ΠΟΥ ΝΑ ΚΟΙΤΑΞΕΙΣ ΤΩΡΑ
Πού να κοιτάξεις τώρα!
Όπου κι αν γυρίσεις τη ματιά σου,
η ψυχή σου σπαρμένη θάνατο!
Όλος αυτός ο όλεθρος γύρω σου
τίνων όνειδος;
Τα χαλάσματα που πατάς ξυπόλυτος,
τον μπαζωμένο τάφο
με συντρίμμια–
με τους γονείς και τ’ αδέρφια σου–
και με τ’ άλλα τα παιδιά–
τα παιδιά που παίζατε μαζί–
τίνων έργο είναι;
Γιατί;
Γιατί τους θάψανε με βόμβες;
Πού να κοιτάξεις τώρα!
Η ζωή τριγύρω σου ψάχνει τα κομμάτια της!
Το παιδάκι που ’ναι σκυμμένο δίπλα σου–
και το παιδάκι που φεύγει τρέχοντας–
στον ίδιο τάφο ξυπόλυτα πατάτε!
Ξυπόλυτο και το παιδάκι που κείτεται ασάλευτο–
δεν το αναζήτησε κανείς!
Το χεράκι του…
κοίτα!…
δεν γράφει κάποιο όνομα.
Όρθιος!
Ακίνητος!
Η παιδική ματιά σου
παγωμένη!…
στο βάθος!…
στα γκρεμισμένα όνειρα–
στη Λωρίδα της Γάζας–
στο απέραντο νεκροταφείο–
στους χιλιάδες νεκρούς και αγνοουμένους–
εκεί!…
εκεί που παίζουν τώρα ξυπόλυτες ψυχές.
Πού να κοιτάξεις τώρα!
Τα παιδιά που είδες
δεν ήτανε σκυμμένα σε παιχνίδι,
δεν έτρεχαν ξέγνοιαστα γελώντας·
τα παιδιά που είδες
ήταν σκυμμένα με απορία στα παιχνίδια των μεγάλων,
έτρεχαν κυνηγημένα στους κανόνες του θανάτου τους!
Τα παιχνίδια των μεγάλων πόσο αταίριαστα με τα δικά σας–
δεν ξέρουν να ‘‘σκοτώνουν’’–
δίχως διάκριση…
σκοτώνουν τα ίδια τα παιδιά–
σκοτώνουν το παιχνίδι.
Ίσως αυτοί που ‘‘παίζουν’’ τώρα
ποτέ τους να μην ήτανε παιδιά,
ποτέ τους να μην παίξανε στ’ αλήθεια,
ποτέ τους να μην αγγίξανε αληθινό παιχνίδι.
Πού να κοιτάξεις τώρα!
Όπου κι αν γυρίσεις τη ματιά σου,
η ψυχή σου θερίζει θάνατο!
Όλος αυτός ο όλεθρος γύρω σου,
τί όνειδος!…
Τί όνειδος για μας!!!
ΠΟΙΗΤΗΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ
Ποιητής δεν είναι αυτός
που ξεδιαλέγει λέξεις
ν’ ακούγονται με ρίμα
ήχο μουσικής να βγάζουν
χορός το νόημα δεν είναι
ούτε ρυθμός η ιδέα
σ’ ένα ταγκό για δύο!
Ούτε κι αυτός
που περικόπτει λέξεις
στην πρόζα να διαφέρει
ιδανική του λόγου διαδρομή
μονοπάτι σύντομο δεν είναι
ούτε σκαλοπάτια οι στίχοι
με χάρη ν’ ανεβοκατεβαίνεις!
Όμως αυτός
που βρίσκει λέξεις
ν’ ακούγονται μες στην ψυχή
ρίγος να διαπερνάει το κορμί
ιδέα θεία με ξέφρενο ρυθμό
μες στης καρδιάς τον χτύπο,
ποιητής θαρρώ πως είναι!
Αλλά κι αυτός
που και δίχως λέξεις
με τη σιωπή ο κόσμος του φωνάζει
άδολο παιδί μικρό που τρέχει
με αγνή καρδιά, ψυχή και σκέψη
τη σκλάβα γνώση δρασκελώντας,
ποιητής θαρρώ πως είναι!
ΕΜΕΙΣ ΟΙ ‘‘ΑΛΛΟΙ’’
Τους πρόσφυγες σκέφτηκα
κι είπα γι’ αυτούς να γράψω λίγες λέξεις.
Γι’ αυτούς τους ‘‘άλλους’’
λίγες μονάχα λέξεις να ’βρω να ταιριάξω
σαν ρούχο πρώτα πάνω τους να τις ντύσω
κι ύστερα, σκέφτηκα,
ψάχνοντας όλο και κάτι θα μπαλώσω
σαν πρόσφυγες να μοιάζουνε.
Έραψα λέξεις σαν μόδιστρος
σαν τσαγκάρης τις σόλιασα
και μια σκηνή να ’χουν στέγη
σαν πρόσφυγες να ζούνε.
Τέλος, σκέφτηκα,
σ’ ένα κείμενο να τις συνταιριάξω
κάποιο νόημα όλες μαζί να βγάζουν.
Κι αφού λοιπόν καλά τις σύνταξα
να τις διαβάσω σκέφτηκα:
«Πρόσφυγες! Αυτοί!… προτού γίνουν ‘‘άλλοι’’
σαν εμάς ριζωμένοι ζούσανε!…
στην πατρίδα τους!… στο σπίτι τους!…
ώσπου να γίνουν όλα ένας σωρός!… χαλάσματα
αιματοβαμμένα!… πέτρες, κορμιά και δάκρυα!
Κι ύστερα… αχ προσφυγιά!…
ελπίδα ναυλωμένη σε δρόμο άγνωστο
με τα χαλάσματα στοιβαγμένα στην ψυχή σου!…
σκιές!… φαντάσματα!… θαλασσοπνιγμένοι
σαν σημαδούρες!… ξεχωρίζουν απ’ τα ρούχα τους
ώσπου να ντυθούνε στα δικά μας!».
Μελάνι κόκκινο αυτοί κι εμείς!
Εμείς!… εμείς οι ‘‘άλλοι’’!