καλοφαγάδικα χελιδόνια που εγκαταστάθηκαν στους πάγους και πάχυναν από τις ηδονές και τις κραιπάλες. Οι μήνες πέρασαν κι οι πιγκουΐνοι βάδιζαν ξανά σε ένα ύψωμα, από τα πιο κακοτράχαλα που είχαν συναντήσει ποτέ. Φθάνοντας στο χείλος, όμως, το διάστημα της αρχικής εκτίμησης κινδύνου εκμηδενίστηκε. Ο Αριστείδης έδωσε το σύνθημα με ένα απλό, αυτάρεσκο νεύμα. Την ώρα που ο Μηνάς έπεφτε στον γκρεμό, ο δίκαιος φώναζε σε όλους κατενθουσιασμένος: «αυτά τα νερά είναι μόνον για αγωνιστές, συμπιγκουΐνοι μου!». Και έγειρε να δει τον αγώνα του Μηνά.